ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Αριθμό: Αποφάσεως 321/2011

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

 

Αποτελούμενο από τον Ειρηνοδίκη Φ Βασίλειο και το γραμματέα Δημήτριο Γ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13-4-2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας Σ Κ του Κων/νου, κατοίκου Νέου Ψυχικού, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Άννας Κορσάνου.

Κατά της καθ ης η αίτηση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ», που εδρεύει στη Λ και είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα (Λ Αλεξάνδρας ) και εκπροσωπείται νόμιμα Χαλάνδρι Αττικής (Λ Κηφισίας 274) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου Αικατερίνης Κ.

Συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η από 28-3-2011 αίτηση, που κατατέθηκε με αριθμό 213/24-3-2011.

Προκείμενου να συζητηθεί η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το έκθεμα.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

ΑΦΟΥ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ άρθ 632 παρ 1 και 2 του ΚΠολΔ ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή μέσα σε δέκα πέντε εργάσιμες μέρες από την επίδοση της, η οποία απευθύνεται στο αρμόδιο καθ ύλην δικαστήριο. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Το δικαστήριο όμως που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής μπορεί κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ του ΚΠολΔ να χορηγήσει αναστολή μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή. Στην παρ 2 δε του άρθ 633 του ΚΠολΔ ορίζεται, ότι αν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, μπορεί να επιδώσει πάλι την επιταγή στο οφειλέτη, ο οποίος μπορεί να ασκήσει ανακοπή μέσα σε δέκα εργάσιμες μέρες, στην περίπτωση όμως αυτή δεν χορηγείται αναστολή. Όπως δε από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 632 παρ 2 του ΚΠολΔ με σαφήνεια συνάγεται αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο νιότη χορήγηση της αναστολής είναι, σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο, που κατ άρθρο 625 ΚΠολΔ εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, ήτοι το Ειρηνοδικείο ή το Μον. Πρωτοδικείο. Περαιτέρω, καθώς κατ άρθ 631 και 904 παρ. 2ε του ΚΠοΔ η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό και κατά κανόνα με την επίδοση αυτής στο επιδοθέν αντίγραφο του απογράφου αυτής περιλαμβάνεται και επιταγή προς πληρωμή κατ. Άρθ. 924 του ΚΠολΔ, αρχίζει και η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Έτσι ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης στο χρονικό αυτό σημείο εκτός από την ανακοπή του αρθ. 632 του ΚΠολΔ μπορεί να προβάλει και τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται με την διαταγή πληρωμής, με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν τόσο την τυπική όσο ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ 1 και 633 παρ 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Αρμόδιο δικαστήριο δε κατ’ άρθ. 933 παρ 1 για την εκδίκαση της ανακοπής αυτής είναι το Ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του Ειρηνοδικείου και το Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από την διατύπωση της παραπάνω διάταξης και την αυστηρή γραμματική ερμηνεία, που αρμόζει στις δημοσίου δικαίου διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση του ΚΠολΔ. που είναι και η κρατούσα πλέον άποψη τόσο στη νομολογία όσο και την θεωρία, το Ειρηνοδικείο έχει υλική αρμοδιότητα για εκδίκαση ανακοπής κατ αρθ. 933 του ΚΠολΔ μόνο στην περίπτωση, που η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται με εκτελεστό τίτλο απόφαση του. Με τις παραπάνω διατάζεις κατά την κρατούσα παραπάνω άποψη καθιερώνεται γενική αρμοδιότητα στο Μονομελές Πρωτοδικείο και εξαιρετική μόνο του Ειρηνοδικείου στην περίπτωση, που η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με εκτελεστό τίτλο δικαστική απόφαση της αρμοδιότητας του, ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που επισπεύδεται με οποιοδήποτε άλλο εκτελεστό τίτλο εκτέλεση (διαταγή πληρωμής, πρακτικά, δικαστηρίου, συμβολαιογραφικό έγγραφο κλπ) η ανακοπή υπάγεται στη καθ ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου (βλ Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεση 933 παρ 153 σελ 419-420, Σταυρόπουλου Ερμ ΚΠολΔ 933 παρ 28 περ Κβ σελ 1089, Τζίφρας Ασφαλιστικά μέτρα σελ. 481, ΕφΝαυπλίου 12/1982 Δ 1982/79, ΠΠΚορίνθου 72/2006 δημ Νόμος, ΕιρΆνδρου 10/2007, ΕιρΛάρισας 18/2005, ΕιρΠλωμαρίου 15/2005). Οποιοσδήποτε όμως λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημα αυτής είναι πάντοτε η ακύρωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, καθώς ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο και των δύο ανακοπών, αν συντρέχει αρμοδιότητα και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία, καθώς η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση, μετά από την έναρξη εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, και ανακοπής (αντιρρήσεων) του άρθρου 933 ΚΠολΔ εναντίον των πράξεων εκτέλεσης ακόμη και όταν η τελευταία βασίζεται στους ίδιους λόγους, που προβλήθηκαν ήδη με την κατ άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή (ΑΠ 337/2006 ΕλΔ 47/779 ΕφΑΘ 4711/2002 ΕλΔ 44/528. ΕφΑ Θ 5377/2001 ΕλΔ 39/916). Μπορεί δε κατ’ αρθ. 938 του ΚΠολΔ να ζητηθεί από τον καθ ου η εκτέλεση αναστολή κατά την διαδικασία των άρθ. 686 του ΚΠολΔ. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της κατ άρθρο 938 παρ 2 του ΚΠολΔ, αίτησης αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ανακοπή και. αν πρόκειται για Πολυμελές Πρωτοδικείο, ο πρόεδρος αυτού. Έτσι, αν η αίτηση για την αναστολή ασκείται μετά από ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, καθ ύλην αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης αναστολής είναι το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 933 παρ 1 και 2 του ΚΠολΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή είναι αρμόδιο να διατάξει την αναστολή, ακόμη και αν δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής, καθόσον η αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την εκδίκαση της αίτησης αναστολής της εκτέλεσης θεμελιώνεται στην ενώπιον του εκκρεμοδικία της ανακοπής, η οποία προκαλείται και όταν ακόμη η τελευταία απευθύνεται σε αναρμόδιο δικαστήριο (ΠολΠρΡοδ 75/2006 Νόμος), ανεξάρτητα αν κατά την εκδίκαση αυτής (ανακοπής στο Ειρηνοδικείο) διαταχθεί η χωρισμός και παραπεμφθεί η ανακοπής του άρθ 933 του ΚΠολΔ στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο.

