Αριθμός απόφασης
5539/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας)
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Ε.Γ., η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Γ.Μ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22.01.2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Κ.Θ. συζύγου Α.Δ., του … και της …, κατοίκου … Αττικής, οδός …. αρ. .., η οποία εμφανίσθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της, Άννα Κορσάνου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευση τους (άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 4161/2013 το οποίο τροποποίησε το άρθρο 5 Ν. 3869/2010), ήτοι: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….» και τον διακριτικό τίτλο «…», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …. αρ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ι.Β., 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …. αρ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Χ.Α. και 3) της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην … Αττικής, …. αρ. .., η οποία δεν παραστάθηκε,
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ: 1. Α.Δ., ως εγγυητή των δανείων της πρώτης των καθ’ ων, κάτοικο …. Αττικής, οδός … αρ. .., ο οποίος εμφανίσθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του, Άννα Κορσάνου και 2. Α.Θ., ως πρωτοφειλέτιδα των δανείων της δεύτερης των καθ’ ων στα οποία η αιτούσα είναι εγγυήτρια, κάτοικο … Αττικής, οδός …. αρ. .., η οποία δεν παραστάθηκε.
Με την από 08.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5244/14.12.2015 κλήση της περί επίσπευσης δικασίμου του άρ. 2 παρ. Α ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α4 Κεφάλαιο Α΄ αρ. 2 παρ. 4 εδ. α’ Ν. 4336/2015, που προσδιορίσθηκε γϊα να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η αιτούσα φέρει προς συζήτηση την από 12.11.2013 αίτησή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 8476/05.12.2013 και ζητά να γίνει αυτή δεκτή.
Αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του οικείου πινακίου, ακολούθησε συζήτηση η οποία έγινε όπως αναφέρεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. 6.722/11.12.2013 και 9.145/22.12.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ν.Σ., που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 03.12.2018, αλλά και της ως άνω κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα στην 3η των καθ’ ων, εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεσή τους (άρ. 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 άρ. 85 Ν. 3996/2011, ΦΕΚ A 170 και αντικαταστάθηκε με το άρ. 13 Ν. 4161/2013, ΦΕΚ A 143/14.06.2013) και εφόσον η τελευταία δεν εμφανίσθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο (22.01.2018), όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει να δικασθεί ερήμην. Εντούτοις, η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις καθ’ ων πιστώτριες, ζητά τη ρύθμιση των χρεών της με σκοπό την απαλλαγή της από αυτά, εξαιρουμένου από τη ρευστοποίηση του ιδανικού της μεριδίου επί της περιγραφόμενης κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που αναλυτικά εκθέτει.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία της η αιτούσα, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 του Ν. 3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της τηρήθηκε η επιβαλλόμενη προδικασία του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010 (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 Ν. 4361/2013 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 24 Ν. 4161/2013, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αίτησης, με τη διενέργεια απόπειρας προδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος απέτυχε, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών της αιτούσας από τις πιστώτριες. Από δε την κατ’ άρθρο 13 του Ν. 3869/2010 αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία (βλ. τη με αριθμό 104/06.02.2018 βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών – Τμήμα Ρύθμισης Οφειλών), προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας ούτε έχει εκδοθεί σε προγενέστερο χρόνο απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές της. Εξάλλου, αντίγραφο της αιτήσεως επιδόθηκε στις καθ’ ων πιστώτριες, καθώς και στον εγγυητή – σύζυγο της αιτούσας, Α.Δ. του Ι., εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της αίτησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 (όπως το άρ. 5 αντικαταστάθηκε από το άρ. 13 του Ν. 4161/2013). Περαιτέρω, η αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της (άρθ. 216 ΚΠολΔ και 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010), ήτοι: α) κατάσταση της περιουσίας της αιτούσας και των εισοδημάτων της ίδιας και του συζύγου της, β) κατάσταση των πιστωτών της και των απαιτήσεών τους, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών και ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα του δικογράφου της (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση Ν. 3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1477), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των καθ’ ων που παραστάθηκαν. Τέλος, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, όπως τα άρ. 4 και 5 αντικαταστάθηκαν από τα άρ. 12 και 13 του Ν. 4161/2013, 6 παρ. 3, 8, 9, όπως τα τελευταία άρθρα (8 και 9) τροποποιήθηκαν με τα άρ. 16 και 17 του Ν. 4161/2013, αντίστοιχα, και 11 του Ν. 3869/2010, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτήν περιστατικά,
συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα δε χρέη της δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της. Σημειώνεται δε ότι προσκομίσθηκε εμπροθέσμως η από 04.12.2013 υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την πληρότητα και ορθότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων της, των πιστωτών της και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και για τις τυχόν μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία πριν από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 4161/2013), καθώς και τα επικαιροποιημένα στοιχεία που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 2 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 Ν. 4336/2015 σε συνδυασμό με την ΥΑ 8986/14.10.2015 (ΦΕΚ Β’ 2208/14.10.2015). Επομένως, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των πιστωτριών της, πρέπει η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, μετά την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης.
