ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 932/2017

ΝΕΑ ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ ΓΙΑ ΑΝΕΡΓΗ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΡΙΑ

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 932/2017

Τ Ο  Ε Ι Ρ Η Ν Ο Δ Ι Κ Ε Ι Ο  Α Θ Η Ν Ω Ν

__________

 

          Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών Ε…. Ε……, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης  του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Γ…… Μ……

          Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7.12.2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

          Της αιτούσας:  Ά… Ι…… του Ι….., κατοίκου Γ……., οδός Α……. αρ. ..,  η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Άννας Κορσάνου.

          Των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά την νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρ. 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ) : 1) Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Τ…… Π……. A.E.» που εδρεύει στην Αθήνα νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Α……… Σ……….  2) Της τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Τ………. Τ………. Ε…… ΑΤΕ- υπό ειδική εκκαθάριση» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ο….. αρ. .., και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, η οποία δεν παραστάθηκε.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 17.5.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 236/2016 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

Το δικαστήριο μετά την εκφώνηση της άνω υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 9331/25.5.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν…….  Σ……….. που προσκομίζει κι επικαλείται η αιτούσα, αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην δεύτερη καθ’ ης πιστώτρια για την παραπάνω δικάσιμο, όμως αυτή δεν εμφανίσθηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Πρέπει, συνεπώς, να δικαστεί ερήμην, να προχωρήσει, ωστόσο, η συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 § 2 περ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αίτησή της, η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις πιστώτριες τράπεζες, που αναφέρεται αναλυτικά στην αίτησή της, ζητεί αφού ληφθούν υπόψη τα εισοδήματά της η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση, να γίνει ρύθμιση των χρεών της σύμφωνα με το υποβαλλόμενο σχέδιο διευθέτησης, άλλως σύμφωνα με το Ν. 3869/2010, με σκοπό την εν μέρει απαλλαγή της από αυτά, να εξαιρεθεί από την εκποίηση το ακίνητο που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία της και να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της ρύθμισης θα απαλλαγεί των χρεών της.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται παραδεκτώς και αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, της περιφέρειας της κατοικίας του αιτούντος  (άρθ. 3 του Ν. 3869/2010) και σύμφωνα με την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 έως 781 σε συνδυασμό με το αρ. 3 του Ν. 3869/2010. Για το παραδεκτό της αιτήσεως τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο άρ. 4 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 4 του άρ. 1 της υποπαραγράφου Α4 του άρ. 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015) και καταλαμβάνει σύμφωνα με την παρ. 5 του άρ. 2 της υποπαρ. Α4 του άρ. 2 του Ν. 4336/2005 τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά τις 19.8.2015, αφού προσκομίστηκαν τα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη έγγραφα καθώς επίσης και η από 17.5.2016 υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεως της περιουσίας και των εισοδημάτων της, των πιστωτών της και των απαιτήσεων τους καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία. Επίσης, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3869/2010, δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείου της χώρα, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της όπως προβλέπονται από το άρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, είναι επαρκώς ορισμένη, και νόμιμη και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015), 9 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το αρθρ. 14 του Ν. 4346/2015, που τροποποίησε τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας των οφειλετών, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 μέχρι και 31.12.2018) και 11 του Ν. 3869/2010.  Μη νόμιμο, όμως, τυγχάνει το αίτημα της αναγνώρισης ότι με την τήρηση της ρύθμισης του Δικαστηρίου θα απαλλαγεί η αιτούσα από τα χρέη της αφού κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 το αίτημα αυτό συνιστά περιεχόμενο μεταγενέστερης αίτησης που υποβάλλει στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στον οφειλέτη με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του αυτού νόμου. Εφόσον, λοιπόν, δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των πιστωτών της πρέπει η αίτηση, να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την ανωμοτί κατάθεση της αιτούσας που περιέχεται στα πρακτικά της δίκης, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων (αρ. 744 ΚΠολΔ) και την επ’ ακροατηρίου προφορική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:  Η αιτούσα γεννήθηκε το έτος 1956, είναι έγγαμη με τον Τ….. Τ……. με τον οποίο έχει αποκτήσει δύο τέκνα ηλικίας 32 και 27 ετών αντίστοιχα. Κατοικεί δε με το σύζυγός της στο Γ…… σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας της. Η αιτούσα κατά τα έτη 1986 – 2012 βοηθούσε το σύζυγό της στην επιχείρηση εμπορίου ανταλλακτικών και εξαρτημάτων μηχανοκίνητων οχημάτων που διατηρούσε χωρίς ωστόσο να υπάρχει οποιασδήποτε μορφής σύμβασης εργασίας γι’ αυτό και τα ατομικά της εισοδήματα ήταν μηδενικά και στηριζόταν η διαβίωση της στα εισοδήματα του συζύγου της που προέρχονταν από την  ως άνω εμπορική δραστηριότητα. Το μόνο χρονικό διάστημα που εργάστηκε ήταν από 29.5.2012 έως και 9.7.2014 οπότε και προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από την εταιρεία με την επωνυμία E…….  L… H….. AΕΒΕ έναντι  μηνιαίου μισθού 750 ευρώ.  Έκτοτε παραμένει άνεργη. Ο σύζυγός της διατηρούσε από 6.3.1986 μέχρι και 24.3.2014 (βλ. βεβαίωση διακοπής εργασιών στην Δ.Ο.Υ.  Γ…….. με κύρια δραστηριότητα το χονδρικό εμπόριο ανταλλακτικών και εξαρτημάτων οχημάτων και δευτερεύουσα την πώληση αυτοκινήτων και ελαφρών μηχανοκίνητων οχημάτων και μετά τη διακοπή αυτής μέχρι και σήμερα παραμένει άνεργος. Από τα εκκαθαριστικά σημειώματα και τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος που προσκομίζει η αιτούσα προκύπτει ότι το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα της το οικονομικό έτος 2007 που αφορά τη χρήση του έτους 2006, όταν και ανελήφθησαν τα επίδικα δάνεια από τον πρωτοφειλέτη σύζυγό της ανήλθε σε 12.891,14 ευρώ, το οικονομικό έτος 2013 σε 5.313,60 ευρώ, το οικονομικό έτος 2014 σε 8.344,41 ευρώ, το φορολογικό έτος 2014 σε 4.812,24 ευρώ, το φορολογικό έτος 2015 εμφανίζει μηδενικό οικογενειακό εισόδημα.