Στην προκείμενη περίπτωση η αιτούσα ζητεί με την κρινόμενη αίτηση της να ανασταλεί η εκτέλεση, της με αριθμό 116/2011 διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε από το Δικαστήριο τούτο, μετά από αίτηση της καθ ης τράπεζας, με βάση σύμβαση παροχής πίστωσης- δανειοδότησης με πιστωτική κάρτα, καθώς και να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται από την καθ’ης με βάση την συγκοινοποιούμενη στις 16-3-2011 από 18-2-2011 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της σχετικής ανακοπής, που άσκησε στο Δικαστήριο τούτο, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται τόσο ανακοπή του άρθρου 632 όσο και του 933 του ΚΓΙολΔ, καθότι ως ισχυρίζεται θα ευδοκιμήσουν οι λόγοι της ανακοπής της και γιατί από την εκτέλεση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Ως λόγους ανακοπής, τόσο για την θεμελίωση της κατ άρθ 632 όσο και της κατ άρθ 933 του ΚΠολΔ, επικαλείται: α) ότι καταχρηστικά εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εναντίον της και καταχρηστικά με βάση αυτή επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, αμέσως μετά την κοινοποίηση προς την καθ ης αίτησης για εξωδικαστικό συμβιβασμό κατά τους όρους του Ν 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, χωρίς να έλθει σε καμία διαπραγμάτευση μαζί της, και β) ότι δεν είναι νόμιμη η απόδειξη της απαιτήσεως της καθ ης από μόνο τα αποσπάσματα των μηνιαίων λογαριασμών, που τηρούσε η τελευταία, καθώς ο σχετικός συμβατικός όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται αίτηση αναστολής της διαταγής πληρωμής κατ άρθ 632 παρ 2 ΚΠολΔ. καθώς και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ 2 ΚΠολΔ. παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω στη νομική σκέψη της παρούσας να εκδικάσει αυτή κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ ΚΠολΔ και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 παρ 2 και 933,934 παρ 1. 938 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθώς η ανακοπή έχει ασκηθεί καθ αρθ 632 παρ 1 νόμιμα και εμπρόθεσμα μέσα στην προθεσμία των 15 εργάσιμων ημερών ως ανακοπή του άρθ 632 του ΚΠολΔ, αφού η διαταγή πληρωμής κοινοποιήθηκε στις 16-3-2011 και η ανακοπή επιδόθηκε στις 30-3-2011 όπως προκύπτει από την με αριθμό 11909/2011 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σταυρούλας Μπλέτσα, νόμιμα δε και εμπρόθεσμα κατ άρθ 934 παρ 1 του ΚΠολΔ ως ανακοπή του άρθ 933 του ΚΠολΔ, αφού αφορά την προδικασία και δεν έχει επακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης μετά την επιταγή προς πληρωμή.

Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τους ισχυρισμούς τους, που ανέπτυξαν προφορικά οι πληρεξούσιοι – δικηγόροι τους και περιέχονται στα σημειώματα που κατέθεσαν προέκυψε: ότι μεταξύ της

καθ ης και της αιτούσας υπογράφθηκε η από 21-01-2005 αίτηση- σύμβαση για χορήγηση πιστωτικής κάρτας Visa, εκδόθηκε δε σχετικά η με αριθμό 4063 1200 9791 3000 κάρτα, με την οποία παρασχέθηκε στην αιτούσα το δικαίωμα να προβαίνει σε αγορές καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών από επιχειρήσεις συμβεβλημένες με της καθ ης Τράπεζα με όριο πίστωσης 7500,00 ευ. Το εκάστοτε χρεωστικό υπόλοιπο συμφωνήθηκε έντοκο και η εξόφληση θα γινόταν τμηματικά με καταβολή από τον κάτοχο τουλάχιστον την ελάχιστης μηνιαίας καταβολής, στην οποία προστίθενται όλοι ο. δεδουλευμένοι τόκοι, ληξιπρόθεσμες οφειλές και χρεώσεις. Οι επιμέρους χρεώσεις και πιστώσεις, που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια λειτουργίας αυτής της σύμβασης εμφανίζονται σε απόσπασμα του σχετικού λογαριασμού από τα εμπορικά βιβλία της καθ ης, που τηρούνταν σε ειδική ηλεκτρονική μορφή, από τον οποίο εκδίδονταν οι μηνιαίοι λογαριασμοί, που συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών να αποτελούν πλήρη απόδειξη τόσο των χρεώσεων και πιστώσεων όσο και του τελικού ποσού της οφειλής, επιτρεπομένης της ανταποδείξεως. Ακολούθως καθώς η αιτούσα, δεν πλήρωνε τις ελάχιστες μηνιαίες καταβολές η καθ ης κατήγγειλε την σύμβαση με την από 26-04-2010 εξώδικη δήλωση της, που επιδόθηκε στις 11-05-2010, όπως προκύπτει από την με αριθμό 2135Γ/2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Πολυζώη Αργυρόπουλου. Μετά δε από την από 24-01-2011 αίτηση της καθ ης εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής με βάση τα παραπάνω έγγραφα, η οποία κοινοποιήθηκε στις 16-3-2011, ενώ ήδη η αιτούσα είχε ζητήσει έγγραφα από την καθ ης και ενημέρωση προκειμένου να υποβάλλει σε αυτή αίτηση για εξωδικαστικό συμβιβασμό σύμφωνα με τις διατάξεις Ν 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, την οποία τελικά και κοινοποίησε στις 30-03-2011, όπως προκύπτει από την με αριθμό 11911/2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σταυρούλας Μπλέτσα.

