Θετική απόφαση σε υπόθεση που χειρίστηκε το γραφείο μας καθώς συνέταξε την αίτηση του υπερχρεωμένου δανειολήπτη και ανέλαβε όλη τη νομική αρωγή. Το σημαντικό στην υπόθεση αυτή είναι ότι δεν προσδίδεται εμπορική ιδιότητα σε ιδιοκτήτη κρεοπωλείου

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Ν. 3869/2010 

 

Αριθμός  201/2017

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την  Ειρηνοδίκη  Α…. Γ……………., η οποία διορίστηκε δυνάμει της 11/2017 πράξης του Προέδρου Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Ε…. Μ…..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ δημόσια στο ακροατήριό του την 15η Φεβρουαρίιου 2017 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:  Π…….. Π……….. του Κ…………,  κατοίκου Β………. Σ……, με Α.Φ.Μ. ………. που παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου Ε….. Ι…… του Ι….. (ΔΣΣ…..), κατοίκου Σ….. (οδός Μ…….. αρ. ..), που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ, η οποία κατέστη διάδικος μετά  τη νόμιμη κλήτευσή της  (άρθρα 5 Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 3 KΠολΔ) : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Α……. Τ…… Τ..  Ε……  Α.Ε.» υπό ειδική εκκαθάριση,  που εδρεύει στην Αθήνα (Λ. Μ……… αρ. …-…), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σημέλας Ηλωνίδου  του Γ……. (ΔΣΘ…………), κατοίκου Θ……….. (οδός Λ. Ν…. αρ. 1) που κατέθεσε προτάσεις.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή  η από 16-0302016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../28-06-2016 αίτησή του, εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με αντικείμενο τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, για την προφορική συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη.

