ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: 81/2011

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Πειραιά. Μ. Η. και τη Γραμματέα Δ. Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του σήμερα στις 7 Ιουνίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Του Ε. Λ. του Ι., κατοίκου Πειραιά., οδός Α., αρ. , ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ε. Τ.

ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ του αιτούντος τραπεζικών εταιρειών, οι οποίες μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρο 748 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του Ν. 3869/2010) κατέστησαν διάδικοι και μετέχουν στη δίκη, παρισταμένων ως εξής:

Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Α., αρ., νομίμως εκπροσώπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Π. Χ.,

Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Α», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σ., αρ., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μ. Γ. και

Της κυπριακής δημόσιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Μ», που εδρεύει στη Λ., αρ. και έχει

εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα με την εμπορική επωνυμία / διακριτικό τίτλο «M» και «M», με διεύθυνση φορολογικής εγκατάστασης οδός Μ., αρ. και Κ., Θεσσαλονίκη και διεύθυνση αλληλογραφίας Λ., αρ. Μαρούσι, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Μ», νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μ. Μ.

Ο αιτών με την από 3 Φεβρουαρίου 2011 αίτησή του, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του με αύξοντα γενικό αριθμό κατάθεσης 568/2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 20/2011, ζητεί, για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν, όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

Για την αίτηση αυτή ορίστηκε δικάσιμος για να συζητηθεί η ημερομηνία που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης αποφάσεως, κατά την οποία και μετά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου εκθέματος, το Δικαστήριο αφού:

Έλαβε υπόψη όσα περιέχονται στα πρακτικά.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινομένη αίτηση ο αιτών εκθέτει ότι στερείται πτωχευτικής ικανότητας και ότι βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του προς τις αναφερόμενες σ’ αυτήν πιστώτριες και ζητεί, όπως σαφώς συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της υπό κρίση αιτήσεως, τη ρύθμιση των χρεών του, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η εκτιθέμενη εισοδηματική, περιουσιακή και οικογενειακή του κατάσταση, με σκοπό την απαλλαγή του απ’ αυτά.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η κρινομένη αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 3 του Ν. 3869/2010 και 741 επ. Κ.Πολ.Δ) και είναι επαρκώς ορισμένη (άρθρο 747 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ): α) ως προς το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 περ. γ’ του Ν. 3869/2010 σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του αιτούντος, αρκούσης της αναφοράς στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως ότι με βάση τις εκτιθέμενες σ’ αυτό οικονομικές δυνατότητες του αιτούντος, ο τελευταίος δεν δύναται να καταβάλλει μηνιαίως οποιοδήποτε ποσό στις πιστώτριές του, προτείνοντας σ’ αυτές ως ρύθμιση την εκποίηση των αναφερομένων στην κρινομένη αίτηση ακινήτων του, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, κρίνονται επαρκή για την ικανοποίηση των εκτιθέμενων σ’ αυτήν απαιτήσεων των πιστωτριών του, μη απαιτουμένης της αναφοράς στο υπό κρίση δικόγραφο αφενός μεν της αντικειμενικής αξίας των ως άνω ακινήτων, καθόσον αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο αποδείξεως, αφετέρου δε συγκεκριμένων αγοραστών για τα εν λόγω ακίνητα και συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος για την προτεινόμενη εκποίηση, καθόσον ο τρόπος που θα πραγματοποιηθεί αυτή (μετά από έγγραφες προσφορές προς τον εκκαθαριστή, με ελεύθερη πώληση, με πλειστηριασμό ενώπιον συμβολαιογράφου), καθώς και η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ολοκληρωθεί