Στην υπόθεση αυτή έχουμε να κάνουμε με πλήρη δικαίωση ενός νέου ανθρώπου που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα με ένα χαμηλό μισθό και η σύζυγος του είναι άνεργη. Τα χρέη τα ανέλαβε σε μικρή ηλικία για να βοηθήσει τους γονείς του. Το δικαστήριο δέχτηκε όλους τους ισχυρισμούς τους αιτούντος και απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς των τραπεζών και πιο σημαντικό δεν δέχτηκε την ένσταση δόλου, ούτε την ένσταση μη ύπαρξης αδυναμίας πληρωμής αφού θεωρεί ότι η χαμηλή ρευστότητα του σε σχέση με τις οικονομικές του υποχρεώσεις θεμελιώνουν την έννοια της αδυναμίας πληρωμής.

Αριθμός 38 / 2014

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη, Γ…… Κ….. και από την Γραμματέα, Π……. Χ………

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 01η Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Γ……. Τ………. του Κ………., κατοίκου Π………., Α……., αρ. 11, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου του, Κορσάνου Άννας.

ΤΗΣ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ, η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευσή της (άρθρα 5 ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ) και παρίσταται ως εξής: 1. Η Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «Τ…… Ε…… Ε……. Α.Ε.» και με διακριτικό τίτλο «Ε……. Ε…….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ό….. αρ. . και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, Ά…. Π………..

Ο αιτών με την υπ’ αρ. 12/05-01-2012 αίτησή του με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζήτησε όσα αναφέρεται σ’ αυτήν.

Το Δικαστήριο μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά της εγγραφής της σε αυτό,

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των α. 1 και 4 παρ. 1 ν. 3869/10, σαφώς προκύπτει, ότι για το ορισμένο της αίτησης, αρκεί να αναφέρεται, ότι ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, ότι κατέβαλε προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος απέτυχε, ότι βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ακόμη στην αίτηση πρέπει να παρέχεται ακριβής περιγραφή της οικογενειακής (έγγαμος ή μη, προστατευόμενα μέλη) και περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη (το μέσο μηνιαίο εισόδημά του, τα πάσης φύσεως εισοδήματά του και τα περιουσιακά του στοιχεία), κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και σχέδιο διευθέτησης των οφειλών, στοιχεία τα οποία μπορούν είτε να ενσωματώνονται στην αίτηση, είτε να περιέχονται σε συνημμένα στην αίτηση έγγραφα, οπότε συγκοινοποιούνται μ’ αυτή. Τέλος, απαιτείται ορισμένο αίτημα, που είναι αυτό της ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη με σκοπό την απαλλαγή του, εφόσον δε, επιθυμεί να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του πρέπει να υποβάλλεται και σχετικό αίτημα. Αναφορικά δε με το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του οφειλέτη, χωρίς κάποιο περιορισμό, αρκεί να είναι επαρκώς προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί να προκαλέσει η συναίνεση των πιστωτών και τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Απαιτείται βέβαια, ο οφειλέτης κατά τη σύνταξη του σχεδίου να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο τα συμφέροντα των πιστωτών. Ωστόσο, δεν προβλέπεται δικαστικός έλεγχος σκοπιμότητας ή ορθότητας – καταχρηστικότητας του σχεδίου, ούτε απαράδεκτο του δικογράφου, εναπόκειται δε στους πιστωτές να αποδεχθούν ή να απορρίψουν το σχέδιο, οπότε ακολουθεί η ρυθμιστική παρέμβαση του Δικαστηρίου, το οποίο ερευνά αυτεπάγγελτα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, καθώς και τη δυνατότητα εξόφλησης των χρεών του με βάση τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες και καθορίζει το καταβλητέο μηνιαίο ποσό, χωρίς να δεσμεύεται από την πρόταση του οφειλέτη.

