ΝΕΑ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ ΜΕ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΓΙΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΔΑΝΕΙΟΠΗΠΤΩΝ ΜΕ ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ 100 ΕΥΡΩ
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Αριθμός Απόφασης 925/2017
Τ Ο Ε Ι Ρ Η Ν Ο Δ Ι Κ Ε Ι Ο Α Θ Η Ν Ω Ν
__________
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών Ε…. Ε……, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Γ…… Μ……
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7.12.2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων: 1) Δ… Δ…….. του Σ…….., κατοίκου Κ………. Α……, οδός Ν……… αρ. ..-.. και 2) Ο……. Ζ…. του Σ…….., κατοίκου ομοίως ως άνω οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος διά η δε δεύτερη μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Άννας Κορσάνου.
Των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά την νόμιμη κλήτευση τους (άρθρ. 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ) 1) Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Ε….. Τ…… Τ.. Ε…… A.E.» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Α….. αρ. ..), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν παραστάθηκε. 2) Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Α….Τ…… Α…… Ε…….» και το διακριτικό τίτλο «Α…. Β…» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σ…… αρ. ..), νομίμως εκπροσωπουμένης, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Ε……. Τ…… Τ.. Ε…… Α.Ε.» λόγω συγχώνευσης δι’ απορρόφησης η οποία παραστάθηκε. δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χ…… Β……..
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 1.2.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 238/2016 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 9331/25.5.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν……. Σ……….. που προσκομίζουν κι επικαλούνται οι αιτούντες, αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην πρώτη καθής πιστώτρια για την παραπάνω δικάσιμο, όμως αυτή δεν εμφανίσθηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Πρέπει, συνεπώς, να δικαστεί ερήμην, να προχωρήσει, ωστόσο, η συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 § 2 περ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αίτησή τους, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους προς τις πιστώτριες τράπεζες, που αναφέρονται αναλυτικά στην αίτησή τους, ζητούν αφού ληφθούν υπόψη τα εισοδήματά τους η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση, να επικυρωθούν τα σχέδια διευθέτησης οφειλών, να γίνει ρύθμιση των χρεών τους σύμφωνα με το υποβαλλόμενο σχέδιο διευθέτησης, άλλως σύμφωνα με το Ν. 3869/2010, με σκοπό την εν μέρει απαλλαγή τους από αυτά και να εξαιρεθεί από την εκποίηση το ακίνητο συγκυριότητάς τους που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία τους, να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της ρύθμισης θα απαλλαγούν των χρεών τους.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται παραδεκτώς και αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, της περιφέρειας της κατοικίας των αιτούντων (άρθ. 3 του Ν. 3869/2010) και σύμφωνα με την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 έως 781 σε συνδυασμό με το άρ. 3 του Ν. 3869/2010. Για το παραδεκτό της αιτήσεως τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο άρ. 4 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 4 του άρ. 1 της υποπαραγράφου Α4 του άρ. 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015) και καταλαμβάνει σύμφωνα με την παρ. 5 του αρ. 2 της υποπαρ. Α4 του άρ. 2 του Ν. 4336/2015 τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά τις 19.8.2015, αφού προσκομίστηκαν τα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη έγγραφα καθώς επίσης και οι από 1.2.2016 υπεύθυνες δηλώσεις των αιτούντων για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων τους, των πιστωτών τους και των απαιτήσεων τους καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων τους κατά την τελευταία τριετία. Επίσης, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3869/2010, δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση εκάστου των αιτούντων για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείου της χώρα, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της όπως προβλέπονται από το άρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη και στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015), 9 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το αρθρ. 14 του Ν. 4346/2015, που τροποποίησε τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας των οφειλετών, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 μέχρι και 31.12.2018) και 11 του Ν. 3869/2010. Ωστόσο απορριπτέα ως μη νόμιμα είναι τα αιτήματα : α) περί επικύρωσης του σχεδίου διευθέτησης κατ’ άρθρο 7 του Ν. 3869/2010, αφού η επικύρωση του σχεδίου αυτού από τους διαδίκους, κατά το ίδιο ως άνω άρθρο (7 του Ν. 3869/2010), δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας αυτών, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθετήσεως οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την, κατά τα ανωτέρω, επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του, επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο, από την επικύρωσή του, αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο, στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αιτήσεως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση, δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές τους και συνεπώς, το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση και πρέπει να απορριφθεί. β) περί αναγνώρισης ότι με την τήρηση της ρύθμισης του Δικαστηρίου θα απαλλαγεί έκαστος των αιτούντων από τα χρέη του αφού κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 το αίτημα αυτό συνιστά περιεχόμενο μεταγενέστερης αίτησης που υποβάλλει στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του αυτού νόμου. Εφόσον, λοιπόν, δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ των αιτούντων και των πιστωτών τους πρέπει η αίτηση, να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η δεύτερη καθής πιστώτρια προτείνει ένσταση δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής καθότι δεν είχαν ποτέ την εισοδηματική επάρκεια για να είναι συνεπείς με τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρ. 1 του Ν. 3869/2010 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, προβάλλει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των αιτούντων για υπαγωγή τους στο νόμο κατ’ άρθρο 281 ΑΚ και τούτο διότι ζητούν με το σχέδιο διευθέτησης τους αδικαιολόγητη περικοπή των οφειλών τους ζητώντας στην ουσία όχι ρύθμιση αλλά διαγραφή των χρεών τους. Η ένσταση αυτή κρίνεται απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη και τούτο διότι τα επικαλούμενα προς θεμελίωση της πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος κατά την έννοια του άρ. 281 ΑΚ δεδομένου ότι το σχέδιο διευθέτησης οφειλών καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του οφειλέτη, χωρίς κάποιο περιορισμό με βάση κυρίως την οικονομική του κατάσταση, αρκεί να είναι επαρκώς προσδιορισμένο ώστε να μπορεί να προκαλέσει τη συναίνεση των πιστωτών και τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού, η τελική δε ρύθμιση γίνεται από το Δικαστήριο.
Από την ανωμοτί κατάθεση της αιτούσας που περιέχεται στα πρακτικά της δίκης, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων (αρ. 744 ΚΠολΔ) και την επ’ ακροατηρίου προφορική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι αιτούντες είναι σύζυγοι, κατοικούν στην Κ……… Α……, σε ιδιόκτητη κατοικία η οποία ανήκει κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών, κι έχουν δύο ανήλικα τέκνα, τον Σ……. γεννηθέντα στις 16.3.2010 και τον Α…….. γεννηθέντα 4.7.2011. Ο αιτών, γεννηθείς το έτος 1978, είναι άνεργος εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ από 5.12.2013 μέχρι και σήμερα ενώ ουδέποτε έλαβε επίδομα ανεργίας καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προς τούτο. Από το έτος 2007 έως 31.10.2013, οπότε και προέβη σε παύση εργασιών στο αρμόδιο Δ.Ο.Υ Β…… υπήρξε ιδιοκτήτης κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και οδηγός ταξί με ικανοποιητικό εισόδημα, όπως θα προκύψει από τα κατωτέρω αναφερόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών αυτών. Η αιτούσα γεννήθηκε το έτος 1979 και από το έτος 2003 μέχρι και σήμερα είναι δημόσιος υπάλληλος και συγκεκριμένα είναι δασκάλα σε δημοτικό σχολείο της Κ………. με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ποσού 943,09 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη μισθοδοσία της μηνός Δεκεμβρίου 2016).