αποτελούν περιεχόμενο όχι της κρινομένης αιτήσεως, αλλά της διάταξης της απόφασης περί της εν λόγω εκποίησης, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντιθέτων ισχυρισμών της πρώτης και της τρίτης εκ των ως άνω πιστωτριών του αιτούντος και β) αφενός μεν ως προς τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου του αιτούντος και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών των μετεχόντων στη δίκη πιστωτριών του τελευταίου περί μη εξειδίκευσης στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως του κόστους διαβίωσης του αιτούντος και της οικογενείας του, αφετέρου δε ως προς τη μόνιμη αδυναμία πληρωμής από τον αιτούντα των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών της πρώτης και της δεύτερης εκ των ως άνω πιστωτριών του τελευταίου περί μη αναφοράς στο πιο πάνω δικόγραφο του πώς περιήλθε ο αιτών σε οικονομική αδυναμία, διότι τα στοιχεία αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας, ενώ για το ορισμένο της κρινομένης αιτήσεως, πέραν των στοιχείων που αναφέρονται στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών από τον οφειλέτη – φυσικό πρόσωπο, πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν και εκείνα που απαιτούνται κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ήτοι κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, και σχέδιο διευθέτησης οφειλών, στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο υπό κρίση δικόγραφο. Περαιτέρω, η κρινομένη αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 9 και 11 του Ν. 3869/2010. Πρέπει επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός και δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής προσκομίζονται νομίμως οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010: α) από 3-2-2011 βεβαίωση αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού που υπογράφεται από την δικηγόρο Ε. Τ. και β) από 3-2-2011 υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων του, των πιστωτών και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία τριετία. Εξ’ άλλου, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, στα τηρούμενα κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 του ως άνω νόμου αρχεία, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη όμοια αίτηση του αιτούντος, ούτε έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές του (βλ. τις υπ. αριθμ. πρωτ. 902/18-8-2011 και 9931/19-8-2011 βεβαιώσεις των Γραμματέων του Τμήματος Εκουσίας Δικαιοδοσίας του Ειρηνοδικείου Πειραιά και του Ειρηνοδικείου Αθηνών αντιστοίχως).

Η πρώτη εκ των ως άνω πιστωτριών ισχυρίζεται ότι η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι, εκτός από την εν λόγω αίτηση, δεν της έχουν επιδοθεί από τον αιτούντα τα προβλεπόμενα από το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ήτοι κατάσταση της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη, καθώς και σχέδιο διευθέτησης των οφειλών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, διότι από τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 του ιδίου ως άνω νόμου, στο οποίο ορίζεται ότι ο οφειλέτης επιδίδει στους πιστωτές του αντίγραφα της αίτησης, της κατάστασης της περιουσίας και των εισοδημάτων του, καθώς και του σχεδίου διευθέτησης, προκύπτει ότι οι καταστάσεις αυτές και το σχέδιο διευθέτησης μπορούν είτε να ενσωματωθούν, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του ως άνω νόμου, στο περιεχόμενο της αίτησης, είτε να συνοδεύουν αυτή ως εξ υπαρχής συνημμένα έγγραφα, κατατιθέμενα μαζί της, που συμπληρώνουν παραδεκτώς το περιεχόμενό της (Ε. Κ. – Σ., Η απόφαση διευθέτησης οφειλών κατά το νόμο 3869/2010, σεμινάριο Ειρηνοδικών της Εθνικής Σχολής Δικαστών της 29ης και 30ης Σεπτεμβρίου 2010, υπό 2 II), στην προκειμένη δε περίπτωση τα ανωτέρω έχουν ενσωματωθεί στην ένδικη αίτηση, οπότε με την επίδοση αυτής στην πρώτη εκ των πιστωτριών, η τελευταία έλαβε γνώση αυτών και συνεπώς πληρούται ο σκοπός του νόμου για γνώση των πιστωτών αναφορικά με την περιουσία και τα εισοδήματα του οφειλέτη, καθώς και με το σχέδιο ρύθμισης.

