ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ Ν.3869/2010
Αριθμός απόφασης 44/2012
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Νέας Ιωνίας ………..και από τη Γραμματέα ………….
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΑ: Ιωάννη ……….του Κωνσταντίνου, κατοίκου Νέας Ιωνίας οδός …….ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα Κορσάνου.
ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ , οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευση τους (άρθρα 5 του ν.3869/2010 και 748 παρ. 2 του Κ. Πολ. Δ) και παρίστανται ως εξής: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ………..που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ….….., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της…………………, 2) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ………………………, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………….., 3) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ……………………… που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ………, έχει εγγραφεί στο Μητρώο Α.Ε. του Υπουργείου Ανάπτυξης με αριθμό 51458/06/Β/02/8 και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της……….4) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία …………… που εδρεύει στη …….και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα επί της …….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ι…….., 5) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ………… που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ε…….., 6) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ……..που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Α……….7) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με τν επωνυμία που εδρεύει στην Αθήνα, οδός .………., αρ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Α……. 8) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με τη νέα επωνυμία ……….που εδρεύει στην Αθήνα οδός ……..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γ…………9) Δημόσιας Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία …….….. που εδρεύει …………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ε…….., 10) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ….. που εδρεύει στο ………..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εμφανίστηκε, 11) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία ……..…. που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τη πληρεξούσια δικηγόρο της ……..… 12)Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία …….. η οποία δεν εμφανίσθηκε και 13) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ) με την επωνυμία………. που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προιστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ………….
Ο αιτών με την από …….αίτηση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικαστηρίου αυτού, γράφτηκε στο σχετικό βιβλίο με αύξοντα αριθμό ……. και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητεί όσα αναφέρονται σε αυτή.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα και ακολούθησε συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με αριθμό …….. και ………εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Αφροδίτης ……………….ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …….. καθώς και στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ……… Οι ως άνω όμως τραπεζικές εταιρίες δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Το Δικαστήριο, ωστόσο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. (754 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).
Το αρ. 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 ορίζει ότι φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση του άρθρου 4 του προαναφερόμενου νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών τους. Όπως συνάγεται από την ανωτέρω διάταξη, προϋπόθεση υπαγωγής του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του νόμου είναι η παραδοχή ότι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών δεν οφείλεται σε δόλο του οφειλέτη (βλ. Αθ. Κρητικό Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων’’, σελ. 55 παρ. 16 β’ έκδοση). Η μη δολιότητα καταλαμβάνει εξ ορισμού όχι μόνο την αδυναμία πληρωμής αυτή καθ’ εαυτή αλλά και την ανάληψη του εγχειρήματος της λήψης του δανείου, αν προδήλως ήταν αδύνατη η εξυπηρέτηση του (Δ. Μακρής ΄΄Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 3869/2010 (Φ.Ε.Κ. 130Α 3-8-2010, αρ. 17 σελ 35-36). Επίσης, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη (άρθρο 1 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου) ο πιστωτής μπορεί να προβάλει, κατ’ ένσταση, ότι ο αιτών οφειλέτης έχει περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής των χρεών του με δόλο. Δόλος υπάρχει όταν ο οφειλέτης έχει προβεί σε ενέργειες που γνώριζε ότι θα είχαν ως συνέπεια την αδυναμία του να ικανοποιήσει τους πιστωτές. Η απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν αυτές τις ενστάσεις συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησης για ρύθμιση. Η απόδειξη τους βαρύνει τον πιστωτή, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε ο οφειλέτης (βλ. Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη ΄΄Η απόφαση διευθέτησης οφειλών κατά το Ν. 3869/2010’’, Αρμεν. 2010. 1474 επ.)
Με την αίτηση που κρίνεται, όπως νόμιμα συμπληρώθηκε, ισχυρίζεται ο αιτών ότι βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς τους πιστωτές τους, που αναφέρονται σ’ αυτή και ζητάει να υπαχθεί στις διατάξεις του ν.3869/2010, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του και δύο ακόμη διαμερισμάτων του, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει. Η αίτηση αυτή αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 Ν.3869/2010) και για το παραδεκτό της προσκομίζονται νόμιμα οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.3869/2010 α) η από 16-5-2011 βεβαίωση αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού που υπογράφεται από την πρόεδρο της ……………………………….. και β) η από 20-6-2011 υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας του και των εισοδημάτων αυτού και της συζύγου του, των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο και τόκους, όπως αυτά περιγράφονται στην αίτηση, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία τριετία. Εξάλλου από την αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.3869/2010 προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη όμοια αίτηση του αιτούντος, ούτε έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές του.
