Αριθμός Απόφασης: 7768/2018

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας)

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη ……………, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με τη σύμπραξη της Γραμματέα …………..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 18.4.2018 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: …………………. του………… και της ……, κατοίκου Α…….επί της οδού ………, αρ. …, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Άννας Κορσάνου.

Της καθ’ ης η αίτηση πιστώτριας, η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευσή της (άρθρα 5 παρ. 1 Ν 3869/2010 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ) και παρίσταται ως εξής: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………………… Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «…………» που εδρεύει στ.. ………., επίκ της οδού …., αρ…… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε  από την πληρεξούσια δικηγόρο της ………………

Η αιτούσα με την από 2.10.2017 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ 51261/2135/5.10.2017 αίτηση δικαστικής ρύθμισης των οφειλών της και απαλλαγής από τα χρέη του Ν 3869/2010 που απηύθυνε προς το Δικαστήριο αυτό, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματά της. Για τη συζήτηση της αίτησης ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ημερομηνία και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη αίτηση και κατ’ εκτίμηση αυτής, η αιτούσα επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής της ληξιπρόθεσμης οφειλής της προς την καθ’ ης πιστώτριά της, ζητεί τη ρύθμιση του χρέους της με σκοπό την απαλλαγή της από αυτό, με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της περιγραφόμενης κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης οφειλών που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται για να δικασθεί από το Δικαστήριο αυτό της περιφέρειας της κατοικίας της αιτούσας (άρθρο 3 Ν 3869/2010) κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 1 περ. β’ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 Ν. 3869/2010 και τα άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ). Για το παραδεκτό της αίτησης τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 4 Ν 3869/2010 (όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 4 του άρθρου 1 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του Ν 4336/2015), αφού προσκομίστηκαν τα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη έγγραφα, καθώς και η από 2.10.2017 υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων της, της πιστώτριάς της και της απαίτησής της και για τις τυχόν μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία πριν από την κατάθεση της ένδικης αίτησης. Επίσης, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση της αιτούσας, ούτε έχει εκδοθεί σε προγενέστερο χρόνο απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές της (άρθρο 13 παρ. 2 Ν 3869/2010) (βλ. την υπ’ αριθ. 323/10.5.2018 Βεβαίωση της Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, Τμήμα Ρύθμισης Οφειλών). Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης πιστώτριας, αφού περιέχει όλα όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του     Ν 3869/2010 (όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της από την παρ. 3 του άρθρου 1 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 Ν 4336/2015), μη απαιτουμένου κανενός άλλου στοιχείου για την πληρότητά της. Είναι δε και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ 3, 8  και 9 του Ν 3869/2010, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τους νόμους 4336/2015 και 4346/2015 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση ενόψει του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αίτησης (5.10.2017). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι απέτυχε η απόπειρα προδικαστικού συμβιβασμού των μερών.