Από την ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου ανωμοτί εξέταση του αιτούντος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, από τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και απ’ όλη εν γένει τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών είναι ηλικίας 51 ετών, διαζευγμένος και έχει ένα άρρεν άγαμο τέκνο, ηλικίας 20 ετών, το οποίο ζει με την πρώην σύζυγο του αιτούντος Ε. Ρ. Ο ανωτέρω εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος στην ανώνυμη βιομηχανική εταιρεία επεξεργασίας και εμπορίας λιπαντικών και πετρελαιοειδών με την επωνυμία «C», με μηνιαίο εισόδημα ανερχόμενο στο καθαρό ποσό των 1.528,34 ευρώ. Επίσης, εισπράττει μισθώματα από την εκμίσθωση ακινήτων του, ανερχόμενα ετησίως στο ποσό των 1.280,13 ευρώ, ήτοι μηνιαίως στο ποσό των (1.280,13 € : 12 =) 106,67 ευρώ. Ως εκ τούτου, το συνολικό μηνιαίο εισόδημα του αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των (1.528,34 € + 106,67 € =) 1.635,01 ευρώ. Άλλη πηγή εισοδήματος δεν διαθέτει ο αιτών. Ο τελευταίος διαθέτει τα κάτωθι περιουσιακά στοιχεία: α) είναι συγκύριος με την πρώην σύζυγό του, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, ενός διαμερίσματος επιφανείας 62 τ.μ, του δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου, μιας πολυκατοικίας κειμένης στον Κορυδαλλό. Αττικής, επί της οδού Ξ., αρ., για το οποίο ο αιτών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αγωγή με αίτημα την δια πλειστηριασμού εκποίηση του ως άνω κοινού ακινήτου, η οποία έγινε δεκτή, μέχρι δε τον χρόνο συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως δεν είχε ορισθεί από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ημερομηνία πλειστηριασμού του εν λόγω ακινήτου, β) είναι κύριος ενός οικοπέδου επιφανείας 5.780,57 τ.μ, κειμένου στην Καλλιθέα Πύλου, η εμπορική αξία του οποίου, ενόψει των πτωτικών τάσεων της αγοράς ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας κατά την τρέχουσα περίοδο, εκτιμάται στο ποσό των 40.000 ευρώ, γ) είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου επιφανείας 3.000 τ.μ, που βρίσκεται στην Καλλιθέα Πύλου, η εμπορική αξία του οποίου, για τον ίδιο πιο πάνω λόγο, εκτιμάται στο ποσό των 7.000 ευρώ και δ) είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου επιφανείας 2.000 τ.μ. το οποίο επίσης βρίσκεται στην Καλλιθέα Πύλου, του οποίου η εμπορική αξία, για τον ίδιο ως άνω λόγω, εκτιμάται στο ποσό των 3.000 ευρώ. Η τρίτη εκ των ως άνω πιστωτριών του αιτούντος ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως, διότι ο αιτών παρέβη το καθήκον αλήθειας και συγκεκριμένα παρέλειψε να περιλάβει στην κατάσταση των εισοδημάτων του την αναλογία του επί του μισθώματος των 300 ευρώ μηνιαίως από την μίσθωση για χρονικό διάστημα 8 μηνών του προαναφερομένου κοινού διαμερίσματος, το οποίο εισέπραττε η σύζυγος του αιτούντος, χωρίς να του καταβάλλει την πιο πάνω αναλογία, διατηρούντος του δευτέρου κατά της πρώτης σχετικής αξίωσης από την πιο πάνω αιτία. Όμως, η παράλειψη αυτή είναι επουσιώδης, καθόσον η εν λόγω απαίτηση δεν είναι ικανή να αποφέρει σημαντικό ποσό για την ικανοποίηση των πιστωτριών του αιτούντος, σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, συνεπώς δεν συνιστά περίπτωση παράβασης καθήκοντος για ειλικρινή