Ο ισχυρισμός των πιστωτών ότι η αίτηση είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, διότι είναι αόριστο το κονδύλι του κόστους διαβίωσης του, δεν προκύπτει ουσιώδης μεταβολή στα εισοδήματα του, η οποία να δικαιολογεί την υπερχρέωση του, δεν αιτιολογείται η δημιουργία υπέρογκων οφειλών, δεν επικαλείται ανάγκες που να δικαιολογούν τις υφιστάμενες οφειλές του συνολικού ύψους 667.771,55 ευρώ και δεν προσδιορίζονται οι λόγοι και τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη μόνιμη αδυναμία πληρωμής, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η αίτηση, πέραν των στοιχείων που αναφέρονται στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών από τον οφειλέτη – φυσικό πρόσωπο πρέπει να περιέχει και: α)κατάσταση της περιουσίας του αιτούντα και των εισοδημάτων αυτού και της συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών (Κρητικός, ρύθμιση ν.3869/2010, σελ. 64), στοιχεία που περιέχονται σε αυτή και κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου της εν λόγω αίτησης. Ο προσδιορισμός των βιοτικών αναγκών του αιτούντος καθώς και τα υπόλοιπα προαναφερόμενα από τις πιστώτριες στοιχεία αποτελούν αντικείμενο αποδεικτικής διαδικασίας.
Η εκ των πιστωτριών τράπεζα …………..πρόβαλε την ένσταση αντισυνταγματικότητας του ν. 3869/2010, ισχυριζόμενη ότι ο ως άνω νόμος προσκρούει στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος κατά το οποίο οι Έλληνες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο. Η αρχή της ισότητας αποκλείει την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικών μέτρων ή προνομίων, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όπως τούτο συμβαίνει στην περίπτωση τους, κατά την οποία χάνουν το μεγαλύτερο μέρος ή και ολόκληρη την απαίτηση τους. Επίσης προσκρούει και στη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός αυτού του δικαιώματος τους δεν είναι ανεκτός, καθόσον δεν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος να ορίζεται ρητά και να δικαιολογεί τον τεθέντα περιορισμό, ούτε τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος τους. Παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας κατά τρόπο που αναιρείται το δικαίωμα τους στην περιουσία το οποίο επίσης κατοχυρώνονται και στο άρθρο 17 του Συντάγματος και κυρίως στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κατά το οποίο ΄΄Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού, παρά μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενιών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους’’. Με τον συγκεκριμένο νόμο υφίσταται κατάφωρη παραβίαση, των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της, αφού υφίσταται απώλεια και των ιδίων κεφαλαίων της, πράγμα το οποίο παραβιάζει το δικαίωμα της στην περιουσία και αποτελεί αδικαιολόγητη επιβάρυνση για αυτή και καθαρά χαριστικό μέτρο προς τους οφειλέτες, οι οποίοι με τον ως άνω νόμο διακόπτουν δολίως την αποπληρωμή των οφειλών τους σε βάθος χρόνου, αφού υφίσταται απώλεια και των ιδίων κεφαλαίων της, πράγμα το οποίο παραβιάζει το δικαίωμα της στην περιουσία και αποτελεί αδικαιολόγητη επιβάρυνση για αυτή και καθαρά χαριστικό μέτρο προς τους οφειλέτες, οι οποίοι με τον ως άνω νόμο διακόπτουν δολίως την αποπληρωμή των οφειλών τους και διαγράφουν εις βάρος της τις οφειλές τους, στερώντας της την περιουσία της. Επίσης είναι αντισυνταγματικό και σχετικά με το σύνολο των Ελλήνων πολιτών να διαγράφονται οφειλές ατόμων που μπορούν να αποπληρώσουν μεγάλο μέρος των οφειλών τους σε βάθος χρόνου, αφού στην ουσία έτσι μετακυλίεται η αποπληρωμή των οφειλών τους στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αναγκάζεται να στηρίξει χρηματικά τις τράπεζες και κατά συνέπεια στην Ελληνική κοινωνία και στους Έλληνες φορολογούμενους.
