ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ 136/2017

Εξαιρετική απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου για υπάλληλο super market με μισθό 500 ευρώ. Όρισε μηδενικές καταβολές δηλαδή να μην πληρώνει τίποτα για 4 έτη και μετά για τη διάσωση της οικίας της ποσό 216 ευρώ. Το γραφείο μας με χαρά παρατηρεί ότι παρόλο που το τελευταίο διάστημα είναι  γεγονός ότι έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι απορριπτικές αποφάσεις εν τούτοις και πάλι καταφέρνουμε να γινόμαστε νομικοί αρωγοί δανειοληπτών και τελικά να έχουμε στα χέρια μας πολύ ευνοϊκές αποφάσεις

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ  ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

ΕΚΟΥΣΙΑ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

136/2017

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

 

 

Συγκροτήθηκε από την  Ειρηνοδίκη  Χαλανδρίου Ε…. Κ……. και τη  Γραμματέα Φ… Λ……

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14/10/2016 για να δικάσει την υπόθεση:

Της καλούσας –  αιτούσας:  Π……… Α……… του Π….., κατοίκου Χ……… Α…… (οδός Λ…… Κ……,  αριθ. .), η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας   δικηγόρου  της  Άννας Κορσάνου.

Των καθ’ ων η κλήση – αίτηση: 1) της ανώνυμης τραπεζικής  εταιρίας με την επωνυμία «Τ…… Ε…….. Ε……. Α.Ε.»,  που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ό….., αριθ. .)  και  εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας  δικηγόρου της Π……… Κ…………,     2) της τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Α……. Τ…… Τ.. Ε…… Α.Ε.»,  που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λ. Μ…….., αριθ. … – …)  και  εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3)  «Τ…… Π……. ΑΕ», ως αρχικής πιστώτριας αλλά και ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Β… O. C…. L…..», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός  Α……, αρ. 4) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η αιτούσα με την από 07/04/2015 και με αριθμό κατάθεσης …/2015 αίτηση της διαδικασίας Εκούσιας Δικαιοδοσίας (Ν.3869/2010) που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 24/09/2018  και με την από 12/12/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2015 κλήση επαναπροσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή   της παρούσας,  ζητά να γίνουν  δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή.

Το δικαστήριο μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Οι ανωτέρω αναφερόμενοι πιστωτές προς τους οποίους η κρινόμενη αίτηση κοινοποιήθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθίστανται διάδικοι, ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους σ’ αυτήν, κέκτηνται  δε τα υπό του νόμου οριζόμενα δικαιώματα, ενώ υπόκεινται στις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις (Π. Αρβανιτάκης, Η Εκούσια Δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο του 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων).  Όπως  προκύπτει από τις με αριθμ. …./21-04-2015, …./18-12-2015, …./17-04-2015 και …./16-12-2015   εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν……. Σ……….. αντίστοιχα, που προσκομίζει και επικαλείται  η αιτούσα, αντίγραφο της αιτήσεως και της κλήσεως, δυνάμει της οποίας προσδιόρισε εκ νέου την από 07/04/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2015 αίτησή της, στην οποία εμπεριέχεται πρόσκληση, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στις περιλαμβανόμενες στην υποβληθείσα από αυτήν κατάσταση πιστώτριες  της Τράπεζες με την επωνυμία «Α…… Τ…… Τ.. Ε…… ΑΕ»  και «Τ…… Π…… ΑΕ» αντίστοιχα για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επομένως, εφόσον αυτές δεν  εμφανίσθηκαν κατά  την παραπάνω δικάσιμο, όταν  η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο,  πρέπει να δικαστούν ερήμην, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρ. 754 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 που αφορά «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις» ορίζει ότι: 1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής.   2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών που :  α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και  β) που προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.  Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μια φορά.  Από το συνδυασμό των άρθρων 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και 4 του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι η αίτηση οφειλέτη για υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 για να είναι ορισμένη, πρέπει να γίνεται αναφορά σε αυτήν:  1)  της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του αιτούντος φυσικού προσώπου, 2) της κατάστασης της περιουσίας του, 3) της κατάστασης των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα,  4) σχεδίου διευθέτησης των οφειλών του και 5) αιτήματος ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή του (Αθ. Κρητικός έκδοση 2010 ερμ. Ν. 3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμ. 64 Ανάτυπο σελ. 1477), παράλληλα δε πρέπει να περιλαμβάνει σε αυτή αίτημα προς επικύρωση του προτεινόμενου σχεδίου διευθέτησης ώστε να αποκτήσει αυτό ισχύ δικαστικού συμβιβασμού και επικουρικά να ζητεί την ρύθμιση των χρεών από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010.  Λοιπά στοιχεία, όπως ο χρόνο ανάληψης των δανειακών υποχρεώσεων, τα αίτια της πολλαπλής δανειοδότησης (υπερδανεισμού) του αιτούντα και της συγκυρίες που τον οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμής των χρεών του καθώς και το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εντεύθεν αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις, δεν αποτελούν απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο της αιτήσεις κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητά της, αποτελούν αντικείμενο απόδειξης και θα εξεταστούν περαιτέρω.