Μετά την εκφώνηση  της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων – οι οποίοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω – ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και στις προτάσεις που κατέθεσαν επί της έδρας.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τους ορισμού του άρθρου 1§1 Ν. 3869/2010 ως ισχύει, «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλλουν στο αρμόδιο Δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στο άρθρ. 4§1 (Ν. 3869/2010) για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή (…)». Η ως άνω διάταξη προσδιορίζει ως υπαγόμενα στη ρύθμιση του εν λόγω νόμου πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα, ενώ το άρθρο 2§1 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) ορίζει ότι «πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι». Περαιτέρω, το Β.Δ. της 2/14-5-1835 «Περί αρμοδιότητας των Εμποροδικείων» καθορίζει ποιες είναι εμπορικές πράξεις (άρθρ. 2 και 3) και ο Εμπορικός Νόμος (Β.Δ. της 19-4/1-5-1835)  ορίζει ότι, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία (άρθρ. 1). Σύμφωνα με τον σκοπό του Νόμου 3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων κ.λ.π.» ως ισχύει σήμερα, στη ρύθμισή του υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου.  Επιπροσθέτως, υπάγονται και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρ. 2§3 ΠτΚ), δηλαδή περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμών μετά την απώλεια της εμπορικής τους ιδιότητας (βλ. και Βενιέρη-Κατσά «Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα» 2013, σελ. 72 επ.). Ειδικότερα όσον αφορά στους εμπόρους, σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώσεως των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών τους κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) και όχι αυτές του Ν. 3869/2010.  Συνεπώς καθίσταται σαφές, ότι ένας οφειλέτης που είχε την εμπορική ιδιότητα για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά δεν την έχει κατά την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο, δεν κωλύεται να ακολουθήσει τη διαδικασία του Ν. 3869/2010 αν έπαυσε τις πληρωμές μετά την παύση της εμπορικής του δραστηριότητας, αφού δεν έχει πλέον πτωχευτική ικανότητα. Αντιθέτως, εάν το πρόσωπο αυτό έπαυσε τις πληρωμές όταν ήταν ακόμη έμπορος, εμπίπτει αυτό στις ρυθμίσεις του ΠτΚ και την πτωχευτική διαδικασία (βλ. και Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» 2012, σελ. 38 επ. και 49), η δε αίτησή του για υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 απορρίπτεται. Βέβαια, η αντιμετώπιση του οφειλέτη τίθεται και υπό το πρίσμα του άρθρου 281 ΑΚ και της αρχής της καλή πίστης, δεδομένου ότι θα πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική η επίκληση απ’ αυτόν των διατάξεων του Ν. 3869/2010, εάν η παύση των εμπορικών του εργασιών αποσκοπούσε στην καταστρατήγηση του νομοθετικού πλαισίου. Συχνά η πτωχευτική ικανότητα, υπό τη θετική της εκδοχή, προβάλλεται από τους παριστάμενους πιστωτές του αιτούντος κατ’ ένσταση, πλην όμως μπορεί να ληφθεί υπόψιν και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.  Η απόδειξη των σχετικών ισχυρισμών θα έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αιτήσεως, όχι πλέον λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης αλλά κατ’ ουσία, λόγω μη συνδρομής της προεκτεθείσας ουσιαστικής προϋποθέσεως. Άλλωστε, ως προς τη διαπίστωση της εμπορικής ιδιότητας, από την επιστήμη αλλά και από τη νομολογία, πέρα από την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων εμπορικών ή μη, αποδίδεται μεγάλη σημασία στον τρόπο οργάνωσης της επιχείρησης και της δραστηριότητας, ενώ κρίνεται ότι πρέπει να υπάρχει η σύνδεση της τελευταίας με ορισμένο τόπο (εγκατάσταση), η διάθεση αξιόλογων οικονομικών μέσων για τον εξοπλισμό του καταστήματος, γραφείου κ.λ.π., ενδεχομένως η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών τρίτων προσώπων, καθώς και η λογιστική παρακολούθηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, καθότι δεν νοείται έμπορος αν δεν υπάρχει στη δραστηριότητά του διαμεσολάβηση και ριψοκίνδυνη ανάληψη οικονομικού κινδύνου από το πρόσωπο, με στόχο το οικονομικό κέρδος.  Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν ένα πρόσωπο, αν και διενεργεί πράξεις εμπορικές, να κριθεί ότι είναι μικρέμπορος και να μην εξαιρεθεί από την εφαρμογή του Ν. 3869/2010 (βλ. και Βενιέρη-Κατσά, ο.π., σελ. 67 επ.), δηλαδή πρόκειται για πρόσωπο το οποίο διενεργεί  πράξεις εμπορικές, αλλά δεν δραστηριοποιείται σε ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση και – κατ΄ ουσία – παρέχει προσωπική εργασία με αντίτιμο κάποια αμοιβή, χωρίς σημαντικό επενδυμένο κεφάλαιο, χωρίς έκταση δραστηριότητας και δομή λειτουργίας που ν’ αποσκοπεί στο εμπορική κέρδος, ήτοι πρόκειται για βιοπαλαιστές έτοιμους να τραπούν σε άλλα βιοποριστικά επαγγέλματα από εποχή σε εποχή, των οποίων το κέρδος αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού τους κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών (βλ. ΑΠ 947/1995, ΕιρΘεσσαλ 5074/2022, ΕιρΠαμισου 2/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αυτοί λοιπόν δεν έχουν – κατά τα ισχύοντα στον ΠτΚ – πτωχευτική ικανότητα. Πρέπει, μάλιστα, η κάθε περίπτωση και δραστηριότητα ν’ αξιολογούνται αυτόνομα ως προς την απόδοση της εμπορικής ιδιότητας, σε συνάρτηση με τα παραπάνω αναφερόμενα (βλ. σχετικά με τα ανωτέρω ΜΠρΡεθ 151/2012, ΕιρΑταλ 26/2014, ΕιρΔύμης 39/2013, ΕιρΧαν 101/2013, ΕιρΡοδ 2/2012, ΕιρΕρινέου 2/2012, ΕιρΣητ 6/2012, ΕιρΚαλαμ 17/2012, ΕιρΠατρών 127/2012, ΕιρΑθ 360/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αίτηση, ο αιτών επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας καθώς και μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών  προς την πιστώτριά του που αναφέρεται στο δικόγραφο της αιτήσεως, ζητεί, αφού ληφθεί υπ’ όψιν η εισοδηματική, περιουσιακή και οικογενειακή του κατάσταση όπως ο ίδιος εκθέτει, τη δικαστική ρύθμιση των χρεών του με την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης οφειλών που υποβάλλει, καθώς και την αναγνώριση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των χρεών του με την τήρηση της ρυθμίσεως.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως, καθ’ ύλη και κατά τόπο, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου έχουν την κατοικία του ο αιτών, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739, 741 επ. ΚΠολΔ και 3 Ν. 3869/2010).  Κατά τους ορισμούς του άρθρου 4§2 Ν. 3869/2010 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. Α υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§4 του Ν. 4336/2015, ο οποίος νόμος καταλαμβάνει τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του τη 19η-8-2015 (άρθρο 2 παρ. Α υποπαρ. Α.4 άρθρ. 2§5 και άρθρο 4 Ν. 4336/2015), για το παραδεκτό της αίτησης προσκομίσθηκαν νομίμως από τον αιτούντα οφειλέτη τα συνοδευτικά έγγραφα, όπως καθορίστηκαν από την Κ.Υ.Α. 7534/20-08-2015, αναφορικά με την περιουσία και τα κάθε φύσης εισοδήματά του, την πιστώτριά του και αναλυτικά την απαίτησή της, καθώς και η από 22-06-2016 υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος όσον αφορά στην ορθότητα του περιεχομένου της αιτήσεώς του, όπως το περιεχόμενο αυτό καθορίζεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 4 που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. Α υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§3 Ν. 4336/2015.  Μετά, δε, την παραλαβή και την πρωτοκόλληση της αίτησης από τη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και αφού διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν τυπικές ελλείψεις, ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης καθώς και ημέρα επικύρωσης ενδεχόμενου προδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος απέτυχε και χορηγήθηκε η από 08-09-2016 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 4§5 και 5§§1-3 Ν. 3869/2010 όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 παρ. Α υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§§7, 10,11 Ν. 4336/2015).  Από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στο τηρούμενο αρχείο του Ειρηνοδικείου Σ….. και το Γενικό Αρχείο Ειρηνοδικείου Αθηνών, όπως ορίζει το άρθρο 13§2 Ν. 3869/2010, διαπιστώθηκε ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των οφειλών του στο Δικαστήριο αυτό ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί άλλη απόφαση για ρύθμιση χρεών (βλ. σχετ. βεβαιώσεις των γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Η ένδικη αίτηση είναι ορισμένη, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης η αίτηση πιστώτριας τράπεζας, καθώς περιέχει τα στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 118, 747§2 ΚΠολΔ και το άρθρο 4§1 Ν. 3869/2010 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. Α υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§3 Ν. 4336/2015), ήτοι α) την περιουσιακή κατάσταση και τα πάσης φύσεως εισοδήματα του αιτούντος, β) την πιστώτριά του και τις απαιτήσεις της, αναλυόμενες σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2§§4-4α του παρόντος νόμου, γ) τυχόν μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων του αιτούντος επί ακινήτων, στις οποίες προέβη αυτοί την τελευταία τριετία πριν την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, δ) σχέδιο για τη διευθέτηση των οφειλών του, που λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα της πιστώτριας, την περιουσία, τα εισοδήματα και τις δαπάνες διαβίωσης του ιδίου και της οικογενείας του και την προστασία της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9§2 του παρόντος νόμου. Πέραν των παραπάνω, κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης, τα αναφερόμενα, δε, από την καθ’ ης πιστώτρια ως ελλείποντα στοιχεία, δεν αποτελούν στοιχεία του ορισμένου της αίτησης και είναι αντικείμενο αποδείξεως και ανταποδείξεως κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας αυτής και, ειδικότερα, των όρων της υπαγωγής των οφειλετών στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 (βλ. ΜΠρΛαμ 67/2016, ΕιρΠάρου 1/2015, ΕιρΕορδ 25/2013, ΕιρΘηβ 2/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» 2016, σελ. 180 επ., επίσης Βενιέρη – Κατσά, «Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα» 2016, σελ. 251 επ.).  Εξάλλου, στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, παραδεκτά δύναται ο διάδικος να προβάλει πραγματικούς ισχυρισμούς έως την περάτωση της τελευταίας συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να διευκρινίζει, να συμπληρώνει και να διορθώνει τους ήδη προβληθέντες ισχυρισμούς προφορικά στο ακροατήριο με καταχώριση στα πρακτικά και με τις προτάσεις του, σύμφωνα με τα άρθρα 745, 751 (όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015 και ισχύει από 1-1-2016), 741 και 224, 236 ΚΠολΔ, το δε Δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη κι εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, σύμφωνα με τα άρθρα 744 και 759§3 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1131/1987, ΕφΑθ 2188/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Η αίτηση είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 8, και 9 Ν. 3869/2010 όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 παρ. Α. υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§§1, 17, 18 Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α΄ 94/14-8-2015 με έναρξη ισχύος τη 19η-8-2015) κι εν συνεχεία η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 9 Ν. 3869/2010 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§1 Ν. 4346/2015, το οποίο τροποποίησε τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας των οφειλετών, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2016 μέχρι και 31-12-2018.  Ωστόσο, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα περί αναγνωρίσεως της απαλλαγής του αιτούντος από το υπόλοιπο των οφειλών του προς την καθ’ ης η αίτηση πιστώτριά του με την τήρηση της δικαστικής ρυθμίσεως, καθότι το αίτημα περί πιστοποίησης της απαλλαγής από το υπόλοιπο των οφειλών αποτελεί περιεχόμενο μεταγενέστερης αιτήσεως, υποβαλλομένης στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στον υπερχρεωμένο οφειλέτη με τη δικαστική απόφαση ρύθμισης των χρεών επί της αιτήσεως του άρθρου 4§1 Ν. 3869/2010, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11§1 του ίδιου νόμου.  Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, μετά και την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης.

