ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ  (Ν. 3869/2010) 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

50/2016

Αρ. έκθεσης κατάθεσης αίτησης : 447/2014

 Αρ. έκθεσης κατάθεσης κλήσης : 334/2015

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

 

 

Συγκροτήθηκε νόμιμα από την Ειρηνοδίκη  Μ……. Ε…… Μ…… και τη Γραμματέα Ε…. Μ…..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2016,  για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ :  Ι……Π…… του  Ι…… και της Π………,   κατοίκου Α……. Α……, οδός Σ……. και Α….. αρ. ., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο  μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου  της Γλυκερίας Παπακαλαμπόκη.

ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ, οι οποίες κατέστησαν  διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρα 5 Ν. 3869/2010 και 748 § 2 ΚΠολΔ) και παρίστανται ως εξής :

α) Η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τ…… Ε……. Ε……. Α.Ε.»  που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ό….. αρ..) και  εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της πρώην ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Τ………. Τ……….. Ε…… Α.Τ.Ε.», λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της τελευταίας από την πρώτη, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γ……. Κ……..

β) Η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Α… Τ…… Α.Ε.»,  που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σ…… αρ. .. και  εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου.

Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 01.10.2014 αίτηση της, εκουσίας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε στην γραμματεία  του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 447/23.10.2014, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 12ης.11.2026 και γράφτηκε στο πινάκιο. Με την από 04.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 334/08.12.2015 κλήση της η αιτούσα ζήτησε τον επαναπροσδιορισμό της κρινόμενης αίτησης, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 2 παρ. Α. υποπαρ. Α 4 του Ν. 4336/2015, η  οποία επαναπροσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, οπότε η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά του σχετικού πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υποθέσεως, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται ανωτέρω και οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τις υπ’ αριθμ. 7664/24.102014 και 7.665/24.10.2014, εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρεις του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ν……. Ι. Σ…………., που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 12ης.11.2026 και ημερομηνίας επικύρωσης προδικαστικού συμβιβασμού ή συζήτησης προσωρινής διαταγής για την 29.01.2015 επιδόθηκε νόμιμα προς τις πιστώτριες εντός της προθεσμίας των δέκα πέντε ημερών από την κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως. Από της ως άνω επιδόσεως, οι τελευταίες κατέστησαν διάδικοι εκ του νόμου, διότι, όπως στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 748 του ΚΠολΔ στα πλαίσια της εκουσίας διαδικασίας έχει ήδη κριθεί ότι ο τρίτος της κλητεύσεώς του, καθίσταται διάδικος (βλ. σχετικά ΟλΑΠ  974/1980 ΝοΒ 29 σελ. 294), για την ταυτότητα του νομικού λόγου, καθίσταται διάδικος και ο υποχρεωτικά καλούμενος πιστωτής υπό τους όρους και δυνάμει της διατάξεως  της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.  3869/2010. Ομοίως από τις υπ’ αριθμ.  8.971/14.12.2015 και 8.963/14.12.2015 εκθέσεις επίδοσης του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο  αντίγραφο της από 07.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 334/08.12.2015 κλήσεως, με πράξη επαναπροσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα προς τις πιστώτριες εντός της προθεσμίας των δέκα πέντε ημερών από την κατάθεσή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η αυτή εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η πρώτη των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών δεν εμφανίστηκαν, συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο κατά τις επιταγές της παρ. 2 του άρθρου 754 του ΚΠολΔ, θα προχωρήσει στην έρευνα της υποθέσεως σαν να είχε αυτή εμφανισθεί.

Με την κρινόμενη, αίτηση η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη, άνευ δόλου αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, ζητά κατ’ ορθή εκτίμηση του υπό κρίση δικογράφου τη δικαστική ρύθμιση των χρεών της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά καθώς και την εξαίρεση της κύρια κατοικίας της  από την εκποίηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010.

Με προφορική δήλωση στο ακροατήριο της πληρεξούσιας δικηγόρου της αιτούσας, που καταχωρήθηκε στα τηρούμενα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου αλλά και με τις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η τελευταία παραδεκτά και νόμιμα επικαιροποίησε – συμπλήρωσε την υπό κρίση αίτηση σε ότι αφορά την εισοδηματική κατάσταση της αιτούσας και την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας της.

Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται για συζήτηση ενώπιων του παρόντος Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί η αιτούσα, κατά τη προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010), καθόσον για το παραδεκτό της: i) τηρήθηκε η προδικασία του προδικαστικού  συμβιβασμού που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 5§2, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με την παρ. 3 του άρθρου 85 του Ν. 3996/2011 και αντικατασταθεί με το άρθρο 13 του Ν. 4161/2013, με την βεβαίωση της αποτυχίας αυτού, όπως προκύπτει από τις 06.12.2014  υποβληθείσες παρατηρήσεις της πρώτης των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών, (σημειωτέον ότι η δεύτερη μετέχουσα στη δίκη τράπεζα δεν υπέβαλλε τις απόψεις  της επί του σχεδίου ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος, ωστόσο η παράλειψη αυτή οδηγεί μόνο σε τεκμαιρόμενη κατά το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν.  Ν. 3869/2013 άρνηση του συμβιβασμού σε συνδυασμό με την έκδοση της από 30.01.2015 προσωρινής διαταγής της Ειρηνοδίκη του παρόντος Δικαστηρίου), ii) τηρήθηκε η εμπρόθεσμη και νομότυπη επίδοση της αίτησης μέσα στην προθεσμία των 15 ημερών από την κατάθεσή της, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 3869/2010, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με την παρ. 3 άρθρου 85 Ν. 3996/2011 και αντικατασταθεί  με το άρθρο 13 Ν. 4161/2013, προς τις πιστώτριες της αιτούσας και τον εγγυητή (βλ. τις  υπ’ αριθμ. 7.664/24.10.2014, 7.665/14.10.2014 και 7.699/03.11.2014 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ν……. Ι. Σ…………, σε συνδυασμό με τη ημερομηνία κατάθεσης της υπό κρίση αίτησης, ήτοι την 23.10.2014 καθώς και τις υπ’ αριθμ. 8.971/14.12.2015, 8.963/14.12.2015 και 8.989/14.12.2015 εκθέσεις επίδοσης του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή σε συνδυασμό με την ημερομηνία κατάθεσης της από 04.12.2015  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 334/08.12.2015 κλήσεως)  iii)  έγινε επικαιροποίηση  του φακέλου της αιτούσας που τηρείται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με την κατάθεση σχετικών εγγράφων  (βλ. την από 7/08.12.2015 έκθεση εγχειρίσεως καταλόγου εγγράφων του Γραμματέα του παρόντος Ειρηνοδικείου)  και iv) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας  για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ αρθ. 13 παρ. 2 ν. 3869/10 (βλ. την υπ’ αριθμ. 650/24-10-2016 βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Περαιτέρω η υπό κρίση αίτηση είναι και αυτεπαγγέλτως ερευνώμενη κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και 4 του Ν. 3869/2010 αρκούντως ορισμένη, καθόσον περιέχει κατάσταση της περιουσίας της αιτούσας και των εισοδημάτων της, των πιστωτών της και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 (Κρητικός, ρύθμιση Ν. 3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν/64- Ανάτυπο σελ. 1477) και το συνολικό ύψος των βιοτικών της αναγκών, ουδέν άλλο δε στοιχείο απαιτείται για τη πληρότητα της. Είναι δε η κρινόμενη αίτηση νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8, 9, 11 του Ν. 3869/2010, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4161/2013 πλην  α) του αιτήματος να επικυρωθεί το σχέδιο διευθετήσεως οφειλών κατ’ άρθρο 7 του Ν. 3869/2010, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, αφού η επικύρωση του σχεδίου αυτού από τους διαδίκους, κατά το ίδιο ως άνω άρθρο, (7 του Ν. 3869/2010), δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας αυτών, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθετήσεως οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης αφού διαπιστώσει την κατά τα άνω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο από την επικύρωσή του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού.  Το Δικαστήριο στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αιτήσεως στην Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές τους και συνεπώς το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση,  β) του αιτήματος να εξαιρεθεί από την εκποίηση το περιγραφόμενο στην υπό κρίση αίτηση όχημα της  αιτούσας, εφόσον κατά το άρθρο 9 παρ. 2, του Ν. 3869/2010 δεν δύναται να ζητηθεί η εξαίρεση λοιπόν περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη από την εκποίηση, καθώς εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο αυτό προβλέπεται μόνο για την κύρια κατοικία του οφειλέτη και για κανένα άλλο περιουσιακό του στοιχείο και γ) του αιτήματος να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση της ρυθμίσεως του Δικαστηρίου θα απαλλαγεί από τα χρέη της η αιτούσας, αφού η αιτούμενη αναγνώριση, δεν αποτελεί υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας, κατ’ άρθ.  739 του ΚΠολΔ, ώστε να κριθεί κατά την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διαδικασία.  Συγκεκριμένα σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 11§1 του ν. 3869/2010, το αίτημα απαλλαγής από κάθε υπόλοιπο οφειλής αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης αιτήσεως του οφειλέτη – αιτούντα, η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Η αίτηση για απαλλαγή από υπόλοιπο χρεών κοινοποιείται στους πιστωτές (άρθ. 11 παρ. του Ν. 3869/2010) και επ’ αυτής το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση, με την οποία πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των οφειλών. Πρέπει επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, μετά την καταβολή των νομίμων τελών της συζητήσεώς της, εφόσον δεν επιτεύχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, προδικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών τραπεζών.

Η πρώτη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου αλλά και παραδεκτά με τις έγγραφες προτάσεις του  (άρθρου 591παρ. 1, παρ. β΄ και γ΄ του ΚΠολΔ), αρνήθηκε την υπό κρίση αίτηση και ζήτησε την απόρριψη της ως ουσία αβάσιμης και αναληθούς ενώ περαιτέρω προς απόκρουση της προέβαλε την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του  δικαιώματός της αιτούσας να υπάγει το σύνολο των χρεών της στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 αιτούμενη την πλήρη απαλλαγή της χωρίς να λαμβάνει υπόψη, ως οφείλει, τα συμφέρονται των πιστωτών της. Οι ως άνω ισχυρισμοί όμως είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 281ΑΚ, (βλ. σχετ. ΕιρΘες 309/2011 δημ. Νόμος), αφού η προσφυγή της αιτούσας στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 αποτελεί δικαίωμά της και η αίτησή της θα γίνει δεκτή από το Δικαστήριο αυτό, μόνο με τη διαπίστωση της υπάρξεως των προϋποθέσεων του άρθρου 1 του Νόμου αυτού, εφόσον βέβαια η ίδια δεν περιήλθε με δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, στοιχείο το οποίο αν αποδειχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμά την απόρριψη της αιτήσεως ως ουσιαστικά αβάσιμης. Στόχος των διατάξεων του Ν. 3869/2010 είναι να δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία στον υπερχρεωμένο οφειλέτη να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Αδυναμία, άλλωστε, συνιστά όχι απαραίτητα κάποιο έκτακτο γεγονός, αλλά και άλλοι παράγοντες όπως αστοχία σχετικά με τις οικονομικές δυνατότητες του δανειολήπτη, ατυχείς προγραμματισμοί, επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, εισοδηματική στενότητα, υψηλά επιτόκια κλπ.