Επιπλέον ο Ν. 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων. Δεν περιλαμβάνεται όμως στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπα τους, όταν είναι δυνατή ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή η ικανοποίησή τους βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του. Το δικαστήριο δε, εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπόψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιον του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου: α) να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη για χρονικό διάστημα από τρία έως πέντε έτη, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, β) να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή και τέλος  γ) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικά (Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. Ι486). Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τα καθορίσει το Δικαστήριο, συμπλέκονται μεταξύ τους.

Από το συνδυασμό των άρθρων 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και 4 του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι η αίτηση οφειλέτη για υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 για να είναι ορισμένη, πρέπει να γίνεται αναφορά σε αυτήν: 1) της μόνιμης και γενικής (όχι απλής) αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του αιτούντα φυσικού προσώπου, 2) της κατάστασης της περιουσίας του, 3) της κατάστασης των πιστωτών του και των απαιτήσεών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) σχεδίου διευθέτησης των οφειλών της και 5) αιτήματος ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή της (Αθ. Κρητικός έκδοση 2010 ερμ. Ν. 3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμ. 64 Ανάτυπο σελ. 1477), παράλληλα δε πρέπει να περιλαμβάνει σε αυτή αίτημα προς επικύρωση του προτεινόμενου σχεδίου διευθέτησης ώστε να αποκτήσει αυτό ισχύ δικαστικού συμβιβασμού και επικουρικά να ζητεί την ρύθμιση των χρεών από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010.  Λαμβάνοντας υπόψη το είδος της διαδικασίας και τα, δημόσια εμβέλειας, συμφέροντα που εξυπηρετεί, την ελαστικότητα των κανόνων που τη διακρίνει (όπως η δυνατότητα μεταβολής του αιτήματος, αλλά και τη συμπλήρωσή του με τις προτάσεις ή και προφορικά ενώπιον του Ειρηνοδικείου, η εφαρμογή  του ανακριτικού συστήματος άρθρα 115 παρ. 3, 751, 759 παρ. 3 ΚΠολΔ) πανηγυρική διατύπωση των παραπάνω στοιχείων και του αιτήματος δεν απαιτείται και μπορούν να περιέχονται οπουδήποτε στο δικόγραφο, αρκεί να αναφέρονται με σαφήνεια, το οποίο θα εκτιμηθεί με ευρύτερη θεώρηση, αλλά και να συμπληρωθούν προς αποφυγή της πραγματικής αοριστίας (ΑΠ 173/1981 ΑρχΝ 32.258 και 1293/1993 Δνη 35.140). Περαιτέρω για την πληρότητα της αιτήσεως δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτή το μηνιαίο κόστος διαβίωσης του αιτούντος και της οικογένειας του, το οποίο και θα εκτιμηθεί από το Δικαστήριο με βάση τα προσκομιζόμενα σχετικά στοιχεία, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1493 ΑΚ, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει και του γεγονότος ότι ο Ν. 3869/2010 δεν απαιτεί την αναφορά των δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη αλλά την παράθεση των περιουσιακών του στοιχείων και των εισοδημάτων του ιδίου και της συζύγου του (άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. β, 5 παρ. 1 εδ. α΄, βλ. και ενδεικτικά ΕιρΚαλύμνου 1/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αρκεί συνεπώς η ακριβής περιγραφή της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του αιτούντα, όπως και το συνολικό ύψος των βιοτικών του αναγκών, καθώς και αν αυτές αφορούν σε προστατευόμενα μέλη και ποια είναι αυτά (ανεξάρτητα από την αποδοχή του ισχυρισμού).  Εξάλλου, η τυχόν παράθεση από τον αιτούντα οποιουδήποτε ποσού για την κάλυψη της τάδε ή της δείνα βιοτικής ανάγκης θα είχε το χαρακτήρα αβεβαιότητας, αφού δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι ανθρώπινες ανάγκες, λόγω των απρόβλεπτων περιστάσεων.  Λοιπά στοιχεία,   όπως ο χρόνο ανάληψης των δανειακών υποχρεώσεων, τα αίτια της πολλαπλής δανειοδότησης (υπερδανεισμού) του αιτούντα και τις συγκυρίες που τον οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμής των χρεών του καθώς και το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εντεύθεν αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις, δεν αποτελούν απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο της αίτησης κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητά της, αποτελούν αντικείμενο απόδειξης περί της μονιμότητας στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων, η οποία συντελέστηκε χωρίς δολιότητα του οφειλέτη και θα εξεταστούν στην οικία θέση.

Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση, ισχυρίζεται ότι είναι φυσικό πρόσωπο, χωρίς εμπορική ιδιότητα και ως εκ τούτου στερείται πτωχευτικής ικανότητας, επικαλείται δε ότι έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών της προς τις πιστώτριες της, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 89.842,00 ευρώ, με μηνιαίες δόσεις, όπως αυτές καθορίζονται από τις σχετικές δανειακές συμβάσεις.  Ζητάει λοιπόν τη διευθέτησή τους από το Δικαστήριο κατά το προτεινόμενο από αυτήν σχέδιο, με σκοπό την απαλλαγή της απ’ αυτές, ζητά δε την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της και των λοιπών περιουσιακών της στοιχείων, ενώ στην αίτησή της αυτή περιλαμβάνει :  α) κατάσταση της περιουσίας και των πάσης φύσεως εισοδημάτων της, β) κατάσταση των πιστωτών της και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, με σκοπό την απαλλαγή της απ’ αυτά. Η πληρεξούσιος δικηγόρος της μετέχουσας πιστώτριας, με δήλωσή της στο ακροατήριο, προέβαλε την ένσταση της αοριστίας και της καταχρηστικής άσκησης της αίτησης, όπως αυτές λεπτομερώς αναλύονται στις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις του.  Η ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, που  αφορά ουσιαστικά  στο ασκούμενο διά της αιτήσεως δικαίωμα της αιτούσας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι ακόμη και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ, αφού η άσκηση της αίτησης είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του Ν. 3869/2010, ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά, με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του πιστωτή, η ρύθμιση δε αυτή βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως ίδιο κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος.  Περαιτέρω το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της αιτούσας, συνιστά πρόταση προς την πιστώτρια  και δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, που θα εκτιμήσει ελεύθερα την πρόταση αυτή με βάση τα σχετικά στοιχεία και τα διδάγματα της κοινής πείρας για τις συνθήκες και τις ανάγκες διαβίωσης της αιτούσας και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα καταχρηστικότητας του προτεινομένου σχεδίου διευθέτησης, απορριπτομένη ούτε της σχετικής ένστασης της πρώτης των καθ’ ων.