Από την εκτίμηση  της ένορκης κατάθεσης του προταθέντος από τον αιτούντα μάρτυρος, που εξετάσθηκε νομίμως στο ακροατήριο και η κατάθεσή του εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού (η καθ’ ης η αίτηση δεν πρότεινε και δεν εξέτασε μάρτυρα), από τα έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προκειμένου να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔ), για κάποια από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά χωρίς ωστόσο να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφορά, από όσα οι διάδικοι ισχυρίσθηκαν στο ακροατήριο, από τις άμεσες και έμμεσες ομολογίες που προκύπτουν από τους ισχυρισμούς τους (άρθρα 261, 352 και 339 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη και χωρίς απόδειξη, από τα πραγματικά γεγονότα τα οποία είναι πασίγνωστα, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αληθινά, τα οποία, επίσης, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ), τέλος δε, από την αυτεπάγγελτη εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων κατ’ άρθρο 744 ΚΠολΔ και απ’ όλη την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 745 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν και πραγματικούς ισχυρισμούς που επιτρεπτά έχουν προβληθεί έως την περάτωση και της τελευταίας συζήτησης ενώπιον του, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα :  Ο αιτών, ηλικίας σήμερα 67 ετών, είναι έγγαμος με την Χ……. Π………., ηλικίας σήμερα 62 ετών, με την οποία έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, ηλικίας σήμερα 42 και 39 ετών (βλ. από 15-12-2015 Βεβαίωση του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης). Κατοικεί με τη σύζυγό του σε ισόγειο κατοικία με πλάκα, εμβαδού 112,00 τ.μ. και με βοηθητικούς χώρους εμβαδού 24,00 τ.μ. που βρίσκεται κτισμένη σε οικόπεδο εμβαδού 2.170,00 τ.μ. στο Β……..  Σ.…..  Ο αιτών είναι αγρότης και καλλιεργεί σε αγροτεμάχια ιδιοκτησίας του καλαμπόκι και ηλίανθο. Περαιτέρω, εκτός από τις αγροτικές εργασίες από το έτος 1991 ασχολείται με το λιανικό εμπόριο ζώων ως δευτερεύουσα δραστηριότητα και διατηρεί ατομική επιχείρηση κρεοπωλείου στο Β……… Σ….. σε μισθωμένο ακίνητο 42,00 τ.μ. με μηνιαίο μίσθωμα 72,00 ευρώ.  Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών διατηρεί οργανωμένη επιχείρηση και ότι απασχολεί προσωπικό, και συνεπώς η άσκηση εμπορικών πράξεων συνδέεται προεχόντως και κατά κύριο λόγο προς τη σωματική του καταπόνηση και το κέρδος που αποκομίζει από αυτές αποτελεί αμοιβή της προσωπικής του εργασίας.  Ειδικότερα, ο αιτώ τυγχάνει  μικρέμπορος, δεν έχει την ιδιότητα του εμπόρου, και επομένως δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, τις παραπάνω δε εμπορικές πράξεις, ασκεί σε μικρή κλίματα, αφού δεν του αποφέρει αξιόλογο αποτέλεσμα, καθώς τα ακαθάριστα εισοδήματα του για το οικονομικό έτος 2013 ανήλθαν σε 24.965,09 ενώ η επιχείρησή του παρουσίασε ζημία ύψους 19.836,50 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2014 ανήλθαν σε 20.073,87 ευρώ ενώ η επιχείρησή του παρουσίασε ζημία 22.791,27 ευρώ, για το φορολογικό έτος 2014 ανήλθαν σε 37.501,36 ευρώ και για το φορολογικό έτος 2015 ανήλθαν σε 33.291,06 ευρώ ενώ η επιχείρησή του παρουσίασε ζημία 2.443,40 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα εκκαθαριστικά σημειώματα για τα οικονομικά έτη 2013 και 2014 και φορολογικά έτη 2014 και 2015).  Περαιτέρω, αποδείχτηκε από την επισκόπηση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των οικονομικών ετών 1996-2014 ότι ο μέσος όρος των ετησίων ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησής του δεν υπερβαίνει το ποσό των 41.000,00 ευρώ.  Πρόκειται επομένως για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, διότι το κέρδος που αποκομίζει από την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού του μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών ή ριψοκίνδυνης ανάληψης οικονομικού κινδύνου (ΑΠ 947/1995, ΕΕμπΔ 1996 σελ. 62, ΑΠ 463/1991, ΕλΔνη 1991 σελ. 1216, Περάκης σελ. 252).  Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί κάποιο πρόσωπο αν και διενεργεί πράξεις εμπορικές να κριθεί ότι είναι μικρέμπορος και να μην εξαιρεθεί από την εφαρμογή του Ν. 3869/2010. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω η ενέργεια εμπορικών πράξεων κατά σύνηθες επάγγελμα, εφόσον εμφανίζεται κυρίως ως αμοιβή σωματικής καταπόνησης δεν προσδίδει στον αιτούντα την εμπορική ιδιότητα, απορριπτομένου του ισχυρισμού που προέβαλε η καθ’ ης η αίτηση πιστώτρια.  Η σύζυγος του αιτούντος ασχολείται με αγροτικές εργασίες  και κατά το έτος 2015 αποκόμισε το ποσό των 1.497,18 ευρώ.  Τέλος, οι οικογενειακές δαπάνες του αιτούντος περιορίζονται σ’ αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του ίδιου και της συζύγου του, αφού τα τέκνα του είναι ενήλικα και, συνεπώς, μη προστατευόμενα.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους, ο αιτών έλαβε το προς ρύθμιση δάνειο, καθότι  η καθ’ ης δεν προβάλλει ισχυρισμό ότι η ανάληψή του έγινε εντός του τελευταίου έτους και οφείλει στην «Α…….. Τ…… Τ.. Ε……Α.Ε.» τελούσα υπό ειδική εκκαθάριση δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/…./…../… σύμβασης μαζί με τους τόκους και τα έξοδα μέχρι την 07η-10-2015 το συνολικό ποσό των 71.566,99 ευρώ (βλ. την από 07-10-2015 αναλυτική κατάσταση οφειλών που η καθ’ ης χορήγησε στον αιτούντα).  Η ανωτέρω απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του αιτούντος.  Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι τόκοι πέραν της ημερομηνία της 07ης-10-2015 και μέχρι του χρόνου έκδοσης της απόφασης, μέχρι του οποίου χρονικού σημείου συνεχίζει να εκτοκίζεται η ως άνω απαίτηση της πιστώτριας, δεδομένου ότι είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένη (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010), όπως προαναφέρθηκε (βλ. ΑΠ 31/2009, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 4/2010, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με τις οποίες εξομοιώνεται πλήρως ο ενυπόθηκος με το προσημειούχο δανειστή, με μόνη τη διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης κατ’ άρθρο 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν προκύπτουν, αφού προσκομίζονται στοιχεία για το επιτόκιο ενήμερης οφειλής, ώστε να υπολογισθεί η τρέχουσα αξία της κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης ούτε η πιστώτρια προβαίνει στον υπολογισμό τους κατά μήνα τουλάχιστον μέχρι το χρόνο συζήτησης της αίτησης, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να προβεί αναλογικά στον υπολογισμό τους μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασής του.  Ήτοι συνολικά ο αιτών οφείλει το ποσό των 71.566,99 ευρώ.

