Αριθμός Απόφασης: 5745/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή …………… Ειρηνοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα …………. .
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Δεκεμβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ:…………………. του…………, κατοίκου Α…….. Α……. η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Άννας Κορσάνου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………………… Α.Ε.» που εδρεύει στ.. ………. και εκπροσωπείται νόμιμα ως ειδική διάδοχος της ………. Δημόσιας Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «………………», που εδρεύει στην ……… ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου ……….. …………., 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………………….» και τον διακριτικό τίτλο «…………….», που είχε έδρα την Αθήνα, λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως της δεύτερης εταιρείας από την πρώτη, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της …………….. .
Η αιτούσα με την από 4.9.2013 αίτησή της, εκουσίας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου : ……/….., δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η ανωτέρω, ζητά να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Ακολούθησε συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά και το Δικαστήριο
Αφού άκουσε όσα περιέχονται στα πρακτικά
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αιτούσα, με την κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, επικαλούμενη ότι είναι φυσικό πρόσωπο που στερείται πτωχευτικής ικανότητας και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, ζητεί τη διευθέτησή τους κατά το προτεινόμενο από αυτήν σχέδιο, καθώς δεν επετεύχθη δικαστικός συμβιβασμός και να εξαιρεθεί από τη ρευστοποίηση το ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία της.
Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί η αιτούσα, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010). Δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτησή της για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί σε προγενέστερο χρόνο απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές της (άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3869/2010), όπως τούτο προέκυψε από την αυτεπάγγελτη έρευνα της γραμματείας του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία. Έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στις καθ ων, ήδη διαδίκους, καθώς και στους εγγυητές ……….. ……….. και ………. ……… (σχετ. υπ’ αριθ. ..…, …../9.9.2013 και …./10.9.2013 και …./10.9.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……… ……….). Προσκομίζονται όλα τα απαραίτητα, για την επικαιροποίηση του φακέλου, έγγραφα. Είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει κατάσταση της περιουσίας της αιτούσας και των εισοδημάτων της ίδιας και του συζύγου της, των πιστωτών της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της (Κρητικός, ρύθμιση Ν. 3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1477) και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των καθ’ ων είναι απορριπτέος. Είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης της αιτούσας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλούνται οι διάδικοι, δυνάμενα να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων, δικαστικές και εξώδικες, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα πασίδηλα γεγονότα, που λαμβάνονται υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει διαδικασία στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Η αιτούσα, ηλικίας σήμερα 35 ετών, από 4.9.2014 είναι σε γάμο με τον ………. ……… με τον οποίο έχει αποκτήσει ένα τέκνο, τον ….…. ………. που γεννήθηκε το 2015, ενώ κατά τον χρόνο συζήτησης της κρινόμενης διένυε τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης δεύτερου τέκνου. Διαμένει με την οικογένειά της σε ιδιόκτητο ακίνητο στο Α……. Α……, επί της οδού .…… αριθ. ….. Από 2.5.2017 απασχολείται ως υπάλληλος γραφείου, με μερική απασχόληση, σε ατομική επιχείρηση φανοποιείου, με μηνιαίες αποδοχές ύψους 262,42 ευρώ. Ο σύζυγός της απασχολείται ως αστυνομικός στο Δημόσιο, με μηνιαίες αποδοχές περί τα 1.000 ευρώ κατά μέσο όρο (από 900 έως 1.100 όπως αναφέρεται στις προτάσεις). Τα παραπάνω ποσά από την εργασία τους αποτελούν και το μοναδικό τους εισόδημα. Κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2003 μέχρι και το 2011 η αιτούσα εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος στην ατομική επιχείρηση Εργαστηρίου Χαρακτικής κοσμημάτων του πατρός της ……… ……… με μηνιαίες αποδοχές 600 ευρώ. Η εν λόγω επιχείρηση από το έτος 2009, επηρεάστηκε από την οικονομική ύφεση κι έτσι ο τελευταίος, το έτος 2011, αναγκάσθηκε να προβεί στην απόλυσή της προκειμένου, όπως η ίδια ανωμοτί καταθέτει, να μην επιβαρύνεται με την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών της. Περαιτέρω, σύμφωνα και πάλι με το περιεχόμενο της ανωμοτί κατάθεσης της ίδιας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η παραπάνω επιχείρηση σήμερα λειτουργεί στο όνομα της μητέρας της, εμφανίζοντας ετήσια κέρδη 20.000 ευρώ, ενώ ο πατέρας της έχει υποβάλλει αίτηση προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί. Από 24.10.2011 μέχρι και τον Μάιο του έτους 2017, η αιτούσα φέρεται άνεργη, εγγεγραμμένη στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ.
Δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./22.3.2004 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών ……. συζ. ……….. ……., το γένος ……., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, η αιτούσα προέβη στην αγορά των ακόλουθων οριζόντιων ιδιοκτησιών που βρίσκονται σε οικόπεδο στο εγκεκριμένο σχέδιο του ……. ……., της περιφέρειας του Δήμου ……. επί της οδού …… αριθ. …: 1) του διαμερίσματος του τέταρτου πάνω από την πυλωτή ορόφου, εμβαδού 63,90 τ.μ., επιφάνεια ημιυπαίθριου χώρου 15,18 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 193/1000. Στο διαμέρισμα αυτό και στους εκάστοτε ιδιοκτήτες ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση η υπ’ αριθμόν δύο (2) ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, εμβαδού 10,13 τ.μ. 2) η υπόγεια αποθήκη υπ’ αριθμόν τέσσερα (4), επιφανείας 8,42 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 3/1000. Η αντικειμενική τους αξία, σύμφωνα με τη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α του έτους 2017, ανέρχεται στο ποσό των 59.707,86 ευρώ και 1.127 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των 60835,09 ευρώ. Τα παραπάνω αποτελούν και τα μοναδικά ακίνητα της αιτούσας η οποία περαιτέρω έχει στην κυριότητά της ένα Ι.Χ.Ε. όχημα μάρκας Suzuki Alto, 1000 CC έτους κυκλοφορίας 2009. Για την αγορά του χρησιμεύοντος ως κύρια κατοικία της, ως άνω ακινήτου, η αιτούσα, το έτος 2004, σε ηλικία 21 ετών, έλαβε από την ……… ….., υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν οι γονείς της, στεγαστικό δάνειο ύψους 101.000 ευρώ, όπως η ίδια καταθέτει, για την αγορά του χρησιμεύοντος ως κύρια κατοικία ακινήτου της. Η διάρκειά του ήταν 19 έτη και η μηνιαία δόση περί τα 500 ευρώ. Το έτος 2007, προκειμένου να μειωθεί η δόση, το δάνειο μεταφέρθηκε στην ………., με ρήτρα ελβετικού φράγκου, που είχε προταθεί από την τότε πιστώτρια ως συμφέρουσα επιλογή. Εξαιτίας της εκτίναξης της δόσης των δανείων τα οποία είχαν ληφθεί με την ρήτρα αυτή, η μηνιαία δόση αυξήθηκε στο διπλάσιο, περί τα 1.100 ευρώ.
Η αιτούσα φέρει προς ρύθμιση το χρέος από το στεγαστικό δάνειο, καθώς και μια πιστωτική κάρτα, που είχε αναλάβει σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της κρινόμενης, τα οποία κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 98 επ.), εκτός από τις εμπραγμάτως ασφαλισμένες απαιτήσεις που υπολογίζονται εκτοκιζόμενες μέχρι τον χρόνο έκδοσης της παρούσας. Ήτοι οφειλή ύψους 565,49 ευρώ (538,58 ευρώ κεφάλαιο, 26,91 ευρώ τόκοι και 1,41 ευρώ έξοδα) απορρέουσα από σύμβαση για τη χρήση πιστωτικής κάρτας (……………..) με την τράπεζα ……., καθώς και την οφειλή από το στεγαστικό δάνειο που είχε συναφθεί με την υπ’ αριθ. …… σύμβαση με την ……., ύψους 116.738,87 ευρώ (116.349,47 ευρώ κεφάλαιο, 389,40 ευρώ τόκοι και 17,74 ευρώ έξοδα), που είναι εξασφαλισμένη με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στα παραπάνω ακίνητα, υπέρ της δανείστριας.
Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο που έλαβε το στεγαστικό δάνειο, με εγγυητές τους γονείς της, η πορεία της επιχείρησης του πατέρα της ήταν καλή, εξασφαλίζοντας την δυνατότητα να έχει η ίδια το σταθερό εισόδημα των 600 ευρώ το μήνα από την απασχόλησή της σε αυτή, ποσό που δήλωνε (σύμφωνα με την κατάθεσή της) και που κάλυπτε την δόση του δανείου, αλλά και την δυνατότητα των γονέων της, με τα έσοδα της επιχείρησης να καλύπτουν όλες τις ανάγκες διαβίωσης της θυγατρός τους προκειμένου η ίδια να ανταποκρίνεται στην πληρωμή και ότι περιήλθε σε αδυναμία προς πληρωμή εξαιτίας της πτώσης του τζίρου της επιχείρησης του πατέρα της, της συνακόλουθης απόλυσής της και της ανεργίας της μητέρας της. Οι επικαλούμενες μεταβολές των ατομικών εισοδημάτων της αιτούσας, καθώς και του τζίρου της επιχείρησης του πατέρα της στον οποίο και απέβλεπαν η ίδια και οι γονείς της προκειμένου να της χορηγηθεί το στεγαστικό δάνειο, δεν προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και δη τα εκκαθαριστικά σημειώματα της αρμόδιας ΔΟΥ. Ειδικότερα προσκομίζονται όσον αφορά τα εισοδήματα της ίδιας εκκαθαριστικά των οικ. ετών 2004 (χρήση 2003) με δηλωθέν ετήσιο εισόδημα 1.457,03 ευρώ, ενώ δεν προκύπτουν (αφού δεν προσκομίζονται) τα δηλωθέντα εισοδήματά της από το οικ. έτος 2004 έως και 2009 (έτη κατά τα οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της είχε μηνιαίο εισόδημα από την επιχείρηση του πατρός της 600 ευρώ). Το οικ. έτος 2011 (χρήση 2010) ανέρχεται στο ποσόν των 11.307,35 ευρώ, ενώ τα οικ. έτη 2012 και 2013 (χρήσεις 2011 και 2012) τα δηλωθέντα εισοδήματά της είναι μηδενικά. Το φορ. έτος 2014, κατά το οποίο η αιτούσα έχει τελέσει γάμο με τον ……. …….., η ίδια δηλώνει μηδενικά εισοδήματα και ο σύζυγός της 13.963,30 ευρώ, ενώ το φορ. Έτος 2016 τα δηλωθέντα εισοδήματα του συζύγου της ανέρχονται στο ποσό των 15.853,23 ευρώ. Όσον αφορά τα δηλωθέντα εισοδήματα των γονέων της αιτούσας, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, αυτά που αφορούσαν την ατομική επιχείρηση, ήταν εκείνα στα οποία τόσο η ίδια όσο και οι εγγυητές γονείς της απέβλεπαν, ώστε να εξασφαλίσουν την πληρωμή του στεγαστικού δανείου που τους χορηγήθηκε, αυτά διαμορφώθηκαν ως εξής από το έτος 2004 κι εφεξής, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά: το οικ. έτος 2005 (χρήση 2004) στο ποσό των 16.741,45 ευρώ για τον …… …… (πατέρα της αιτούσας) και 7.085,87 ευρώ για την ……. …… (μητέρα της αιτούσας). Το οικ. έτος 2006 (χρήση 2005) στο ποσό των 14.190,15 ευρώ και 2.437,91 ευρώ αντίστοιχα. Το οικ. έτος 2007 (χρήση 2006) στο ποσό των 14.667,04 ευρώ και 1.890,00 ευρώ. Το οικ. έτος 2008 (χρήση 2007) στο ποσό των 12.719, 44 ευρώ και 3.420,00 ευρώ. Το οικ. έτος 2009 (χρήση 2008) στο ποσό των 8.733,71 ευρώ για τον πατέρα ο οποίος τα επόμενα οικονομικά έτη εμφανίζει ετήσιο δηλωθέν εισόδημα 9.753,72 ευρώ για το 2010, μηδενικό για το 2011, 4,228,86 ευρώ για το 2012, 7.677,67 ευρώ για το 2013 και 2.509,36 για το 2014. Το φορ. Έτος 2014 το ετήσιο δηλωθέν εισόδημά του ανέρχεται στο ποσό των 13.963,30 ευρώ, ενώ τα φορ. Έτη 2015 και 2016 στα ποσά των 2.399,95 και 2.929,52 ευρώ, Από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να έχει ασφαλή κρίση ως προς την μείωση των εισοδημάτων της ατομικής επιχείρησης του πατέρα της αιτούσας, στα οποία κατά τους ισχυρισμούς της αυτή απέβλεπε, ώστε σε ηλικία 21 ετών να προβεί στην λήψη στεγαστικού δανείου ύψους 100.000 ευρώ. Ωστόσο, όπως συνομολογείται, αφού η καθ’ ης …… …… δεν αντιτείνει ειδικά, στην υποχρέωσή της για καταβολές ανταποκρινόταν μέχρι τον χρόνο εκείνο κατά τον οποίο η δόση διπλασιάστηκε λόγω της εκτίναξης του ελβετικού φράγκου. Αυτό αποτελεί γεγονός πασίδηλο και αυτή την μεταβολή και μόνο δέχεται το Δικαστήριο, ως συνθήκη που δημιούργησε στους εγγυητές, στο εισόδημα των οποίων και είχε αποβλέψει η πιστώτρια, αλλά και στην αιτούσα, αδυναμία να ανταποκριθούν στην πληρωμή διπλάσιας δόσης, γεγονός