Με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς την πιστώτρια μετέχουσα τράπεζα, που αναφέρεται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητεί τη ρύθμιση των χρεών του, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης, που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή του κατάσταση, που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή του απ’ ατά. Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας των α. 741 επ. ΚΠολΔ, άρθρο 3 ν.3869/2010 και α. 19 αρ. 3 ν. 4161/2013 σύμφωνα με το οποίο για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του ως άνω νόμου (ν. 4161/2013), εφόσον για το παραδεκτό της α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου απ’ αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (α. 2 ν. 3869/2010), ο οποίος απέτυχε, όπως βεβαιώνεται από την «Ένωση Καταναλωτών και Δανειοληπτών», που εδρεύει στην οδό Γ………, αρ. ., στην Αθήνα, δια του υπευθύνου πρόσωπου της, Θ……. Θ……… του Ι….. και β) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ α. 13 παρ. 2. Παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά : α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της μετέχουσας πιστώτριας τράπεζας και επίδοση σ’ αυτήν των εγγράφων του α. 5 παρ. 1 ν. 3869/2010. Ο αιτών κοινοποίησε εμπρόθεσμα (α. 5 ν. 3869/2010) στην πιστώτρια αντίγραφο της αιτήσεως με ορισμό δικασίμου για τη συζήτησή της, με πρόσκληση να υποβάλλει παρατηρήσεις και να δηλώσει αν συμφωνεί με το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δυο μηνών από την υποβολή της αίτησης β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του α. 4 ν. 3869/2010, μεταξύ αυτών και της από 06/02/2012 υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ του α. 4 παρ. 1, και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία, η οποία κατατέθηκε εντός μηνός από την κατάθεση της αίτησης, αρχής γενομένης της προθεσμίας από την επομένη της καταθέσεως της αιτήσεως, ήτοι την 06/01/2012, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 144 ΚΠολΔ και γ) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από την μετέχουσα πιστώτρια τράπεζα (βλ. την έγγραφη απάντησή της). Περαιτέρω, η αίτηση είναι ορισμένη και νόμιμη, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα στη μείζονα, καθόσον η ένδικη αίτηση περιέχει όλα τα υπό του νόμου αναγκαία στοιχεία, συνεπώς, ο ισχυρισμός της καθ’ ης, περί αοριστίας της αίτησης, ο οποίος συνιστά ένσταση απαραδέκτου, στερείται βασιμότητας και πρέπει να απορριφθεί (2/2012, 52/2012 Ειρ. Π….., 1/2012 Ειρ. Ε……. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 236 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 22 παρ. 5. του Ν. 3994/2011, «ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση πρέπει να φροντίζει … τα πρόσωπα που μετέχουν στη συζήτηση … να συμπληρώνουν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και γενικά να παρέχουν τις αναγκαίες διασαφήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των προβαλλόμενων ισχυρισμών». Το ως άνω άρθρο ισχύει και στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αφού προσαρμόζεται στη διαδικασία αυτή και δεν αντιτίθεται στις διατάξεις που την ρυθμίζουν (άρθ. 741 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, κατά την διάταξη του άρθ. 751 του ΚΠολΔ «Μεταβολή της αίτησης επιτρέπεται με άδεια του δικαστή, εφόσον κατά την κρίση του δεν βλάπτονται συμφέρονται εκείνων που μετέχουν στη δίκη ή τρίτων». Επομένως, στην εκούσια δικαιοδοσία ο αιτών δύναται ελεύθερα να συμπληρώνει κα διορθώνει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση κατά την συζήτηση και καταχώρηση της στα πρακτικά (α. 236 και 256 ΚπολΔ), αρκεί η διόρθωση να μην είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να προκαλείται μεταβολή της αιτήσεως, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να είναι επιτρεπτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται με την άδεια του δικαστή κατά το μέτρο που η μεταβολή δεν βλάπτει συμφέροντα των συμμετεχόντων στη δίκη ή τρίτων. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των α. 744, 745, 751 ΚΠολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, στο δε ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (α. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ) εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο α. 747 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως παραδεκτά η αίτηση συμπληρώθηκε και εν προκειμένω. Επιπλέον η ένδικη αίτηση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 11 του ν. 3869/2010, όπως αυτά έχουν αντικατασταθεί και ισχύουν από τον ν. 4161/2013, σύμφωνα με τα άρθρα 19, 24 αυτού, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν περιστατικά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτούντος στη ρύθμιση του νόμου.

