Την 9/12/2022 δημοσιεύθηκε ο Νόμος 5002/2022 που ρυθμίζει τη διαδικασία άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, τη κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Το ζήτημα αυτό της προστασίας των πολιτών από παρακολουθήσεις και ποτε αυτό μπορεί να αρθεί, απασχόλησε και απασχολεί πολύ και τη νομική σκέψη και το νομικό κόσμο και το κοινωνικό σύνολο.
Ένα από τα κυριότερα ζητήματα που ρυθμίζει ο Νόμος αυτός είναι η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ορίζεται ακριβώς η έννοια του όρου «εθνική ασφάλεια» και η διαδικασία της άρσης του απορρήτου επικοινωνιών σε αυτή την περίπτωση. Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο ίδιος ο νόμος « Λόγοι εθνικής ασφάλειας είναι οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, όπως ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια».
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου, «αίτηση για άρση του απορρήτου επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να υποβάλλει μόνο η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) ή η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν ενημέρωσης που διαβιβάζεται από δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση».
Η αίτηση υποβάλλεται από την Ε.Υ.Π. ή την Δ.Α.Ε.Ε.Β. με αναλυτικούς του λόγους που ζητείται σε εισαγγελικό λειτουργό βάσει των όσων ορίζει ο νόμος και αν εγκριθεί από αυτόν τότε η αίτηση υποβάλλεται σε διαδικασία έγκρισης και από έναν ακόμα εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος αυτή την φορά θα είναι είτε αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου είτε εισαγγελέας Εφετών. Ο κάθε εισαγγελικός λειτουργός έχει προθεσμία 24 ωρών για να εγκρίνει ή όχι την αίτηση.
Αν το αίτημα για άρση του απορρήτου επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας αφορά πολιτικά πρόσωπα, τότε η αίτηση είναι δυνατόν να γίνει μόνο από την Ε.Υ.Π. Πρέπει να τονιστεί ότι στην περίπτωση αυτή η απαιτείται άμεση και εξαιρετικά πιθανή διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Ο Διοικητής της Ε.Υ.Π. υποβάλλει την αίτηση στον Πρόεδρο της Βουλής μαζί με τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να χορηγήσει αυτός άδεια εντός 24 ωρών. Αν δεν υπάρχει Βουλή, τότε την άδεια τη χορηγεί ο Πρόεδρος ης τελευταίας Βουλής. Αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει, την χορηγεί ο Πρωθυπουργός. Αν το αίτημα αφορά τον Πρόεδρο της Βουλής ή αν δεν υπάρχει Βουλή τον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, τότε την άδεια την χορηγεί ο Πρωθυπουργός. Μόνο αν χορηγηθεί η απαιτούμενη άδεια από τα πρόσωπα αυτά, υποβάλλεται η αίτηση στον εισαγγελικό λειτουργό. Το πρακτικό βέβαια ερώτημα είναι αν πραγματικά θα υπάρχει τόσο απόρρητο και μυστικότητα και δεν θα μάθει ο υποψήφιος προς παρακολούθηση πχ βουλευτής ή πολιτικός ότι εκκινείτε διαδικασία είς βάρος του.
Ο νόμος 5002/2022 προβλέπει την υποχρεωτική γνωστοποίηση της άρσης του απορρήτου στον θιγόμενο μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτή διατάχθηκε. Η άρση γνωστοποιείται μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου, το οποίο αποφασίζει εντός 60 ημερών και αποτελείται από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον Πρόεδρο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.).
Στον ίδιο νόμο ρυθμίζεται και η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών συνιστά επέμβαση σε προσωπικά δεδομένα για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατή για τη διακρίβωση κάθε εγκλήματος. Ο νόμος ορίζει περιοριστικά ποια είναι αυτά τα εγκλήματα για την διακρίβωση των οποίων είναι ανεκτή η άρση του απορρήτου των επικοινωνία. Για παράδειγμα είναι δυνατό να ζητηθεί η άρση όταν οι αρχές ερευνούν την συμμετοχή κάποιου προσώπου σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση. Επίσης δυνατή είναι η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών όταν ερευνάται αρπαγή ανηλίκου ή ανθρωποκτονία που διαπράχθηκε με δόλο.
Δυνατή είναι και όταν γίνεται έρευνα για δωροληψία ή δωροδοκία υπαλλήλου ή δικαστικού λειτουργού. Άλλα εγκλήματα για τα οποία μπορεί να επιτραπεί η παρακολούθηση είναι ενδεικτικα η κατασκοπεία, η εκδικητική πορνογραφία, περί απάτης, περί απάτης με υπολογιστή, περί εμπρησμού, εκβίαση, ληστεία. Γενικότερα, η άρση του απορρήτου επικοινωνιών είναι δυνατή για την διακρίβωση κακουργημάτων όπως αυτά που στρέφονται κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, κατά της δημόσιας τάξης, κατά της σωματικής ακεραιότητας, κατά της προσωπικής ελευθερίας και κατά της γενετήσιας ελευθερίας.
Για την άρση των επικοινωνιών όταν αυτή ζητείται για τη διακρίβωση εγκλήματος αποφαίνεται εντός 48 ωρών με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μετά από πρόταση του εισαγγελέα. Την άρση μπορεί να διατάξει και ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής μόνο σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις, υποχρεούνται όμως εντός 3 ημερών να εισάγουν το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο θα ελέγξει παράλληλα και την συνδρομή των επειγουσών περιστάσεων.
Από τις σημαντικότερες ρυθμίσεις του Νόμου 5002/2022 είναι η τροποποίηση του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με την νέα ρύθμιση η παραβίαση του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας μέσω της χρήσης λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης μετατρέπεται από πλημμέλημα σε κακούργημα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ποινή κάθειρξης έως 10 έτη. Αντίστοιχη τροποποίηση γίνεται και στο άρθρο 370Ε του Ποινικού Κώδικα για τη παραβίαση μη δημόσιων διαβιβάσεων δεδομένων ή ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών. Επίσης, προστίθεται στον Ποινικό Κώδικα το άρθρο 370ΣΤ, το οποίο απαγορεύει τη διακίνηση λογισμικών, συσκευών παρακολούθησης και άλλων δεδομένων. Βάσει του νέου αυτού άρθρου η διακίνηση και κατοχή τέτοιων λογισμικών είναι πλημμέλημα και προβλέπεται φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών.
Ο νόμος αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς διασφαλίζει τα δικαιώματα των πολιτών, προστατεύει τα προσωπικά τους δεδομένα και θέτει όρια στην άρση απορρήτου των δεδομένων αυτών σε μια περίοδο που η τεχνολογία έχει εξελιχθεί «τρομακτικά» και αυξάνει τους κινδύνους για ανεξέλεγκτη παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, η τόσο αναλυτική θεσμοθέτηση αυτού δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαία, καθώς έγινε τη περίοδο που το ζήτημα της παρακολούθησης πολιτικών προσώπων απασχολούσε έντονα την επικαιρότητα.