Όπως προκύπτει από τις βεβαιώσεις δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης (Ε9) και ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του έτους 2016, οι αιτούντες είναι συγκύριοι σε ποσοστό ½ εξ’ αδιαιρέτου ο καθένας ενός διαμερίσματος έτους κατασκευής 1981, επιφάνειας κυρίων χώρων 51,50 τ.μ. και βοηθητικών (αποθήκης) 5,90 τ.μ. που βρίσκεται στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας ευρισκόμενης στην Κ……… επί της οδού Ν……… αρ. ..-… Το παραπάνω διαμέρισμα χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία των αιτούντων. Η αντικειμενική αξία του δικαιώματος των αιτούντων επί του άνω διαμερίσματος του οποίου ζητείται η εξαίρεση από τη ρευστοποίηση επειδή πρόκειται για την κύρια κατοικία τους ανέρχεται στο ποσό των 15.602,15 € για τον καθένα (ήτοι 31.204,3 € η αξία του όλου ακινήτου). Επιπλέον, ο αιτών έχει στην πλήρη κυριότητά του κατά ποσοστό 100% το με αρ. κυκλ. … …. δίκυκλο, μάρκας P. F……, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2001, έτους κτήσης 2010, η εμπορική αξία του οποίου αποτιμάται στο ποσό των 1.000 ευρώ. Η αιτούσα διαθέτει κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 100% ένα διαμέρισμα του ισογείου ορόφου έτους κατασκευής 1984, επιφάνειας κυρίων χώρων 49,70 τ.μ. το οποίο βρίσκεται στο νομό Α….. στο δήμο Ρ..-Α…. Β…….. επί της οδού Λ…….. την επικαρπία του οποίου έχει ο πατέρας της. Η αντικειμενική αξία του δικαιώματος της επί του ως άνω ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 8.182,61 ευρώ. Πέραν αυτού η αιτούσα διαθέτει κατά πλήρη κυριότητα το με αριμό κυκλοφορίας … …. ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας Τ….. Υ…., έτους κτήσης 2003 πλην όμως αναγκάστηκε να προβεί σε δήλωση ακινησίας καταθέτοντας πινακίδες στις 27.12.2013 (βλ. την υπ’ αριθμ. 892/27.12.2013 δήλωση ακινησίας αυτοκινήτου προς την αρμόδια ΔΟΥ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες δεν διαθέτουν σήμερα κανένα άλλο ακίνητο ή κινητό περιουσιακό στοιχείο.
Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης οι αιτούντες είχαν αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία σύμφωνα με το νόμο θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης αυτής εκτός από τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα στεγαστικά δάνεια, των οποίων ο εντοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο εκδόσεως της παρούσας απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010). Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του αιτούντος ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 101.794,86 ευρώ και έχουν ως εξής : στην πιστώτρια Α…. Β… οφείλει α) 14.699,19 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………. σύμβασης στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που προσκομίζει η καθής πιστώτρια β) 54.047,89 ευρώ δυνάμει της υπ. αριθμ. ………. σύμβασης στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που προσκομίζει η καθής πιστώτρια γ) 29.540,90 ευρώ δυνάμει της υπ. αριθμ. ……….. σύμβασης στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που προσκομίζει η καθής πιστώτρια δ) 1.028,21 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. …….. σύμβασης καταναλωτικού δανείου, όπως αυτή εισφέρεται από τον οφειλέτη και στην πιστώτρια Ε…… Τ…… οφείλει α) 2.478,07 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……….. σύμβασης καταναλωτικού δανείου, όπως αυτή εισφέρεται από τον οφειλέτη. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της αιτούσας ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 119.836,3 ευρώ και έχουν ως εξής : στην πιστώτρια Α….. Β… (1) οφείλει α) 14.699,19 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………. σύμβασης στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που προσκομίζει η καθής πιστώτρια β) 54.047,89 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………. σύμβασης στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που προσκομίζει η καθής πιστώτρια γ) 29.540,90 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………. σύμβασης στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που προσκομίζει η καθής πιστώτρια δ) 1.0208,81ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……. σύμβασης καταναλωτικού δανείου, όπως αυτή εισφέρεται από τον οφειλέτη ε) 901,42 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. …………… πιστωτικής κάρτας στ) 428,51 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. …………… πιστωτικής κάρτας, όπως αυτές εισφέρονται από την οφειλέτρια και στην πιστώτρια Ε….. Τ…… (2) οφείλει : α) 2.478,07 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……….. σύμβασης καταναλωτικού δανείου β) 16.711,51 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………. σύμβασης καταναλωτικού δανείου. Η απαίτηση εκ του στεγαστικού δανείου είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης στο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο των αιτούντων το οποίο χρησιμεύει ως κύρια κατοικίας τους και επί του οποίου έχουν ποσοστό συγκυριότητας 50% αδιαίρετα ο καθένας.
