Απελευθέρωση Εγγυητή από Δάνειο

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

ΕφΑθ 5634/2020

Ελευθέρωση εγγυητή. Προϋποθέσεις. Βαρειά αμέλεια τράπεζας. Προϋποθέσεις ακύρωσης σύμβασης εγγύησης λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 5634/2020

ΤΟ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

16° Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παυλόγιαννη, Πρόεδρο Εφετών, Δήμητρα Μπάτρη, Αντιγόνη Κάστιζα, Εισηγήτρια, Εφέτες και από το Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 16 Ιανουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος 8, όπως νόμιμα εκπροσωπείται (ΑΦΜ … Φ.Α.Ε. Αθηνών), την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της…

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: … κατοίκου … οδός … Α.Φ.Μ….), την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Πουλής.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, …, με την από 23-6-2017 αγωγή της, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό …/2017, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 184/2019 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε όσα έταξε σ’ αυτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 18 Φεβρουαρίου 2019 έφεση της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αριθμ. κατ…./2019 και στο παρόν Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών) με ΓΑΚ …/2019 και ΕΑΚ …/2019.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

I. Η από … (αρ. έκθ. κατάθ. δικ…/2019 έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά της με αριθμό 184/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 επ, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ.2 και 520 του ΚΠολΔ καθόσον από κανένα έγγραφο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει λάβει χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εφεσίβλητη η ένδικη δε έφεση ασκήθηκε στις 19-2-2019 ήτοι εντός διετίας από την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 22/1/2018.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει ήδη κατατεθεί το προσήκον κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 του ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό . 2019 e-Παράβολο, ποσού 150 ευρώ).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη … του … με την από 23/6/2017 αγωγή της εκθέτει ότι στις 3/4/2008, σε ηλικία μόλις 23 ετών, ούσα απόφοιτη λυκείου και γραμματέας σε ιδιωτική εταιρεία και ενώ ήταν παντελώς άπειρη στις τραπεζικές συναλλαγές, συμβλήθηκε ως εγγυήτρια στην σύμβαση δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της εναγομένης μέσω υπαλλήλου της θυγατρικής αυτής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» που λειτουργούσε για λογαριασμό της, και του …, με τον οποίο διατηρούσε ολιγόμηνο ερωτικό δεσμό. Ότι δυνάμει του δανείου αυτού, χορηγήθηκε στον … καταναλωτικό δάνειο ύψους 14.000 ευρώ, προκειμένου να αποπληρώσει υφιστάμενες οφειλές του σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, αφού προηγουμένως η προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης τη διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για μια εντελώς τυπική διαδικασία που θα διευκόλυνε την έγκριση του ως άνω δανείου του συντρόφου της. Ακολούθως, εκτίθεται ότι έκτοτε ουδεμία ενημέρωση είχε για την κίνηση του λογαριασμού της εν λόγω δανειακής σύμβασης ούτε από την εναγομένη τραπεζική εταιρεία, ούτε και από τον … (πρωτοφειλέτη -δανειολήπτη), αφού η σχέση τους έληξε λίγους μήνες μετά την υπογραφή της. Ότι οκτώ (8) χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 9/3/2016 οχλήθηκε τηλεφωνικώς για λογαριασμό της εναγομένης από την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία «…», η οποία το πρώτον την ενημέρωσε ότι υφίσταται σε βάρος της απαίτηση της εναγομένης ύψους 31.000 ευρώ περίπου, η οποία προερχόταν από το δάνειο που χορηγήθηκε στον …, στο οποίο ενεχόταν ως εγγυήτρια και το οποίο, όπως ανακάλυψε η ίδια (η ενάγουσα) μετά την ως άνω όχληση της, σταμάτησε να εξυπηρετεί σχεδόν αμέσως μετά την εκταμίευση του ποσού του δανείου ο τελευταίος (δανειολήπτης – πρωτοφειλέτης). Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητεί να αναγνωριστεί η ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης, την οποία υπέγραψε υπό τις προπεριγραφόμενες συνθήκες ως καταπλεονεκτικής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, δεδομένου ότι ανέλαβε με αυτήν υπέρμετρες δεσμεύσεις χωρίς να αποκομίζει η ίδια κανένα οικονομικό ή άλλο όφελος, παρασυρόμενη από τις διαβεβαιώσεις της ως άνω προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης, η οποία εκμεταλλευόμενη την κουφότητα και την νεανική απειρία της· στις συναλλαγές, όχι μόνον δεν την ενημέρωσε, ως όφειλε, για τους κινδύνους που συνεπάγεται η υπογραφή της στην ως άνω δανειακή σύμβαση αλλά, αντιθέτως, αποσιώπησε αυτούς τεχνηέντως παρουσιάζοντας της ότι η θέση της υπογραφής της επ’ αυτής αποτελεί μία εντελώς τυπική διαδικασία χωρίς ουσιαστικές έννομες συνέπειες. Επικουρικώς δε, ζητεί να αναγνωριστεί ότι έχει ελευθερωθεί από την ως άνω σύμβαση εγγυήσεως, κατ’ άρθρο 862 ΑΚ, καθόσον από πταίσμα της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, και δη από δόλο, άλλως βαρειά αμέλεια αυτής, κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησης της από τον πρωτοφειλέτη, ο οποίος μολονότι σταμάτησε σχεδόν αμέσως να εξυπηρετεί την δανειακή του σύμβαση με την καταβολή των οφειλόμενων δόσεων, δεν καταδιώχθηκε απ’ αυτήν (εναγομένη) με την λήψη των κατάλληλων μέτρων σε βάρος της ακίνητης ή κινητής περιουσίας που αποδεδειγμένα διέθετε, δοθέντος ότι μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής η εναγομένη δεν έχει προβεί καν σε καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης του. Τέλος, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση κηρυσσόμενη προσωρινά εκτελεστή, να διαγράψει την ενάγουσα από το διατραπεζικό σύστημα της εταιρείας «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ», στο οποίο καταχωρούνται τα δυσμενή οικονομικά δεδομένα των οφειλετών των πιστωτικών ιδρυμάτων και να καταδικαστεί αυτή (η εναγομένη) στα δικαστικά της έξοδα.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 184/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση κηρυσσόμενη προσωρινά εκτελεστή να διαγράψει την ενάγουσα από το διατραπεζικό σύστημα της εταιρείας «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ», κρίθηκε η αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς αμφότερες νομικές της βάσεις κι έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την κύρια αγωγική της βάση των άρθρων 178, 179, 180 ΑΚ, αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της εν λόγω σύμβασης εγγυήσεως κι επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης ύψους 650 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε την ένδικη έφεση της η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αλλά και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για τους ειδικότερους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, προκειμένου να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως προς όλα τα αιτήματα αυτής καθώς και να καταδικαστεί η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