απρόβλεπτο σε κάθε περίπτωση. Η αδυναμία στην οποία περιήλθε η αιτούσα δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της όπως η καθ’ ης ισχυρίζεται και ο συνιστών ένσταση ισχυρισμός της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Η αιτούσα, κατά τα ανωτέρω, περιήλθε σε γενική και μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων προς τις καθ’ ων χρεών της η οποία δεν οφείλεται σε δόλο, όπως αόριστα και σε κάθε περίπτωση αναπόδεικτα η παριστάμενη καθ’ ης ισχυρίζεται με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναπτύσσεται στις προτάσεις της που κατατέθηκαν νόμιμα. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές τη έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Από μέρος της νομολογίας έχει κριθεί ότι περίπτωση δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών υπάρχει και στην περίπτωση ανάληψης χρεών, όταν ο δανειολήπτης βρισκόταν σε βιοτικό και εισοδηματικό επίπεδο αναντίστοιχο με το ύψος των υποχρεώσεών του, δηλαδή όταν εκείνος γνώριζε ότι η αδυναμία πληρωμής των χρεών του αποτελούσε ένα ενδεχόμενο που η πραγμάτωσή του παρουσίαζε αυξημένη πιθανότητα, ώστε ένας τόσο υψηλός βαθμός πιθανότητας να μην δικαιολογεί την πίστη ότι το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποφευχθεί, πράγμα που ερμηνεύεται ως αποδοχή του. Η άποψη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη αφενός εάν η παράνομη συμπεριφορά είναι αυτή που οδήγησε αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών, κατά τα οποία η συμπεριφορά του παρέχοντος κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, που από τη φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, την εξωτερική μορφή της, το χρόνο παροχής της υπηρεσίας, την έλλειψη ελευθερίας δράσης που αφήνεται στο αντισυμβαλλόμενο μέρος στο πλαίσιο της υπηρεσίας, το οποίο ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων, το εθελοντικό της παρεχόμενης προσφοράς του παρέχοντος στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, καθώς και τα χρηστά ήθη, ώστε να προστατεύεται το λιγότερο ισχυρό μέρος και να μην του προκαλείται ζημία. Έτσι ο παρέχων υπηρεσίες, εάν επιδείξει συμπεριφορά που δεν ανταποκρίνεται στα ανωτέρω, ενεργεί αντίθετα με το νόμο και συγχρόνως υπαίτια. Ειδικότερα διαθέτων την υλικοτεχνική υποδομή, αλλά και ειδικευμένο προσωπικό, έχει την δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να διερευνά κατά περίπτωση αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή υπηρεσιών, εν προκειμένη διάθεση τραπεζικών προϊόντων και να απέχει από τη σύναψη συμβάσεων που δημιουργούν επαχθείς υποχρεώσεις στο άλλο μέρος και δυσανάλογες των δυνατοτήτων του. Συνεπώς, σύμφωνα και με το γράμμα αλλά και το πνεύμα του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, η πιστώτρια που χορήγησε το στεγαστικό δάνειο, που σε κάθε περίπτωση με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων είχε την δυνατότητα να μην καταρτίσει την σύμβαση από την οποία απέρρεαν τα αναληφθέντα και προς ρύθμιση χρέη, το περιεχόμενο των οποίων ο δανειολήπτης δεν μπορούσε να διαμορφώσει ούτε να τροποποιήσει, εκτός του ότι είχε την δυνατότητα, όφειλε να βαθμολογεί την πιστοληπτική ικανότητα προκειμένου να χορηγήσει το τραπεζικό προϊόν. Στην προκείμενη περίπτωση πέραν των άλλων, η πιστώτρια που χορήγησε το στεγαστικό δάνειο στην αιτούσα, εξασφάλισε αφενός την απαίτησή της με εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο για την αγορά του οποίου και χορηγήθηκε, αφετέρου γνώριζε ότι η αιτούσα, πολύ νέα σε ηλικία, μόλις 21 ετών, δεν διέθετε εισόδημα ικανό να ανταποκριθεί στην υποχρέωση που ανέλαβε και άπειρη στις συναλλαγές ήταν κι απέβλεψε στα εισοδηματικά κριτήρια του πατρός της ο οποίος επιπρόσθετα, όπως εκτιμάται, όντας αρωγός στην κάλυψη όλων των εξόδων της θυγατρός του μέχρι τον χρόνο που αυτή αρραβωνιάστηκε με τον νυν σύζυγό της, της εξασφάλιζε και την δυνατότητα για την πληρωμή της δόσης του δανείου.