Από την ανωμοτί κατάθεση του αιτούντος, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου και τα έγγραφα, που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο αιτών, ηλικίας σήμερα 32 ετών, εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος στην εταιρεία «Β.. Β….. Α.Ε.», ήδη από το έτος 2011 και συγκεκριμένα με την ειδικότητα του χειριστή πλαστικών εξαρτημάτων, για την εργασία του αυτή αμείβεται ως ωρομίσθιος εργάτης, με ωρομίσθιο 42,50 ευρώ, ενώ το μηνιαίο εισόδημά του ανέρχεται, κατά μέσο όρο, στο ποσό των 850 ευρώ (βλ. και σχετ. 5 – απόδειξη πληρωμής μισθοδοσίας). Επιπλέον, τυγχάνει έγγαμος με την Ευαγγελία Παπαναστασίου, η οποία τυγχάνει βρεφονηπιοκόμος, ωστόσο είναι άνεργη και εγγεγραμμένη στον ΟΑΕΔ (βλ. σχετ.6, δελτίο ανεργίας) και ως εκ τούτου δεν δύναται να συμβάλλει στις οικονομικές ανάγκες της οικογένειας, κατά συνέπεια η εργασία του αιτούντος αποτελεί την μοναδική πηγή εισοδήματος, ενώ δεν δύναται να λάβει οικονομική βοήθεια από την οικογένειά του, αφού και η μητέρα του αντιμετωπίζει οικονομικά προβληματα έχει δε ήδη καταθέσει αίτηση προκειμένου να υπαχθεί στην ευνοϊκή ρύθμιση του νόμου 3869/2010. Περαιτέρω, στις δαπάνες του αιτούντος, περιλαμβάνεται η καταβολή μισθώματος κατοικίας, το οποίο ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 400 ευρώ (βλ. σχετ. 7 – μισθωτήριο) και οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ιδίου και της συζύγου του, οι οποίες, συμπεριλαμβανομένου του κόστους διατροφής, ένδυσης, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ξεπερνούν το ποσό των 350 ευρώ, ενώ η οικονομική κατάστασή του δεν αναμένεται να βελτιωθεί άμεσα, ενόψει της οικονομικής κρίσης και των υψηλών δεικτών ανεργίας στην χώρα.

Περαιτέρω, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης κατά δήλωση του αιτούντος, είχε αναλάβει τα παραπάνω χρέη, τα οποία κατά πλάσμα του νόμου και με την κοινοποίηση της αίτησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμα και που εκτοκίζονται, όσα από αυτά είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένα, με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (α. 6 αρ. 3 ν. 3869/2010) και ειδικότερα: Από την πιστώτρια «Ε……. Ε…….» του χορηγήθηκε: 1. με την υπ’ αρ. 2068330827 σύμβαση-καταναλωτικό δάνειο, με υπόλοιπο οφειλής 26.320,60 ευρώ χωρίς εμπράγματη ασφάλεια.