Από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι  διάδικου, (άρθρο 5 του Ν. 3869/2010, 748 παρ. 2 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι υποβληθείσες επί του σχεδίου ρύθμισης οφειλών της αιτούσας παρατηρήσεις της πρώτης των πιστωτριών τραπεζών, καθώς και εκείνων, που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκλησή τους [παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΝΚΠολΔ, άρ. 759 αριθ., 5 και Α.Π. 174/1987, ΕλλΔνη 29, 129)], τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς τους, (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων, (άρθρα 744 ΚΠολΔ) αλλά και από όλη τη διαδικασία γενικά, αποδείχθηκαν κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :

Η αιτούσα, στερούμενη πτωχευτικής ικανότητας, ηλικίας σήμερα 48 ετών, είναι έγγαμη με τον Χ….. Τ……., από τον γάμο δε αυτό δεν έχουν αποκτήσει τέκνα νομίμως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ πρωτ. 32516/18.11.2015 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Δ…….).  Εργάζεται δε η αιτούσα από το 1986 ως ιδιωτική υπάλληλος σε διάφορες εταιρίες, από το έτος δε 1997 εργάζεται ως γραμματέας στο γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης, το οποίο συνιστά Ν.Π.Ι.Δ.  λαμβάνοντας μηνιαίο μισθό περί τα 1.158,78 ευρώ καθαρά (βλ. νομίμως προσκομιζόμενη ανάλυση αποδοχών μηνός Σεπτεμβρίου 2016). Ο σύζυγος της ηλικίας σήμερα 56 περίπου ετών, εργαζόταν στο παρελθόν ως οικοδόμος, ήδη δε από το έτος 2013 είναι άνεργος, εγγεγραμμένος στα μητρώα του ΟΑΕΔ από 21.06.2013 (βλ. σχετική βεβαίωση ΟΑΕΔ) χωρίς ωστόσο να δικαιούται και να λαμβάνει οιονδήποτε επίδομα, έχει μάλιστα δύο τέκνα ηλικίας 31 και 28 ετών  αντίστοιχα, από προηγούμενο γάμο του. Σημειωτέον ότι πάσχει από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, η οποία χρήζει τακτικής ιατρικής παρακολούθησης και κατάλληλης φαρμακευτικής αντιμετώπισης. Κατοικεί δε η αιτούσα με το σύζυγό της, σε μία διώροφη οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, ήτοι από διαμέρισμα επιφανείας 114 τ.μ. πρώτου ορόφου, τις υπ’ αριθμ. Ρ1, Ρ2 και Ρ3 θέσεις στάθμευσης επιφανείας 11,70 τ.μ., 12,15 τ.μ. και 12,15τ.μ. αντίστοιχα του ισογείου, την υπ’ αριθμ. Ρ4 θέση στάθμευσης επιφανείας 12,60 τ.μ. του υπογείου καθώς και υπόγεια αποθήκη επιφανείας 62.70 τ.μ. τα οποία αποτελούν παρακολουθήματα της κατοικίας της κείμενης της εν λόγω οικοδομής στο υπ’ αρθμ. ΙΙΙ διαιρετό τμήμα διαιρετό τμήμα οικοπέδου που βρίσκεται στη περιφέρεια της Κοινότητας Α……. Α…… του τέως Δήμου Μ…….. και στη συμβολή των οδών Α…….-Σ……. αρ. . και Α….., η οποία αποτελεί την κύρια κατοικία της ιδίας και της οικογένειάς της. Οι απαιτούμενες δε οικογενειακές δαπάνες, οι οποίες περιλαμβάνουν την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ιδίας και του συζύγου της, καλύπτονται από το μηνιαίο μισθό της, καθόσον ο σύζυγός της λόγω της χρόνιας ανεργίας του δεν δύναται να συνεισφέρει στα έξοδα τους, άλλη δε πηγή σταθερού εισοδήματος δεν διαθέτει η αιτούσα, τα μετ’ επικλήσεως δε προσκομιζόμενα από την αιτούσα φορολογικά στοιχεία, αποδεικνύουν την σταδιακή μείωση των εισοδημάτων της ιδίας και τους συζύγου της και τη σημερινή δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει. Συγκεκριμένα το ετήσιο ατομικό της εισόδημα, ανερχόταν το οικονομικό έτος 2005 όταν και έλαβε το πρώτο στεγαστικό δάνειο στο ποσό των 13.439,48€ και του συζύγου της στο ποσό των 9.061,76€, το οικονομικό έτος 2006 στο ποσό των 13.833,80€ και του συζύγου της στο ποσό των 10.269,91€, το οικονομικό έτος 2008 στο ποσό των 15.307,96€ και του συζύγου της στο ποσό των 18.028,72€, το οικονομικό έτος 2009 στο ποσό των 18.667,04€ και του συζύγου της στο ποσό των 11.592€, το οικονομικό έτος 2010 στο ποσό των 16.260,48 ευρώ και του συζύγου της στο ποσό των 2.918,13€, το οικονομικό έτος 2011 στο ποσό των 17.197,19€ και του συζύγου της στο ποσό των 8.899,15€, το οικονομικό έτος 2012 στο ποσό των 19.237,67€ και του συζύγου της στο ποσό των 2.751,48€, το οικονομικό έτος 2013 στο ποσό των 19.221,03€ και του συζύγου της στο ποσό των 3.527,96€, το οικονομικό έτος 2014 στο ποσό των 19.893,29€ και του συζύγου της στο ποσό των 1.136,12€, το φορολογικό έτος 2014 στο ποσό των 21.350,38€ του συζύγου της δε είναι μηδενικό, ενώ το φορολογικό έτος 2015 στο ποσό των 22.056,87€, του συζύγου της δεν είναι ομοίως μηδενικό (βλ. νομίμως προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα των ως άνω ετών). Ήδη δε η αιτούσα έχει ληξιπρόθεσμη οφειλή στην εφορία ύψους 1.610,63 ευρώ.