Κατόπιν των παραπάνω πραγματικών περιστατικών επί του πρώτου λόγου της ανακοπής. Στις διατάξεις του αρθ 6 παρ του Ν 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα προβλέπεται, ότι ο οφειλέτης ή κάποιος άλλος, που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο, που δικάζει κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας. Σε αντίθεση δε με ότι ορίζεται στα άρθ 25 και 10 του Ν 3588/2007- ΠτΚ, στα οποία προβλέπεται αναστολή όλων των ατομικών κατά του οφειλέτη καταδιωκτικών μέτρων (περιλαμβανομένης και της άσκησης αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών), στο παραπάνω άρθ 6 παρ 1 του Ν 3869/2010 η αναστολή περιλαμβάνει μόνο τα κατά του οφειλέτη μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Από τα παραπάνω προκύπτει πασιφανούς, ότι ακόμη και, όταν έχει κατατεθεί αίτηση για δικαστικό συμβιβασμό μετά την αποτυχία εξωδικαστικού, και ο οφειλέτης έχει πετύχει αναστολή κατά τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου, δεν εμποδίζεται η άσκηση αγωγής κατά του οφειλέτη με αίτημα την αναγνώριση ή καταψήφιση απαίτησης, που ο οφειλέτης επιδιώκει να υπαγάγει στη ρύθμιση του Ν 3869/2010. Ο υπερχρεωμένος οφειλέτης- ιδιώτης, σε αντίθεση με τον υπό πτώχευση- έμπορο, που παύει αυτοδικαίως να νομιμοποιείται ως διάδικος αναφορικά με τη διάγνωση ουσιαστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του, που συνθέτουν την πτωχευτική περιουσία του, όπως επίσης και για δικονομικά δικαιώματα σχετικά με την περιουσία του αυτή και κατ αυτόν τον τρόπο δεν νομιμοποιείται ούτε παθητικά αλλά και ούτε ενεργητικά σε δίκες, διατηρεί πλήρως το δικαίωμα του «συμβάλεσθαι και δικαιοπρακτείν» και «παρίστασθαι επί δικαστηρίω» και μπορεί να εναχθεί και να. ενάγει αλλά και να συνεχίσει κάθε εκκρεμή δίκη, που τον αφορά. Περαιτέρω από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθ 68, 72 από τη μία και 924 του ίδιου Κώδικα από την άλλη, προκύπτει ότι η διαδικασία για την ικανοποίηση του ουσιαστικού δικαιώματος, που έχει δικαστικά διαγνωσθεί, αρχίζει με την έναρξη εναντίον του οφειλέτη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι με την άσκηση αγωγής εναντίον του ή επίδοσης διαταγής πληρωμής χωρίς επιταγή προς πληρωμή αλλά μόνο προς γνώση και για τις έννομες συνέπειες. Έτσι καθ μέρος ο πρώτος λόγος αποτελεί λόγο της κατ άρθ. 632 του ΚΠολΔ ανακοπής, ήτοι δηλ. αφορά αυτή καθ εαυτή την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ότι δηλ. καταχρηστικά ασκήθηκε το σχετικό δικονομικό δικαίωμα και επιδιώχθηκε η έκδοση της, το αν η συμπεριφορά της καθ ης αντίκειται στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη και είναι εν τέλει καταχρηστική αλλά και οι έννομες συνέπειες αυτής της καταχρηστικής συμπεριφοράς θα κριθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ 116 του ΚΠολΔ. Αν δε μια διαδικαστική συμπεριφορά αντιβαίνει τις παραπάνω διατάξεις και είναι καταχρηστική μπορεί (πέραν των κυρώσεων των άρθρων 205 του ΚΠολΔ- επιβολή χρηματικής ποινής και του άρθ 185 παρ 2 – επιβολή των δικαστικών εξόδων), αν είναι επιτευκτική, να κηρυχθεί απαράδεκτη ή, αν είναι διαμορφωτική, να κηρυχθεί άκυρη, αν δεν υπάρχει δυνατότητα άλλως ίασης του ελαττώματος, που προέκυψε από την παράβαση (βλ για συνέπειες παράβασης Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής 1967 σελ 60-61, Μπέη ΠολΔικ άρθ 116 σελ 612-613 VIII, Κλαμαρή καταχρητική άσκησις δικαιώματος εν τω αστικώ δικονιμικώ δικαίω τεύχος Β σελ 484-485). Κατά τα διδασκόμενα δε υπάρχει παράβαση στις παρακάτω περιπτώσεις: α- όταν υπάρχει παράβαση των χρηστών ηθών. ήτοι δηλ η επιχειρούμενη διαδικαστική πράξη αντίκειται στους παγιωμένους με την σταθερή εφαρμογή τους κανόνες ηθικής του μέσου συνετού ανθρώπου (πχ όταν ο διάδικος ους ενάγων δεν σωρεύει τις απαιτήσεις του εναντίον του ίδιου του οφειλέτη του αλλά αντίθετα προβαίνει σε κατάτμηση με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων για την αρμοδιότητα ή την δημιουργία πολλών εξόδων και δικών σε βάρος του αντιδίκου του ή τέλος ο επισπεύδων δανειστής προβαίνει με την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης σε σώρευση και συνένωση περισσοτέρων απαιτήσεων από διαταγές πληρωμής, που είναι όλες κατώτερες του ποσού των 200.000 ευ, με σκοπό την καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 40 Ν 3858/2010 που αφορά την απαγόρευση πλειστηριασμών μέχρι του ποσού των 200.000 ευ), β- όταν αντίκειται στους κανόνες της καλής πίστης με σκοπό την φανερή παρέλκυση της δίκης, υπάρχει δε τέτοια συμπεριφορά βα- όταν (η διαδικαστική πράξη) ασκείται σύμφωνα με το γράμμα αλλά όχι και το πνεύμα του νόμου, που την ρυθμίζει, και με την άσκηση της ο διάδικος επιδιώκει ξένους σκοπούς προς το πνεύμα του τυπικώς τηρούμενου νόμου, όταν δηλ κυρίως υποκειμενικά ο διάδικος, που την ασκεί, δεν αποβλέπει σε κανένα άξιο προστασίας συμφέρον ή αντικειμενικά η ασκούμενη διαδικαστική πράξη δεν είναι σε θέση να υπηρετήσει κανένα άξιο προστασία: συμφέρον του (πχ εναγόμενος ασκεί έφεση κατά πρωτόδικης ερήμην του παραπεμπτικής απόφασης κατ αρθ 46 του ΚΠολΔ. που παραπέμπει και καθορίζει ως αρμόδιο δικαστήριο, το δικαστήριο του τόπου κατοικία: του ή ασκεί έφεση κατά απόφασης, που απορρίπτει την αγωγή του αντιδίκου του- ενάγοντος ως αόριστη κλπ). ββ- όταν η επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως γίνεται σε αντίθεση με την κατάσταση, που είχε δημιουργήσει ο διάδικος με την προηγούμενη συμπεριφορά του, στην οποία είχε δώσει εμπιστοσύνη ο αντίδικος του, παράβαση δηλ της αρχής venire contra factum proprium (πχ εναγομένη εταιρεία, παρότι ασκεί την κυρία δραστηριότητα της σε τόπο διαφορετικό από την καταστατική της έδρα, προτείνει την ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου του τόπου, που ασκεί πραγματικά την δραστηριότητα της και στο οποίο ενάγεται) και τέλος γ- όταν υπάρχει παράβαση του καθήκοντος αληθείας με την μορφή προβολής ψευδών ισχυρισμών ή παράλειψης προβολής τέτοιων κατά τρόπο, που να καθίσταται η ιστορική βάση αναληθής.