Με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και ο συνιστών ένσταση ισχυρισμός της καθ’ ης για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι τα επικαλούμενα προς θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Η προσφυγή του οφειλέτη στις διατάξεις του νόμου είναι δικαίωμά του και δεν εξαρτάται από άλλες προϋποθέσεις, ενώ εξάλλου το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του, χωρίς κάποιο περιορισμό, αρκεί να είναι επαρκώς προσδιορισμένο ώστε να μπορεί να προκαλέσει τη συναίνεση των πιστωτών και τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού, η τελική δε ρύθμιση γίνεται από το Δικαστήριο. Η ρύθμιση των χρεών της θα πρέπει να γίνει με μηνιαίες καταβολές προς μερική εξόφληση των οφειλών της σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 εδ. 1 Ν. 3869/2010. Η ρύθμιση των χρεών της θα πρέπει να γίνει με μηνιαίες καταβολές προς μερική εξόφληση των οφειλών της σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 εδ. 1 Ν. 3869/2010. Με βάση τόσο το ατομικό όσο και το οικογενειακό εισόδημα, ανερχόμενο συνολικά περί τα 1200 ευρώ, η αιτούσα κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, δεν είναι σε θέση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό προς την καθ’ ης χωρίς να κινδυνεύει η ικανοποίηση βασικών αναγκών της ίδιας και της τετραμελούς πλέον οικογένειάς της, αφού το παραπάνω ποσό δεν επαρκεί για την κάλυψή τους, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Εν όψει δε της οικονομικής ύφεσης και των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά εργασίας, δεν αναμένεται βελτίωση τέτοια που να τις επιτρέπει να ανταποκριθεί σε καταβολές, ώστε κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 να ορισθούν μηδενικές καταβολές για μια τριετία, με , χωρίς προσδιορισμό επανασυζήτησης. Η αιτούσα αιτείται τη διάσωση του χρησιμεύοντος ως κύρια κατοικία ακινήτου της, του οποίου η αντικειμενική αξία εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου. Έτσι η παραπάνω ρύθμιση θα πρέπει να συνδυαστεί με αυτή του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Προς τούτο θα πρέπει να καταβάλει στην καθ’ ης, για τις εμπραγμάτως ασφαλισμένες απαιτήσεις προς την ……. ……, το 80% της αντικειμενικής του αξίας, που ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε στο ποσό των 60.835,09 ευρώ και το 80% αυτής στο ποσό των 48.668,07 ευρώ. Το ποσό αυτό των 48.668,07 ευρώ θα αποπληρωθεί σε είκοσι έτη, σε 240 μηνιαίες δόσεις, ύψους 202,78 ευρώ η κάθε μια, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και χωρίς ανατοκισμό. Η καταβολή των δόσεων αυτών ορίζεται να ξεκινήσει δύο μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας. Το όχημα κυριότητας της αιτούσας δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση κι εξαιρείται αυτής.
Με βάση τα παραπάνω πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη στην ουσία της. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.
Δέχεται την αίτηση.
Ορίζει μηδενικές καταβολές για μια τριετία κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία κυριότητας της αιτούσας, που βρίσκεται σε οικόπεδο στο εγκεκριμένο σχέδιο του Α…… Α…….., της περιφέρειας του Δήμου …… επί της οδού ……. Αρ. … : 1) διαμέρισμα του τέταρτου πάνω από την πυλωτή ορόφου, εμβαδού 63,90 τ.μ., επιφάνεια ημιυπαίθριου χώρου 15,18 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 193/1000 μετά της ανήκουσας σε αυτό κατ’ αποκλειστική χρήση υπ’ αριθμόν δύο (2) ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, εμβαδού 10,13 τ.μ. 2) υπόγεια αποθήκη υπ’ αριθμόν τέσσερα (4), επιφανείας 8,42 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 3/1000.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κατοικίας της στην καθ΄ ης, για τις εμπραγμάτως ασφαλισμένες απαιτήσεις της …… το ποσό των 48.668,07 ευρώ που θα αποπληρωθεί σε είκοσι (20) έτη, σε 240 μηνιαίες δόσεις, ύψους 202,78 η κάθε μια, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και χωρίς ανατοκισμό. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα ξεκινήσει δύο μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 30 Ιουλίου 2018 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