Ο ισχυρισμός της αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο, των χρεών του με απαλλαγή από αυτά, βρίσκει τη νομιμοποίηση της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς αδιέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Στόχος των εν λόγω διατάξεων είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών αποβλέπει εν προκειμένω στη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος, με τη δυνατότητα απαλλαγής από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, εφόσον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εξαντλήσει τις δυνατότητες ικανοποίησης των πιστωτών το. Η (μερική έστω) ικανοποίηση των πιστωτών από το εισόδημα του οφειλέτη για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο προβάλλει ως δοκιμασία και επίδοση του οφειλέτη προκειμένου να επιτύχει με το πέρας αυτής το ευεργετικό αποτέλεσμα της απαλλαγής των χρεών (β. Αιτιολογική Έκθεση). Ο ως άνω νόμος υπηρετεί την προστασία της προσωπικότητας των υπερχρεωμένων προσώπων και την οικονομική τους επανένταξη τους στο κοινωνικό σύνολο (άρθρα 2 παρ. 1, 21 παρ. και 24 παρ.1α του Συντάγματος). Εξάλλου ο ως άνω νόμος δεν καθιερώνει δικαίωμα κάθε οφειλέτη να επιδιώξει ρύθμιση των χρεών του και απαλλαγή από αυτά. Σκοπός του είναι να παράσχει τη δυνατότητα στους υπερχρεωμένους οφειλέτες να ρυθμίσουν και να απαλλαγούν από τα χρέη τους, πλην εκείνων που εξαιρεί ο νόμος, εφόσον έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των χρεών τους. Εξαιρεί ο νόμος με το αρθρ. 1 σημαντικές κατηγορίες χρεών προς το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., όπως επίσης και τα χρέη που αναλήφθηκαν ένα έτος πριν από την υποβολή της αιτήσεως σε αρμόδιο δικαστήριο. Ο έλληνας νομοθέτης επέλεξε ως πρωταρχικό στόχο τη ρύθμιση των οφειλών είτε με εξώδικο είτε με δικαστικό συμβιβασμό είτε με δικαστική ρύθμιση σε περίπτωση αποτυχίας του συμβιβασμού και ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρο 8 παρ. 2 του ν.3869/2010). Μόνο μετά από συνεπή εκτέλεση των όρων της ρύθμισης επί μια τετραετία ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του από τα χρέη, ήτοι ΄΄από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών’’ (άρθρο 11 παρ. 1 ν.3869/2010). Η απαλλαγή από τα χρέη επέρχεται μετά από μια μακρά περίοδο περιορισμών και εποπτείας. Εξ άλλου το σύνηθες πρότυπο του οφειλέτη, στον οποίο αφορά ο νόμος, είναι αυτό του μικροοφειλέτη –στις περισσότερες περιπτώσεις με πενιχρά εισοδήματα, με πενιχρά περιουσιακά στοιχεία και έλλειψη συναλλακτικής εμπειρίας (Κλ. Ρούσσος, Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα – Δομή και λειτουργία Ν. 3869/2010 Νομική Βιβλιοθήκη, 08/2/2011). Η ρύθμιση χρεών και απαλλαγή από αυτά του οφειλέτη δεν επέρχεται βάσει μιας αίτησης και μόνο του οφειλέτη. Αντιθέτως τίθενται στον νόμο περαιτέρω προϋποθέσεις για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Και είναι μεν αληθές ότι το δικαστήριο μπορεί να καθορίσει μικρού ύψους καταβολής χρεών του οφειλέτη για μια τετραετία και σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μηδενικές ακόμη καταβολές. Έτσι, βέβαια, αλλοιώνεται το περιεχόμενο της απαιτήσεως των πιστωτών, των οποίων μειώνονται οι ελπίδες ικανοποιήσεως. Τούτο όμως συμβαίνει, γιατί η περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και τα εισοδήματα του δεν του επιτρέπουν να πράξει διαφορετικά. Οι πιστωτές δεν έχουν συμφέρον να αναμένουν τίποτε το θετικό από ένα τέτοιο οφειλέτη. Η κατάσταση αυτή πρέπει να εκκαθαρίζεται μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο ο νόμος ορίζει σε τέσσερα (4) έτη. Με την παρέλευση του διαστήματος αυτού ο οφειλέτης επανέρχεται σε μία νέα περίοδο για να φροντίσει για την κοινωνική και οικονομική επανένταξη του.
Εν’ όψει όλων αυτών και λαμβανομένων υπ’ όψιν των ευλόγων και συνταγματικώς προστατευομένων συμφερόντων των εμπλεκομένων μερών οι ρυθμίσεις του ως άνω νόμου κρίνεται ότι δεν είναι αντισυνταγματικές, γιατί δήθεν επεμβαίνουν δραστικά στο περιεχόμενο των ενοχικών απαιτήσεων των πιστωτών παρά τη βούληση τους (Α. Κρητικού ΄΄Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων΄΄ , σελ.17-20).