Με βάση τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η κύρια δανειακή υποχρέωση των αιτούντων στην οποία ενέχονται ως συνοφειλέτες προέρχεται από τρεις συμβάσεις στεγαστικών δανείων που συνήψαν με την δεύτερη καθ’ ης το έτος 2007.Τα δάνεια αυτά τα έλαβαν προκειμένου να αποκτήσουν την κύρια κατοικία της οικογένειάς τους. Την εποχή εκείνη εργάζονταν και οι δύο αιτούντες και είχαν ικανοποιητικό ετήσιο εισόδημα το οποίο ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 28.778,16 ευρώ (βλ. δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2008) και επαρκούσε για την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων. Το συνολικό δηλωθέν εισόδημά τους το οικονομικό έτος 2009 ανήλθε σε 35.276,3 ευρώ, το οικονομικό έτος 2010 σε 37.326,39 ευρώ, το οικονομικό έτος 2011 ανήλθε σε 40.589 ευρώ, το οικονομικό έτος 2012 σε 24.984 το οικονομικό έτος 2013 σε 17.790 ευρώ. Ωστόσο, το έτος 2013 ο αιτών έμεινε άνεργος (τούτο απεικονίζεται στο εκκαθαριστικό του οικον. Έτους 2014 οπότε ο ίδιος εμφανίζει μηδενικά εισοδήματα και η σύζυγος/αιτούσα 11.402,91 ευρώ) και τούτο διότι αναγκάστηκε να προβεί σε διακοπή εργασιών στην εφορία και να μεταβιβάσει την άδεια ταξί που του ανήκε κατά 50% συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Έκτοτε τα εισοδήματά τους μειώθηκαν αισθητά και το φορολογικό έτος 2014 και 2015 δηλώνονται ετήσια εισοδήματα μόνο από πλευράς της αιτούσας ποσού 11.457,68 και 11.512,33 αντίστοιχα. Η αιτούσα εξεταζόμενη ανωμοτί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τοποθετεί την παύση πληρωμών τους τον Σεπτέμβριο του έτους 2015. Ωστόσο, από τις νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος προκύπτει ότι ήδη από το έτος 2013 οι αιτούντες είχαν παύσει τις πληρωμές τους στις τράπεζες αφού στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικ. έτος 2014 και στη στήλη δαπανών που καταβλήθηκαν για την τοκοχρεωλυτική απόσβεση δανείων δεν αναγράφεται κανένα ποσό. Επομένως, ήδη από το έτος 2013 οι αιτούντες περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους, αδυναμία η οποία διατηρείται κατά το χρόνο κατάθεσης και συζήτησης της αίτησης. Επομένως, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις υπαγωγής τους στο νόμο, βρίσκονται δηλαδή σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους στην οποία περιήλθαν χωρίς υπαιτιότητα απορριπτόμενης της σχετικής ένστασης της καθής ως ουσία αβάσιμης, Περαιτέρω, η οικονομική τους κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί αισθητά στο μέλλον διότι αφ’ ενός τα εισοδήματα της αιτούσας είναι σταθερά και βαίνουν μειούμενα λόγω των μειώσεων που υφίσταται ο δημόσιος τομέας αφ’ ετέρου ο αιτών ως ανειδίκευτος ακόμη και αν ανεύρει εργασία δεν θα επαυξηθεί το οικογενειακό του εισόδημα κατά τρόπο που να αφήνει περιθώριο ορισμού μεγαλύτερων καταβολών δεδομένων των βιοτικών αναγκών μιας τετραμελούς οικογένειας. Το δε εκτιμώμενο ελάχιστο μηνιαίο κόστος διαβίωσης των αιτούντων για την αντιμετώπιση των προσωπικών και οικογενειακών τους αναγκών (διατροφή, θέρμανση, ΔΕΗ, ύδρευση, εφορία), ανέρχεται σήμερα κατά την εύλογη εκτίμηση του Δικαστηρίου σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στο ποσό των 710 ευρώ περίπου μηνιαίως, ποσό το οποίο αναγράφουν και οι αιτούντες στην υπό κρίση αίτηση. Επομένως, συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις για την υπαγωγής τους στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και συγκεκριμένα σε αυτή του άρθρου 8 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 17 του άρ. 1 του κεφ Α΄ της υποπαραγράφου Α4, της παρ. Α΄ του άρ. 2 του ν. 4336/14.8.2015, ΦΕΚ 94Α΄) δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτό το σχέδιο διευθέτησης από τους πιστωτές και δεν υπάρχουν αμφισβητούμενες απαιτήσεις. Έτσι λοιπόν, και αφού ελήφθη υπόψη, το σύνολο του χρέους, η ηλικία των αιτούντων και οι ιδιαίτερες οικογενειακές τους συνθήκες, θα πρέπει να προσδιορισθούν μηνιαίες καταβολές επί τριετία ποσού 100 ευρώ της κάθε μίας για έκαστο των αιτούντων, συμμέτρως διανεμόμενου μεταξύ των πιστωτριών τους.