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα παραπάνω) αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη, καθώς δεν έρχεται σε αντίθεση με τους παγιωμένους ηθικούς κανόνες, που χαρακτηρίζουν την συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου. Δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με το γράμμα ούτε το πνεύμα του νόμου και δεν ασκείται άσκοπα, καθώς η καθ ης επιδιώκει απλά να εξοπλίσει την απαίτηση της με τίτλο εκτελεστό και έχει προφανές έννομο συμφέρον για αυτό (επισημαίνεται ότι με την έκδοση της διαταγή πληρωμής δεν επέρχεται ικανοποίηση του κρινόμενου ουσιαστικού δικαιώματος- επίδικης αξίωσης, ούτε καν αρχίζει η διαδικασία ικανοποίησης αυτού). Δεν έρχεται ακόμη σε αντίθεση με προηγούμενη διαφορετική κατάσταση, που είχε η ίδια η καθ ης δημιουργήσει και τέλος η καθ ης δεν παρέβη το καθήκον αλήθειας, αφού οι προβληθέντες ισχυρισμοί ήταν αληθείς. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος, ως λόγος ανακοπής κατ άρθ 632 του ΚΠολΔ πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει. Αντίθετα προς τα παραπάνω όμως η ενέργεια της καθ ης να κοινοποιήσει την εκδοθείσα διαταγή πληρωμής στην αιτούσα με επιταγή προς πληρωμή και να αρχίσει κατ αυτό τον τρόπο η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση του ουσιαστικού δικαιώματος, που διαγνώσθηκε με τη διαταγή, ενώ η τελευταία (αιτούσα) είχε αρχίσει τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να υποβάλλει αίτηση για εξωδικαστικό συμβιβασμό κατ άρθ. 2 του Ν 3869/2010, έρχεται ως διαδικαστική (δικονομική) πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας κατ άρθ. 116 του ΚΠολΔ σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη. Περαιτέρω δε η ίδια ενέργεια (καθότι η επιταγή προς πληρωμή ανήκει στην κατηγορία των διφυών διαδικαστικών πράξεων και αφενός αποτελεί εξώδικη πράξη- οιονεί δικαιοπραξία, αφετέρου εναρκτήρια διαδικαστική πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, βλ Μπρίνια αναγκαστική εκτέλεσις παρ 114 σελ 301-302, Μπέη εισαγωγή στη δικονομική σκέψη εκδ. 1981 σελ 187), στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου υπερβαίνει κατ άρθ. 281 του ΑΚ προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη αλλά και τον κοινωνικό-οικονομικό σκοπό για άσκηση του δικαιώματος (βλ ΟλΑΠ 1/1997 ΕλΔ 38/534, ΟλΑΠ 888/84 ΝοΒ 33/61), αφού η άσκηση αυτής της πράξης (επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης) μοναδικό σκοπό έχει την επιδίωξη πλήρους ικανοποίησης της απαίτησης της καθ ης σε βάρος της αιτούσας αλλά και των άλλων δανειστών αυτής, πριν η αιτούσα προλάβει να υπαχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του παραπάνω θεσμού για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Εκτιμάται κατά συνέπεια ότι η σχετική ανακοπή ως ανακοπή του άρθ. 933 του ΚΠολΔ θα ευδοκιμήσει και πρέπει να διαταχθεί η αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς περαιτέρω πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη της αιτούσας.