Οι μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες που παραστάθηκαν, με δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους δικηγόρου τους που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, αρνήθηκαν την αίτηση ως νόμω και ουσία αβάσιμη και προέβαλαν τις εξής ενστάσεις: Α) Ένσταση δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, διότι εξ αρχής γνώριζε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις οφειλές της, καθόσον δεν επαρκούσε το εισόδημά της. Η εν λόγω ένσταση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο αρ. 1 του Ν. 3869/2010 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Β) Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, διότι η αιτούσα δε ζητά τη ρύθμιση των χρεών της με βάση τη μείωση που έχει υποστεί στα ατομικά της εισοδήματα, αλλά προτείνει να αποπληρώσει μικρό μόνο ποσό σε σχέση με το σύνολο των χρεών της, βλάπτοντας τα συμφέροντα των πιστωτριών της και χωρίς να αποδεικνύει κατάσταση μόνιμης και πραγματικής αδυναμίας πληρωμής. Η εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον η άσκηση από την αιτούσα του ενδίκου δικαιώματός της ρύθμισης των χρεών της με απαλλαγή από αυτά, παρέχεται από τις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου, η δε αίτησή της θα γίνει δεκτή μόνο με τη διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων του νόμου αυτού και εφόσον βέβαια η αιτούσα δεν περιήλθε με δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, στοιχείο το οποίο αν αποδειχθεί από τις πιστώτριες, θα έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αιτήσεως ως ουσιαστικά αβάσιμης (Ειρ.Λάρισας 238/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο ίδιος νόμος αξιώνει μεν από τον οφειλέτη τη σύνταξη της αίτησης με στάθμιση των δικών του συμφερόντων και αυτών των πιστωτών, πλην όμως αυτός δύναται να προτείνει στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 5 και χαμηλών καταβολών σχέδιο πληρωμών. Σε κάθε περίπτωση, αν το Δικαστήριο κρίνει μη εύλογο και αποδεκτό το σχέδιο αποπληρωμής του οφειλέτη, επεμβαίνει και διαμορφώνει αυτό, αποκλίνοντας από τα αιτηθέντα (βλ. Ι. Βενιέρης – Θ. Κατσας, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 3η, 2016, σελ. 250, ΕιρΝίκαιας 4/2014 ΝΟΜΟΣ).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της αιτούσας, Α.Δ. του Ι., στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχεται στα
ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων ειδικώς κατωτέρω αναφέρονται, χωρίς να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς, και από εκείνα που απλώς προσκομίζονται στο Δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκλησή τους – παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρ. 744 και 759 παρ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρ. 759 αριθμ. 5, ΑΠ 174/1987, ΕλλΔνη 29.129), από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων που παραστάθηκαν (άρ. 261 και 352 ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη από το Δικαστήριο (άρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα Κ.Θ. του Α. και της Α., γεννηθείσα το έτος 1962, είναι έγγαμη με τον Α.Δ. του Ι. και της Λ., με τον οποίο έχει αποκτήσει δύο θυγατέρες, την Ι.Δ., ηλικίας 32 ετών και την Α.Δ., ηλικίας 27 ετών (βλ. το προσκομιζόμενο με αρ. πρωτ. 05.11.2015 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου ….). Κατοικεί μαζί με τον σύζυγό της και τις θυγατέρες τους σε διαμέρισμα συνιδιοκτησίας της ίδιας και του συζύγου της που βρίσκεται στην …. Αττικής. Η μεγαλύτερη θυγατέρα της είναι άνεργη, χωρίς να λαμβάνει επίδομα ανεργίας, η δε μικρότερη είναι από το έτος 2010 φοιτήτρια του Τμήματος …, της Σχολής … του Τ.Ε.