Σύμφωνα με το από 21 Δεκεμβρίου 2013 ψηφισθέν σχέδιο νόμου για την αναστολή πλειστηριασμών σε βάρος της πρώτης κατοικίας οφειλετών μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2014, η ελληνική κυβέρνηση έρχεται να θέσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο οφειλέτης μπορεί να προστατεύσει την πρώτη κατοικία του από τους δανειστές του. Σκοπός του νέου νομοθετήματος, όπως αυτός περιγράφεται στην εισηγητική έκθεση που το συνοδεύει, είναι η επανεκκίνηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας η οποία και καθυστερούσε, συν τοις άλλοις, και από τα προβλήματα στην αποπληρωμή του χρέους των ιδιωτών.

Ο νόμος αναμφίβολα παρουσιάζει σημαντικές καινοτόμες διατάξεις οι οποίες δίνουν λύση σε χιλιάδες νοικοκυριά. Υπάρχουν, όμως, και διατάξεις οι οποίες δεν διευκολύνουν ενώ είναι εμφανής η απουσία βούλησης του νομοθέτη στις περιπτώσεις οφειλών προς το Δημόσιο, τους δήμους και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Στους κερδισμένους της νομοθετικής ρύθμισης είναι όποιος έχει μικρό ετήσιο φορολογικό εισόδημα (μέχρι 35.000 καθαρό ετήσιο εισόδημα), μικρής αξίας κινητή και ακίνητη περιουσία (μέχρι 270.000) και η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικία του δεν υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, οι οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει μηνιαίως ποσοστό 10% επί του καθαρού μηνιαίου εισοδήματος όταν το τελευταίο δεν ξεπερνά τις 15.000 ευρώ και ποσοστό 20% για το υπερβάλλον εισόδημα. Οι έμποροι, μπορούν και αυτοί να υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου, κάτι το οποίο δεν το επιτρέπει ο 3869/2010 (νόμος Κατσέλη) καταβάλλοντας, όμως, το 20% της τελευταίας ενήμερης δόσης. Ο δε εγγυητής, άπαξ και υπαχθεί στη ρύθμιση ο πρωτοφειλέτης και δεν εκπέσει αυτής, προστατεύεται καθώς ο δανειστής δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του. Πρόκειται για άλλο ένα θετικό στοιχείο σε σχέση με το Ν. 3869/2010 όπου ο εγγυητής οφείλει και ο ίδιος, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου, να αιτηθεί προστασία της κύριας κατοικίας του. Τέλος, να τονιστεί ότι ο οφειλέτης προστατεύεται για χρέη όχι μόνο έναντι των τραπεζών αλλά και των ιδιωτών.

Ο νόμος προβληματίζει στα ακόλουθα σημεία: Πρώτον, προβλέπει ασφυκτικές προθεσμίες για όποιον σκοπεύει να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του. Ο οφειλέτης οφείλει να υποβάλει στο δανειστή του υπεύθυνη δήλωση μέχρι την 31.1.2014 ή εντός διμήνου από την επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση μέσα στην οποία θα αναγράφει τα πλήρη στοιχεία του, στοιχεία επικοινωνίας, την πλήρωση των προϋποθέσεων υπαγωγής στο νόμο, αναλυτική κίνηση λογαριασμού τους τελευταίους 24 μήνες όταν πρόκειται για ποσά άνω των 1000 ευρώ. Συνεπώς, για όσα χρέη δημιουργηθούν μετά την 31 Ιανουαρίου 2014 η μοναδική περίπτωση υπαγωγής στο νόμο θα είναι μετά από επίδοση διαταγής προς εκτέλεση. Στα αρνητικά του νόμου συμπεριλαμβάνεται η προστασία της μικρής περιουσίας όταν οι αντικειμενικές αξίες βρίσκονται στα ύψη και όταν η ανάπτυξη σίγουρα δεν θα προκύψει με κατεστραμμένη τη μικρομεσαία τάξη.

Αναμφίβολα, ο νέος νόμος προσφέρει μια προσωρινή διέξοδο προς τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες. Υπό τις αυστηρές του αναμφίβολα προϋποθέσεις. Δεν δίνει, όμως, λύση στην υπερχρέωσή τους ούτε και τους απαλλάσσει από το φόβο των πλειστηριασμών για χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία. Με τα χρέη των ιδιωτών προς τις εφορίες να ξεπερνούν τα 65 δις ευρώ και προς τα ασφαλιστικά ταμεία τα 21 δις ευρώ, με το επιτόκιο υπερημερίας για τη ρύθμιση των χρεών προς το Δημόσιο να είναι 8,75%, επιτόκιο εφάμιλλο πιστωτικής κάρτας, και με τη δαμόκλειο σπάθη της προσωποκράτησης η πολυπόθητη ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί. Μπορεί η νέα ρύθμιση να δίνει ανάσες, δεν συνιστά, όμως, τη λύση για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Χωρίς, έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό ο στόχος αυτός θα ξεμακραίνει ολοένα και περισσότερο.

Πηγή: Άρθρο της Άννας Κορσάνου στο capital.gr

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top