ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΜΕ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΕΣ 168.000 ΕΥΡΩ ΕΣΩΣΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ 34.000 ΕΥΡΩ
Αριθμός 704/Φ 2348/2016
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Χ…….. Χ……, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία και της Γραμματέας Β…….. Π………..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2016, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση :
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ : Α……… Μ….. του Π…….., κατοίκου Β….. Α….., οδός Μ…… αρ. .., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Κορσάνου.
ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ, οι οποίες έχουν καταστεί διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρα 5 ν. 3869/2010 και 748 § 2 ΚΠολΔ) 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Α…. Τ……», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σ…… αρ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ε…. Ζ….., 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ…… Ε……. Ε……. Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ό….. αρ. . και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ…… Π……. Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Α…… αρ. . και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και 4) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Τ….. Π………… Κ.. Δ……», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Α…….. αρ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Σ……… Β……..
Η αιτούσα με την από 29-4-2015 αίτησή της, διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 2348/2015 και αριθμό πινακίου ΡΟ 9, ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Επί της αιτήσεως αυτής με την από 18-5-2015 πράξη της Ειρηνοδίκου Αθηνών ορίστηκε ημέρα συζήτησης η 20-1-2016 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό και παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως πιο πάνω σημειώνεται.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. 8491 και 8482/20-5-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Νικολάου
Σπηλιόπουλου, που προσκομίζει η αιτούσα, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως με πράξη ορισμού δικασίμου της 20-1-2016, όπου αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσα δικάσιμο και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη και τρίτη πιστώτρια τραπεζική εταιρία, αντίστοιχα. Επομένως, εφόσον αυτές δεν παραστάθηκαν κατά τη σημερινή ως άνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικαστούν ερήμην, εφόσον η αναβολή της συζήτησης και η αναγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ.4 εδ. β΄ και γ΄, 748 ΚΠολΔ), πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να είναι όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754§ 2 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, ζητάει την διευθέτηση των οφειλών της από το Δικαστήριο κατά το προτεινόμενο από αυτήν σχέδιο, ώστε να επέλθει η μερική απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της έναντι των πιστωτών της που περιλαμβάνονται στην υποβληθείσα από αυτήν κατάσταση, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση. Η κρινόμενη αίτηση, η οποία είναι επαρκώς ορισμένη, αρμόδια φέρεται για συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας της αιτούσας κατά της διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 ν.3869/2010). Επίσης, προσκομίστηκε η από 18-5-2015 υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα της κατάστασης της περιούσιας και των κάθε φύσης εισοδημάτων αυτής και της κατάστασης των πιστωτών της κατά κεφάλαιο και τόκους και τη μη ύπαρξη μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων κατά την τελευταία τριετία, ενώ για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται πλέον, σύμφωνα με τα παραπάνω λεχθέντα η τήρηση της προδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, που ίσχυε πριν από την θέση σε ισχύ του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 4161/2013, που τροποποίησε το παραπάνω άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 (έναρξη ισχύος από 14-6-2013), εφόσον η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στις 18-5-2015. Περαιτέρω η κρινόμενη αίτηση, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά: 1. την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχουσών πιστωτριών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 § 1 του ν. 3869/2010, β. την εμπρόθεσμη κατάθεση στην γραμματεία του δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του άρθρου 4 § 2 του ν. 3869/2010 (υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κ.λ.π.), και γ. την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από την πιστώτρια τράπεζα (άρθρο 8 παρ. 1 σε συνδ. με 7 παρ. 1 και 2 του Ν. 3869/2010, όπως το τελευταίο αυτό άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 του Ν. 4161/2013). Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 § 3, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, και επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο δικαστήριο αυτού ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερης αίτησής της για ουσιαστικούς λόγους, ούτε έχει εκδοθεί προγενεστέρως απόφαση για την διευθέτηση των οφειλών της με απαλλαγή της από υπόλοιπα χρεών, όπως προέκυψε από την αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία.
Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης της αιτούσας στο ακροατήριο, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται εκατέρωθεν μετ’ επικλήσεων, δημόσια και ιδιωτικά, αλλά εκ των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν προς άμεση και αλλά για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, προέκυψαν τα ακόλουθα: Η αιτούσα, η οποία είναι σήμερα 56 ετών, είναι χήρα από το Φεβρουάριο του 1994, με δύο έγγαμες ενήλικες κόρες, ηλικίας 35 και 31 ετών. Από τον Απρίλιο του 2012είναι συνταξιούχος του Δημοσίου και λαμβάνει μηνιαίως το ποσό των 950 ευρώ, πριν δε τη συνταξιοδότησή της εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος στο Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών « ΠΑΝ. & ΑΓΛΑΪΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ», με συνολικό ποσό μηνιαίων αποδοχών πλέον των 1.500 ευρώ. Τα εισοδήματα της είναι μειούμενα κατά την πάροδο των ετών, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2008, 2010, 2011 και 2012, κατά τα οποία το εισόδημά της ανερχόταν στο ποσό των 23.229,42 ευρώ, 26.145,44 ευρώ, 23.494,39 ευρώ και 21.802,30 ευρώ, αντίστοιχα, σε σύγκριση με τα εκκαθαριστικά εισοδήματα των οικονομικών ετών 2013 και 2014, όπου τα εισοδήματά της ανέρχονταν στα ποσά των 16.323,14 ευρώ και 12.763,32 ευρώ αντίστοιχα. Άλλη πηγή εισοδήματος δεν διαθέτει, η οικονομική της δε κατάσταση είναι μόνιμη και οφείλεται στη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας την τρέχουσα περίοδο, η κατάσταση δε αυτή δεν αναμένεται να βελτιωθεί, λόγω και της ηλικίας της.
Η ακίνητη περιουσία της αποτελείται από την αποκλειστική κυριότητα σε ποσοστό 62,5% σε μία οικεία (διαμέρισμα), του πρώτου ορόφου που βρίσκεται στο Β….. Α……, επί της οδού Μ…… αρ. .., συνολικής επιφάνειας 59,05 τ.μ., έτους κατασκευής 1967, αντικειμενικής αξίας του μεριδίου της 24.911,72 ευρώ, βάσει ΕΝΦΙΑ 2014. Επίσης, στην κυριότητά της ανήκει α) το 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου συνολικής επιφάνειας 134,49 τ.μ., μετά του εντός αυτού κτίσματος, το οποίο βρίσκεται στην κοινότητα Σ…….., του Δήμου Μ……. Ν. Μ…….., αντικειμενικής αξίας του ποσοστού της 8.982,60 ευρώ, β) το 50% εξ αδιαιρέτου ενός αγρού, ο οποίος βρίσκεται στη θέση «Π……..» της κτηματικής περιφέρειας Σ…….. του Δήμου Μ……. Ν. Μ…….., επιφάνειας 2.000 τ.μ., μικρής εμπορικής αξίας και γ) ένα αγροτεμάχιο ευρισκόμενο στη θέση «Σ……» του Δήμου Π……. Ν. Α……, εκτάσεως 213,07 τ.μ., μικρής εμπορικής αξίας. Οι δαπάνες της περιορίζονται σ’ αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών της (διατροφή, ένδυση, υπόδηση, λογαριασμοί, υπολογιζόμενοι μαζί με τους φόρους, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη κλπ.), λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι δεν καταβάλλει ενοίκιο.
Η αιτούσα, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, είχε αναλάβει τα κάτωθι χρέη, τα οποία θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, όπως σαφώς ορίζεται στην § 3 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010, πλην εκείνων που είναι εξασφαλισμένα με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα, τα οποία συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Ειδικότερα, από την πρώτη καθ’ ης της είχε χορηγηθεί ένα καταναλωτικό δάνειο, η οφειλή από το οποίο ανερχόταν, στις 11-5-2015, στο πόσο των 3.245,52 ευρώ, ενώ είχε συμβληθεί ως εγγυητής σε δύο (2) συμβάσεις στεγαστικών δανείων και μία ρύθμιση οφειλών, οι οφειλές από τα οποία ανέρχονταν, κατά τον πιο πάνω χρόνο, για τα δύο πρώτα στα ποσά των 67.388,43 ευρώ και 79.875,30 ευρώ και για τη ρύθμιση στο ποσό των 7.225,01 ευρώ (βλ. την από 11-6-2015 βεβαίωση οφειλών της πρώτης καθ’ ης). Από τη δεύτερη καθ’ ης είχε λάβει ένα καταναλωτικό δάνειο, η οφειλή από το οποίο ανερχόταν, κατά την κατάθεση της αίτησης, στο ποσό των 4.038,26 ευρώ. Από την τρίτη καθ’ ης είχε λάβει ένα καταναλωτικό δάνειο, η οφειλή από το οποίο ανερχόταν, κατά την κατάθεση της αίτησης, στο ποσό των 1.166,29 ευρώ και από την τέταρτη είχε λάβει ένα μη ενυπόθηκο δάνειο μικροεπισκευών, η οφειλή από το οποίο ανερχόταν κατά την κατάθεση της αίτησης στο ποσό των 14.150,99 ευρώ.