Η αίτηση με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, όπως παραδεκτά και νόμιμα διορθώθηκε ως προς το γεγονός ότι πλέον το ανήλικο τέκνο της  διαμένει πλέον μαζί της και όχι με τον πατέρα του, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται να δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο, (περίοδος 1η, άρθ. 3 Ν του 3869/2010), κατά την εκουσία δικαιοδοσία (άρθ. 1 περ. β του ΚΠολΔ σε συνδ. με περίοδο 2η, άρθ. 3 του Ν. 3869/2010 και άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ).  Περαιτέρω, η αίτηση είναι ορισμένη περιέχουσα όλα τα κατά νόμω απαιτούμενα στοιχεία σύμφωνα και με προλεχθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας,  απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως αοριστίας από την πρώτη των καθ’ ων ενώ σαφώς περιλαμβάνει και σχέδιο ρύθμισης των οφειλών, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αίτησης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του Ν. 3869/2010, πλην του αιτήματος:  α) να επικυρωθεί ή τροποποιηθεί το σχέδιο διευθέτησης κατ’ άρθ. 7 του Ν. 3869/2010 το οποίο είναι μη νόμιμο, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης ή η επικύρωση του τροποποιημένου από τους διαδίκους, κατ’ άρθ. 7 του Ν. 3869/2010,  σχεδίου, δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης αφού διαπιστώσει την κατά τα άνω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφαση του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο από την επικύρωση του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού.  Το Δικαστήριο, στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αιτήσεως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές και συνεπώς το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση (Ειρ. Κορίνθου 89/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),  β) να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση της ρύθμισης του Δικαστηρίου θα απαλλαχθεί από τα χρέη της, το οποίο είναι απαράδεκτο, αφού η αιτούμενη αναγνώριση δεν αποτελεί υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 739 του ΚΠολΔ ώστε να κριθεί κατά την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διαδικασία.  Πάντως το αίτημα να απαλλαχθεί ο υπερχρεωμένος οφειλέτης (και όχι η αιτουμένη αναγνώριση) από κάθε υπόλοιπο οφειλής κατ’ άρθ. 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 συνιστά αίτημα και περιεχόμενο μεταγενέστερης αιτήσεως που υποβάλλει στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του άρθ. 4 παρ. 1 του αυτού νόμου, ως τούτο ρητά αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθ. 11 του Ν. 3869/2010 σύμφωνα με το οποίο  «Το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη που κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών». Προσκομίσθηκε δε η από 01/12/2015 (επικαιροποιημένη) υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα  της κατάστασης της περιουσίας και των κάθε εισοδημάτων αυτού και της κατάστασης των πιστωτών της κατά κεφάλαιο και τόκους και τη μη ύπαρξη μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων κατά την τελευταία τριετία, μη απαιτούμενης πλέον, μετά την τροποποίηση του άρθρου 2 του Ν. 3869/2010 από την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 4161/2013, της προσφυγής του οφειλέτη σε εξωδικαστικό συμβιβασμό, προκειμένου να εκκινήσει τη διαδικασία της δικαστικής διευθετήσεως της αφερεγγυότητας της.  Περαιτέρω η αίτηση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4 του Ν. 3869/2010 (όπως το άρθρο 4 τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4161/2013), άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 (όπως η παρ. 2 αντικ. από άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 4161/2013), καθώς και άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 και θα πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσία μετά την καταβολή των νομίμων τελών συζητήσεως, εφόσον δεν επιτεύχθηκε προδικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των καθ’ ων πιστωτριών τραπεζών (άρθρο 12 του Ν. 4161/2013), καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη της δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της. Ακολούθως, μετά από την αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, υπ’ άρθρ. 13 παρ. 2 του ίδιου Νόμου, στα τηρούμενα αρχεία, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας και δεν έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές της.  