II. Η σύμβαση εγγύησης των άρθρων 847 επ ΑΚ είναι μια ετεροβαρής σύμβαση με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα με την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή και αντισυμβαλλόμενο του την ευθύνη ότι η οφειλόμενη από τον πρωτοφειλέτη παροχή θα καταβληθεί σε εκείνον από τον πρωτοφειλέτη ή από τον ίδιο. Ο έμμεσος σκοπός (αιτία causa) της σύμβασης εγγύησης είναι δηλαδή η εξασφάλιση του δανειστή από τον κίνδυνο μη ικανοποίησης του από τον πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1850/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1500/2008 ΝοΒ 2009.848, ΕφΠειρ 430/2008 ΔΕΕ 2009. 1247, ΕφΠατρ 632/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κύρια παροχή μπορεί να είναι χρηματική η και οποιουδήποτε άλλου είδους καθώς επίσης και να αφορά μελλοντική απαίτηση ή απαίτηση υπό αίρεση αναβλητική ή διαλυτική, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η εγγύηση θα λειτουργήσει με την πλήρωση της αίρεσης. Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες που του πταίσματος ή της υπερημερίας του οφειλέτη. Η απαίτηση του δανειστή εις βάρος του εγγυητή, από τη μεταξύ τους σύμβαση εγγύησης, καθίσταται απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, από της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη, η οποία επέρχεται και με την παρέλευση της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας για την εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 843/2011 ΕλλΔνη 2012. 1259).