Με βάση τα προλεχθέντα, και με δεδομένο ότι η αιτούσα έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει της ληξιπρόθεσμες χρηματικές της οφειλές προς τους ανωτέρω πιστωτές της, κυρίως λόγω της μείωσης των εισοδημάτων της οφειλόμενης στην συνταξιοδότησή της, σύμφωνα με τα προειρημένα, αφού η αιτούσα, κατά τους χρόνους σύναψης των δανειακών της συμβάσεων, τουλάχιστον ήλπιζε ότι θα μπορέσει να αποπληρώσει τα χρέη της, δεδομένου ότι κατά το διάστημα εκείνο, ελάμβανε υψηλότερο μισθό, απορριπτόμενης ως ουσία αβάσιμης της έντασης περί δόλιας περιέλευσης σε αδυναμίας πληρωμής που πρότεινε η πρώτη των καθ’ ων, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 και ειδικότερα αυτή των άρθρων 8 § 2 και 9 § 2. Αντιθέτως, δεν κρίνεται σκόπιμη η ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών της, εφόσον τέτοια απόπειρα ρευστοποίησης κρίνεται ασύμφορη λόγω της μικρής αξίας των ακινήτων αυτών σε συνδυασμό και με το ότι η αιτούσα διαθέτει μόνο ποσοστά της πλήρους κυριότητας εξ αδιαιρέτου των ακινήτων αυτών και όχι την πλήρη κυριότητα και επομένως, κρίνεται ότι δεν θα εκδηλωθεί αγοραστικό ενδιαφέρον.
Έτσι, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει κατά πρώτο λόγο με τον ορισμό μηνιαίων δόσεων προς τις καθ’ ων από τα εισοδήματά της επί πενταετία, από τις οποίες τα χρέη προς τις πιστώτριές της θα ικανοποιηθούν συμμέτρως. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προειρημένα αναφορικά με τα τωρινά εισοδήματα της αιτούσας και σταθμίζοντας όλα τα ανωτέρω με τις βιοτικές της ανάγκες, συνεκτιμώντας και το ότι δεν υποβάλλεται σε δαπάνη ενοικίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ως άνω μηνιαία καταβολή προς τις πιστώτριές της πρέπει να οριστεί στο πόσο των 300 ευρώ, το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες και εντός του πλαισίου που προτείνει και η ίδια στην αίτησή της.
Στην από 5-10-2015 προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου αυτού, περιελήφθη διάταξη με την οποία η αιτούσα υποχρεώθηκε σε προσωρινές καταβολές προς τις μετέχουσες πιστώτριες, συνολικού ύψους 300 ευρώ, καταβαλλόμενο συμμέτρως. Οι προσωρινές αυτές μηνιαίες καταβολές, θα πρέπει να συνυπολογιστούν τόσο ως προς το χρόνο όσο και ως προς το ποσό τους σ’ αυτές της οριστικής ρύθμισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 και 9 παρ. 4 Ν. 3869/2010. Έτσι, μετά το συνυπολογισμό του χρόνου των έντεκα (11) μηνών των προσωρινών καταβολών, ο χρόνος της οριστικής ρύθμισης περιορίζεται σε 4 χρόνια και 1 μήνα. Όσον αφορά το ποσό της μηνιαίας προσωρινής καταβολής, αυτό είναι ίδιο με αυτό της οριστικής ρύθμισης και έτσι δεν τίθεται θέμα υπολογισμού τυχόν διαφοράς.