Επομένως πρέπει κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να εξεταστεί παραπέρα ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεση της ίδιας της αιτούσας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο  του Δικαστηρίου και της οποίας η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης δίκης, τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται η αιτούσα και η καθ’ ης Τράπεζα και, παρά την ενδεχόμενη μνημόνευση ορισμένων μόνον εξ αυτών κατωτέρω συνεκτιμώνται στο σύνολο τους χωρίς να παραλειφθεί κανένα, καθώς και από εκείνα που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκληση τους – παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρθρο 759 αριθμ. 5, Α.Π. 174/1987, ΕλλΔνη 29,129) από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρο 261, 352 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων, (άρθρο 744 ΚΠολΔ), και την στο ακροατήριο προφορική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά : η αιτούσα είναι 40 ετών, διαζευγμένη από δύο γάμους, μητέρα ενός ενήλικου και ενός ανήλικου τέκνου, ηλικίας 20 και 15 ετών. Εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος στην ανώνυμη εταιρία «Π….. ..», ήτοι στο σούπερ μάρκετ «Γ……..» και δη στο υποκατάστημα αυτού στη Ρ….. Α…….  Οι αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των πεντακοσίων (500,00€) ευρώ, όπως προκύπτει από την από 03/03/2015 βεβαίωση του εργοδότη της εξαιτίας του γεγονότος ότι μετά από απαίτηση της εταιρίας μειώθηκαν οι ώρες εργασίας σε τέσσερις (4) ώρες την ημέρα. Παλαιότερα εργαζόταν επί έξι (6) ώρες ημερησίως και ελάμβανε μηνιαίως το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650,00€) ευρώ. Κατά συνέπεια έχει υποστεί μείωση ύψους εκατόν πενήντα (150,00€) ευρώ. Το έτος 2012 έληξε ο δεύτερος γάμος της με τον Π…… Μ…, οπότε και μεταβλήθηκαν οι συνθήκες διαβίωσής της καθόσον δεν λαμβάνει διατροφή από τον τελευταίο και ως εκ τούτου το μοναδικό εισόδημά της προέρχεται από την εργασία της. Οι ανάγκες διαβίωσης της αιτούσας και του ανήλικου τέκνου της ανέρχονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου με βάση τις συνθήκες ζωής της και την ηλικία τους στο ποσό των 400,00 ευρώ, όπως άλλωστε τις προσδιορίζει και η αιτούσα. Με τον καθορισμό του ως άνω ποσού δεν θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης της αιτούσας, ούτε επέρχεται εξαθλίωση του οφειλέτη αυτού, ο οποίος, αιτούμενος την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010, πρέπει να μειώσει τις δαπάνες του στα  απολύτως απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών του. (βλ. ΜΠρΛαμ 65/2016, ΕιρΧαν 259/2011, όπως εκτίθεται σε Α. Γαλανοπούλου-Μητροπούλου, Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά, Νομική αντιμετώπιση, σελ. 145 επ). Ο σύζυγός της Π…… Μ…., ως ήδη αναφέρθηκε δεν συνεισφέρει οικονομικά στον οικογενειακό προϋπολογισμό της οικογένειας. Πλην όμως, κατά το χρονικό διάστημα, που ήταν παντρεμένοι και διέμεναν μαζί το ετήσιο εισόδημά τους ανερχόταν στο ποσό των: 15.222,96 ευρώ το έτος 2005, 13.493,95 ευρώ το έτος 2006, 18.445,17 ευρώ το έτος 2009 και 18.977,84 ευρώ το έτος 2010. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι με τα ως άνω εισοδήματα η αιτούσα προσδοκούσε ότι θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού προέρχεται από στεγαστικό δάνειο και το σύνολο του δανεισμού δεν είναι υπερβολικά μεγάλο αλλά αντιθέτως χαρακτηρίζεται ως μικρού μεγέθους δανεισμός. Από ουδέν στοιχείο προκύπτει δολιότητα της αιτούσας, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει έστω ο ενδεχόμενος δόλος της αιτούσας, ήτοι ότι προέβλεψε το αποτέλεσμα της αδυναμίας ανταπόκρισης της στις δανεικές της υποχρεώσεις και το αποδέχτηκε καθόσον δεν ήταν σε θέση κατά το χρόνο σύναψης των δανείων (2005 και μετά) να γνωρίζει ότι το 2012 θα χωρίσει με το σύζυγό της και το οικογενειακό της εισόδημα θα μειωθεί κατά πολύ. Άλλωστε προέκυψε ότι κατά το χρονικό διάστημα, που ήταν παντρεμένη και με συνολικό μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα εξυπηρετούσε τις υποχρεώσεις της. Στην περίπτωση δε του Ν. 3869/2010, ο νομοθέτης εκκινεί, από την αφετηριακή βάση της προστασίας του οφειλέτη από τον κίνδυνο της κοινωνικής περιθωριοποιήσεως του. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η περιθωριοποίηση ενός μεγάλου αριθμού υπερχρεωμένων οφειλετών επάγεται μείωση ή και εκμηδένιση της καταναλωτικής τους δυνάμεως με σημαντικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία μίας οικονομίας που (πλέον) στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην κατανάλωση αγαθών. Επομένως, η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρεώσεως επιτάσσεται τόσο για λόγους δημοσίου συμφέροντος όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου. Η τελευταία επιτάσσει τη χορήγηση στον υπερχρεωμένο οφειλέτη μίας δεύτερης ευκαιρίας για την επάνοδο του στην οικονομική και κοινωνική ζωή, ήτοι, στα πλαίσια του γενικότερου πνεύματος του Ν. 3869/2010, ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά, η οποία (ρύθμιση) βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε και οι πιστωτές δε μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος, απορριπτόμενης, επομένως, ως ουσιαστικά αβάσιμη της προβαλλόμενης με τις κατατεθειμένες επί της έδρας προτάσεις, ένστασης δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στην αιτούσα ανήκει : 1) κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ένα διαμέρισμα, ευρισκόμενο στο Χ……. Α…… και επί της οδού Λ….. Κ……, αριθμ. ., επιφάνειας 103,00τ.μ, η δεν αντικειμενική αξία του (κατά ποσοστό του 50%) ανέρχεται στο ποσό των 65.012,22 σύμφωνα με τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. Το ως άνω ακίνητο περιήλθε στην αιτούσα δυνάμει του υπ’ αριθμόν 1517/18-02-1985 συμβολαίου αγοραπωλησίας οριζόντιας ιδιοκτησίας της Συμ/φου Αθηνών Κ……….-Β…….  Η αντικειμενική αξία του εν λόγω ακινήτου δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για την περίπτωση της αιτούσας, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση του από την εκποίηση και β) το 50% δικαίωμα κατοχής του υπ’ αριθμόν κυκλοφορίας … – ….  Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, κυβισμού 1600 cc, παλαιότητας 20 ετών και εκτιμώμενης αξίας ανερχομένης σε 1.000,00 ευρώ του οποίου ζητείται, ομοίως η εξαίρεση από την εκποίηση. Πλην όμως για την απόκτηση του επιβατικού αυτοκινήτου η αιτούσα προφανώς είχε συνάψει με την τρίτη των καθ’ ων σύμβαση χορήγησης δανείου αγοράς οχήματος και συστάσεως ενεχύρου υπό τον όρο παρακράτησης της κυριότητας και εκχώρηση δικαιωμάτων υπέρ της Τράπεζα μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της χρηματοδότησης εκ μέρους της οφειλέτριας  – αιτούσας, η οποία έχει απλώς την κατοχή του αυτοκινήτου και εξ αυτού του λόγου θα πρέπει να εξαιρεθεί από την υπαγωγή της ρύθμισης του Ν. 3869/2010 διότι η τρίτη καθ’ ης πιστώτρια εξακολουθεί να είναι κύρια αυτού, αφού η αγορά έγινε με επιφύλαξη κυριότητας (532 ΑΚ) (βλ. Κρητικό ο.π σ. 42 σχετικά με τα χρέη υπό αίρεση ή προθεσμία και την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία). Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης είχε αναλάβει από τις καθ΄ ων πιστώτριες τα παρακάτω χρέη, τα οποία τόσο τα ανέγγυα όσο και ενέγγυα κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (βλ. Κρητικός «Ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 99), με εξαίρεση τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 N. 3869/10) και συγκεκριμένα της είχε χορηγηθεί: 1) από την πρώτη των καθ’ ων με την υπ’  αριθμόν ………….. σύμβαση, στεγαστικό δάνειο, που σήμερα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 70.402,10 ευρώ (κεφάλαιο 62.837,07€ + τόκοι 7.057,53€ έξοδα 507,50€), σύμφωνα με την επικαιροποιημένη κατάσταση οφειλών, 2) από τη δεύτερη των καθ’ ων με την υπ’ αριθμόν …………. σύμβαση, πιστωτική κάρτα, που σήμερα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.874,46 ευρώ (κεφάλαιο 863,82€ + τόκοι 1.010,64€) και 3) από την τρίτη των καθ’ ων: α) ως αρχικής πιστώτριας δυνάμει της υπ’ αριθμόν ……………….. σύμβασης, δάνειο, που σήμερα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.354,62 ευρώ (κεφάλαιο 3.114,43€ + τόκοι 1,240,19€) και β) ως καθολικής διαδόχου της «Β… Ο. C….. L…..» δυνάμει της υπ’ αριθμόν ……….. σύμβασης, δάνειο,  που σήμερα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 507,96 ευρώ (κεφάλαιο 95,98€ + τόκοι 47,90€+ έξοδα 364,08€). Συνολικά, δηλαδή, οι οφειλές της ανέρχονται στο ποσό των 77.139,14 ευρώ. Σημειώνεται ότι το στεγαστικό δάνειο, που έχει χορηγηθεί από την πρώτη των καθ’ ων είναι εξασφαλισμένο με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης σειράς, επί της ανωτέρω περιγραφόμενης κύριας κατοικίας της αιτούσας και της οποίας αιτείται την εξαίρεση από την ρευστοποίηση. Η αιτούσα, λοιπόν λόγω  της δραματικής συρρίκνωσης των οικογενειακών της εισοδημάτων από το έτος 2012, αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις της, εξαιτίας του οποίου γεγονότος και σε συνδυασμό  με τη σοβαρή οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας και το υψηλό κόστος ζωής που επιβαρύνει τις ανάγκες διαβίωσής της, οικονομικά προβλήματα που ανατρέπουν οικονομικούς και οικογενειακούς προγραμματισμούς, οδηγήθηκε στο σημείο να αδυνατεί να ανταποκριθείς τις συμβατικές της υποχρεώσεις προς τις καθ’ ων πιστώτριες, με αποτέλεσμα να περιέλθει χωρίς δική της υπαιτιότητα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, η οποία καθορίζεται με βάση τη σχέση οφειλών και παροντικής ρευστότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η προβλεπόμενη για το εγγύς μέλλον εξέλιξη της ρευστότητας του οφειλέτη.  