III. Κατά το άρθρο 178 του ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά: γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενο της ενόψει όχι μεμονωμένως της αιτίας που εκκίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή τον σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν. Κατά το επόμενο άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, και ειδικότερα την δεύτερη, προκύπτει ότι για να χαρακτηριστεί δικαιοπραξία ως αισχροκερδής καταπλεονεκτική και συνεπώς άκυρη λόγω της αντιθέσεως της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς τρία στοιχεία και δη: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός εκ των συμβαλλομένων και γ) η εκμετάλλευση της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλόμενου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο (ΑΠ 834/2011 ΕλλΔνη 53.1264, ΑΠ 1291/2010, ΑΠ 63/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1121/2000 ΕλλΔνη 41. 1633). Η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 179 εδ. β’ ΑΚ εφαρμόζεται μόνο σε επαχθείς και μάλιστα αμφοτεροβαρείς δικαιοπραξίες περιουσιακής φύσεως. Αποκλείεται δηλαδή η εφαρμογή του άρθρου 179 ΑΚ επί δικαιοπραξιών επί των οποίων είτε δεν λαμβάνει χώρα ανταλλαγή παροχών είτε η επίδοση περιουσίας γίνεται άνευ ανταλλάγματος, αφού στις περιπτώσεις αυτές δεν γεννάται ζήτημα προφανούς δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής (ΑΠ 1121/2002 ΕλλΔνη 43.1639, ΕφΘεσ. 1600/2005 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε που ελλείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, δεν αποκλείεται όμως και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας αυτής λόγω αντίθεσης της προς τα χρηστά ήθη κατά την γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σε αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 2095/2009 ΕλλΔνη 51.1347, ΑΠ 868/2008, ΑΠ 1272/2004 ΕλλΔνη 48.793). Στην προκειμένη περίπτωση με το προαναφερόμενο περιεχόμενο η ένδικη αγωγή κρίνεται νόμιμη και πλήρως ορισμένη ως προς την κύρια αγωγική της βάση, αναφερόμενη τούτη στην αντίθεση προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη της ένδικης σύμβασης εγγύησης σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ που φέρεται ότι σύναψε η ενάγουσα παρασυρόμενη από το νεαρό της ηλικίας της (23 ετών), την έλλειψη ιδιαίτερης μόρφωσης εκ μέρους της (απόφοιτη λυκείου) την έλλειψη συναλλακτικής πείρας σε σχέση με τις τραπεζικές εργασίες, των έντονων συναισθημάτων που έτρεφε για τον πρωτοφειλέτη του ενδίκου δανείου με τον οποίο διατηρούσε ερωτική σχέση και κατόπιν διαβεβαιώσεως της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης …. ότι επρόκειτο για κάτι εντελώς τυπικό που θα διευκόλυνε τον κο… να λάβει το επίδικο δάνειο, το οποίο θα αποπληρωνόταν μετά βεβαιότητας από τον τελευταίο. Με το ιστορικό αυτό στοιχειοθετείται η κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εγγύησης σε αντίθεση με τα κρατούντα χρηστά συναλλακτικά ήθη, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης της ελέγχονται απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Αντιθέτως, η ένδικη αγωγή δεν δύναται να βρει νομικό έρεισμα στην διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ καθόσον η ένδικη σύμβαση εγγυήσεως είναι ετεροβαρής ήτοι ο συμβαλλόμενος αναλαμβάνει μόνο υποχρεώσεις με συνέπεια να μην μπορεί να υφίσταται αντιπαροχή και ως εκ τούτου δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Κατά συνέπειαν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η ένδικη αγωγή ερείδεται και στη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, πλην όμως δεν πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση καθόσον η συγκεκριμένη εσφαλμένη υπαγωγή δεν επηρεάζει το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης.

IV. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 338 έως 340 ΚΠολΔ, αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποιά έμμεση απόδειξη (ΑΠ 180/2017 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για το λόγο ότι περιορίζεται σε μία γενική διατύπωση των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του, χωρίς να προβαίνει σε ειδική μνεία για το ποια από τα αποδεικτικά μέσα έλαβε ή όχι υπόψη του ώστε να καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος για τα τυχόν ληφθέντα υπόψιν μη νόμιμα ή απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα, για το ποια έγγραφα θεώρησε ως δημόσια ή ιδιωτικά, ποια αποδεικτική δύναμη προσέδωσε σε καθένα από αυτά ή και εάν τα έγγραφα αυτά στηρίζουν άμεση ή έμμεση απόδειξη κ.λπ. Όπως αναγράφεται όμως στην ηγουμένη μείζονα σκέψη, υπό στοιχεία IV, αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου που έλαβε υπόψιν του το Δικαστήριο χωρίς να απαιτείται ειδική μνεία και αξιολόγηση τούτου και κατά συνέπεια ελέγχεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ένδικης εφέσεως.

V. Κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, εάν από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη. Πταίσμα του δανειστή συνιστά όχι μόνο ο δόλος και η βαριά αμέλεια του περί την ύπαρξη της απαιτήσεως, αλλά και η ελαφρά αμέλεια, εκδηλώνεται δε είτε με ενέργειες είτε με παραλείψεις ένεκα των οποίων έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον πρωτοφειλέτη. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν αποκλείεται από τυχόν εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή εκ του άρθρου 855 ΑΚ δικαιώματος δίζησης. Εξάλλου, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζόμενου με αυτή ευεργετήματος (ένσταση ελευθερώσεως), όχι όμως για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 332 παρ. 1 ΑΚ είναι άκυρη κάθε προηγούμενη συμφωνία που αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια. Εφόσον δε στον Αστικό Κώδικα δεν περιελήφθη ορισμός της βαριάς αμέλειας, στον δικαστή τους ουσίας εναπόκειται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να κρίνει πότε η αμέλεια φέρει βαριά μορφή, η τυχόν δε υπ’ αυτού εσφαλμένη υπαγωγή των γενομένων δεκτών περιστατικών στη νομική έννοια της βαριάς αμέλειας ελέγχεται αναιρετικώς. Βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια όταν η απόκλιση από το μέτρο της συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη, όταν δηλαδή φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα επιζήμια σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εναγόμενος εγγυητής. Τέτοια συμπεριφορά συνιστά κατά τις περιστάσεις και η επί μακρόν αμέλεια του δανειστή να επιδιώξει την είσπραξη της απαιτήσεως του και η εν τω μεταξύ επελθούσα αδυναμία του πρωτοφειλέτη να καταβάλει την οφειλή του. Έτσι ο εγγυητής οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η έγκαιρη η ικανοποίηση του δανειστή θα ήταν δυνατή, διότι ο οφειλέτης διέθετε ικανή περιουσία, οπότε θα τελεσφορούσε η κατ’ αυτού εκτέλεση (ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 419/2013, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 377/2011, ΑΠ 2205/2009 όλες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1568/2009 ΕλλΔνη 2012.410, ΑΠ 512/2008 ΝοΒ 2008. 2368, ΑΠ 48/2001 ΕλλΔνη 2001.900, Τρ. Εφ.Πειρ 123/2018 ΔΕΕ 2018. 519, Εφ Α θ 3632/2013 ΝΟΜΟΣ, Μ. ΕφΘρ 222/2016 ΕλλΔνη 2018. 1470). Στην προκειμένη περίπτωση με την επικουρική βάση της ένδικης αγωγής της, κατά τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ η ενάγουσα επικαλείται βαριά αμέλεια της δανείστριας τράπεζας ως προς την εξόφληση του επίδικου δανείου ύψους 14.000 ευρώ, από τον πρωτοφειλέτη ) ο οποίος έχοντας εισπράξει ολόκληρο το ποσό αυτού, κατέβαλε μόνο τέσσερις (4) δόσεις, ύψους εκάστης 205,34 ευρώ από τις 120 συμφωνηθείσες και έκτοτε εξαφανίστηκε. Ότι, μολονότι από τον Οκτώβριο του 2009 το δάνειο είχε μεταφερθεί σε οριστική καθυστέρηση, η εναγομένη τράπεζα έκτοτε και μέχρι τον Ιούνιο του 2017 δεν είχε προβεί σε ουδεμία προσπάθεια είσπραξης της οφειλής από τον πρωτοφειλέτη. Ότι ο τελευταίος, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, προέβη στις αγοραπωλησίες ΙΧΕ και δίκυκλων μηχανών που περιγράφει αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο, συνολικής αξίας 19.000 ευρώ, τα οποία πλέον δεν βρίσκονται στην κυριότητα του με αποτέλεσμα η εναγομένη να μην δύναται πλέον να κατασχέσει αυτά εγκαίρως προς εξόφληση του επίδικού δανείου. Με το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί ότι έχει ελευθερωθεί από το επίδικο δάνειο κατ’ άρθρο 862 ΑΚ λόγω πταίσματος της εναγομένης. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο V ηγουμένη μείζονα σκέψη, η αγωγή κατά την επικουρική της βάση είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως ελέγχονται απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

VI. Από την επανεκτίμηση της με αριθμό …/31.10.2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της ενάγουσας … του … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, η οποία δόθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την με αριθμό … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …) καθώς και όλων των εγγράφων ανεξαιρέτως που προσκομίζουν νομότυπα μετ’ επικλήσεως αμφότεροι οι διάδικοι, προκείμενου να ληφθούν υπόψη ειτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Το έτος 2008 τα υποκαταστήματα «…» ανήκαν στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…», με διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.», η οποία αποτελούσε θυγατρική της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας και η δραστηριότητα της συνίστατο, μεταξύ άλλων, και στην μεσιτεία και προώθηση δανειακών προϊόντων για λογαριασμό, της εναγομένης.

Περί τα τέλη Μαρτίου 2008 ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη, 30 ετών υπάλληλος στον Δήμο … με τον οποίο η ενάγουσα διατηρούσε την εποχή εκείνη ολιγόμηνο ερωτικόν δεσμό, της ζήτησε να τον συνοδεύσει σε ένα υποκατάστημα της εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο «…», στο οποίο εργαζόταν κάποια φίλη του, προκειμένου να λάβει ένα δάνειο, με το οποίο επρόκειτο να αποπληρώσει υφιστάμενες οικονομικές υποχρεώσεις του προς έτερα πιστωτικά ιδρύματα. Στις 26/3/2008 δε, η ενάγουσα μαζί με τον …, επισκέφθηκαν το με κωδικό … υποκατάστημα του Κορυδαλλού της άνω θυγατρικής της εναγομένης «…», όπου τους υποδέχθηκε η προστηθείσα υπάλληλος της τελευταίας και φίλη του … η οποία και τους ενημέρωσε για τους όρους και τις προϋποθέσεις της δανειοδότησης του.