Περαιτέρω όσον αφορά το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου έτους κατασκευής 1984, επιφάνειας κυρίων χώρων 49,70 τ.μ. το οποίο βρίσκεται στο νομό Α….. στο δήμο Ρ…-Α…. Β…….. επί της οδού Λ…….. το οποίο ανήκει στην αιτούσα κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση για το λόγο ότι δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, αφού δεν ανήκει κατά πλήρες δικαίωμα στην αιτούσα και είναι χαμηλής αξίας. Επίσης όσον αφορά την εκποίηση του με αρ. κυκλ. .… …. Δίκυκλου, μάρκας Ρ.. F……, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2001, έτους κτήσης 2010 που ανήκει στον αιτούντα με βάση την κοινή πείρα και τη λογική και λαμβανομένων υπόψη των σημερινών συνθηκών αγοράς δεν φαίνεται ότι μπορεί η προσπάθεια αυτή (για εκποίηση) να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, κρίνεται δε ότι δεν είναι επιδεκτικό ρευστοποιήσεως κατά τρόπο που να παρέχει προσδοκία απολήψεως αναλόγου ανταλλάγματος, επομένως πρέπει να εξαιρεθεί από την εκποίηση λαμβανομένων υπόψη των εξόδων που απαιτούνται για την ενεργοποίηση της σχετικής διαδικασίας.
Η παραπάνω ρύθμιση των οφειλών των αιτούντων θα συνδυασθεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή του από το άρθρ. 14 του Ν. 4346/2015, εφόσον με τις καταβολές επί τριετία δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτριών τους, προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας τους από την εκποίηση, και συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το εν λόγω άρθρο όπως ισχύει από 1.1.2016 στο πρόσωπο εκάστου των αιτούντων για την ένταξη τους στη ρύθμιση αυτή καθόσον: α) το ακίνητο – διαμέρισμα επί της οδού Ν……… αρ. ..-.. στην Κ……… που περιγράφεται ανωτέρω χρησιμεύει ως κύρια κατοικία τους β) έκαστος των αιτούντων έχει μηνιαίο εισόδημα που δεν υπερβαίνει το 170% των ευλόγων δαπανών διαβίωσης (710 ευρώ δαπάνες διαβίωσης x 70% = 1.207 ευρώ) βλ. άρθρ. 9 παρ. 2 που παραπέμπει στο άρθρ. 5 παρ. 3 ως προς τον καθορισμό των δαπανών διαβίωσης σε συνδυασμό με απόφαση ΤτΕ 54/15.12.2015 ΦΕΚ 2740) ενώ το εισόδημα της αιτούσας είναι 945 ευρώ και του αιτούντος μηδενικό γ) η αντικειμενική αξία του δικαιώματος εκάστου των αιτούντων επί της παραπάνω κύριας κατοικίας τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 260.000 ευρώ που προβλέπεται για έγγαμο οφειλέτη με δύο τέκνα και δ) η πιστώτρια τους στα πλαίσια του άρθρ. 338 ΚΠολΔ, δεν επικαλέστηκε ούτε απέδειξε ως όφειλε ότι ο αιτών δεν ήταν συνεργάσιμος δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών. Συνεπώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ένταξη της κατοικίας τους στη ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 για εξαίρεση από την εκποίηση.