Όπως προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2001, 2011, 2012, 2013, 2014 και των φορολογικών ετών 2014 και 2015, που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών, το ετήσιο εισόδημά του, ανέρχονταν κατά το έτος 2009 στο ύψος των 4.078,20 ευρώ και της συζύγου του στο ύψος των 1.016,50 ευρώ, κατά το έτος 2010 στο ύψος των 3.924,60 ευρώ και της συζύγου του στο ύψος των 1.044,50 ευρώ, κατά το έτος 2011 στο ύψος των 3.770,06 ευρώ και της συζύγου του στο ύψος των 1.042,90 ευρώ, κατά το έτος 2012 τα εισοδήματα του ήταν μηδενικά και της συζύγου του ανέρχονταν στο ύψος των 416,80 ευρώ, και το έτος 2013 τα εισοδήματα του ήταν μηδενικά της συζύγου του ανέρχονταν στο ύψος των 377,88 ευρώ, κατά το έτος 2014 τα εισοδήματα του ήταν μηδενικά και της συζύγου του ανερχόταν στο ύψος των 1.599,65 ευρώ και κατά το έτος 2015 τα εισοδήματα του ανέρχονταν στο ύψος των 304,50 ευρώ και της συζύγου του στο ύψος των 1.497,18 ευρώ, με συνέπεια, λόγω της ως  άνω μείωσης του εισοδήματός του να περιέλθει σε πλήρη και διαρκή αδυναμία να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις του. Ο αιτών περιήλθε σε πραγματική, μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, η οποία οφείλεται στη μείωση των μηνιαίων εισοδημάτων του και στην αύξηση του κόστους διαβίωσης, λόγω της οικονομικής κρίσης, που πλήττει τη χώρα τα τελευταία έτη. Εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων του σε συνδυασμό με το ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του δανείου του, και με την αντιστρόφως ανάλογη αύξηση του κόστους ζωής, τα φοροεισπρακτικά και λοιπά δημοσιονομικά μέτρα των τελευταίων ετών και την εν γένει γνωστή κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρα τα τελευταία έτη, ο αιτών έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής και εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της προς την μετέχουσα πιστώτρια. Η κρίση αυτή, περί μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων  χρεών του, συνάγεται από τη σχέση της ρευστότητά του προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, η υπολειπόμενη ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του, ενώ δεν αναμένεται βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον.  Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο αιτών, που δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των εισοδημάτων του και στην παράλληλη αύξηση του χρέους του, αλλά και στους κάθε είδους φόρους, με τους οποίους επιβαρύνθηκαν οι πολίτες τα τελευταία έτη. Η καθ’ ης προβάλλει, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που περιλήφθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και αναπτύσσεται στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε, την ένσταση της δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, ισχυριζόμενη ότι ο τελευταίος προέβη σε υπερβολικό δανεισμό μη ανταποκρινόμενο στις οικονομικές του δυνατότητες, παρότι γνώριζε κατά το χρόνο λήψης του δανείου ότι δεν θα μπορούσε να το αποπληρώσει, προσπαθώντας να εξασφαλίσει ένα επίπεδο διαβίωσης ανώτερο από αυτό που του επέτρεπαν οι οικονομικές του δυνάμεις.  Η ένσταση αυτή στερείται βασιμότητας, καθόσον, όπως σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 3869/2010 (βλ. και Αθ. Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», έκδοση 1η, σελ. 44 και 3η έκδοση, σελ. 48 επ. και εκεί παραπομπές στη νομολογία), κρίσιμος είναι ο δόλος με το παραπάνω περιεχόμενο όταν επέρχεται μεταγενέστερα δηλαδή μετά την ανάληψη του χρέους. Δε θεωρείται, δηλαδή ότι ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν ήδη κατά την ανάληψη του χρέους αδυνατεί να το εξοφλήσει κατά το χρόνο της λήψης του, με βάση την εν γένει οικονομική του δυνατότητα. Υποστηρίζεται βέβαια και η άποψη ότι κρίσιμο είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που εκδηλώθηκε. Κατά την άποψη αυτή ενεργεί δόλια ο οφειλέτης που με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, ακόμη και κατά το χρόνο ανάληψης των χρεών του, επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε τέτοια αδυναμία (ενδεχόμενος δόλος), γνωρίζει δηλαδή ότι τα χρέη που ανέλαβε είναι πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων με βάση τα εισοδήματά του, των οποίων δεν αναμένεται βελτίωση (βλ. Αθ. Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», έκδοση 3η, σελ. 48 επ., Ι. Βενιέρη –  Θ. Κατσά, «Εφαρμογή του νόμου για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα», έκδοση 1η, σελ. 67 επ. και εκεί παραπομπές στη νομολογία). Όμως για να αποδοθεί δόλια συμπεριφορά στον οφειλέτη τέτοια που να μη δικαιολογεί την ένταξή του στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου, θα πρέπει να έχει πλήρη επίγνωση του οικονομικού του ανοίγματος, των εισοδημάτων του και της κατάστασης στην οποία θα περιέλθει, αυτή δηλαδή της αδυναμίας πληρωμών, την οποία επιδιώκει ή προβλέπει και αποδέχεται.  Απαιτείται, δηλαδή, για τη συνδρομή δολιότητας πλήρης πεποίθησης του οφειλέτη, αλλά παράλληλα και συνεκτίμηση όλων των παραγόντων που συνετέλεσαν στη δημιουργία της.  Έτσι δεν είναι δόλιος ο οφειλέτης που από αμέλεια, ακόμα και βαρειά ή συνειδητή αμέλεια, πρόβλεψε ή δεν απέτρεψε την αδυναμία του προς πληρωμή των χρεών του, επειδή πίστευε και ήλπιζε ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν θα επέλθει, αποβλέποντας σε ευνοϊκή ρύθμιση των τραπεζικών ή βελτίωση των συνθηκών ζωής του και των εισοδημάτων του.  Στην προκειμένη περίπτωση, το δάνειο του αιτούντος είχε αναληφθεί σε χρόνο κατά τον οποίο, το μηνιαίο εισόδημά του ήταν υψηλότερο, όπως επιβεβαιώνεται και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη σε σχέση με τις κρατούσες συνθήκες του ιδιωτικού τομέα πριν την οικονομική κρίση, για την εξασφάλιση αποπληρωμής δε του δανείου, η καθ’ ης ενέγραψε προσημείωση υποθήκης, γι’ αυτό και ενέκρινε τη χορήγησή του. Στη συνέχεια βέβαια, κατά τα αναφερόμενα αμέσως πιο πάνω, διαφοροποιήθηκε η οικονομική κατάσταση του αιτούντος, λόγω της μείωσης του εισοδήματός του και της εντελώς απρόβλεπτης οικονομικής κρίσης, η οποία μαστίζει τη χώρα τα τελευταία χρόνια, και έχει πλήξει κάθε τομέα της ελληνικής αγοράς, γεγονός το οποίο δεν μπορούσε να προβλέψει.  Εξάλλου, η καθ’ ης γνώριζε και πάντως είχε τη δυνατότητα έρευνας της οικονομικής κατάστασης του αιτούντος ζητώντας να της προσκομίσει σχετικά πληροφοριακά στοιχεία για τα εισοδήματά του (βεβαιώσεις αποδοχών, φορολογικές δηλώσεις κ.λπ.), αλλά και να διαπιστώσει τις υπόλοιπες δανειακές του υποχρεώσεις σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα και να αρνηθεί τη δανειοδότησή του, εφόσον διαπίστωνε ότι ήταν μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας και δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις.  Συνεπώς, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του αιτούντος ούτε άμεσος, αλλά ούτε και ενδεχόμενος δόλος και πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υποβληθείσα από την καθ’ ης ένσταση δολιότητας του αιτούντος.  Σε κάθε δε περίπτωση η επιδίωξη για ρύθμιση των χρεών του αιτούντος, υπό τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθώς η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, αλλά αντιθέτως κρίνεται ότι είναι απολύτων σύμφωνη με το γράμμα, το πνεύμα και το σκοπό των διατάξεων του Ν. 3869/2010 (βλ. σχετικά αιτιολογική έκθεση), απορριπτόμενης, κατ’ επέκταση, ως αβάσιμης της υποβληθείσας από τη μετέχουσα πιστώτρια σχετικής ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του αιτούντος.