Συγκεκριμένα, η ως άνω υπάλληλος ενημέρωσε τον … ότι το δάνειο θα εγκρινόταν αμέσως αν κάποιο τρίτο πρόσωπο συμβαλλόταν ως εγγυητής στην κατάρτιση του και τότε πρότεινε στην ενάγουσα να υπογράψει η ίδια (η ενάγουσα) ως εγγυήτρια στο δάνειο του συντρόφου της. Η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της ισχυρίζεται ότι η ως άνω υπάλληλος την είχε διαβεβαιώσει ότι δεν είχε να φοβάται τίποτε εφόσον ο δανειολήπτης … (πρωτοφειλέτης) επρόκειτο να εξοφλήσει το δάνειο και ότι το να συμβληθεί ως εγγυήτρια στο ανωτέρω δάνειο ήταν μία εντελώς τυπική διαδικασία που θα διευκόλυνε την έγκριση του από τα κεντρικά της εναγομένης. Επίσης, ισχυρίζεται ότι οι ανωτέρω διαβεβαιώσεις της εν λόγω υπαλλήλου εξανέμισαν τις όποιες επιφυλάξεις που είχε η ενάγουσα για την ανάμιξη της στην δανειακή σύμβαση του συντρόφου της. Πλην όμως ουδένας αυτόπτης μάρτυρας της ενάγουσας δεν καταθέτει σχετικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς της και ως εκ τούτου τούτοι ελέγχονται απορριπτέοι ως αναπόδεικτοι.

Τελικά, την 3/4/2008 συνήφθη σύμβαση δανείου προσωπικού – καταναλωτικού και πιστωτικής κάρτας, μεταξύ του …. και της εναγομένης τράπεζας, ύψους 14.000 ευρώ, με συμβατικό επιτόκιο 11,95%, πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975 0,6%εξοφλητέο σε 120 μηνιαίες δόσεις. Ως σκοπός του δανείου δε, αναγράφεται η εξόφληση υφιστάμενων υποχρεώσεων. Στο εν λόγω δάνειο, η ενάγουσα συνεβλήθη αυθημερόν (3/4/2008) ως εγγυήτρια και ως το είδος της σχέσεως μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυήτριας ανεγράφη «φιλική».