Από την ένορκη εξέταση του ……………. του ………, υιού της αιτούσας, ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, χρήσιμα και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των μερών, και από όσα είναι τοις πάσι γνωστά, αποδείχθηκαν τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα, ηλικίας σήμερα 63 ετών, είναι χήρα από το έτος 2008, οπότε απεβίωσε ο σύζυγός της, ………. του ………., με τον οποίο απέκτησε δύο τέκνα, την ………….., ηλικίας σήμερα 40 ετών και τον ……., ηλικίας σήμερα 38 ετών. Κατοικεί με τη θυγατέρα της, η οποία είναι άνεργη από το έτος 2015 (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. 22/2018/00004853770/19.4.2018 βεβαίωση του ΟΑΕΔ, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η αιτούσα, από την οποία προκύπτει ότι η θυγατέρα της είναι εγγεγραμένη στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ από την 6.11.2015 έως την 19.4.2018), σε ένα διαμέρισμα τρίτου (γ’) υπέρ το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, έτους κατασκευής 2005, επιφάνειας κύριων χώρων 85,48 τμ στο οποίο αντιστοιχούν και βοηθητικοί χώροι (αποθήκη και θέση στάθμευσης) επιφάνειας 16,65 τμ, το οποίο βρίσκεται στ.. …………., επί της οδού ………, αριθ. …. . Το διαμέρισμα αυτό, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της άνεργης θυγατέρας της, αγοράστηκε από την αιτούσα το έτος 2005, κατόπιν λήψης του μοναδικού δανείου (στεγαστικό) το οποίο συνήψε με την καθ’ ης πιστώτρια το ίδιο έτος (βλ. αναλυτικά στη συνέχεια). Η αιτούσα από το έτος 1998 έως σήμερα, εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος σε εταιρία ζαχαροπλαστικής, έναντι μηνιαίων αποδοχών οι οποίες ανέρχονται σήμερα στο καθαρό ποσό των 840,00 ευρώ περίπου. Καθώς όμως, στην αιτούσα καταβάλλονται επιπλέον επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και επίδομα αδείας, ήτοι δέκα τέσσερις (14) μισθοί ετησίως, το μηνιαίο εισόδημα της εκ της εργασίας της διαμορφώνεται σε 980,00 (840,00 x 14/12) ευρώ. Παράλληλα, η αιτούσα λόγω θανάτου του συζύγου της το έτος 2008, λαμβάνει επιπλέον σύνταξη χηρείας, η οποία ανέρχεται σήμερα (κύρια και επικουρική) στο συνολικό καθαρό ποσό των 515,90 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς, τα σημερινά εισοδήματα της αιτούσας ανέρχονται στο ποσό των 1.355,90 ευρώ. Κατά τη λήψη του δανείου της το έτος 2005 εργαζόταν τόσο η ίδια ως ιδιωτική υπάλληλος, όσο και ο σύζυγός της, ο οποίος διατηρούσε κρεοπωλείο, τα δε οικογενειακά τους εισοδήματα ήταν επαρκή τόσο για την κάλυψη των μηνιαίων δαπανών διαβίωσής τους, όσο και για την εξυπηρέτηση του δανείου το οποίο ανέλαβε η αιτούσα από την καθ’ ης. Μετά δε το θάνατο του συζύγου της το έτος 2008, η αιτούσα, καθώς τα εισοδήματά της και η σύνταξη χηρείας αυτής δεν είχαν μειωθεί ακόμα λόγω της οικονομικής κρίσης, συνέχισε να είναι συνεπής ως προς την καταβολή της μηνιαίας δόσης της προς την καθ’ ης. Συγκεκριμένα, ως προκύπτει από τα σχετικά από την αιτούσα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα, τα καθαρά εισοδήματά της το έτος 2008 ανήλθαν σε 23.769,34 ευρώ, ήτοι σε 1980,78 ευρώ μηνιαίως, το έτος 2009 ανήλθαν σε 25.895,15 ευρώ, ήτοι σε 2.157,93 ευρώ μηνιαίως, το έτος 2010 ανήλθαν σε 26.351,24 ευρώ, ήτοι σε 2.195,94 ευρώ μηνιαίως. Από το έτος 2011, παρά το γεγονός ότι τα εισοδήματα της αιτούσας άρχισαν λόγω της οικονομικής κρίσης να μειώνονται σταδιακά, η αιτούσα εξακολούθησε να είναι συνεπής ως προς την εξυπηρέτηση της δανειακής της υποχρέωσης, καθώς και τα τέκνα της εργάζονταν και ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, τα δε εισοδήματά της ήταν επαρκή για την ικανοποίηση τόσο των προσωπικών βιοτικών της αναγκών, όσο και την καταβολή της ενήμερης δόσης του δανείου της. Ως προκύπτει από τα σχετικά προσκομισθέντα από την αιτούσα μετ’ επικλήσεως εκκαθαριστικά σημειώματα, τα καθαρά εισοδήματα της αιτούσας – εκ της εργασίας της και της σύνταξης χηρείας της – ανήλθαν το έτος 2011 στο καθαρό ποσό των 19.318,74 ευρώ, ήτοι σε 1.609,90 ευρώ μηνιαίως, το έτος 2012 στο καθαρό ποσό των 18.916,83 ευρώ, ήτοι σε 1.576,40 ευρώ μηνιαίως, το έτος 2013 στο καθαρό ποσό των 17.960,88 ευρώ, ήτοι σε 1.496,74 ευρώ μηνιαίως και το έτος 2014 στο καθαρό ποσό των 17.999,33 ευρώ, ήτοι σε 1.499,94 ευρώ μηνιαίως. Από το έτος 2015, οπότε και η θυγατέρα της αιτούσας έμεινε άνεργη και η τελευταία επωμίστηκε τα μηνιαία έξοδά της, η αιτούσα προέβη σε διακανονισμό με την καθ’ ης πιστώτρια, η δε μηνιαία δόση του δανείου της διαμορφώθηκε στο ποσό των 200,00 ευρώ, το οποίο η αιτούσα κατέβαλε έως τον Ιανουάριο του έτους 2017. Εν συνεχεία, όμως, η μηνιαία δόση του δανείου της τον Ιανουάριο του έτους 2017 ανήλθε σε 700,00 ευρώ, σήμερα δε έχει αυξηθεί περαιτέρω και ανέρχεται σε 840,00 ευρώ περίπου, ποσό το οποίο η αιτούσα δεν δύναται να καταβάλει. Περαιτέρω, οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης  της αιτούσας δεν περιορίζονται σε αυτές που απαιτούνται για την κάλυψη των προσωπικών της αναγκών καθώς η θυγατέρα της ……… είναι μακροχρόνια άνεργη, εγγεγραμμένη από το έτος 2015 στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ και δεν διαθέτει κανένα εισόδημα, διαμένει, δε, με την αιτούσα, η οποία έχει ηθική υποχρέωση διατροφής αυτής. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο εκτιμά ότι το ποσό το οποίο είναι αναγκαίο στην αιτούσα για την κάλυψη των δαπανών διαβίωσης της ιδίας και της άνεργης θυγατέρας της ανέρχεται σε περίπου 950,00 ευρώ μηνιαίως.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης και συγκεκριμένα το έτος 2005, η αιτούσα συνήψε, ως οφειλέτισα, με την καθ’ ης πιστώτρια την υπ’ αριθ. ……….. σύμβαση ενυπόθηκου στεγαστικού δανείου, με την οποία χορηγήθηκε σε αυτήν δάνειο ύψους 120.000,00 ευρώ για την αγορά της κύριας κατοικίας της, ενώ ως εξασφάλιση του δανείου αυτού εγράφη από την καθ’ ης πιστώτρια επί της κύριας κατοικίας της προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 144.000,00 ευρώ. Ως εγγυητές δε στην ανωτέρω σύμβαση συμβλήθηκαν ο εν ζωή σύζυγός της …… του …… καθώς και ο υιός της ……… του ….. . Η οφειλή αυτή θεωρείται με την κοινοποίηση της υπό κρίση αίτησης στην καθ΄ ης πιστώτρια ληξιπρόθεσμη αλλά καθώς είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, συνεχίζει να εκτοκίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής έως τον χρόνο έκδοσης οριστικής απόφασης επί της υπό κρίση αίτησης (άρθρο 6 παρ. 3 Ν 3869/2010), το δε ύψος αυτής την 9.11.2017 (καθώς δεν προσκομίζονται περαιτέρω στοιχεία για το ύψος της οφειλής αυτής κατά το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης), ανερχόταν μαζί με τους τόκους και τα έξοδα στο συνολικό ποσό των 82.303,64 ευρώ. Από το ποσό αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί ποσό ύψους 1.000,00 ευρώ, καθώς η αιτούσα, ως προκύπτει από τα δελτία κατάθεσης της καθ’ ης τα οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζει, από την 1.12.2017 έως τη συζήτηση της παρούσας, σε συμμόρφωση με την από 15.11.2017 προσωρινή διαταγή Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία όρισε μηνιαίες καταβολές προς την καθ’ ης πιστώτρια, ύψους 200,00 ευρώ, έχει καταβάλει το ανωτέρω ποσό επί πέντε (5) μήνες. Συνεπώς, το ύψος της οφειλής της αιτούσας προς την καθ’ ης πιστώτρια ανέρχεται σήμερα σε 81.303,64 (82.303,64 – 1.000,00) ευρώ.