Στην κυριότητά του έχει ο αιτών, δυνάμει του συνταχθέντος από την Συμβολαιογράφο Σ….. Μ…. Τ……..- Κ…….., υπ’ αριθμ …./..-01-1983 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. …/..-07-1983 οικοδομική άδεια της Νομαρχίας Σ….. μία ισόγεια κατοικία με πλάκα, εμβαδού 112,00 τ.μ. και με βοηθητικούς χώρους εμβαδού 24,00 τ.μ. που βρίσκεται κτισμένη σε οικόπεδο εμβαδού 2.170,00 τ.μ. στο Β…….. Σ……  Η ως άνω οικία αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, την κύρια κατοικία του αιτούντος, όπου διαμένει μαζί με την σύζυγό του και για την οποία υποβάλλει αίτημα εξαίρεσης από την εκποίηση, ζητώντας την υπαγωγή της στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 ρύθμιση.  Η αντικειμενική της αξία, ανερχόμενη συνολικά μετά του οικοπέδου στο ποσό των 33.472,34 ευρώ (βλ. δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων Ν. 4223/2013 για το έτος 2015), δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού, όπως απαιτεί ο νόμο για την εξαίρεσή της από την εκποίηση και επομένως, μπορεί να εξαιρεθεί από την εκποίηση, κατ’ άρθρο 9 παρ. 2  του Ν. 3869/2010.  Περαιτέρω, ο αιτών έχει στην κυριότητά του το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας  … …. ΙΧ φορτηγό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Ο…, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας την 06-10-2000 (βλ. την προσκομιζόμενη άδεια κυκλοφορίας του), η εμπορική αξία του οποίου αποτιμάται σήμερα στο ποσό των 3.000,00 ευρώ.  Ενόψει της ως άνω εμπορικής αξίας του ΙΧ φορτηγού αυτοκινήτου και της παλαιότητά του, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λπ.), το ως άνω περιουσιακό στοιχείο του αιτούντος δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, διότι δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, ούτε να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της πιστώτριά τους (βλ. Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων έκδοση 2012, άρθρο 9, σελ. 208 – 209). Προσέτι, ο αιτών έχει κατά πλήρη κυριότητα τρεις αποθήκες εμβαδού 18,00 τ.μ., 48,00 τ.μ. και 72,00 τ.μ. μη ηλεκτροδοτούμενες, και ένα αγροτεμάχιο ευρισκόμενο στη θέση Λ…… της δημοτικής ενότητας Σ……. εκτάσεως 12.000,00 τ.μ.  Επίσης, έχει στην κυριότητά του κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ένα αγροτεμάχιο στη θέση Κ… …..της δημοτικής ενότητας Σ……… έκτασης 4.000,00 τ.μ και κατά ποσοστό 12,50% εξ αδιαιρέτου του υπ’ αριθμ. … αγρό εκτάσεως 3.000,00 τ.μ., τον υπ΄ αριθμ. .. αγρό εκτάσεως 11.696,00 τ.μ, τον υπ’αριθμ. … αγρό εκτάσεως 2.810,00 τ.μ, τον υπ’ αριθμ. … αγρό εκτάσεως 2.173,00 τ.μ., τον υπ’ αριθμ. ….. αγρό εκτάσεως 2.000,00 τ.μ. και τον υπ’ αριθμ. …. αγρό εκτάσεως 860,00 τ.μ., οι οποίοι βρίσκονται στη δημοτική ενότητα Τ……. Σ…..  Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ανωτέρω περιγραφόμενα ακίνητα, πρέπει να εξαιρεθούν της εκποίησης, δεδομένου ότι τα αγροτεμάχια είναι απαραίτητα για την άσκηση του επαγγέλματος του αιτούντος και της συζύγου του προκειμένου να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση και να προβαίνει σε καταβολές προς την πιστώτρια του, αντίθετα θα αδυνατούσε να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση της οικογένειας του και να καταβάλλει τις δόσεις που επιβάλλονται με την παρούσα απόφαση ενώ οι αποθήκες δεν κρίνονται πρόσφορες για εκποίηση, διότι δεν πρόκειται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον, ούτε να αποφέρουν κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της πιστώτριάς του. Πλην των προαναφερθέντων ο αιτών ουδέν άλλο περιουσιακό στοιχείο διαθέτει (βλ. και την προσκομιζόμενη βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης [Ε9] του αιτούντος όπως έχει δηλωθεί μέχρι την 10η-12-2015).