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω υπάλληλος συμπλήρωσε ανακριβώς τα στοιχεία της προσωπικής-περιουσιακής κατάστασης της ενάγουσας ως εγγυήτριας, με σκοπό την υψηλότερη βαθμολογία στην συστημική αξιολόγηση του δανείου από το αρμόδιο τμήμα της εναγομένης, ώστε να καταστεί απολύτως βέβαιη η έγκριση του από αυτό. Συγκεκριμένα έθεσε ανακριβώς θετική απάντηση στην ερώτηση αν η ενάγουσα είναι κάτοχος με την ενιαία «κυρία» ακίνητης περιουσίας είτε αυτοκινήτου και στο αν ήταν οφειλέτρια από δάνειο αυτοκινήτου ενώ από κανένα προσκομιζόμενο έγγραφο από εκατέρωθεν τους διαδίκους δεν προκύπτει ότι κατά τον επίδικο χρόνο η ενάγουσα ήταν κυρία ακινήτου είτε αυτοκινήτου είτε ότι είχε λάβει δάνειο αγοράς αυτοκινήτου. Αντιθέτως η ανωτέρω υπάλληλος καταχώρησε ανακριβώς αρνητική απάντηση στις ερωτήσεις εάν ο δανειολήπτης (…) είχε οφειλές από οιασδήποτε φύσης δάνειο (καταναλωτικό, προσωπικό, επαγγελματικό η στεγαστικό), ενώ σκοπός του ληφθέντος δανείου, ήταν, όπως προαναφέρεται, η αποπληρωμή υφιστάμενων υποχρεώσεων αυτού προς έτερα πιστωτικά ιδρύματα.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, ως γεννηθείσα την 16/6/1984, κατά τον χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης εγγύησης ήταν ηλικίας 23 ετών και 9 μηνών ήτοι είχε αποκτήσει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και εμπειρία σε βασικές συναλλαγές επί πέντε (5) τουλάχιστον έτη. Επίσης, ήταν απόφοιτος Λυκείου, δηλαδή διέθετε περισσότερες βασικές εκπαιδευτικές γνώσεις ώστε να αντιλαμβάνεται απλές νομικές έννοιες όπως π.χ. «δάνειο» και «εγγύηση» καθόσον τούτες .διδάσκονται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της μέσης εκπαίδευσης, όπως επίσης να αναγιγνώσκει ένα κείμενο και να αντιλαμβάνεται ότι έχει άγνοια ή απορίες ως προς την έννοια συγκεκριμένων όρων. Επιπλέον η ενάγουσα εργαζόταν ως γραμματέας σε υποκατάστημα στην Ελλάδα της πολυεθνικής ιαπωνικής εταιρείας με την επωνυμία «…» («…») ήδη από την 1/10/2004, με σύμβαση αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής συναλλακτικής πείρας, να έχει εργασιακή εμπειρία και μάλιστα σε ένα σύνθετο αλλοδαπό οργανισμό με πολλές επαφές με συναδέλφους και διευθυντές και στο εξωτερικό. Με τα δεδομένα αυτά κρίνεται ότι η ενάγουσα διέθετε ικανή πείρα περί των οικονομικών συναλλαγών ακόμα και με πιστωτικά ιδρύματα όπως η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία. Εξάλλου, χορηγήθηκε στην ενάγουσα χρονικό διάστημα μιας τουλάχιστον εβδομάδας (από 26/3/2008 έως 3/4/3008), προκειμένου να σκεφθεί καλύτερα σχετικά με τις έννομες συνέπειες για την εκ μέρους της κατάρτιση σύμβασης εγγύησης στο δάνειο του … Ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος θα ερευνούσε τις συνέπειες της συγκεκριμένης αυτής ενέργειας (κατάρτιση σύμβασης εγγύησης) και δεν θα αρκείτο σε διαβεβαιώσεις της εκάστοτε υπαλλήλου τράπεζας που στην συγκεκριμένη περίπτωση η ενάγουσα δεν την γνώριζε προσωπικά, πλην όμως, κατά τους ισχυρισμούς της ιδίας, ετύγχανε (η άνω υπάλληλος) φίλη του …, και συνεπώς η ενάγουσα όφειλε να μην εμπιστεύεται τις όποιες διαβεβαιώσεις της. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι στοιχεία του χαρακτήρα της ενάγουσας είναι η απροσεξία, αδιαφορία και αμεριμνησία αλλά και η διαρκής έλλειψη επίγνωσης των συνεπειών των πράξεων της. Αντιθέτως, σε περίπτωση που ήταν «κουφή», όπως η ίδια ισχυρίζεται ήτοι σε περίπτωση που επεδείκνυε αμεριμνησία και αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεων της, δεν θα μπορούσε να εργασθεί επί τετραετία τουλάχιστον σε μία ιαπωνική πολυεθνική εταιρεία που εμπορεύεται συστήματα ασύρματων εφαρμογών για την ναυτιλία, την πρόβλεψη καιρικών και φυσικών φαινομένων κ.λπ., ήτοι σε μία εταιρεία με αυστηρό πλαίσιο οργανωτικής δομής, υψηλή παραγωγικότητα και ιδιαίτερη εργασιακή πίεση για την ολοκλήρωση παραγγελιών και την εκτέλεση συμβολαίων κλπ. Επίσης ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι δεν είχε αντιληφθεί τις συνέπειες των ευθυνών που είχε αναλάβει λόγω του νεαρού της ηλικίας της και των γραμματικών της γνώσεων, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους κανόνες της λογικής, όταν η ίδια με υπευθυνότητα συγκέντρωσε και προσκόμισε στην εναγομένη όλα τα απαραίτητα έγγραφα που της ζητήθηκαν από την εναγομένη όπως π.χ. τα έγγραφα περί μισθοδοσίας και πρόσληψης αυτής. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κρίνεται ότι κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εγγύησης, η ενάγουσα τελούσε σε πλήρη γνώση των ευθυνών που απέρρεαν από αυτή και ότι η εναγομένη δια της ως άνω προστηθείσας υπαλλήλου της δεν εκμεταλλεύτηκε την απειρία της, την ανάγκη της και την κουφότητα της ενάγουσας καθόσον δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη αυτών των στοιχείων. Ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται ουδεμία αντίθεση στα συναλλακτικά χρηστά ήθη αναφορικά με την ένδικη σύμβαση εγγύησης. Συνακόλουθα η ένδικη αγωγή κατά την κύρια βάση της, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 178, 180 ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ κρίνεται απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο συνεπώς Δικαστήριο που έκρινε την ένδικη σύμβαση εγγύησης ως άκυρη λόγω αντίθεσης αυτής στα χρηστά ήθη και ως καταπλεονεκτική σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων αλλά και κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του τέταρτου σχετικού λόγου της ένδικης εφέσεως. Κατά συνέπειαν η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκ νέου έρευνα και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη αναφορικά με την κύρια βάση της ερειδόμενη τούτη στις διατάξεις των άρθρων 178, 180 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ. Στην συνέχεια πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η ένδικη αγωγή κατά την επικουρικώς σωρευόμενη βάση της ερειδομένη τούτη στις διατάξεις των άρθρων 862 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι μετά από δύο μήνες περίπου από