Ι. ….. (βλ. την προσκομιζόμενη με αρ. πρωτ. 12700/11.11.2015 βεβαίωση σπουδών). Η αιτούσα είναι συνταξιούχος τραπεζική υπάλληλος, λαμβάνουσα μηνιαίως ως σύνταξη το ποσό των 714,50 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη ανάλυση πληρωμής επικουρικής σύνταξης … μηνός Δεκεμβρίου 2017). Ο σύζυγός της εργάζεται τα τελευταία 25 έτη ως ιδιωτικός υπάλληλος στην εταιρεία με την επωνυμία «….», με τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του να ανέρχονται σήμερα στο ποσό των 1.050,01 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη από 30.11.2017 απόδειξη πληρωμής μηνός Νοεμβρίου 2017), ενώ το εισόδημά του συμπληρώνεται από το μίσθωμα ύψους 350,00 ευρώ που λαμβάνει μηνιαίως από την εκμίσθωση διαμερίσματος ιδιοκτησίας του που βρίσκεται στην … Αττικής (βλ. το προσκομιζόμενο από 26.11.2013 μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας). Όπως προέκυψε από τα εκκαθαριστικά σημειώματα που προσκομίζονται από την αιτούσα, το ετήσιο δηλωθέν οικογενειακό εισόδημά της κατά τα τελευταία έτη διαμορφώθηκε ως εξής: κατά το οικονομικό έτος 2004 (εισοδήματα 2003) ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 40.106,74 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2007 (εισοδήματα 2006) ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 39.516,72 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2010 (εισοδήματα 2009) ανερχόταν στο ποσό των 53.385,70 ευρώ, πλέον αυτοτελώς φορολογούμενων ποσών ύψους 379,81 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2011 (εισοδήματα 2010) ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 43.584,90 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2012 (εισοδήματα 2011) ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 46.289,08 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2013 (εισοδήματα 2012) ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 36.363,97 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2014 ανερχόταν στο ποσό των 35.673,58 ευρώ και κατά το φορολογικό έτος 2016 ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 31.987,97 ευρώ, πλέον αυτοτελώς φορολογούμενων ποσών ύψους 300,00 ευρώ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ανήκει στην αιτούσα κατά πλήρη κυριότητα ποσοστά 50% εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος του Β’ ορόφου οικοδομής, κτισμένης σε οικόπεδο εκτάσεως 216,00 τ.μ., που βρίσκεται στην …. Αττικής, επί της οδού … αρ. …, το οποίο
(διαμέρισμα) έχει επιφάνεια 71,00 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 312/1000 εξ αδιαιρέτου. Το ως άνω ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας, η δε αντικειμενική αξία του ιδανικού της μεριδίου πλήρους κυριότητας ανέρχεται σε 31.450,78 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων – πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου Ν. 4223/2013 έτους 2017), επομένως δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή της από την εκποίηση (άρ. 9 παρ. 2 Ν. 3809/2010). Στα περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας ανήκει ακόμη ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας AUDI, τύπου A3, με αριθμό κυκλοφορίας …., 1390 κυβικών εκατοστών, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2008, εκτιμώμενης εμπορικής αξίας 9.000,00 ευρώ, το οποίο δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, αφενός διότι είναι το μόνο αυτοκίνητο που διαθέτουν η αιτούσα και ο σύζυγός της και είναι ως εκ τούτου απαραίτητο για την κάλυψη των μεταφορικών τους αναγκών, αφετέρου διότι ενόψει της παλαιότητάς του και της χαμηλής εμπορικής του αξίας δεν προβλέπεται ότι θα προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον, ούτε ότι το τυχόν τίμημα που θα επιτευχθεί θα είναι αξιόλογο, ώστε να βελτιώσει σημαντικά τη θέση των πιστωτριών, λαμβανομένων επιπροσθέτως υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λπ.). Επομένως, δεν πρέπει να διαταχθεί η κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 εκποίησή του. Πέραν των ανωτέρω, η αιτούσα δεν διαθέτει άλλα κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία.