Συντρέχουν, επομένως, στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋπόθεσες για τη ρύθμιση των οφειλών του με υπαγωγή στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα των άρθρων 8§2 και 9§2 αυτού, όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. Α υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§§17 Ν. 4336/2015 και το δεύτερο με το άρθρο 14§1 Ν. 4346/2015.  Αρχικά κι εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8§2 Ν.3869/2010, για τις οφειλές του αιτούντος θα γίνει ρύθμιση χρεών, με μηνιαίες καταβολές για χρονικό διάστημα τριών ετών (3 Χ 12 = 36 μηνιαίες καταβολές) αρχής γενομένης από τον επόμενο μήνα μετά την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης σε αυτόν. Λαμβανομένων υπ’ όψιν των βασικών οικογενειακών αναγκών του αιτούντος, αλλά και του χαμηλού οικογενειακού του εισοδήματος, το χρηματικό ποσό που δύναται αυτός να καταβάλλει στην πιστώτριά του, και χωρίς να διακινδυνεύσει η διαβίωσή του, ανέρχεται σε 50,00 ευρώ μηνιαίως.  Με την από 08-09-2016 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη του Δικαστηρίου τούτου, ορίστηκαν για τον αιτούντα μηνιαίες καταβολές ποσού 50,00 ευρώ στα πλαίσια των άρθρων 4§5 και 5§§1-3 Ν. 3869/2010 (όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 παρ. Α. υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§§7,10,11 Ν. 4336/2015), οι οποίες όμως δεν θα συνυπολογιστούν στο χρονικό διάστημα των με την παρούσα απόφαση οριζομένων μηνιαίων καταβολών του άρθρου 8§2 Ν. 3869/2010, για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η καταβολή τους.  Μετά τις ως άνω μηνιαίες καταβολές επί τριετία, ο αιτών θα έχει καταβάλει συνολικά στην πιστώτριά του χρηματικό ποσό ύψους 1.800,00 ευρώ, στα πλαίσια της παρούσας ρύθμισης των οφειλών του, ενώ το συνολικό υπόλοιπο χρεών του αιτούντος θα διαμορφώνεται στις 69.766,99 ευρώ.