Από τη βεβαίωση περιουσιακής κατάστασης (Ε9) του έτους 2016 και τη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας (ΕΝΦΙΑ 2016) που προσκομίζονται, προκύπτει ότι η αιτούσα είναι εμπράγματη δικαιούχος δικαιώματος πλήρους κυριότητας ενός διαμερίσματος δευτέρου ορόφου, έτους κατασκευής 1978, επιφάνειας 100 τ.μ. επί της οδού Α……. αρ. .. στο Γ….. Α……  Η αντικειμενική αξία του δικαιώματος της αιτούσας επί του άνω ακινήτου, του οποίου ζητείται η εξαίρεση από τη ρευστοποίηση, επειδή πρόκειται  για την κύρια κατοικία της, ανέρχεται στο ποσό των 69.300 €. Πέραν αυτού η αιτούσα δεν διαθέτει κανένα άλλο κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης η αιτούσα είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη τα οποία σύμφωνα με το νόμο θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης αυτής, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν υφίστανται εμπραγμάτως ασφαλισμένα στεγαστικά  δάνεια, των οποίων ο εντοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο εκδόσεως της απόφασης και ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 29.368,65 ευρώ. Ειδικότερα : 1) στην πρώτη καθ’ ης οφείλει 22.232,74 € από την υπ’ αριθμ. ……………. σύμβαση καταναλωτικού δανείου στην οποία ενέχεται ως εγγυήτρια  2) στην δεύτερη καθ’ ης οφείλει 7.135,91 ευρώ από την υπ’ αριθμ. ……… σύμβαση καταναλωτικού δανείου στην οποία ενέχεται ως εγγυήτρια. Η απαίτηση αυτή της δεύτερης καθ’ ης είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης επί της κύριας κατοικίας της αιτούσας.