Τέλος η ίδια ως άνω πιστώτρια πρότεινε ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως γιατί κατατέθηκε στις 6/7/2011 και προκειμένου έπρεπε να εισαχθεί προς συζήτηση το αργότερο έως τις 6/1/2012 σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 3869/2010. Ισχυρίζεται σχετικά ότι η καθυστέρηση στη συζήτηση των αιτήσεων προκαλεί τεράστια ζημία στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς στην ουσία δίνεται περίοδος χάριτος στους οφειλέτες για την αποπληρωμή των δανείων του και επίσης μεταβάλλονται διαρκώς τα πραγματικά διαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα κατά τη συζήτηση τα πιστωτικά ιδρύματα να μην μπορούν να αντιταχθούν στους ισχυρισμούς των αιτούντων, τους οποίους μαθαίνουν πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Η ένσταση αυτή της ως άνω πιστώτριας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη δεδομένου ότι ο προσδιορισμός της δικασίμου δεν είναι έργο του οφειλέτη. Συνεπώς η υπό κρίση αίτηση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8, 9, 11 του ν. 3869/2010 και πρέπει να ερευνηθεί και από ουσιαστική πλευρά, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και των πιστωτών του.
Από τη χωρίς όρκο εξέταση του αιτούντος, που περιλαμβάνεται στα πρακτικά και από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, 54 ετών, δεν έχει εμπορική ιδιότητα και συνεπώς στερείται πτωχευτικής ικανότητας. Έχει θέση τακτικού καθηγητή στο ΤΕΙ Χαλκίδος, στην ειδικότητα του μηχανολόγου – μηχανικού. Έχει τρία παιδιά ηλικίας 20, 17 και 15 ετών. Ο μηνιαίος μισθός του κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ανερχόταν στο καθαρό ποσό σε των 2.291,53 ευρώ και ήδη ανέρχεται στο ποσό των 1.671,52 ευρώ το μήνα. Το ετήσιο εισόδημα του κατά το έτος 2008, σύμφωνα με τα στοιχεία των εκκαθαριστικών του σημειωμάτων που προσκομίζει, ανερχόταν στο ποσό των 53.225,71 ευρώ και της συζύγου του, η οποία είναι καθηγήτρια, στο ποσό των 18.102,28 ευρώ . Το έτος 2009 ανερχόταν στο ποσό των 48.807,69 και της συζύγου του στο ποσό των στο ποσό των 16.699,01 ευρώ. Το έτος 2010 ανερχόταν στο ποσό των 48.512,20 ευρώ και της συζύγου του στο ποσό των 17.332,68 ευρώ, ενώ το 2011 ανερχόταν στο ποσό των 37.828,18 ευρώ και της συζύγου του στο ποσό των 19.349,10 ευρώ και τέλος το 2012 ανερχόταν στο ποσό των 35.130,28 ευρώ και της συζύγου του στο ποσό των 15.095,28 ευρώ. Από τα ως άνω συνάγεται ότι ο ενάγων είχε υψηλά εισοδήματα και ότι είχε και την οικονομική συνεισφορά της συζύγου του, με συνέπεια την επαύξηση των οικογενειακών του εισοδημάτων που ήταν ικανά να προσφέρουν σε αυτόν και την οικογένεια του αξιοπρεπή διαβίωση, χωρίς να υπάρχει κανένας φανερός λόγος να προβεί σε δανειοδότηση. Τα ως άνω εισοδήματα του σύμφωνα πάντα και με τα στοιχεία των εκκαθαριστικών του σημειωμάτων, άρχισαν να μειώνονται από το έτος 2009, όμως και μετά τη μείωση παρέμειναν υψηλά. Η σύζυγος του ήδη λαμβάνει το ποσό των 813 ευρώ το μήνα. Στο μηνιαίο εισόδημα αυτού, ύψους1.671,52 ευρώ, πρέπει να προστεθεί και το ποσό τω 233,37 ευρώ που παρακρατεί το ……………….από το οποίο έλαβε δάνειο το έτος 2010, όπως ο ίδιος κατέθεσε. Συνολικά το μηνιαίο εισόδημα του ανέρχεται σε 1.904,89 ευρώ. Ο αιτών παρά το γεγονός ότι ελάμβανε υψηλά εισοδήματα που εξασφάλιζαν κατ’ αντικειμενική κρίση άνετη διαβίωση σ’ αυτόν και την οικογένεια του, ανέλαβε αλόγιστα δανειακές υποχρεώσεις. Ειδικότερα, 1) από την …..