Ενόψει συνεπώς των ανωτέρω εκτιμάται ότι το ποσό που είναι αναγκαίο να δαπανάται μηνιαίως για την κάλυψη των εν γένει βιοτικών αναγκών της ιδίας και του συζύγου της (διατροφή, ένδυση, υπόδηση, λογαριασμοί, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) λαμβανομένων υπόψη και των οικονομικών συνθηκών, που όλοι οι πολίτες βιώνουν, ανέρχεται στο ποσό των 860 ευρώ μηνιαίως. Επισημαίνεται εξάλλου ότι κατά τον καθορισμό του μηνιαίου κόστους διαβίωσης θα πρέπει να εξισορροπηθούν, δύο αντίρροποι στόχοι, αφενός δηλαδή δεν πρέπει να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσής του αιτούντος (αρθ. 2 παρ. 1 Συντ., existenzminimum), το οποίο προσδιορίζεται βάσει κριτηρίων τόσο αντικειμενικών, με βάση το εισόδημα ή την περιουσία, όσο και υποκειμενικών, σύμφωνα με την προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, την υγεία και την ηλικία των προσώπων. Η επανένταξη δηλαδή του αιτούντος στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την υπαγωγή του στο Ν. 3869/2010 δεν πρέπει να γίνει σε βάρος της προσωπικής του αξιοπρέπειας και της προσωπικότητά του στα πλαίσια που επιβάλλει το κοινωνικό κράτος και δεν θα πρέπει με τον καθορισμό από το δικαστήριο του ύψους των μηνιαίων δόσεων να επέρχεται εξαθλίωση του οφειλέτη. Αφετέρου δε, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο οφειλέτης, ο οποίος αιτείται την υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις το νόμου, πρέπει από την πλευρά του σύμφωνα και με τις επιταγές του άρθρου 281 Α.Κ. να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του, δηλαδή μόνο στις απολύτως απαραίτητες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα των τριών έως πέντε ετών.

Η αιτούσα,  γεγονός το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητούν οι πιστώτριες τράπεζες με ειδική άρνηση συναγόμενης περί αυτού ομολογίας της κατά την ερμηνευτική δικονομική μέθοδο του άρθρου 261 ΚΠολΔ, προκύπτει άλλωστε από τις νομίμως προσκομιζόμενες ένδικες συμβάσεις δανειοδότησης, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης είχε αναλάβει τα ακόλουθα χρέη, τα οποία περιλαμβάνει στην αίτηση ρύθμισης και κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται, ενόψει της μη εμπράγματης εξασφάλισής τους, με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 του Ν. 3869/2010, με εξαίρεση τα εμπράγματως ασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο, ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (αρθ. 6 παρ. 3 ν. 3869/2010) (βλ. σε Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», 2012, σελ. 99 και 143) :

  1. Δυνάμει της με Νο …….. από 25.07.2005 σύμβασης, έλαβε από την πρώην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τ………. Τ………. Ε…… Α.Τ.Ε.», καθολικός διάδοχος της οποίας είναι ήδη η πρώτη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια με την επωνυμία «Τ……. Ε…….. Ε…….. Α.Ε.» στεγαστικό δάνειο ύψους 110.000 ευρώ (ήδη αρ. συμβάσεως ……… με την ιδιότητα του πρωτοφειλέτη, του οποίου το ανεξόφλητο ποσό κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2014 που επιδόθηκε η υπό κρίση αίτηση, ανερχόταν στο ποσό των 90.140,96€ (κεφάλαιο) και μετά από την πρόσθεση των τόκων ποσού 527,35€ στο συνολικό ποσό των 90.668,31€ (βλ. την από 08.07.2014 αναλυτική κατάσταση οφειλών της ως άνω τράπεζας). Υπέρ της απαίτησης αυτής έχει εγγραφεί επί της προαναφερθείσας κύριας κατοικίας της αιτούσας στις 28.07.2005 στον τόμο 323 και αριθμό 31 στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Μ…….. προσημείωση υποθήκης, έως το ποσό των 132.000€ (βλ. την υπ’ αριθμ. 863/24.07.2014 βεβαίωση του Υποθηκοφύλακα Μ……..). Κατόπιν δε της υπό 06.11.2015 κατάστασης οφειλών της ως άνω τράπεζας επικαιροποιήθηκε η ως άνω οφειλή (καθόσον συνεχίζει και εκτοκίζεται λόγω της ως άνω εμπράγματης ασφάλειας της) η οποία ανέρχεται πλέον στο συνολικό ποσό των 92.726,79€.
  2. Δυνάμει της με Νο ………… από 31.03.2008 σύμβασης, έλαβε από την πρώην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τ………. Τ………. Ε…… Α.Τ.Ε.», καθολικός διάδοχος της οποίας είναι ήδη η πρώτη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια με την επωνυμία «Τ……. Ε…….. Ε…….. Α.Ε.» στεγαστικό δάνειο ύψους 80.000 ευρώ, του οποίου το ανεξόφλητο ποσό κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2014 που επιδόθηκε η υπό κρίση αίτηση, ανερχόταν στο ποσό των 72.621,36€ (κεφάλαιο) και μετά από την πρόσθεση των τόκων ποσού 1.519,95€ στο συνολικό ποσό των 74.141,31€ (βλ. την από 08.07.2014 αναλυτική κατάσταση οφειλών της ως άνω τράπεζας). Υπέρ της απαίτησης αυτής έχει εγγραφεί επί της προαναφερθείσας κύριας κατοικίας της αιτούσας στις 04.04.2008 στον τόμο 232 και αριθμό 31 στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Μ…….. προσημείωση υποθήκης, έως το ποσό των 96.000€ (βλ. την υπ’ αριθμ. 863/24.07.2014 βεβαίωση του Υποθηκοφύλακα Μ……..). Κατόπιν δε της υπό 06.11.2015 κατάστασης οφειλών της ως άνω τράπεζας επικαιροποιήθηκε η ως άνω οφειλή (καθόσον συνεχίζει  και εκτοκίζεται λόγω της ως άνω εμπράγματης ασφάλειας της) η οποία ανέρχεται πλέον στο συνολικό ποσό των 79.354,14€.
  3. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …………….  σύμβασης, έλαβε από τη δεύτερη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια με την επωνυμία «Α….. Β… Α.Ε.» πιστωτική κάρτα, της οποίας το ανεξόφλητο ποσό κατά τον μήνα Οκτώβροι του έτους 2014 που επιδόθηκε η υπό κρίση αίτηση, ανερχόταν στο ποσό των 589,64€ (κεφάλαιο) και μετά από την πρόσθεση των τόκων ποσού 3,93€ στο συνολικό ποσό των 653,57€  (βλ. την από16.07.2014 βεβαίωση οφειλών της ως άνω τράπεζας).