Δεδομένου ότι οι μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης της αιτούσας και της άνεργης θυγατέρας της, η οποία κατοικεί κατά τα ανωτέρω μαζί της, ανέρχονται σε 950,00 ευρώ περίπου, τα μηνιαία εισοδήματα της αιτούσας ανέρχονται σε 1.355,00 ευρώ περίπου, η δε μηνιαία δόση για την εξυπηρέτηση του δανείου της ανέρχεται στο ποσό των 840,00 ευρώ περίπου, αποδεικνύεται ότι η αιτούσα έχει περιέλθει άνευ δόλου σε μόνιμη και γενική αδυναμία όπως ανταποκριθεί στη ληξιπρόθεσμη οφειλή της έναντι της καθ’ ης. Η δε προταθείσα από την καθ’ ης πιστώτρια ένσταση περί δόλιας περιέλευσής της σε αδυναμία πληρωμών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία, καθόσον κατά τον χρόνο που ανέλαβε την παραπάνω δανειακή της υποχρέωση, τα εισοδήματά της ήταν υψηλότερα των σημερινών, όπως προκύπτει και από τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αιτούσας των τελευταίων ετών. Τα εισοδήματα της αιτούσας, σε συνδυασμό με τα εισοδήματα του συζύγου της, ο οποίος απεβίωσε το έτος 2008, στα οποία απέβλεπε η αιτούσα όταν συνήψε την ανωτέρω σύμβαση στεγαστικού δανείου με την καθ’ ης αλλά και μετέπειτα τα δικά της εισοδήματα ήταν επαρκή για την εξυπηρέτηση της μοναδικής δανειακής υποχρέωσης που ανέλαβε. Η δε μείωση του εισοδήματός της, εξαιτίας της μείωσης της σύνταξης χηρείας που λαμβάνει αλλά και του μισθού της λόγω της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε στη χώρα καθώς και η μακροχρόνια ανεργία της θυγατέρας της από το έτος 2015 έως σήμερα, υπήρξαν γεγονότα τα οποία η αιτούσα δεν μπορούσε να προβλέψει και τα οποία αποτέλεσαν τη βασική αιτία της αδυναμίας της να εξυπηρετήσει το χρέος της.