Τράπεζα ανέλαβε τέσσερα καταναλωτικά δάνεια και τέσσερεις πιστωτικές κάρτες συνολικού ύψους 84.666,66 ευρώ 2) Από την ……τράπεζα έλαβε στις 16-7-2002, 18-7-2002 και 6-12-2002 τρεις πιστωτικές κάρτες, συνολικού ύψους 35.619, 79 ευρώ 3) Από την …. Τράπεζα έλαβε στις 28-2-1997, σε αντικατάσταση κάρτας έκδοσης 13-10-94 και στις 12-3-2007, δύο πιστωτικές κάρτες και ένα δάνειο συνολικού ύψους 32.682, 92 ευρώ. 4) Από την …τράπεζα έλαβε δύο πιστωτικές κάρτες, συνολικού ύψους 11.214,79 ευρώ 5) Από την …. Τράπεζα έλαβε κατά τον αιτούντα το έτος 2002 ένα στεγαστικό δάνειο, μία πιστωτική κάρτα και δύο ρυθμίσεις συνολικού ύψους 286.931,15 ευρώ . Η απαίτηση της ως άνω τράπεζας είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης. 6) Από την τράπεζα …έλαβε ένα καταναλωτικό δάνειο και δύο πιστωτικές κάρτες συνολικού ύψους 38.931,62 ευρώ 7) Από την τράπεζα … έλαβε το έτος 2009 ένα καταναλωτικό δάνειο ύψους 12.891,63 ευρώ 8) Από την τράπεζα…. έλαβε καταναλωτικό δάνειο ύψους 57.884,69 ευρώ. Η απαίτηση της ως άνω τράπεζας είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης. 9) Από την τράπεζα…. έλαβε καταναλωτικό δάνειο 61.565, 91 ευρώ 10) Από την τράπεζα…. έλαβε προσωπικό δάνειο ύψους 6.083,47 ευρώ 11) Από την τράπεζα… έλαβε την 2-2-2006 καταναλωτικό δάνειο ύψους 13.243,71 ευρώ 12) Από την τράπεζα… έλαβε πιστωτική κάρτα ύψους 6.586,14 ευρώ και από ….. έλαβε το έτος 2010 επισκευαστικό δάνειο ύψους 19.469,12 ευρώ. Σύνολο οφειλής: 667.771,55 ευρώ. Από τα ως άνω αποδεικνύεται ότι ο αιτών έλαβε συνολικά τριάντα (30) πιστωτικά προιόντα (καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, στεγαστικό και επισκευαστικό δάνειο), από το σύνολο σχεδόν των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη χώρα, συνολικού ύψους 667.771,50 ευρώ. Από το ως άνω ποσό, διατέθηκε για αγορά τριών διαμερισμάτων μόνο το ποσό των 234.776,23 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ. ………….19-3-2002) προσκομιζόμενο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., με το οποίο ο αιτών και η σύζυγος του αγόρασαν κατ’ ισομοιρία τα ως άνω ακίνητα),ενώ δεν προκύπτει η διάθεση των υπολοίπων ποσών. Το ποσό των 40.000 ευρώ που ισχυρίζεται ότι δαπάνησε για τα πεθερικά του, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται είναι ελάχιστο σε σχέση με το ύψος των δανείων που έλαβε αλλά και με το οικογενειακό τους εισόδημα, λαμβανομένου υπ’ όψη και του γεγονότος ότι και εκείνοι ήταν συνταξιούχοι του ΟΓΑ και είχαν και δικό τους αν και πενιχρό εισόδημα. Ωστόσο από το έτος 2009 σταμάτησε να εξυπηρετεί τα δάνεια του αυτά και εκδόθηκαν σε βάρος τους οι διαταγές πληρωμής με αριθμό ….Ειρηνοδικείου Αθηνών, με αριθμό ………….του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό …. Ειρηνοδικείου Αθηνών, με αριθμό …. Του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό …. Του Ειρηνοδικείου Αθηνών και επιβλήθηκαν κατασχέσεις από την τράπεζα…. εις βάρος ακινήτων του και η από ….κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Ο ίδιος στην αίτηση του ισχυρίζεται ότι ανέλαβε δανειακές υποχρεώσεις, στις οποίες με τον καιρό αδυνατούσε να ανταπεξέλθει και έτσι μπήκε σε ένα φαύλο κύκλο να παίρνει το ένα δάνειο για να ανταπεξέλθει στο άλλο, δημιουργήθηκε ένας κυκεώνας δανειακών οφειλών, τις οποίες πλέον αδυνατεί να αντιμετωπίσει και ούτε ποτέ θα μπορέσει και ότι η αδυναμία του προς πληρωμή είναι μόνιμη, ενώ όλες οι οφειλές του έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες εκτός αυτή του ……, για την οποία παρακρατείται από το μισθό του 233,37 ευρώ μηνιαίως. Το εισόδημα του αιτούντα αν και ήταν πολύ υψηλό δεν επαρκούσε για την αποπληρωμή των δόσεων των δανείων