Η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, εφόσον με τις καταβολές επί 5ετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτριών της αιτούσας και προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας της από την εκποίηση, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (βλ. σε Κρητικό ο.π. σελ. 148, αριθμ. 16). Θα πρέπει, επομένως, να οριστούν μηνιαίες καταβολές για την διάσωση της κυριότητάς της στην ως άνω κύρια κατοικία της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 80% της αντικειμενικής αξίας, δηλαδή το ποσό των 19.929,38 ευρώ (24.911,72 ευρώ Χ 80%). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει τέσσερα (4) χρόνια και ένα (1) μήνα μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ο δε χρόνος εξόφλησης του πρέπει να οριστεί σε 18 χρόνια (216 μηνιαίες δόσεις). Επομένως, στο πλαίσιο της εν λόγω ρύθμισης η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει στις καθ’ ων επί 18 χρόνια μηνιαίως το ποσό των (19.929,38 ευρώ : 216=) 92,26 ευρώ, σύμφωνα με τους προειρημένους όρους. Η υποχρέωση της αιτούσας για καταβολή του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας της προκειμένου να τη διασώσει, προκύπτει σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, η οποία εισάγει μεν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του οφειλέτη, αφού του παρέχει τη δυνατότητα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, που μπορούσε να διαταχθεί από το Δικαστήριο σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, δοθέντος ότι αποτελεί ρευστοποιήσιμο περιουσιακό, πλην όμως του επιβάλλει, προκειμένου να πετύχει την εξαίρεση, την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει το 80% της αντικειμενικής της αξίας. Έτσι, με βάση τη ρύθμιση αυτή το Δικαστήριο καλείται να προβεί ουσιαστικά σε αναδιάρθρωση των υπολοίπων των χρεών του οφειλέτη, που δεν θα ικανοποιηθούν από τις καταβολές επί 5ετία του άρθρου 8 παρ. 2 προς όλους τους πιστωτές του, επιβάλλοντας σ’ αυτόν την εξυπηρέτηση ενός πρόσθετου χρέους που αποτελείται από το σύνολο των υπολοίπων των παλαιών χρεών του. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το ποσό που θα οριστεί για τη διάσωση της κατοικίας με ανώτατο όριο το 80% της αντικειμενικής της αξίας της, δεν μπορεί να βρει έρεισμα ούτε στη γραμματική διατύπωση της διάταξης, αφού η φράση «σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας», αναφέρεται όχι σε δυνατότητα του Δικαστηρίου προσδιορισμού του ποσοστού, αλλά στο ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, με την έννοια ότι εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μικρότερο του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας θα καταβάλει ολόκληρο το ποσό της, εφόσον δεν είναι μεγαλύτερη θα απαλλαγεί του πέραν του 80% ποσού της. Εξάλλου, μια τέτοια ερμηνεία της διάταξης θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του ακόμη και με μηδενικές καταβολές, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 και μικρές καταβολές δυσανάλογες της αξίας της κατοικίας με την παράλληλη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2, με διατήρηση του περιουσιακού του αυτού στοιχείου. Από την άλλη πλευρά οι πιστωτές του θα στερούνταν ενός σημαντικού περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη για την ικανοποίηση μέρους έστω των απαιτήσεών τους, πράγμα αντίθετο με σκοπό του νόμου, όπως αυτός προκύπτει τόσο από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 που δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει την εκποίηση και της κύριας κατοικίας, όσο και αυτής του άρθρου 4 παρ. 1 που επιβάλει στον οφειλέτη την υποχρέωση στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών που θα υποβάλει να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και την περιούσια και τα εισοδήματά του, ενώ ορίζεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου, σύμφωνα με την οποία με το νόμο δίνεται μεν η δυνατότητα στον οφειλέτη να απαλλαγεί από τα χρέη του, εφόσον όμως δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση των πιστωτών, ειδικά δε επί διάσωσης της κατοικίας η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον οφειλέτη υπό τους όρους και διαδικασίες που δε θα θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών. Εφόσον ο οφειλέτης δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πρόσθετη αυτή υποχρέωση εναπόκειται στη βούλησή του η εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, αφού το δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο μετά από αίτημά του και όχι αυτεπάγγελτα. Με βάση λοιπόν τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2, εφόσον μεν τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη μετά τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 υπερβαίνουν το ποσό του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση επιβάλλοντάς του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 80%, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης. Εφόσον δε τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 80% θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του ποσού αυτού.