Ο αιτών έχει περιέλθει σε πραγματική μόνιμη αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες αυτές χρηματικές οφειλές του, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι λόγω της οικονομικής κρίσης, οι δαπάνες διαβίωσης του ιδίου και της συζύγου του, η οποία άνεργη, είναι ιδιαίτερα αυξημένες, ενώ με το μηνιαίο εισόδημά του, των 850 ευρώ, δεν δύναται να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις. Η αδυναμία του αυτή δεν οφείλεται σε δόλο, αφού δεν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που θα κατέτειναν να χαρακτηρίσουν ως δόλια την αδυναμία πληρωμών του αιτούντος, δεδομένου ότι η ανάληψη του ανωτέρω πιστωτικού προϊόντος δεν έγινε για ιδία χρήση, αλλά για την οικονομική ανακούφιση της οικογένειας, με στόχο η δόση του ρυθμιζόμενου με την παρούσα δανείου να αποπληρώνεται από τους γονείς του αιτούντος. Σε κάθε περίπτωση, ο δανεισμός, ο οφειλόμενος σε κακό υπολογισμό των οικονομικών δυνατοτήτων του πιστούχου, δεν αποτελεί στοιχείο δόλου, είναι δε από τις κύριες αιτίες της θεσμοθέτησης του νόμου 3869/2010. Άλλωστε, κρίσιμος χρόνος για την δολιότητα της αδυναμίας, είναι η σύναψη της σύμβασης από την οποία προέκυψε η ανάληψη του χρέους, εν προκειμένω δεν απεδείχθη από την πιστώτρια τράπεζα ότι κατά τον χρόνο που χορηγούσε τα ανωτέρω πιστωτικά προϊόντα στον αιτούντα, αυτός λειτουργούσε δολίως, άλλωστε είχε τη δυνατότητα να λάβει στοιχεία για την εν γένει περιουσιακή του κατάσταση και την δυνατότητα αποπληρωμής του αναληφθέντος δανείου. Περαιτέρω, η αδυναμία των πληρωμών καθορίζεται με βάση την σχέση των οφειλών και της παρούσας ρευστότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η προβλεπόμενη για το εγγύς μέλλον εξέλιξη της ρευστότητας. Εφόσον η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η παρούσα ρευστότητα δεν επιτρέπει στους αιτούντες να ανταποκριθούν στον όγκο των οφειλών τους, τότε υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμών, απορριπτομένης ως αβάσιμης της ενστάσεως περί μη ύπαρξης αδυναμίας πληρωμής στο πρόσωπο των αιτούντων (ΕιρΑθ 8/Φ259/2012, ΕλλΔνη 53/2012, σελ. 1086), καθώς και της ενστάσεως περί καταχρηστικότητας των αιτήσεων, συγκεκριμένα του σχεδίου διευθέτησης της οφειλής του αιτούντος, βάσει όσων έχουν αναπτυχθεί στη μείζονα.

Ο αιτών έχει στην κυριότητά του και σε ποσοστό 100%, το παρακάτω μοναδικό περιουσιακό στοιχείο, ήτοι : Ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας Ν….. Α….. 1.498cc, παλαιότητας 13 ετών, το οποίο δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, γιατί δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, αλλά ούτε και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της πιστώτριας, λόγω της παλαιότητάς του και της μειωμένης εμπορικής του αξίας, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ), γι’ αυτό και κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ αρθ. 9 παρ. 1 ν. 3869/10 εκποίησης του.

Με βάση τα προλεχθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 και ειδικότερα, αυτή του άρθρου 8 παρ. 2, όπως αυτό έχει αντικατασταθεί και ισχύει βάσει του νόμου 4161/2013. Έτσι, η ρύθμιση των χρεών του θα γίνει κατά το α. 8 παρ. 2, με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών απευθείας στην πιστώτρια επί πενταετία, που θα αρχίζουν αμέσως με την κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας απόφασης.

Το συνολικό ποσό των οφειλών του αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των 26.902,47 ευρών. Βάσει των ανωτέρω, η μετέχουσα-πιστώτρια θα λαμβάνει μηνιαία δόση ύψους (εκατό) 100 ευρώ για πέντε έτη, (αρ. 8 παρ. 2 ν. 3869/10), η οποία θα καταβάλλεται το πρώτο τριήμερο κάθε μήνα. Με το πέρας της πενταετίας ο αιτών θα έχει καταβάλλει συνολικά το ποσό των 6.000 ευρώ. Η ρύθμιση του αιτούντος ολοκληρώνεται στην πενταετία, δεδομένου ότι δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η επίδικη αίτηση, ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη του αιτούντος με σκοπό την απαλλαγή τους με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Η απαλλαγή του αιτούντος από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι της πιστώτριάς του, θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 του παρ. 1 ν. 3869/2010), μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση αυτή και με την επιφύλαξη της τυχόν τροποποίησης της παρούσας ρύθμισης. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αίτηση.

Ρυθμίζει τα χρέη του αιτούντος με μηνιαίες καταβολές προς την μοναδική πιστώτρια «Ε……. Ε…….», ποσού εκατό (100) ευρώ επί μία πενταετία, οι οποίες θα αρχίζουν την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτόν της παρούσας απόφασης. Το ποσό αυτό θα καταβάλλεται το πρώτο τριήμερο κάθε μήνα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Π…….. και στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Π………., σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 29/10/2014, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Γ…… Κ…..                      Π……. Χ……….

Scroll to Top