που είχε λάβει. Το έτος 2008 οι δόσεις των δανείων του έφταναν στο ποσό των 7.000 ευρώ (βλ. πρακτικά) και το μηνιαίο του οικογενειακό εισόδημα ανερχόταν στο ποσό των 5.943,99 (53.225,71 ευρώ του ίδιου και 18.102,28 ευρώ της συζύγου του = 71.327,99 : 12 = 5.943,99). Το έτος 2010 παρά την επικαλούμενη μείωση των εισοδημάτων του και παρά το γεγονός ότι η εκ των πιστωτριών του τράπεζα …., είχε καταγγείλει από τον Μάρτιο του 2009 συμβάσεις πιστώσεως που είχε συνάψει με τον αιτούντα (βλ. τις αναφερόμενες ως άνω διαταγές πληρωμής), προέβηκε σε νέο δανεισμό.
Από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν προκύπτει ότι ο αιτών κατά τη λήψη του νέου δανείου βρισκόταν σε αδυναμία πληρωμής. Αλλά και κατά τη λήψη των προηγούμενων δανείων γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να τα αποπληρώσει, αφού η υπερχρέωση του προέρχεται κατά κύριο λόγο από καταναλωτικά δάνεια και από υπεραναλήψεις μέσω των πιστωτικών καρτών, των οποίων τα υψηλά επιτόκια μεγάλωναν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του και παρ’ όλα αυτά προχωρούσε στη σύναψη δανειακών συμβάσεων με διαφορετικά πιστωτικά ιδρύματα. Το τελευταίο μάλιστα δάνειο προκύπτει ότι το έλαβε, ενώ δεν υπήρχε καμία απολύτως δυνατότητα αποπληρωμής του, γεγονός που επαύξανε την αδυναμία του προς πληρωμή και των άλλων πιστωτών του. Συνεπώς από δόλο περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, αφού γνώριζε ότι η ανάληψη των δανειακών του υποχρεώσεων θα είχε ως συνέπεια την αδυναμία του να ικανοποιήσει τα πιστωτικά ιδρύματα που του χορηγούσαν δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Ο ισχυρισμός του αιτούντα ότι οι τράπεζες είναι συνυπαίτιες για την περιέλευσή του στην κατάσταση υπερχρέωσης του, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Η συνυπαιτιότητα των τραπεζών στη λήψη δανείων, δεν αίρει τις συνέπειες της δόλιας συμπεριφοράς του υπερχρεωμένου, που είναι η μη υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, ακόμη και αν σε αυτό συνέβαλε η συμπεριφορά των πιστωτικών ιδρυμάτων που χορηγούσαν δάνεια χωρίς να ελέγξουν την οικονομική δυνατότητα του αιτούμενου το δάνειο και χωρίς να διαπιστώσουν και τις λοιπές δανειακές υποχρεώσεις του και την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά και που συνεπώς φέρουν ευθύνη για την επισφάλεια αυτή. Στο άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 3869/2010, σαφώς αναφέρεται ότι την αίτηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 για την ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή, δικαιούνται να υποβάλλουν τα φυσικά πρόσωπα που έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η ένσταση της τέταρτης, ένατης και δέκατου τρίτου εκ των καθ’ ων πιστωτών του αιτούντα, ότι ο αιτών εκ δόλου περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του και συνεπώς δεν δικαιούται να υποβάλλει την αίτηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ως άνω νόμου για ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή και να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντα κατ’ αναλογική εφαρμογή του αρ. 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010.Τέλος παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται γιατί η απόφαση δεν υπόκειται ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 14 του ν. 3869/2010, Αθ. Κρητικός ο.π. σελ. 187 αρ. 5).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της δέκατης και δωδέκατης ρκ των καθ’ ων και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο τους στις …….2012