την κατάρτιση της άνω σύμβασης δανείου και της επίδικης σύμβασης εγγυήσεως ο … διέκοψε την σχέση του με την ενάγουσα. Για το ανωτέρω δάνειο ανοίχθηκε ο με αριθμό … δανειακός λογαριασμός και το παραπάνω ποσό του δανείου (14.000 ευρώ)  κατατέθηκε αυθημερόν (3.4.2008) στον με αριθμό … τραπεζικό καταθετικό λογαριασμό του … Ο τελευταίος έκανε διάφορες μικροπληρωμές την 3/4/3008 και την ίδια ημέρα πραγματοποίησε ανάληψη ποσού 11.000 ευρώ. Οι μοναδικές καταβολές δόσεων προς εξόφληση του άνω δανείου που πραγματοποίησε ο … ήταν μια καταβολή στις 5/5/2008, ποσού 205,34 ευρώ, άλλη μια καταβολή δόσης του δανείου ύψους 205,34 ευρώ, την 1/9/2008 κατέβαλε ποσό 207,9 ευρώ, την 3/9/2008 κατέβαλε έναντι ποσό 11,69 ευρώ και στις 5/12/2008 κατέβαλε ποσό 205,67 ευρώ. Έκτοτε ήτοι από τον Δεκέμβριο του 2008, ουδεμία άλλη καταβολή πραγματοποιήθηκε από τον … προς την εναγομένη έναντι της οφειλής του. Το επίδικο δάνειο τελικά μεταφέρθηκε σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης στις 5/10/2009, ήτοι ενάμιση έτος μετά την κατάρτιση του, με φερόμενο οφειλόμενο ποσό κατ’ εκείνο το   χρονικό σημείο (5/10/2009) 14.151,58 ευρώ και ληξιπρόθεσμους τόκους ύψους 1.614,16 ευρώ, πλέον τόκων περιόδου ποσό 6,48 ευρώ. Από το 2009 δε μέχρι και τον Ιούνιο του 2017 ουδεμία ενέργεια ή προσπάθεια είσπραξης της οφειλής πραγματοποιήθηκε από την εναγόμενη τράπεζα έναντι του πρωτοφειλέτη …. Επιπλέον το επίδικο δάνειο δεν είχε καταγγελθεί μέχρι τουλάχιστον και τον Ιούνιο του 2017, η δε εναγομένη τράπεζα δικαιολογεί το γεγονός αυτό με την αιτιολογία ότι το δάνειο, έληγε τον Απρίλιο του 2018. Στις 9/3/2016 ήτοι οκτώ (8) έτη μετά από την κατάρτιση της σύμβασης εγγυήσεως, η ενάγουσα έλαβε για πρώτη φορά τηλεφώνημα από την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία «…ΑΕ», η υπάλληλος της οποίας την ενημέρωσε ότι η οφειλή από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου ανερχόταν στο ποσό των 31.000 ευρώ. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο … (πρωτοφειλέτης) προέβη στις ακόλουθες αγοραπωλησίες ΙΧΕ και δίκυκλων μηχανών κατά την περίοδο από Απρίλιο 2008 έως και Μάρτιο 2016: 1) Από την 28/12/2007 έως την 17/9/2008 ήταν κύριος μίας δίκυκλης μηχανής YAMAHA jazer μοντέλο FZ 6 naked 600cc με αριθμό κυκλοφορίας …, αρχικής αγοραστικής αξίας 8.000 ευρώ περίπου ενώ το έτος 2010 η άνω αξία της ανερχόταν στο ποσό των 6.000 Ευρώ. 2) Από την 1/10/2010 έως την 1/4/2011 ο … ήταν κύριος του με αριθμό κυκλοφορίας αυτοκινήτου, μάρκας FIAT Seicento, αγοραστικής αξίας το έτος 2011 περίπου 5.000 ευρώ. 3) Από την 11/4/2013 έως την 5/3/2017 ήταν κύριος του με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας PEUGEOT 206 αγοραστικής αξίας το έτος 2016 περίπου 8.000 ευρώ και 4) από 29/1/2004 έως 17/10/2013 ο … ήταν κύριος και κάτοχος της με αριθμό κυκλοφορίας …, δίκυκλης μηχανής-σκούτερ, μάρκας PIAGGIO, μοντέλο TYPHOON, σημερινής αγοραστικής αξίας 800 Ευρώ. Τα παραπάνω οχήματα, εκτός του τέταρτου … κατά τα προαναφερόμενα οχήματα βρίσκονταν στην κατοχή και κυριότητα του πρωτοφειλέτη … κι ενώ τούτος είχε καταστεί υπερήμερος ως προς την οφειλή του έναντι της εναγομένης τράπεζας την οποία και δεν αποπλήρωνε, προέβη και σε μεταβιβάσεις των άνω οχημάτων σε τρίτα πρόσωπα και ως εκ τούτου δεν βρίσκονται πια στην κυριότητα του ώστε να καταστεί δυνατό στην εναγομένη να τα κατάσχει προς ικανοποίηση της. Επιπλέον, από κανένα από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει ότι ο … ήταν ή είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας. Με τα δεδομένα αυτά κρίνεται ότι η εναγόμενη τράπεζα αμέλησε για ικανό χρονικό διάστημα και δη άνω των οκτώ (8) ετών να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη του επίδικου δανείου …, ο οποίος είχε σταματήσει να αποπληρώνει το δάνειο του ήδη από τον Δεκέμβριο τού 2008. Ο ισχυρισμός της εναγομένη ότι δεν είχε καταγγείλει το δάνειο καθόσον έληγε τούτο τον Απρίλιο του 2018 ελέγχεται ως αβάσιμος καθόσον οι ληξιπρόθεσμες δόσεις του δανείου, τουλάχιστον ενάμιση έτους, είχαν ήδη καταστεί απαιτητές και ως εκ τούτου δικαστικά επιδιώξιμες. Η εναγόμενη τράπεζα παρέλειψε να διεξάγει δίκη είτε και οποιεσδήποτε διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως ή διαδικασίες λήψης ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση της απαίτησης της όπως πχ καταγγελία δανείου και αίτηση για έκδοση σχετικής διαταγής πληρωμής, αίτηση για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, κατάσχεση κινητής και ακίνητης περιουσίας εναντίον του άνω πρωτοφειλέτη. Λόγω δε της παραλείψεως αυτής ο … πώλησε σε τρίτους τα προαναφερόμενα οχήματα κι έτσι η εναγομένη αδυνατεί να κατασχέσει τούτα. Σε συνδυασμό δε με το γεγονός ότι δεν αποδεικνύεται η κυριότητα του πρωτοφειλέτη επί ακίνητης περιουσίας καθώς και με το ότι τούτος σταμάτησε οριστικά να αποπληρώνει τις οφειλόμενες δόσεις του, κρίνεται ότι τούτος κατέστη αναξιόχρεος καθώς επίσης κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση της εναγομένης από τον τελευταίο αναφορικά με το επίδικο δάνειο. Υφίσταται δε αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην ανωτέρω οριστική ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης από τον πρωτοφειλέτη καθώς και της προ αναφερόμενης παράλειψης της εναγομένης να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησης από αυτόν. Με τα δεδομένα όμως αυτά κρίνεται ότι στοιχειοθετείται βαριά αμέλεια της εναγόμενης τράπεζας δια μέσου των προστηθέντων υπαλλήλων αυτής για την ματαίωση ικανοποίησης της απαίτησης της από τον πρωτοφειλέτη. Ως εκ τούτου πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την θεμελίωση του άρθρου 862 ΑΚ και κατά συνέπειαν πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η ένδικη αγωγή κατά την ως άνω επικουρικώς σωρευόμενη βάση της και να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα έχει ελευθερωθεί από την από 3/4/2008 σύμβαση εγγυήσεως που έχει συνάψει με την εναγόμενη τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο 862 ΑΚ.