Δυνάμει δανειακών συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ίδιας και των καθ’ ων πιστωτριών της σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης της, η αιτούσα είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία με την κοινοποίηση της αίτησης καθίστανται ληξιπρόθεσμα, ακόμα κι αν δεν είναι και υπολογίζονται με την τρέχουσα κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξία τους, με εξαίρεση τα εμπραγμάτως εξασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο έκδοσης οριστικής απόφασης (άρ. 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010). Ειδικότερα, οι οφειλές της αιτούσας προς τις καθ’ ων ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 204.237,72 ευρώ και έχουν ως εξής: Α) προς την 1η καθ’ ης με την επωνυμία «…»: 1) οφειλή ανερχόμενη την 01.01.2014 στο ποσό των 32.797,31 ευρώ, απορρέουσα από την υπ’ αριθ. 3519060 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, 2) οφειλή ανερχόμενη στις 08.01.2014 στο ποσό των 69.325,23 ευρώ, απορρέουσα από σύμβασή στεγαστικού δανείου, 3) οφειλή ανερχόμενη στις 08.01.2014 στο ποσό των 24.086,66 ευρώ, απορρέουσα από τη σύμβαση στεγαστικού δανείου, 4) οφειλή ανερχόμενη στις 25.12.2013 στο ποσό των 35,59 ευρώ, απορρέουσα από την υπ’ αριθ. 199404012014000 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, 5) οφειλή ανερχόμενη στις 17.01.2014 στο ποσό των 6.682,75 ευρώ, απορρέουσα από σύμβαση στεγαστικού δανείου και 6) οφειλή ανερχόμενη στις 17.01.2014 στο ποσό των 6.791,74 ευρώ, απορρέουσα από σύμβαση στεγαστικού δανείου, το συνολικό επομένως ποσό που της οφείλει ανέρχεται σε 139.719,28 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη από 11.06.2014 βεβαίωση οφειλών της 1ης καθ’ ης) και Β) προς τη 2η καθ’ ης με την επωνυμία «….», οφειλή ανερχόμενη στις 12.12.2013 στο ποσό των 64.518,44 ευρώ, απορρέουσα από την υπ’ αριθ. 4210526410 σύμβαση στεγαστικής πίστης (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 963016722/25.11.2015 αναλυτική κατάσταση οφειλών της 2ης καθ’ ης). Η ως άνω 1η απαίτηση της 1ης καθ’ ης είναι εμπραγμάτως
εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης α’ σειράς επί του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας, εγγραφείσα στις 30.10.2007 στα βιβλία των Υποθηκών και Κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο 401 αριθ. 40053, για ποσό 48.000,00 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο από 16.09.2013 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου …). Όπως δε προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 23.05.2018 έγγραφο της «….» που είναι τμήμα της 3ης καθ’ ης πιστώτριας με την επωνυμία «….», η αναφερόμενη στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης ως απαίτηση της τελευταίας έχει εξοφληθεί ολοσχερώς. Επομένως, λόγω μη ύπαρξης οφειλής της αιτούσας προς την 3η καθ’ ης, θα πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως προς αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Η αιτούσα κατέφυγε στον τραπεζικό δανεισμό προκειμένου να προβεί στην ανέγερση του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία της και στην αγορά του ως άνω οχήματός της, αλλά και για να διευκολύνει ως εγγυήτρια τη δανειοδότηση της μητέρας της, Α.