Η αιτούσα εγγυήθηκε σε δύο δάνεια που έλαβε ο σύζυγος της ως πρωτοφειλέτης το έτος 2006. Τα δάνεια σταμάτησαν να εξυπηρετούνται από τον πρωτοφειλέτη λόγω της πτωτικής πορείας της επιχείρησης του το έτος 2009. Η υπερχρέωση της αιτούσας οφείλεται, μεταξύ των άλλων, στο γεγονός ότι οι πιστώτριες της την κατέστησε εγγυήτρια σε συμβάσεις πιστώσεως, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν ότι τα δηλούμενα από αυτήν ατομικά εισοδήματα ήταν μηδενικά και δεν δικαιολογούσαν την παροχή εγγύησης εκ μέρους της. Επιπλέον οι πιστώτριες της δεν απέβλεπαν στην εισοδηματική κατάσταση της αιτούσας, αλλά είχαν σκοπό να εξασφαλιστούν με την ακίνητη περιουσία της. Η αδυναμία της οφείλεται επίσης στο ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των επίδικων δανείων, στο μηδενικό οικογενειακό της εισόδημα, στα υψηλά επιτόκια με τα οποία επιβαρύνονται τα δάνεια σε συνδυασμό με τις απαιτούμενες αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης της.

Αποδείχθηκε επομένως ότι η αιτούσα έχει περιέλθει χωρίς υπαιτιότητά της σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές της, άρα συντρέχουν στο πρόσωπο της οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και συγκεκριμένα σε αυτή του άρθρου 8 παρ. 5, όπως ισχύει. Εξάλλου η παρ. 5 του άρ. 8 του ν. 3869/20010 προβλέπει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει με την απόφασή του περί  ρύθμισης μικρές ή και μηδενικές καταβολές όταν ο οφειλέτης με αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα αποδείξει ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του εξαιρετικές περιστάσεις όπως η χρόνια ανεργία, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη. Η ανωτέρω διάταξη δεν παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να μην προβεί σε ρύθμιση δηλαδή να μην διατάξει τη ρύθμιση έστω και μηδενικών καταβολών.  Στην περίπτωση αυτή  όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι τα αίτια της εξαιρετικής περίστασης που συντρέχει στο πρόσωπο του οφειλέτη είναι παροδικά (όπως προσωρινή ανικανότητα εύρεσης εργασίας), μπορεί με απόφασή του που ορίζει μικρές ή μηδενικές καταβολές να ορίσει νέα δικάσιμο μετά από πέντε τουλάχιστον μήνες προς επαναπροσδιορισμό των καταβολών. Στη νέα δικάσιμο είτε επαναλαμβάνει την προηγούμενη ρύθμιση είτε ορίζει εκ νέου καταβολές. Ο ορισμός μηδενικών μηνιαίων καταβολών μπορεί να γίνει χωρίς επαναξιολόγηση οριστικά με την πρώτη απόφαση αν δεν επιδέχεται μεταβολών ή βελτίωσης ή εισοδηματική-οικονομική κατάσταση του οφειλέτη εν όψει της υγείας του, της ηλικίας του και των γενικότερων οικονομικών συνθηκών και παραμέτρων. Εν προκειμένω συντρέχουν συμπλεκτικά οι προϋποθέσεις στο πρόσωπο της αιτούσας για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του νόμου της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 8 Ν. 3869/2010 με ορισμό μηδενικών καταβολών για χρονικό διάστημα τριών ετών, αφού η δυσμενής οικονομική κατάσταση που υπάρχουν στην κρινόμενη υπόθεση και συνίστανται : α) στο ανεπαρκές εισόδημα που διαθέτει η αιτούσα για τη κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών της  β) στην ηλικία της και στην δυσκολία ανεύρεσης εργασίας από μέρους της, το Δικαστήριο θα πρέπει να ορίσει απευθείας και οριστικά μηνιαίες μηδενικές καταβολές προς τις πιστώτριες τράπεζες στο πλαίσιο του άρ. 8, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα επέλθει οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση της αιτούσας.