Το συνολικό ποσό των οφειλών της αιτούσας προς τις ως άνω πιστώτριες της ανέρχεται στο ποσό των 172.734,50€.

Περαιτέρω, αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, λόγω έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του. Ειδικότερα η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται σε βαθμό πιθανολογούμενης βεβαιότητας. Παράλληλα δε η έλλειψη ρευστότητας θεμελιώνει αδυναμία πληρωμών, έστω και αν ο οφειλέτης διαθέτει ακίνητη περιουσία, η οποία όμως δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί άμεσα ή είναι δυσχερώς ρευστοποιήσιμη. Στην προκειμένη περίπτωση τα έσοδα της αιτούσας, συγκρινόμενα με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της από τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις, δεν  της επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση των χρεών της. Η αδυναμία της αυτή οφείλεται αφενός στη σημαντική μείωση των εισοδημάτων του συζύγου της τα οποία ήδη είναι σχεδόν μηδενικά, στο πασίδηλο γεγονός (άρθρο 336 παρ. 1 ΚΠολΔ) της οικονομικής κρίσης και δυσπραγίας που επακολούθησε αυτής, της αύξησης της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, της αύξησης του κόστους των ανελαστικών δαπανών για κάθε οικογένεια, αφετέρου στο ύψος της μηνιαίας δόσης που απαιτείται για την εξυπηρέτηση των δανείων της, επίσης στα υψηλά επιτόκια με τα οποία επιβαρύνονται (κυρίως τα καταναλωτικά δάνεια) σε συνδυασμό με τις απαιτούμενες αναγκαίες δαπάνες διαβίωσής της ιδίας και της οικογένειάς της. Η αδυναμία της στην αποπληρωμή των ανωτέρω οφειλών της, αποδεικνύεται και από τη σχέση της ρευστότητας της αιτούσας προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της (κατά τα ανωτέρω οριζόμενα), η υπολειπόμενη ρευστότητά της δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών της. Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητάς της  και των οφειλών της κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται άλλωστε να βελτιωθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας και κυρίως της αδυναμίας ανεύρεσης εργασίας εκ μέρους του συζύγου της λόγω της ηλικίας του αλλά και της εν γένει κρίσης που διέρχεται ο τομέας της οικοδομής. Συνεπώς, συντρέχει στην περίπτωση της αιτούσας μόνιμη και διαρκής αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες τράπεζες, η δε αδυναμία της αυτή δεν οφείλεται σε δόλο, εφόσον κάτι τέτοιο δεν προτάθηκε ούτε άλλωστε αποδείχθηκε, δοθέντος ότι η αιτούσα κατά την περίοδο σύναψης των επίδικων δανείων, ήτοι περί τα έτη 2005 και 2008 είχε επαρκές εισόδημα, ενώ παράλληλα εργαζόταν και ο σύζυγός της με ικανοποιητικές αποδοχές συνεπώς είχαν τη δυνατότητα να καλύπτουν με άνεση τις δανειακές τους υποχρεώσεις, ήδη δε το εισόδημά τους έχει υποστεί δραματική μείωση, λόγω της χρόνιας ανεργίας του συζύγου της αιτούσας.  Σημειωτέον ότι το προταθέν σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της, δεν έγινε δεκτό από τις δανείστριες τράπεζες και συνεπώς πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κατ’ άρθρο 8 του Ν. 3869/2010 ρύθμιση των οφειλών της αιτούσας από το Δικαστήριο, μη υπαρχουσών αμφισβητουμένων απαιτήσεων.

Η αιτούσα, έχει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της το με στοιχείο τρία λατινικό (ΙΙΙ) διαιρετό τμήμα οικοπέδου με το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της επί του όλου οικοπέδου, επιφανείας 302,68 τ.μ. κείμενου στη περιφέρεια της Κ……… Α……. Α…… του τέως Δ…. Μ…….. και στη συμβολή των οδών Α…….. – Σ……. αρ. .και Α….., το οποίο απέκτησε (κατά 1/3) κατά ποσοστό 6/48 εξ αδιαιρέτου δυνάμει της υπ’ αριθμ. 8160/6.9.1990 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Α….. Π…. Γ……. Λ….., με την οποία αποδέχτηκε την εξ αδιαθέτου κληρονομία του αποβιώσαντος πατρός της, κατά ποσοστό 8/48 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ’ αριθμ. 8143/1.9.1990 συμβολαίου γονικής  παροχής του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου από την μητέρα της και τέλος κατά ποσοστό 2/48 εξ αδιαιρέτου με γονική παροχή από την μητέρα της, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 10.519/19.10.1993 συμβολαίου του ίδιου ως άνω  συμβολαιογράφου (βλ. σχετικό φύλλο υπολογισμού). Επί του οικοπέδου αυτού η αιτούσα ανήγειρε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 772/2004 άδειας οικοδομής, διώροφη οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο και συγκεκριμένα ανήγειρε επί του πρώτου ορόφου διαμέρισμα επιφανείας 114 τ.μ. επί του ισογείου τις υπ’ αριθμ .  Ρ1, Ρ2 και Ρ3 θέσεις στάθμευσης επιφανείας 11,70 τ.μ., 12,15 τ.μ. και 12,15τ.μ. αντίστοιχα, ενώ επί του υπογείου την υπ’ αριθμ. Ρ4 θέση στάθμευσης επιφανείας 12,60 τ.μ. καθώς και υπόγεια αποθήκη επιφάνειας  62.70 τ.μ. Προσέτι η αιτούσα καθόσον δεν εξάντλησε τον συντελεστή δόμησης έχει και δικαίωμα υψούν. Συνολικά η αντικειμενική αξία της προπεριγραφείσας διώροφης οικοδομής η οποία αποτελεί και την κύρια κατοικία της αιτούσας ανέρχεται στο ποσό των 212.349,45 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενα φύλλα υπολογισμού). Πλην των ανωτέρω ουδεμία άλλη ακίνητη περιουσία διαθέτει η αιτούσα (βλ. βεβαίωση περιουσιακής κατάστασης όπως έχει δηλωθεί έως την 26.09.2016).