Βάση του άρθρ. 9 παρ. 2 εδ β΄ ο οφειλέτης πρέπει να διαμορφώσει το σχέδιο διευθέτησης οφελών με τέτοιο τρόπο ώστε για τη διάσωση της κύρια κατοικίας του να προβλέπει ότι αποπληρώνει αφενός μεν το μέγιστο της ικανότητας αποπληρωμής, αφετέρου δε ότι θα καταβάλλει τέτοιο ποσό ώστε οι πιστωτές του να μην βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή που θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Εν προκειμένω, οι αιτούντες προτείνουν με το σχέδιο τους να αποπληρώσουν το συνολικό ποσό των 38.400 € σε 240 μηνιαίες δόσεις των 160 ευρώ, ήτοι προτείνουν να αποπληρώσουν ποσό μεγαλύτερο από αυτό που θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση (υποθετικής) βίαιης εκποίησης πλειστηριασμού του ακινήτου. Το σχέδιο αυτό αποπληρωμής γίνεται αποδεκτό από το παρόν Δικαστήριο και κατόπιν τούτου : Για τη διάσωση του ποσοστού του επί της κύριας κατοικίας του θα πρέπει έκαστος των αιτούντων να καταβάλει το ποσό των 19.200. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού, πρέπει να οριστεί σε είκοσι (20) έτη (240 μηνιαίες δόσεις). Το ποσό που θα καταβάλει έκαστος των αιτούντων στα πλαίσια αυτής της ρύθμισης, θα ανέρχεται σε 80 ευρώ μηνιαίως, οι δε μηνιαίες δόσεις, καταβλητέες εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, θα αρχίσουν να καταβάλλονται τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, καθόσον κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στους αιτούντες περίοδος χάριτος ώστε να δύνανται να είναι συνεπείς με την άνω ρύθμιση. Κατά τον παραπάνω τρόπο ο καθένας αιτών θα καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, αναπροσαρμογή δε του ανωτέρω ποσού δεν προκύπτει ότι μπορεί να οριστεί με βάση τα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα του αιτούντος. Από τις καταβολές αυτές θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτριών κατ’ αναλογική εφαρμογή των άρ. 974 επ. ΚΠολΔικ.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές εκάστου των αιτούντων εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Η απαλλαγή για κάθε αιτούντα από το χρέος του έναντι των καθών, θα επέλθει κατά νόμο (αρ. 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010) υπό τον όρο της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεών του. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης καθής και αντμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη των αιτούντων κατ’ άρθρον 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010 με επί 36 μήνες ισόποσες μηνιαίες καταβολές, ανερχόμενες στο ποσό των 100 € για έκαστο των αιτούντων το οποίο καταβάλλεται, συμμέτρως διανεμόμενο μεταξύ των πιστωτριών, εντός του πρώτου πενθήμερου εκάστου μηνός αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης.
ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση την κύρια κατοικία των αιτούντων, ήτοι ένα διαμέρισμα έτους κατασκευής 1981, επιφάνειας κυρίων χώρων 51,50 τ.μ. και βοηθητικών (αποθήκης) 5,90 τ.μ. που βρίσκεται στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας ευρισκόμενης στην Κ……… επί της οδού Ν……… αρ. ..-.. του οποίου έκαστος των αιτούντων είναι εμπράγματος συνδικαιούχος πλήρους κυριότητας κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε κάθε έναν από τους αιτούντες να καταβάλει για τη διάσωση του ποσοστού του επί της κύριας κατοικίας του το ποσό των 19.200 ευρώ στην δεύτερη πιστώτρια «Α…. Β…» που είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, σε 240 μηνιαίες δόσεις των 80 ευρώ η κάθε μία κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και ορίζεται να ξεκινήσει την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την πάροδο τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, θα γίνει δε χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους, σε έκτακτη δημόσια συνεδρία του, στην Αθήνα, στις 23 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ε…. Ε…… Γ…… Μ……