Εφόσον η σχέση αυτή είναι αρνητική με την έννοια ότι η ρευστότητα της δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών της, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμών και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές της, οι οποίες δεν έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της υπό κρίση αίτησης, θεωρούνται δε με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμες.  Υπό τις ως άνω παραδοχές, η δυσμενής οικονομική κατάσταση της αιτούσας προφανώς έχει μόνιμο και διαρκή χαρακτήρα, χωρίς να διαφαίνεται αναπλήρωση των εισοδημάτων της από οποιαδήποτε άλλη πηγή, δεδομένου των γενικότερων δυσμενών οικονομικών συνθηκών που διέρχεται η χώρα μας, για τις οποίες δεν ευθύνεται η ίδια.  Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα συντρέχουν συμπλεκτικά οι θετικές και ελλείπουν οι αρνητικές προϋποθέσεις στο πρόσωπο της αιτούσας για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του νόμου της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 8 Ν. 3869/2010, περί καταβολής μηδενικών μηνιαίων δόσεων, χωρίς επαναξιολόγηση, καθόσον συντρέχει στο πρόσωπο της αιτούσας συντρέχει εξαιρετική περίσταση και συγκεκριμένα, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών της, χωρίς επαναξιολόγηση, αφού δεν πρόκειται να βελτιωθεί η οικονομική της κατάσταση, ενώ η υποχρέωση καταβολής μηνιαίων δόσεων θα οδηγούσε σε εξαθλίωση του οφειλέτη – αιτούσας, γεγονός το οποίο θα παραβίαζε τη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα (ΑΠ 288/2000 ΔΕΕ 2000, σελ. 743). Άλλωστε, οι πιστώτριες ή η αιτούσα δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 3869/2010, να προβούν στην τροποποίηση της παρούσας αποφάσεως, εφόσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακή κατάστασης και των εισοδημάτων του.  Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο, προσδιορίζει με την παρούσα, μηδενικές μηνιαίες καταβολές στις καθ’ ων πιστώτριες, επί τετραετία, η οποία άρχεται από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.  Περαιτέρω, επειδή προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας της από την εκποίηση, το οποίο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (βλ. σε Κρητικό ο.π. σελ. 148, αριθ. 16), πρέπει η προπεριγραφόμενη κύρια κατοικία της αιτούσας, να εξαιρεθεί από την εκποίηση, κατά παραδοχή της σχετικής προτάσεως αυτής.  Όπως δε προκύπτει, το 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας της αιτούσας στο ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου του αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των 52.009,77 ευρώ (65.012,22€ Χ 80%), ενώ το συνολικό της χρέος ανέρχεται σε 77.139,14 ευρώ, ήτοι υπερβαίνει το ποσό του 80% της αντικειμενικής αξίας.  Κατόπιν τούτου, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση του μοναδικού ακινήτου της αιτούσας, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία (άρθρο 9 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του Ν. 3869/2010). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με σταθερό επιτόκιο, που θα ισχύει, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεως Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει μετά παρέλευση τεσσάρων (4) ετών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ο δε χρόνος τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού πρέπει να οριστεί σε είκοσι (20) έτη, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού χρέους του αιτούντος, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας  της. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της ρύθμισης, η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει μηνιαίως στην πρώτη των καθ’ ων πιστώτρια για την εμπραγμάτως ως άνω εξασφαλισμένη απαίτησή της, η οποία ικανοποιείται προνομιακώς, το συνολικό ποσό των 216,70 ευρώ.  Τέλος, οι ήδη πραγματοποιηθείσες καταβολές προς την πρώτη των καθ’ ων θα συνυπολογιστούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα και θα αφαιρεθούν κατά τους τελευταίους μήνες της εικοσαετίας πριν τη λήξη του.  Η απαλλαγή της αιτούσας από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των πιστωτριών θα επέλθει, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010), μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την παρούσα απόφαση.