Ακολούθως και προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία κυριότητας του αιτούντος, ο οφειλέτης θα υπαχθεί στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 9§2 Ν. 3869/2010 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§1 Ν. 4346/2014, εφόσον στο πρόσωπό του πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το εν λόγω άρθρο όπως ισχύει από 01-01-2016. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι : α) η ισόγεια κατοικία που περιγράφεται ανωτέρω στην παρούσα χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του αιτούντος και της οικογένειάς του, β) ο αιτών έχει μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα που, δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης τους προσαυξημένες κατά 70%, γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του (33.572,34 ευρώ σύμφωνα με την δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων Ν. 4223/2013 για το έτος 2015 και 29.665,53 ευρώ σύμφωνα με το προσκομιζόμενο φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου) δεν υπερβαίνει το όριο προστασίας που θέτει ο νόμος (180.000 €) για άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένο κατά 40.000 € για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά 20.000 € για κάθε τέκνο και μέχρι τρία τέκνα κατ’ ανώτατο όριο)  και δ) ο αιτών είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης έναντι της πιστώτριάς του, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς η συνδρομή της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κώδικας Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013 ως αναθεωρήθηκε (αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, Φ.Ε.Κ.  Β΄ 2289/27-8-2014 και 2376/2-8-2016), όπως ο οικείος ορισμός αποφασίστηκε από το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ. και διατηρείται σε ισχύ έως τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νέου ορισμού που θα εκδοθεί σε αντικατάσταση αυτού (άρθρ. 99 Ν. 4389/2016). Συνεπώς, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ένταξη της κύριας κατοικίας του αιτούντος στη ρύθμιση του άρθρου 9§2. Βάσει του εν λόγω άρθρου του προκείμενου νόμου, ο οφειλέτης πρέπει να διαμορφώσει το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του με τέτοιο τρόπο, ώστε για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του να προβλέπει, αφενός μεν ότι θα καταβάλλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής τους, αφετέρου δε ότι θα καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν, χωρίς τη συναίνεση τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονται σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. υπ’ αριθμ. 54/2015  Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ελλάδος, Φ.Ε.Κ. Β΄ 2740/16-12-2015).  Επομένως, σημασία πλέον για το τι θα καταβάλλει ο οφειλέτης για την προστασία της κύριας κατοικίας του έχει το εκτιμώμενο ποσό του πλειστηριάσματος, βάσει της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου, αφαιρουμένων των εξόδων της εκτέλεσης (άρθρ. 993§2γ΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015 και ισχύει από 1-1-2016, καθώς και Π.Δ. 59/2016 και υπ’ αριθμ. 54/2015 Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος).  Σε κάθε δε περίπτωση, η εμπορική αξία του ακινήτου ενδέχεται ν’ απομειώνεται λόγω της αναγκαστικής εκποίησής του, συνυπολογίζεται ωστόσο και η ενδεχόμενη ζημία των πιστωτών του οφειλέτη κατά το ποσό της απαλλαγής του τελευταίου από τα χρέη του (άρθρ. 9§2 Ν. 3869/2010 όπως ισχύει σήμερα).  Το ποσό το οποίο θα εισέπρατταν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, προκύπτει από πραγματογνωμοσύνη που μπορεί να έχει τη μορφή απλής εκτίμησης, ενώ το δικαίωμα του οφειλέτη περί πιστοποιημένου εκτιμητή (άρθρ. 1 υποπαράγρ. Γ1 Ν. 4152/2013) δεν αναιρεί τη δυνατότητα προσκόμισης λοιπών αποδεικτικών μέσων (βλ. και Βενιέρη – Κατσά, ο.π., σελ. 631 επ.), καθόσον οι εκτιμήσεις αξιολογούνται ελεύθερα από το Δικαστήριο.  Το παρόν Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και κατά επιτρεπτή αυτεπάγγελτη έρευνα, βάσει των χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου ακινήτου του αιτούντος – οφειλέτη και της περιοχής όπου αυτό βρίσκεται, προσδιορίζει την εμπορική του αξία σε 45.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένης και της αξίας του οικοπέδου 2.170,00 τ.μ. Κατά συνέπεια, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, της οποία ο αιτών έχει την πλήρη κυριότητα, πρέπει να καταβάλει το ποσό που θα λάμβανε η πιστώτριά του σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι το ποσό των [(45.000,00 € εκτιμώμενο ποσό πλειστηριάσματος – 2.500 € έξοδα εκτέλεσης =) 42.500 €, το οποίο εν προκειμένω δεν υπερβαίνει το υπόλοιπο της οφειλής του αιτούντος προς την πιστώτριά του, μετά και τις καταβολές του άρθρου 8§2 Ν. 3869/2010. Λαμβανομένων υπ’ όψιν, τόσο του συνολικού ύψους της οφειλής, όσο και των οικονομικών δυνατοτήτων του οφειλέτη και δη της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής της, ως χρόνος εξόφλησης πρέπει να οριστούν τα 15 έτη (180 μήνες), ήτοι καθεμία μηνιαία δόση του άρθρου 9§2 Ν. 3869/2010 θ’ ανέρχεται στο ποσό των (42.500 € / 180 μήνες) 236,11 ευρώ.  Το Δικαστήριο προκρίνει ότι πρέπει να χορηγηθεί στον αιτούντα μία τριετής περίοδος χάριτος (ενόψει των καταβολών του στα πλαίσια του άρθρου 8§2 Ν. 3869/2010), συνεπώς η καταβολή των άνω 180 μηνιαίων δόσεων θα ξεκινήσει τον πρώτο μήνα τρία έτη μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.  Ήτοι, ο αιτών για χρονικό διάστημα 180 μηνών θα καταβάλλει μηνιαία δόση ποσού 236,11 ευρώ, προς μερική ικανοποίηση της απαίτησης της πιστώτριάς του κατά αναλογική εφαρμογή των άρθρων 974 επ. ΚΠολΔ.  Η αποπληρωμή του ποσού αυτού (42.500 €) από τον αιτούντα θα γίνεται εντόκως, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα με τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της  Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς ανατοκισμό. Τοιουτοτρόπως, ο αιτών θα καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, καθόσον δεν προκύπτει ότι μπορεί να οριστεί αναπροσαρμογή του ως άνω ποσού με βάση τα τρέχοντα οικονομικά του δεδομένα, επιπλέον, δε, ο οφειλέτης θα καταβάλλει ποσό τέτοιο, ώστε η πιστώτριά του να μην βρεθεί σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν που θα βρισκόταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, προς προστασία της κύριας κατοικίας του.

Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντος και να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία του, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, με σκοπό την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των χρεών του, η οποία θα επέλθει μετά την τήρηση των όρων της ρύθμισης και την κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση αυτή, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στα άρθρα 1 και 9§§2-3 Ν. 3869/2010, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 παρ. Α υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§§1,18 Ν. 4336/2015 κι εν συνεχεία με το άρθρο 14§§1,10 Ν. 4346/2015.  Σημειωτέον δε ότι, κατά το άρθρο 8§3 Ν. 3869/2010, ο αιτών οφειλέτης, κατά τη διάρκεια της περιόδου της ρύθμισης, οφείλει να γνωστοποιεί, μέσα σε ένα μήνα, στη γραμματεία του Δικαστηρίου κάθε μεταβολή κατοικίας ή εργασίας καθώς και κάθε αξιόλογο βελτίωση των εισοδημάτων ή των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 4§3 Ν. 3869/2010 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. Α. υποπαρ. Α.4 άρθρ. 1§5 Ν. 4336/2015), προκειμένου, είτε ο ίδιος είτε η πιστώτριά του, να υποβάλουν αίτηση τροποποίησης της παρούσας απόφασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 8§4 του προκείμενου νόμου, διότι σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύει να υποστεί τις προβλεπόμενες συνέπειες, τόσο του άρθρου 10§1 Ν. 3869/2010, όσο και του άρθρου 9§5 του ίδιου νόμου όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το Ν. 4336/2015. Επιπροσθέτως, κατ’ άρθρο 10§4 Ν. 3869/2010 όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§8 Ν. 4346/2015, ο οφειλέτης υποχρεούται, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του παρόντος νόμου, όπως επίσης και κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, να επιδεικνύει τη συμπεριφορά συνεργάσιμου δανειολήπτη.  Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§6 Ν. 3869/2010.

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

         ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

                   ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

          ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη του αιτούντος με μηνιαίες καταβολές προς την μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια, επί τρία (3) έτη, οι οποίες θα καταβάλλονται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός,  αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης, συνολικού ποσού πενήντα ευρώ (50,00€).

         ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντος, ήτοι μία ισόγεια κατοικία με πλάκα, εμβαδού 112,00 τ.μ. και με βοηθητικούς χώρους εμβαδού 24,00 τ.μ. η οποία που βρίσκεται κτισμένη σε οικόπεδο εμβαδού 2.170,00 τ.μ. στο Β…….. Σ……, που αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντος.

         ΟΡΙΖΕΙ για τη διάσωση της ανωτέρω περιγραφόμενης κύριας κατοικίας του αιτούντος, να καταβάλει συνολικό χρηματικό ποσό σαράντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (42.500€) σε εκατόν ογδόντα (180) μηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες θα ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων τριάντα έξι ευρώ και έντεκα λεπτών (236,11 €), αρχής γενομένης τον πρώτο μήνα τρία έτη μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, εντόκως με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύρια Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς ανατοκισμό, προς ικανοποίηση της απαίτησης της πιστώτριάς του, κατ’ αναλογική εφαρμογή και σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 974 επ. Κ.ΠολΔ.

                   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο  του Δικαστηρίου αυτού, στις Σ…..,  την 19η Οκτωβρίου 2017, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

          Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ                

 

          Α…. Γ…………….                           Ε…. Π………..

Scroll to Top