Μετά τα παραπάνω απομένει περαιτέρω να εξετασθεί και δεύτερος λόγος της ανακοπής, καθ ο μέρος όμως αυτός αποτελεί λόγο ανακοπής κατ άρθ. 632 του ΚΠολΔ, καθώς μετά την παραπάνω παραδοχή του πρώτου λόγου παρέλκει η εξέταση του λόγου αυτού, ως λόγου ανακοπής του άρθ. 933 του ΚΠολΔ. Επ αυτού του λόγου επισημαίνεται ότι, ως έχει παγίως κριθεί, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 έως 634, 626 παρ 3 και 444 παρ 1 και 448 παρ 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος λογαριασμού μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του καθ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το «απόσπασμα» των εμπορικών βιβλίων της πρώτης και ότι το «απόσπασμα» αυτό, στο οποίο εμφανίζεται όλη η κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμο της και ότι υπάρχει πράγματι τέτοια συμφωνία (ρήτρα) στην σχετική σύμβαση. Το παραπάνω «απόσπασμα» από τα βιβλία της Τράπεζας (στην πράξη σήμερα από το ηλεκτρονικό αρχείο) αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ και αποδεικνύει, κατά τη συμφωνία των διαδίκων (δικονομική σύμβαση), της απαίτηση της τράπεζας επιτρεπομένης της ανταποδείξεως (ΑΠ 667/1993 ΕλΔ 35/1299. ΑΠ 1381/1991 ΕλΔ 33/1200). Τα παραπάνω ισχύουν κατά την πάγια έκτοτε (από το παραπάνω έτη) νομολογία σε κάθε σύμβαση πιστώσεως με συμβαλλόμενο Τράπεζα και ιδιώτη, ανεξάρτητο αν ειδικότερο πρόκειται ανοιχτό ή αλληλόχρεο λογαριασμό. δάνειο, χρηματοδοτική μίσθωση κλπ, καθώς η συμφωνία αυτή ους δικονομική σύμβαση είναι έγκυρη (ΑΠ 441/2007. 952/2002 Νόμος). Εκτιμάται συνεπώς, καθώς ο όρος αυτός δεν κρίνεται καταχρηστικός, ότι δεν θα ευδοκιμήσει η ανακοπή, ως ανακοπή του άρθ. 632 του ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς, καθ όσα κρίθηκε κατά τα παραπάνω ουσιαστικά βάσιμη, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας τα προβλεπόμενα έξοδα της καθ ης κατ αρθ. 178 παρ 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται την αίτηση

Αναστέλλει την διαδικασία εκτέλεσης, που άρχισε με την επίδοση της από 18-2-2011 επιταγής προς εκτέλεση, που συντάχθηκε παρά πόδας του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 116/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου τούτου και απαγορεύει κάθε περαιτέρω πράξη εκτέλεσης, έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 28-03-2009 με αριθμό καταθέσεως145/2011 ανακοπής κατά της παραπάνω διαταγής, που κατατέθηκε και εκκρεμεί στο Δικαστήριο τούτο.

Επιβάλλει τα έξοδα της καθ ης σε βάρος της αιτούσας και προσδιορίζει αυτά σε εκατόν εξήντα (160) ευ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του στο Χαλάνδρι στις 31-05-2011.

Ο Ειρηνοδίκης           Ο Γραμματέας

Scroll to Top