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών μετά τις καταβολές του 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, θα ανέρχεται σε ποσό που υπερβαίνει το 80% της αντικειμενικής αξίας της κυριότητας της αιτούσας επί της κατοικίας της, που είναι 19.929,38 ευρώ, μέχρι του οποίου μπορούν, σύμφωνα με το νόμο να ρυθμιστούν απαιτήσεις των πιστωτών, συνεπώς η ικανοποίηση των υπολοίπων απαιτήσεων των πιστωτών, με περαιτέρω καταβολές προς διάσωση της κύριας κατοικίας της, πρέπει να οριστεί στο ποσό αυτό. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού, θα πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με το νόμο, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει τέσσερα (4) χρόνια και ένα (1) μήνα μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, επειδή κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στην αιτούσα η ως άνω περίοδος χάριτος, ο δε χρόνος εξόφλησης του πρέπει να οριστεί σε 18 χρόνια, λαμβανόμενης υπόψη, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Η μηνιαία, επομένως, δόση που θα καταβάλλει η αιτούσα σ’ αυτό το στάδιο της ρύθμισης, θα ανέρχεται στο ποσό των 92,26 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε. Από το σκέλος αυτό της ρύθμισης θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι απαιτήσεις της πιστώτριας, οι οποίες είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες. Η προνομιακή ικανοποίηση της πιστώτριας αυτής θα γίνει μέχρι το ποσό των 19.929,38 ευρώ, του 80% δηλαδή της αντικειμενικής αξίας του δικαιώματος κυριότητας επί της κύριας κατοικίας, το υπόλοιπο δε ποσό που απομένει τόσο από τις εμπραγμάτως ασφαλισμένες απαιτήσεις της πιστώτριας όσο και από ανέγγυες απαιτήσεις των λοιπών πιστωτριών, κατά το μέρος που δεν καλύφθηκαν από τις καταβολές, μετά την εξάντληση του ποσού το 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας της για την προνομιακή ικανοποίηση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων απαιτήσεων της πιστώτριας, δεν θα μπορούν να ικανοποιηθούν και θα απαλλάσσεται η αιτούσα. Με βάση τα ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της με την τήρηση των ορών της ρύθμισης, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Η απαλλαγή της από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των πιστωτών της θα επέλθει σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 11 §1 του ν.3869/2010), μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που της επιβάλλονται με την απόφαση αυτή, ενώ, τέλος, δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ άρθρο 8 § 6 του ν.3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης και τρίτης των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές προς τις καθ’ ων πιστώτριες της επί τέσσερα (4) χρόνια και ένα (1) μήνα, ποσού τριακοσίων (300) ευρώ άτοκα, το οποίο θα καταβάλλεται συμμέτρως προς αυτές, μέσα στο πρώτο τριήμερο κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά την δημοσίευση της απόφασης.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την αποκλειστική κυριότητα της αιτούσας σε ποσοστό 62,5% σε μία οικία (διαμέρισμα) του πρώτου ορόφου, που βρίσκεται στο Β….. Α……, επί της οδού Μ…… αρ. .. συνολικής επιφάνειας 59,05 τ.μ., έτους κατασκευής 1967, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της ως άνω κύριας κατοικίας της μηνιαίως επί δεκαοκτώ (18) χρόνια, ήτοι επί διακόσιους δεκαέξι (216) μήνες, το ποσό των ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (92,26) προς την πρώτη καθ’ ης προς εξόφληση των ως άνω εμπραγμάτως ασφαλισμένων χρεών της. Η καταβολή της μηνιαίας αυτής δόσης θα ξεκινήσει την 1η εργάσιμη μέρα του πρώτου μήνα μετά την παρέλευση τεσσάρων (4) ετών και ενός (1) μήνα από την δημοσίευση της παρούσας απόφασης και έκτοτε θα καταβάλλεται μέσα στο πρώτο τριήμερο κάθε μήνα και θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 15-9-2016, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων της αιτούσας και της πρώτης και τέταρτης των καθ’ ων.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χ……. X…… Β…….. Π………..