Περαιτέρω, η εναγομένη – ήδη εκκαλούσα με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης της επαναφέρει νόμιμα την κατ’ άρθρο 281 ΑΚ ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, πλην όμως η κατ’ ουσίαν έρευνα του λόγου αυτού παρέλκει καθόσον βάλλει κατά της κατ’ άρθρα 178, 180 ΑΚ κύριας βάσης της αγωγής, η οποία έχει απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, βαρύνουν την ηττηθείσα εναγομένη (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, ενόψει ευδοκίμησης της ένδικης εφέσεως, συντρέχει νόμιμος λόγος κατ’άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ και πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση αυτής, στην εκκαλούσα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

-Εξαφανίζει την με αριθμό 184/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

-Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

-Απορρίπτει την αγωγή κατά την κύρια βάση της σύμφωνα με τα άρθρα 178, 180 ΑΚ.

-Δέχεται την αγωγή κατά την επικουρική της βάση σύμφωνα με τα άρθρα 862 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ.

-Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα έχει ελευθερωθεί από την από 3/4/2008 σύμβαση εγγυήσεως που έχει συνάψει με την εναγόμενη τράπεζα ως εγγυήτρια κατ’ άρθρο 862 ΑΚ.

-Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500) Ευρώ.

-Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της ένδικης έφεσης στην εκκαλούσα.

-Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 2 Οκτωβρίου 2020 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Scroll to Top