Θ., για την απόκτηση της κύριας κατοικίας της. Υπήρξε δε απόλυτα συνεπής στην καταβολή των μηνιαίων δόσεών της μέχρι το έτος 2012, ότε και αναγκάσθηκε λόγω της συρρίκνωσης των εισοδημάτων της να προβεί με τις καθ’ ων πιστώτριες της σε επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων, η οποία οδήγησε στη μείωση της συνολικής μηνιαίας δόσης της. Ωστόσο, λόγω της περαιτέρω μείωσης των εισοδημάτων τόσο της ίδιας όσο και του συζύγου της κατά τα τελευταία έτη, με τις συνεχείς περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους διαβίωσης και την επιβολή πρόσθετων φορολογικών βαρών στους πολίτες κατά την τρέχουσα δημοσιονομική συγκυρία, αδυνατεί να ανταποκριθεί πλέον στις δανειακές της υποχρεώσεις. Εξάλλου, η οικονομική της κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο άμεσο μέλλον λόγω της γενικότερης οικονομικής ύφεσης με την αύξηση του κόστους διαβίωσης και την επιβολή πρόσθετων φορολογικών βαρών στους πολίτες. Υπό τα ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι η αιτούσα, η οποία στερείται πτωχευτικής ικανότητας, έχει περιέλθει χωρίς δόλο, αλλά εξαιτίας των προαναφερθεισών περιστάσεων τις οποίες δεν μπορούσε να προβλέψει κατά τον χρόνο λήψης των δανείων της, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της.
Με βάση τα προλεχθέντα και δεδομένου ότι το προταθέν σχέδιο διευθέτησης οφειλών της αιτούσας δεν έγινε δεκτό από τις πιστώτριές της, συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 Ν. 4161/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 Ν. 4161/2013), με μηνιαίες καταβολές προς την 1η και 2η των καθ’ ων επί πενταετία (60 μήνες) που θα γίνονται εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά στο ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το ποσό που μπορεί να διατεθεί από την αιτούσα στην 1η και 2η των καθ’ ων, συμμέτρως διανεμόμενο μεταξύ τους, εκτιμάται σε 350,00 ευρώ μηνιαίως, ποσό το οποίο κρίνεται ότι βρίσκεται μέσα στις οικονομικές δυνατότητές της, λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων της, της έλλειψης προοπτικής βελτίωσης της οικονομικής της κατάστασης, του ύψους των οφειλών της προς τις πιστώτριές της και των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης της ίδιας και του συζύγου της, όχι όμως και των βιοτικών αναγκών των ενήλικων θυγατέρων τους οι οποίες διαμένουν μαζί τους, καθόσον ενόψει και της ηλικίας τους, έχουν τη δυνατότητα να βρουν εργασία και να διατρέφουν τον εαυτό τους και δεν εμπίπτουν στην έννοια του προστατευόμενου
μέλους της οικογένειας της αιτούσας, εφόσον παράλληλα δεν αποδείχθηκε αδυναμία αυτοδιατροφής τους για κάποιο ιδιαίτερο λόγο (ΕιρΠατρ 89/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε ότι βρίσκονται σε κατάσταση δικαιολογημένης ή χρόνιας ανεργίας (ΕιρΚαλαμ 125/2015, ΕιρΑθ 87/2011), παρά μόνο ότι η μικρότερη θυγατέρα τους, Α.Δ., είναι φοιτήτρια του Τμήματος …. της Σχολής … του Τ.Ε.Ι. …, πλην όμως το διάστημα κατά το οποίο έχει διαρκέσει η φοιτητική της ιδιότητα (8 έτη) έχει ξεπεράσει κατά πολύ τη χρονική διάρκεια σπουδών στο εν λόγω τμήμα (8 εξάμηνα), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αρ. πρωτ. 12700/11.11.2015 βεβαίωση σπουδών. Το καταβλητέο από την αιτούσα ποσό προς την 1η και 2η των καθ’ ων προκύπτει από το κλάσμα με αριθμητή το ποσό της συνολικής καταβλητέας μηνιαίας δόσης (350,00 ευρώ) πολλαπλασιαζόμενο με το ύψος των απαιτήσεων εκάστης των πιστωτριών και παρονομαστή το ποσό του συνόλου των απαιτήσεων (204.237,72 ευρώ). Επομένως, μετά το τέλος της πενταετίας η αιτούσα θα έχει καταβάλει συνολικό ποσό 21.000,00 ευρώ (350,00 ευρώ X 60 δόσεις) και θα απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο των οφειλών της ύψους 183.237,72 ευρώ (204.237,72 – 21.000,00). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 εδ. β’ Ν. 3869/2010 (όπως το άρθρο 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 Ν. 4161/14.06.2013, ΦΕΚ 143Α), οι μηνιαίες καταβολές που έχουν πραγματοποιηθεί από την αιτούσα από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης, στο πλαίσιο της από 12.06.2014 προσωρινής διαταγής της Ειρηνοδίκου Αθηνών, θα συνυπολογισθούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα και θα αφαιρεθούν κατά τους τελευταίους μήνες της πενταετίας πριν τη λήξη της.