Περαιτέρω η αιτούσα διαθέτει σε ποσοστό κυριότητας 50%  εξ αδιαιρέτου το υπ’ αριθμ. … ….ΙΧΕ  N….. E….., τύπου Ν….. Α….., με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2006 (βλ. νομίμως προσκομιζόμενη από 02.01.2006 άδεια κυκλοφορίας), του οποίου η εμπορική αξία εκτιμάται ότι δεν υπερβαίνει το ποσό των 4.060€ (ποσοστό αιτούσας 2.030 ευρώ) (βλ. αγγελίες παρόμοιου τύπου αυτοκινήτου στο www.car.gr και www.autotriti.gr) και το οποίο είναι απαραίτητο στην αιτούσα για τις καθημερινές μετακινήσεις της ιδίας αλλά και του συζύγου της καθόσον είναι και αυτός κύριος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Ενόψει λοιπόν της εμπορικής τους αξίας, του τύπου και της παλαιότητάς του, το όχημα αυτό δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση γιατί  δεν πρόκειται να προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτριών της αιτούσας, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ), γι’  αυτό και κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3869/2010 εκποίησή του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αιτούσα δεν έχει καταθέσεις, μερίσματα, μετοχές ή ομόλογα.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα σε αυτή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 2 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4161/2013) για μηνιαίες καταβολές από τρία έως πέντε έτη. Συνεπώς, η ρύθμιση των χρεών της αιτούσας θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες, από τα εισοδήματά  της, για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της απόφασης μήνα (άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010). Σημειωτέον, ότι οι καταβολές του ποσού που ορίστηκε με την από 30.01.2015 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη του παρόντος Δικαστηρίου (10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ή ελάχιστης καταβολής), μέχρι και την έκδοση της απόφασης, συνυπολογίζονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα (βλ. σχετικά παραστατικά καταβολής). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής το συνολικό προς διάθεση από την αιτούσα  συμμέτρως προς τις πιστώτριες της  ποσό, λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων της ιδίας και του συζύγου της, των βασικών βιοτικών αναγκών τους, αλλά και της μη αναμενόμενης ουσιαστικής βελτίωσης της οικονομικής τους κατάστασης, λόγω της εν γένει δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και των ιδιαίτερα δυσμενών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα, αλλά κυρίως της χρόνιας ανεργίας του συζύγου της κατάσταση η οποία δεν παρουσιάζει προοπτική βελτίωσης, ανέρχεται στα 300€ μηνιαίως, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες, το ίδιο δε ποσό προτείνει και η ίδια το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της, πρόταση η οποία σε κάθε περίπτωση δε δεσμεύει το δικαστήριο στον καθορισμό του καταβλητέου ποσού στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8§2 του Ν. 3869/2010, το οποίο ερευνά αυτεπάγγελτα τα πάσης φύσης περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματά του εκάστοτε οφειλέτη καθώς και τις βασικές ανάγκες του ίδιου, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, που απέχει αυτού της κατάθεσης της αίτησης, γεγονός που δικαιολογεί οποιεσδήποτε μεταβολές.

Περαιτέρω, το καταβλητέο από την αιτούσα  ποσό προς κάθε πιστώτρια προκύπτει από το κλάσμα με αριθμητή το ποσό της συνολικής καταβλητέας μηνιαίας δόσης πολλαπλασιαζόμενο με το ύψος της απαίτησης κάθε πιστωτή και παρονομαστή το ποσό του συνόλου των απαιτήσεων. Όπως προαναφέρθηκε το συνολικό ποσό των οφειλών της αιτούσας στις μετέχουσες στην παρούσα δίκη πιστώτριες του ανέρχεται σε 172.734,50€,  το δε ποσό της μηνιαίας δόσης για τα πέντε έτη που ορίστηκε για την αιτούσα στα 300€ θα καταβάλλεται συμμέτρως στις πιστώτριες της ως εξής: Στην πρώτη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια της θα καταβάλλεται μηνιαίως για την απαίτηση της, ύψους 92.726,79€ (53,68% του συνόλου των χρεών της αιτούσας), ποσό 161,05€ (=92.726,79€:172.734,50€x300) και για την απαίτηση της ύψους 79.354,14€ (45,94% του συνόλου των χρεών της αιτούσας), ποσό 137,82€ (=79.354,14€:172.734,50€x300), στη δε δεύτερη μετέχουσα στη δίκη  πιστώτρια θα καταβάλλεται μηνιαίως για την απαίτησή της ύψους 653,57€ (0,38% του συνόλου των χρεών της αιτούσας), ποσό 1,14€ (=653,57€:172.734,50€x100). Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της 5ετίας οι ως άνω μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες θα έχουν λάβει για τις προαναφερόμενες απαιτήσεις τους η πρώτη το συνολικό ποσό των 17.931,87 ευρώ και θα απομένει υπόλοιπο ποσό για την εξόφληση των απαιτήσεων της ποσό 154.149,04 ευρώ και η δεύτερη το συνολικό ποσό των 68,11 ευρώ και θα απομένει υπόλοιπο ποσό για την εξόφληση της απαίτησης της ποσό 585,46 ευρώ.