Κατά συνέπεια των  παραπάνω πρέπει να γίνει δεκτή  η αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν  της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύρια κατοικίας της, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθ. 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

         ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης και τρίτης των διαδίκων και  αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

                   ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση         .

ΟΡΙΖΕΙ μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες, χωρίς επαναξιολόγηση, για ολόκληρο το διάστημα της τετραετίας.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι ένα διαμέρισμα, ευρισκόμενο στο Χ…… Α……. και επί της οδού Λ……. Κ……, αριθ. ., επιφανείας 103,00 τ.μ., επί του οποίου έχει την πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου.

         ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην  αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει στην πρώτη των καθ’ ων το ποσό των 52.009,77 ευρώ, η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε 20 χρόνια με 240 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 216,70 ευρώ κάθε μία.  Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την 1η ημέρα του 1ου μήνα τέσσερα έτη μετά λήξη των μηδενικών καταβολών επί 4ετία, και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με  κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής,  σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τέλος, οι ήδη πραγματοποιηθείσες καταβολές προς την καθ’ ης θα συνυπολογιστούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα και θα αφαιρεθούν κατά τους τελευταίους μήνες της εικοσαετίας πριν τη λήξη του.

                   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Χαλάνδρι, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, και με την παρουσία του Γραμματέα της έδρας, στις 6/9/2016.

 

          Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ               

 

            Ε…. Κ…….                                       Φ… Λ……        

Scroll to Top