Η παραπάνω ρύθμιση θα συνδυασθεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 4161/2013) ρύθμιση, εφόσον με τις καταβολές της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτριών και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης από την εκποίηση του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία της, μετά το οποίο η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η αντικειμενική του αξία δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή της από την εκποίηση (άρ. 9 παρ. 2 Ν, 3869/2010). Η ως άνω διάταξη εισάγει μεν ευνοϊκή ρύθμιση για τον οφειλέτη, αφού του παρέχει τη δυνατότητα εξαίρεσης από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του, που θα μπορούσε να διαταχθεί από το Δικαστήριο καθώς αποτελεί ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο, πλην όμως του επιβάλλει, προκειμένου να πετύχει την εξαίρεση την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει μέχρι το 80% της αντικειμενικής του αξίας. Με βάση τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, εφόσον το υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη, μετά τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του ιδίου νόμου, υπερβαίνουν το ποσό του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση, επιβάλλοντας του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 80%, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης. Εφόσον, όμως, τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 80%, θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του οφειλόμενου ποσού. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, να ορίσει κάποια περίοδο χάριτος, κάποια, δηλαδή, χρονική περίοδο, κατά την οποία ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να
καταβάλλει κανένα ποσό στο πλαίσιο της παραπάνω διάταξης. Για τη χορήγηση της περιόδου χάριτος δεν απαιτείται αίτημα του οφειλέτη, η διάρκεια της, δε, δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά επαφίεται στην εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (ΜΠρθεσ 17753/2012, ΕιρΠάτρας 2/2011, ΕιρΧαν 574/2015, ΕιρΝικ 4/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΚατ 13/2013 αδημ.). Στο πλαίσιο της ρύθμισης αυτής θα πρέπει να ορισθούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία της, για την οποία η τελευταία θα πρέπει να καταβάλει μέχρι το 80% της αντικειμενικής του αξίας, που εν προκειμένω ανέρχεται στο ποσό των 25.160,62 ευρώ (31.450,78 X 80%). Το υπόλοιπο των χρεών της αιτούσας μετά τις ανωτέρω ορισθείσες καταβολές επί πενταετία είναι μεγαλύτερο του 80% της αντικειμενικής αξίας του ιδανικού της μεριδίου, επομένως οι καταβολές για τη διάσωσή του θα περιορισθούν στο ως άνω ποσό (των 25.160,62 ευρώ). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τον νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ως άνω ποσού πρέπει να οριστεί σε δέκα πέντε (15) έτη (180 μήνες), λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των χρεών της αιτούσας, της οικονομικής δυνατότητας και της ηλικίας της. Το ποσό που θα καταβάλλει η αιτούσα στο πλαίσιο αυτής της ρύθμισης θα ανέρχεται σε 139,78 ευρώ (25.160,62 : 180) μηνιαίως, οι δε μηνιαίες δόσεις θα καταβάλλονται εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα έντεκα (11) μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, διότι κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στην αιτούσα περίοδος χάριτος ίσης διάρκειας, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την πιο πάνω των καταβολών της πενταετίας, με κίνδυνο να φανεί ασυνεπής στις υποχρεώσεις της και να εκπέσει των ρυθμίσεων. Από τις καταβολές αυτές θα ικανοποιηθεί προνομιακά η ως άνω 1η απαίτηση της 1ης καθ’ ης που είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένη, ως προελέχθη, με προσημείωση υποθήκης επί του ακινήτου της κύριας κατοικίας της αιτούσας, σύμφωνα με τα άρθρα 1272, 1277 και 1300 ΑΚ. Το υπόλοιπο των απαιτήσεων της 1ης και 2ης των καθ’ ων που θα απομείνει ανεξόφλητο μετά και τις ανωτέρω καταβολές, δε θα καταστεί εφικτό να ικανοποιηθεί, γιατί δεν μπορεί να επιβληθεί στην αιτούσα από τον νόμο άλλη υποχρέωση.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την 3η των καθ’ ων, να γίνει κατά τα λοιπά δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμισθούν οι οφειλές της αιτούσας προς την 1η και 2η των καθ’ ων, εξαιρούμενου της εκποίησης του ποσοστού συγκυριότητάς της επί του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία της, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010. Τέλος, παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, γιατί η απόφαση δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρ. 14 Ν. 3869/2010).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της 3ης καθ’ ης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς την 3η καθ’ ης με την επωνυμία «…».
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές προς την 1η και 2η των καθ’ ων, συνολικού ποσού τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ εκάστη, συμμέτρως διανεμομένου μεταξύ τους, οι οποίες θα αρχίσουν την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα καταβάλλονται για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών (60 μήνες), εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα. Οι μηνιαίες δε καταβολές που έχουν πραγματοποιηθεί από την αιτούσα από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης, στο πλαίσιο της από 12.06.2014 προσωρινής διαταγής της Ειρηνοδίκου Αθηνών, θα συνυπολογισθούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα και θα αφαιρεθούν κατά τους τελευταίους μήνες της πενταετίας πριν τη λήξη της.
ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση το ανήκον στην αιτούσα κατά πλήρη κυριότητα ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία της, ήτοι επί του διαμερίσματος του Β’ ορόφου οικοδομής, κτισμένης σε οικόπεδο εκτάσεως 216,00 τ.μ., που βρίσκεται στην … Αττικής, επί της οδού …. αρ. …, το οποίο (διαμέρισμα) έχει επιφάνεια 71,00 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 312/1000 εξ αδιαιρέτου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλλει μηνιαίως και εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, για τη διάσωση του ανωτέρω ιδανικού της μεριδίου, στην 1η καθ’ ης πιστώτρια με την επωνυμία «….», το ποσό των εκατόν τριάντα εννέα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (€139,78), για χρονικό διάστημα δέκα πέντε (15) ετών (180 μηνιαίες δόσεις), αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα έντεκα (11) μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο σκεπτικό της. Η καταβολή των δόσεων θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 20 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.