Προσέτι εφόσον, η αιτούσα κατά το χρονικό διάστημα από την έκδοση της προσωρινής διαταγής την 30.01.2015, έως την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατέβαλλε μηνιαίως το ποσό που της επιβλήθηκε με την ως άνω διαταγή συμμέτρως στις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες, το δε χρονικό διάστημα μεταξύ της έκδοσης της προσωρινής διαταγής και της εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης είναι σχετικά σύντομο, το παρόν Δικαστήριο ορίζει την αποπληρωμή της διαφοράς που υπολείπεται μεταξύ των καταβολών που πραγματοποιήθηκαν βάσει της διάταξης του άρθρου 5§2 του Ν. 3869/2010 και αυτών που ορίζονται με την παρούσα απόφαση κατά τις διατάξεις των άρθρων 8§2 του ίδιου νόμου, εντόκως, μέσα σε ένα έτος από τη λήξη της πενταετίας, ήτοι το έκτο έτος, με επιτόκιο, το ισχύον κατά την λήξη των πενταετών καταβολών και δη αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά δυόμιση εκατοστιαίες μονάδες.

Η πιο πάνω ρύθμιση της αιτούσας θα συνδυασθεί με την προβλεπόμενη ρύθμιση από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4161/2013, εφόσον με τις καταβολές επί πενταετίας της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτριών της και προβάλλεται σχετικό αίτημα από αυτήν, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο η εξαίρεση της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση. Έτσι θα πρέπει να ορισθούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 80% της αντικειμενικής της αξίας. Η σχετική διάταξη της παραγράφου 2 εισάγει μεν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του οφειλέτη, αφού του παρέχει τη δυνατότητα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του ή του μοναδικού ακινήτου του από την εκποίηση, – που μπορούσε να διαταχθεί από το Δικαστήριο, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, δοθέντος ότι αποτελεί ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο  – πλην όμως του επιβάλλει, προκειμένου να επιτύχει την εξαίρεση, την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει ποσοστό 80% επί της αντικειμενικής της αξίας.  Έτσι, με βάση τη ρύθμιση αυτή το Δικαστήριο καλείται να προβεί ουσιαστικά σε αναδιάρθρωση των υπολοίπων των χρεών του οφειλέτη, που δεν θα ικανοποιηθούν από τις καταβολές επί 3ετία – 5ετία του άρθρου 8§2 προς όλους τους πιστωτές του, επιβάλλοντας σ’ αυτόν την εξυπηρέτηση ενός πρόσθετου χρέους, που αποτελείται από το σύνολο των υπολοίπων  των χρεών του. Από την γραμματική διατύπωση της διάταξης («σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύρια κατοικίας …») συνάγεται το ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνση του οφειλέτη, με την έννοια ότι εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μικρότερο του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας του θα καταβάλει ολόκληρο το ποσό της, ήτοι δεν μπορεί η ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών να γίνει σε μικρότερο του 80% ποσοστό, εφόσον δε, είναι μεγαλύτερο, θα απαλλαγεί του πέραν του 80% ποσού, ήτοι οι πάνω από το όριο αυτό απαιτήσεις των πιστωτών δεν ικανοποιούνται (βλ. ΕιρΠατρ 206/2014, ΕιρΠατρ 407/13 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, με βάση την ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 9§2, εάν τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη μετά τις καταβολές της ρύθμισης της διάταξης του άρθρου 8§2 υπερβαίνουν το ποσό του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση επιβάλλοντάς του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 80%, απαλλασσόμενου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης, εάν όμως τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 80% της αντικειμενικής θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του ποσού αυτού.

Η αντικειμενική αξία της προπεριγραφείσας κύριας κατοικίας της αιτούσας, ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε στο ποσό των 212.349,45€. Η αντικειμενική αξία της κατοικίας της αιτούσας δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητου ποσού για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, για τον φορολογούμενο όπως η αιτούσας (για άγαμη φορολογούμενη ανέρχεται στα 250.000 ευρώ), προσαυξημένο κατά 50%, (όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή του από την εκποίηση). Έτσι η αιτούσα  θα πρέπει να καταβάλει από το ποσό των 212.349,45€ της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας της, ποσό που αντιστοιχεί στο 80% αυτής και το οποίο αποτελεί την κατά το νόμο πρόσθετη επιβάρυνση του οφειλέτη για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, δηλαδή το ποσό των 169.876,56€ (212.349,45€x80%). To συνολικό υπόλοιπο των οφειλών της αιτούσας προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες τράπεζες μετά τις καταβολές της πενταετίας ύψους 18.000€, ανέρχεται στο ποσό των 154.734,50€  (172.734,50€ – 18.000€) ποσό δηλαδή μεγαλύτερο από το 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας του (<169.879,50€), ως εκ τούτου η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει στις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες της, το ποσό αυτό των 154.734,50€, που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο των οφειλών της.     Όσον αφορά το χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9§2 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε, με τις διατάξεις  των άρθρων του Ν.4161/2013, αυτός δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 20 χρόνια εκτός αν η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη ήταν μεγαλύτερη των είκοσι ετών, οπότε ο Ειρηνοδίκης δύναται να προσδιορίσει μεγαλύτερη διάρκεια, η οποία  πάντως δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε έτη, ενώ προβλέπεται και η χορήγηση περιόδου χάριτος, η διάρκεια της οποίας αφήνεται στην εύλογη κρίση του δικαστηρίου, συνήθως δε χορηγείται κατά το χρόνο της ρύθμισης για καταβολές επί τριετία, τετραετία ή πενταετία ή και εξαετία (σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 9§4) της διάταξης του άρθρου 8§2, ώστε να μη συμπίπτουν οι δύο ρυθμίσεις για καταβολές και να επιβαρύνεται ο οφειλέτης με δύο μηνιαίες δόσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη του ύψους του  χρέους που πρέπει να πληρώσει η αιτούσα για τη διάσωση της κατοικίας της, της ηλικίας της (48 ετών), της οικονομικής της δυνατότητας, θα πρέπει ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων να οριστεί σε 20 χρόνια. Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 644,73€, δηλαδή 154.734,50€/240 μήνες (20 χρόνια x 12 μήνες). Παράλληλα, θα πρέπει να της χορηγηθεί περίοδος χάριτος έξι (6) χρόνων, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση, με την πιο πάνω ρύθμιση των καταβολών της πενταετίας και τη ρύθμιση της καταβολής εντόκως εντός του έκτου έτους της διαφοράς του ποσού της διάταξης του άρθρου 9§4 Ν. 3869/2010, με κίνδυνο να φανεί ασυνεπής στις υποχρεώσεις της και να εκπέσει των ρυθμίσεων. Η καταβολή λοιπόν των δόσεων για τη διάσωση της κατοικίας της αιτούσας θα ξεκινήσει έξι χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, θα έχει διάρκεια 20 χρόνων (240 δόσεις) και θα γίνει εντόκως χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τ…… Τ.. Ε…… αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Με βάση τα προαναφερόμενα, από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι απαιτήσεις των τραπεζών που είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια κατά την υποθηκική τάξη των υποθηκών και των προσημειώσεων (1272, 1300 ΑΚ) και συγκεκριμένα όλες οι δόσεις, ήτοι οι 240 δόσεις ποσού 644,73€, θα διατεθούν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της πρώτης μετέχουσας στην δίκη πιστώτριας  που είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και δη αυτών με προσημείωση υποθήκης πρώτης και δεύτερης τάξης. Οι απαιτήσεις των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών, κατά το μέρος που δεν καλύφθηκαν από τις 5ετείς καταβολές, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, μετά την εξάντληση του ποσού των 154.734,50€, ήτοι του 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας, γιατί δεν μπορεί να επιβληθεί άλλη υποχρέωση στην αιτούσα.