δήλωση των εισοδημάτων του και επέλευσης σε βάρος του των δυσμενών συνεπειών του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Ο αιτών κατοικεί σε μισθωμένο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, πολυκατοικίας κειμένης στον Πειραιά, επί της οδού Α., αρ., καταβάλλοντας μηνιαίως ως μίσθωμα το ποσό των 520 ευρώ. Επίσης, δυνάμει της υπ. αριθμ. αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο αιτών υποχρεούται να καταβάλλει στην αδελφή του Β. Λ., ως δικαστική συμπαραστάτη της μητέρας τους Ε. Λ. και επ’ ονόματι της τελευταίας, μηνιαίως διατροφή ποσού 200 ευρώ. Ο αιτών έχει περιέλθει χωρίς δική του υπαιτιότητα σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του προς τις ως άνω πιστώτριες από τον Μάρτιο του 2010, διότι μετά το διαζύγιό του (η υπ. αριθμ. 4226/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί λύσεως του γάμου του κατέστη αμετάκλητη στις 22-5-2009) προέκυψαν επιπλέον έξοδα, καθόσον από την 1-10-2009 ο αιτών κατοικεί, όπως προεκτέθη, σε μισθωμένη οικία, καταβάλλοντας το προαναφερόμενο μίσθωμα, ενώ ενεπλάκη σε δικαστικές διαμάχες, όπου και δαπανήθηκαν χρήματα, αφενός μεν με την πρώην σύζυγό του (αγωγή του αιτούντος κατά της τελευταίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για την δια πλειστηριασμού εκποίηση του ως άνω κοινού ακινήτου, συζήτηση αυτής σε δεύτερο βαθμό, αίτηση του τελευταίου ενώπιον του ιδίου ως άνω δικαστηρίου για διορισμό του ως προσωρινού διαχειριστή του εν λόγω ακινήτου), αφετέρου δε με την προαναφερόμενη αδερφή του (αγωγή της τελευταίας υπό την ως άνω ιδιότητά της κατά του αιτούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί υποχρεώσεώς του καταβολής μηνιαίας διατροφής στην τελούσα υπό δικαστική συμπαράσταση μητέρα τους, έφεση της ανωτέρω κατά της εκδοθείσης επί της ως άνω αγωγής αποφάσεως). Σημειώνεται ότι η από 14-9- 2010 αίτηση (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) του Ι. Λ., υιού του αιτούντος, κατά του τελευταίου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί υποχρεώσεώς του αιτούντος καταβολής μηνιαίας διατροφής στον υιό του, δικάσιμος της οποίας είχε οριστεί για την 1-12-2010, δεν προέκυψε από τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αν συζητήθηκε κατά την ως άνω ημερομηνία και σε καταφατική περίπτωση πιο είναι το περιεχόμενο της εκδοθείσης επί της ως άνω αιτήσεως αποφάσεως ή αν ματαιώθηκε κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο. Έτσι, υπό τις οικονομικές αυτές συνθήκες δημιουργήθηκαν ληξιπρόθεσμες οφειλές του αιτούντος προς τις ως άνω πιστώτριές του, οι οποίες επιβαρύνονταν με τόκους υπερημερίας, με αποτέλεσμα από τον Μάρτιο του 2010 να μην δύναται πλέον ο αιτών να αντιμετωπίσει με τα ως άνω μηνιαία εισοδήματά του τις οικογενειακές του υποχρεώσεις και ακολούθως τις δημιουργηθείσες από το δανεισμό υποχρεώσεις καταβολής προς τις πιστώτριές του των μηνιαίων δόσεων. Η τρίτη εκ των ως άνω πιστωτριών ισχυρίζεται ότι ο αιτών περιήλθε δολίως σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του, καθόσον γνώριζε κατά τον χρόνο συνάψεως με αυτήν της σχετικής συμβάσεως δανείου ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, διότι δεν θεωρείται ότι οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν ήδη κατά την ανάληψη του χρέους αδυνατεί να το εξοφλήσει κατά τον χρόνο της λήξεως, με βάση την εν γένει οικονομική του δυνατότητα. Ο δόλος πρέπει να αναφέρεται στο μετά την ανάληψη του χρέους διάστημα (Αθαν. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, υπό το άρθρο 1, αρ. 14, σελ. 44), από δε την εν γένει διαδικασία δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών περιήλθε, μετά την ανάληψη των ως άνω χρεών του, δολίως, σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής αυτών. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του αιτούντος προς τις πιστώτριες αυτού τράπεζες ανέρχονται, σύμφωνα με τις νομίμως προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον αιτούντα καταστάσεις οφειλών στα κάτωθι χρηματικά ποσά: 1) στην «Ε» στο ποσό των 28.416,73 ευρώ (κεφάλαιο 25.710,81 ευρώ και τόκοι 2.705,92 ευρώ), προερχόμενη από καταναλωτικό δάνειο, 2) στην «A» στο ποσό των 19.177,64 ευρώ (κεφάλαιο 17.866,34 ευρώ, τόκοι 1.231,30 ευρώ και έξοδα 80 ευρώ), προερχόμενη από καταναλωτικό δάνειο και 3) στην «M» στο ποσό των 19.088,62 ευρώ [(ανάλυση υπολοίπου δανείου: άληκτο κεφάλαιο 17.282,51 ευρώ, δεδουλευμένοι τόκοι 28,69 ευρώ), (ανάλυση ληξιπροθέσμων οφειλών: κεφάλαιο 683,37 ευρώ, τόκοι 1.061,05 ευρώ και έξοδα 30 ευρώ)], προερχόμενη από τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ήτοι το σύνολο της οφειλής του αιτούντος προς τις ως άνω πιστώτριές του τράπεζες ανέρχεται στο ποσό των (28.416,73 € + 19.177,64 € + 19.088,62 € =) 66.682,99 ευρώ. Ο ισχυρισμός των ως άνω πιστωτικών ιδρυμάτων ότι το ύψος των απαιτήσεών τους έχει μεταβληθεί από τον χρόνο εκδόσεως των ανωτέρω καταστάσεων περί οφειλών και συνεπώς πρέπει η ρύθμιση να περιλάβει τις απαιτήσεις τους, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέχρι την επίδοση προς τις ως άνω τράπεζες της κρινομένης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο, διότι σε κάθε περίπτωση η απαίτηση θα εντάσσεται στη ρύθμιση με τη μορφή και το ύψος που την εισφέρει στην αίτηση ο ίδιος ο οφειλέτης, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα τροποποίησης του ύψους αυτής ή των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την κοινοποίηση της αιτήσεως. Ο πιστωτής τελικά δεν ζημιώνεται, αφού εάν τελικά επιδικαστεί διαφορετικά σε αυτόν η απαίτηση με τελεσίδικη απόφαση, μπορεί να τροποποιηθεί σχετικά η ρύθμιση (Δημ. Μακρής, κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 3869/2010, υπό το άρθρο 8, σελ. 132-133). Οι ως άνω οφειλές του αιτούντος έχουν αναληφθεί σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως, καθόσον οι ανωτέρω πιστώτριες του τελευταίου δεν πρόβαλαν ισχυρισμό ότι η ανάληψη των οφειλών αυτών έγινε εντός του τελευταίου έτους, δεν είναι δε εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και δεν προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, ούτε εμπίπτουν στις λοιπές περιπτώσεις της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010. Η προσφορά από τον αιτούντα των ως άνω υπό στοιχείων β’, γ’ και δ’ αναφερομένων ακινήτων του προς εκποίηση κρίνεται ότι δεν θα προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, καθόσον, όπως προέκυψε από τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία, ο αιτών ανέθεσε να μεσολαβήσουν από κοινού για την πώληση των εν λόγω ακινήτων στο μεσιτικό γραφείο R ., στο οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του ο μεσίτης αστικών συμβάσεων Δ. Σ. και στο συνεργαζόμενο με αυτό γραφείο της Χ. Ν. με την από 24-2-2010 αποκλειστική εντολή μεσιτείας, η οποία είχε διάρκεια έως τις 24-2-2011, ισχύουσας μετά την παρέλευση της ως άνω ημερομηνίας ως απλής (μη αποκλειστικής) εντολής, ενώ παράλληλα και ο ίδιος ο αιτών με δικές του ενέργειες (τοποθέτηση πωλητηρίων επί των ως άνω ακινήτων, σχετική ενημέρωση συγγενών, γνωστών και φίλων, απεύθυνση και σε άλλα μεσιτικά γραφεία της περιοχής) προσπάθησε να πετύχει την πώληση των προαναφερομένων ακινήτων του, πλην όμως, αν και έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο συζητήσεως της υπό κρίση αιτήσεως ένα και πλέον έτος, δεν έχει επιτευχθεί κατά τον χρόνο αυτό κάτι τέτοιο, διότι, όπως εκθέτει ο αιτών στις από 7-6-2011 προτάσεις του, δεν υπήρξε αγοραστικό ενδιαφέρον λόγω της υπάρχουσας δυσχερούς οικονομικής κατάστασης στην χώρα, που έχει επηρεάσει και τον τομέα αγοράς ακινήτων, μάλιστα ο τελευταίος κατέθεσε ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου για το προαναφερόμενο οικόπεδο, του οποίου στην ένδικη αίτηση αναφέρει ότι η εμπορική του αξία είναι περίπου 100.000 ευρώ, ότι «….Δεν πουλιέται ούτε με 35.000 ευρώ σήμερα…… Συνεπώς, ενόψει των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών και της εξ αυτών δημιουργίας κρίσης στην αγορά ακινήτων, με συνέπεια, όπως αποδείχθηκε, την μείωση ζήτησης των προαναφερομένων ακινήτων του αιτούντος και λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας της εν λόγω εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λπ.), κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 εκποίηση των ως άνω υπό στοιχεία β’, γ’ και δ’ αναφερομένων ακινήτων του αιτούντος, όπως ο τελευταίος προτείνει. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα σ’ αυτή του άρθρου 8 παρ. 2. Έτσι, η ρύθμιση των χρεών του θα γίνει με μηνιαίες καταβολές, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, απευθείας στις πιο πάνω πιστώτριες από τα εισοδήματα του, επί τετραετία, που θα αρχίζει από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως μήνα, προς μερική εξόφληση των οφειλών του αιτούντος, από τις οποίες (καταβολές) οι πιστωτές του θα ικανοποιηθούν συμμέτρως, με την επιφύλαξη όμως τροποποίησης της παρούσης αποφάσεως ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών σε περίπτωση μεταβολής των εισοδημάτων του αιτούντος, καθόσον δεν είναι δυνατόν να διαγνωστεί από το παρόν Δικαστήριο το ποσό που θα εισπράξει ο τελευταίος, κατά το ποσοστό που του αναλογεί, από την προεκτεθείσα δια πλειστηριασμού εκποίηση του ως άνω κοινού ακινήτου. Οι μηνιαίες δαπάνες των βασικών προσωπικών αναγκών του αιτούντος (διατροφή, μίσθωμα, κοινόχρηστα, λογαριασμοί ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κ.λ.π, ιατρικά κ.λ.π έξοδα), καθώς και των οικογενειακών του αναγκών, ήτοι διατροφή προς την τελούσα υπό δικαστική συμπαράσταση μητέρα του και διατροφή στον ως άνω υιό του, ο οποίος είναι προστατευόμενο μέλος της οικογενείας του, καθόσον, κατά τον χρόνο συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως είναι ενήλικο άγαμο τέκνο που σπουδάζει (είναι φοιτητής στα ΙΕΚ Αιγάλεω στην ειδικότητα «Ειδικός Μηχανογραφημένου Λογιστηρίου») και δεν μπορεί για τον λόγο αυτό να διατρέφει τον εαυτό του από εργασία πλήρους απασχόλησης, ενώ προσπάθησε να ανεύρει εργασία μερικής απασχόλησης χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθόσον είναι δύσκολη η ανεύρεση εργασίας, λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της χώρας την τρέχουσα περίοδο, η οποία πλήττει και την απασχόληση, ανέρχονται στο ποσό των 1.335 ευρώ. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση στις πιστώτριες του αιτούντος ποσό ανέρχεται στα (1.635 € – 1.335 € =) 300 ευρώ μηνιαίως, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εισοδημάτων του τελευταίου, των προσωπικών και των οικογενειακών του αναγκών. Ειδικότερα, ο αιτών θα καταβάλλει στις ως άνω πιστώτριες τα ακόλουθα ποσά: 1) στην πρώτη εξ αυτών «Ε» το ποσό των [(300 € / μήνα X 28.416,73 € ποσό οφειλής) : 66.682,99 € σύνολο οφειλής =] 127,84 ευρώ μηνιαίως και συνολικά επί τετραετία (48 μηνιαίες δόσεις) το ποσό των (127,84 € / μήνα X 48 μήνες =) 6.136,32 ευρώ, 2) στη δεύτερη εξ αυτών «A» το ποσό των [(300 € / μήνα X 19.177,64 € ποσό οφειλής) : 66.682,99 € σύνολο οφειλής =] 86,28 ευρώ μηνιαίως και συνολικά επί τετραετία (48 μηνιαίες δόσεις) το ποσό των (86,28 € / μήνα X 48 μήνες =) 4.141,44 ευρώ και 3) στην τρίτη εξ αυτών «M» το ποσό των [(300 € / μήνα X 19.088,62 € ποσό οφειλής): 66.682,99 € σύνολο οφειλής =] 85,88 ευρώ μηνιαίως και συνολικά επί τετραετία (48 μηνιαίες δόσεις) το ποσό των (85,88 € / μήνα X 48 μήνες =) 4.122,24 ευρώ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο αϊτών θα καταβάλλει στις πιστώτριες αυτού τράπεζες για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών το συνολικό ποσό των (6.136,32 € + 4.141,44 € + 4.122,24 € =) 14.400 ευρώ, καλύπτοντας μερικώς, κατά το ποσό αυτό, τη συνολική οφειλή του εκ ποσού 66.682,99 ευρώ, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών έναντι των πιστωτριών του με την τήρηση της ρύθμισης.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να ρυθμιστούν οι αναφερόμενες σ’ αυτήν οφειλές του αιτούντος, με σκοπό την απαλλαγή του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Η απαλλαγή του αιτούντος από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των πιστωτριών του θα επέλθει, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010), μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την παρούσα απόφαση. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 εδ. β’ του άρθρου 8 του ως άνω νόμου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

-Καθορίζει το, επί τετραετία, μηνιαίως καταβαλλόμενο ποσό από τον αιτούντα προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσης αποφάσεως πιστώτριές του, το οποίο θα καταβάλλεται εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως μήνα, ως ακολούθως: 1) στην πρώτη εξ αυτών «Ε» θα καταβάλλεται το ποσό των εκατόν είκοσι επτά και 84/100 (127,84) ευρώ, 2) στη δεύτερη εξ αυτών «A» θα καταβάλλεται το ποσό των ογδόντα έξι και 28/100 (86,28) ευρώ και 3) στην τρίτη εξ αυτών «M» θα καταβάλλεται το ποσό των ογδόντα πέντε και 88/100 (85,88) ευρώ, τα παραπάνω δε ποσά με την επιφύλαξη της μεταβολής των εισοδημάτων του αιτούντος.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στις 14 Σεπτεμβρίου 2011, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Scroll to Top