Η παραπάνω ρύθμιση των οφειλών της αιτούσας θα συνδυασθεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή του από το άρθρ. 14 του Ν. 4346/2015, εφόσον με τις καταβολές επί τριετία δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτριών της, προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας του από την εκποίηση, με το οποίο η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το εν λόγω άρθρο όπως ισχύει από 1.1.2016 καθόσον: α) το ακίνητο – διαμέρισμα επί της οδού Α……. αρ. ..  που περιγράφεται ανωτέρω χρησιμεύει ως κύρια κατοικία της αιτούσας β) η αιτούσα έχει μηδενικό μηνιαίο εισόδημα επομένως δεν υπερβαίνει το 170% των ευλόγων δαπανών διαβίωσης (450 ευρώ δαπάνες διαβίωσης x 70% = 765 ευρώ) βλ. άρθρ. 9 παρ. 2 που παραπέμπει στο άρθρ. 5 παρ. 3 ως προς τον καθορισμό των δαπανών διαβίωσης σε συνδυασμό με απόφαση ΤτΕ 54/15.12.2015 ΦΕΚ 2740),  γ) η αντικειμενική αξία της κύρια κατοικίας της δεν υπερβαίνει το όριο προστασίας που θέτει ο νόμος (180.000 ευρώ για άγαμο, προσαυξημένο κατά 40.000 ευρώ για έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ για κάθε τέκνο και μέχρι τρία κατ’ ανώτατο όριο) και δ) οι πιστώτριες στα πλαίσια του άρθρ. 338 ΚΠολΔ, δεν επικαλέστηκαν ούτε απέδειξαν ως όφειλαν ότι η αιτούσα δεν ήταν συνεργάσιμη δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών. Για τη διάσωση λοιπόν της κύριας κατοικίας της θα πρέπει να καταβάλει ποσό που θα ελάμβαναν οι πιστώτριες της σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, η αιτούσα θα όφειλε να καταβάλει το ποσό των 43.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα 2/3 της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας (βλ. κ αρθρ. 954 παρ. 2 και 993 παρ. 2 εφ γ΄ ΚΠολΔ) αφαιρουμένων των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση τα χρέη της ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 29.368,65 ευρώ, ήτοι είναι μικρότερα από το παραπάνω ποσό του υποχρεωτικού ανταλλάγματος, επομένως η αιτούσα θα πληρώσει το μικρότερο αυτό ποσό. Η αποπληρωμή του ποσού των 29.368,65 ευρώ θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού, πρέπει να οριστεί σε δέκα οκτώ (18) έτη (216 μηνιαίες δόσεις). Το ποσό που θα καταβάλει η αιτούσα στα πλαίσια αυτής της ρύθμισης, θα ανέρχεται σε 135,96 ευρώ μηνιαίως, οι δε μηνιαίες δόσεις, καταβλητέες εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, θα αρχίσουν να καταβάλλονται δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, καθόσον κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στην αιτούσα περίοδος χάριτος ώστε να προετοιμαστεί και να είναι συνεπής με την ρύθμιση αυτή. Από τις καταβολές αυτές θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτριών κατ’ αναλογική εφαρμογή των άρ. 974 επ. ΚΠολΔικ.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές της αιτούσας εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Η απαλλαγή της από τα χρέη της έναντι των καθών, θα επέλθει κατά νόμο (αρ. 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010) υπό τον όρο της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεών της. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

         Δικάζει ερήμην της δεύτερης καθ’ ης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

         Δέχεται εν μέρει την αίτηση.  

         Ορίζει μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς ρύθμιση των χρεών της αιτούσας στα πλαίσια του άρθρ. 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010 επί τριετία.

         Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι ένα διαμέρισμα δευτέρου ορόφου, έτους κατασκευής 1978 επιφάνειας 100 τ.μ. επί της οδού Α…… αρ. .. στο Γ…… Α…… του οποίου η αιτούσα  είναι εμπράγματος δικαιούχος δικαιώματος πλήρους κυριότητας.

         Επιβάλλει στην αιτούσα να καταβάλει για τη διάσωση της άνω κατοικίας της το ποσό των 29.368,65 ευρώ που θα καταβληθεί στις πιστώτριες της σε 216 μηνιαίες δόσεις των 135,96 ευρώ η κάθε μία. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και ορίζεται να ξεκινήσει στην 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την πάροδο δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, θα γίνε δε χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας. Από τις καταβολές αυτές θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά αναλογική εφαρμογή των άρ. 974 επ. ΚΠολΔικ.

 

         Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίασή του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 23 Φεβ. 2017.

 

          Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ               

               Ε…. Ε……                                       Γ…… Μ……             

Scroll to Top