Κατά συνέπεια των παραπάνω θα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση  ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστούν τα χρέη του αιτούντος, με σκοπό την πλήρη απαλλαγή της με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§6 του Ν. 3869/2010.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

         ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

         ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό κρίση αίτηση.

          ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές  συνολικού ποσού 300 ευρώ, συμμέτρως καταβαλλόμενου  προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες  της  επί μία πενταετία, (ήτοι x 60 μήνες), οι οποίες θα λαμβάνουν χώρα μέσα στο πρώτο τριήμερο κάθε  μήνα, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της απόφασης μήνα. Συγκεκριμένα στην πρώτη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια της θα καταβάλλει μηνιαίως για την απαίτησή της, ύψους 92.726,79 € (53,68% του συνόλου των χρεών της αιτούσας), ποσό 161,05€ (=92.726,79 €:172.734,50€x300), και για την  απαίτηση της ύψους 79.354,14€ (45,94% του συνόλου των χρεών της αιτούσας), ποσό 137,82€ (=79.354,14€:172.734,50€x300), στη δε δεύτερη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια θα καταβάλλει μηνιαίως για την απαίτησή της ύψους 653,57€ (038% του συνόλου των χρεών της αιτούσας), ποσό 1,14€ (=653,57€:172.734,50×100). Τα ως άνω δε ποσά, θα καταβάλλονται από την αιτούσα στις μετέχουσες στη παρούσα δίκη πιστώτριες, με την επιφύλαξη της μη μεταβολής των εισοδημάτων της. Οι τυχόν πραγματοποιηθείσες από την έκδοση της ως άνω από 30.01.2015  προσωρινής διαταγής του ορισθέντος  ποσού, μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης, από την αιτούσα στις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες της, συνυπολογίζονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα.

ΟΡΙΖΕΙ την αποπληρωμή της διαφοράς που υπολείπεται μεταξύ των καταβολών που πραγματοποιήθηκαν βάση της διάταξης του άρθρου 5§2 του Ν. 3869/2010 και των καταβολών που ορίζονται με την παρούσα απόφαση κατά τις διατάξεις των άρθρων 8§2 του ίδιου νόμου, εντόκως μέσα σε ένα έτος από την λέξη  της πενταετίας, ήτοι κατά το έκτο έτος, με επιτόκιο αυτό, (το ισχύον κατά τη λήξη των πενταετών καταβολών), των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά δυόμιση εκατοστιαίες μονάδες.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας ιδιοκτησίας της, ήτοι μία διώροφη οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο από το ισόγειο όροφο και συγκεκριμένα το διαμέρισμα επιφανείας 114 τ.μ. πρώτου ορόφου, της υπ’ αριθμ. Ρ1, Ρ2, και Ρ3 θέσεις στάθμευσης επιφανείας 11,70 τ.μ.,12,15 τ.μ. και 12,15 αντίστοιχα του ισογείου, την υπ’ αριθμ. Ρ4 θέσεις στάθμευσης επιφανείας 12,60 τ.μ. του υπογείου καθώς και υπόγεια αποθήκη επιφανείας 62,70τ.μ.κείμενης της εν λόγω οικοδομή στο υπ’ αριθμ. ΙΙΙ διαιρετό τμήμα οικοπέδου που  βρίσκεται στη περιφέρεια της Κοινότητας Α……. Α…… του τέως Δήμου  Μ…….. και στη συμβολή των οδών Α……. – Σ……. αρ. . και Α…..

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει στη πρώτη  μετέχουσα στην δίκη πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τ…… Ε…….. Ε……. Α.Ε.» για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, το ποσό των 644,73€ το μήνα και επί 240 μήνες (20 έτη x 12 μήνες). Η καταβολή των δόσεων αυτών θα ξεκινήσει έξι χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

                   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Κ……… Α……, σε έκτακτη  δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 01 Δεκεμβρίου 2016, απουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, παρουσία της Γραμματέα της Έδρας Ε…..  Μ…..

 

          Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ                

 

               Ε…… Μ……                                      Ε…. Μ….

         

Scroll to Top