Εξάλλου, η αιτούσα διαθέτει την πλήρη κυριότητα ενός διαμερίσματος τρίτου (γ’) υπέρ το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, η οποία βρίσκεται στ.. …….. …….., επί της οδού …….., αριθ. … Το διαμέρισμα αυτό, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της θυγατέρας της, έχει επιφάνεια κύριων χώρων 85,48 τμ ενώ σε αυτό αντιστοιχεί μία θέση στάθμευσης του υπογείου και μια αποθήκη του υπογείου, συνολικής επιφάνειας 16,65 τμ, είναι έτους κατασκευής 2005, η δε αντικειμενική του αξία ανέρχεται σε 93.783,36 ευρώ (βλ. ΕΝ.Φ.Ι.Α. έτους 2016). Η δε εμπορική του αξία, αφού ληφθούν υπόψη η τοποθεσία του, το εμβαδόν του και η πτωτική τάση που επικρατεί στην αγορά των ακινήτων κατά την τρέχουσα χρονική συγκυρία, εκτιμάται ότι ανέρχεται στο ποσό των 112.558,00 ευρώ. Επίσης, η αιτούσα έχει στην πλήρη κυριότητά της το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …….. επιβατικό αυτοκίνητο, μάρκας FUJI HEAVY, μοντέλου IMPREZA, 1.597,00 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2005, το οποίο πρέπει να εξαιρεθεί από την εκποίηση, καθώς εκτιμάται ότι λόγω της παλαιότητάς του και της κρίσης που έχει ενσκήψει στην αγορά οχημάτων, δεν θα προκαλέσει ιδιαίτερο αγοραστικό ενδιαφέρον, τυχόν δε εκποίησή του, δεν θα αποφέρει αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της απαίτησης της καθ’ ης πιστώτριας. Πέραν των ανωτέρω, η αιτούσα δεν διαθέτει άλλη ακίνητη ή αξιόλογη κινητή περιουσία.
Με βάση τα προλεχθέντα και δεδομένου ότι το προταθέν σχέδιο διευθέτησης της οφειλής της αιτούσας δεν έγινε δεκτό από την καθ’ ης, πληρούνται στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 Ν 3869/2010 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 Ν 4161/2013 και αντικαταστάθηκε με την παρ. 17 του άρθρου 1 της Υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του Ν 4336/2015) με μηνιαίες καταβολές που θα ξεκινήσουν τον αμέσως επόμενο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα έχουν διάρκεια τριών ετών (36 μηνιαίες δόσεις). Περαιτέρω, στην από 15.11.2017 προσωρινή διαταγή που εξέδωσε Δικαστής του παρόντος Δικαστηρίου επί της ένδικης αίτησης, περιελήφθη διάταξη με την οποία υποχρεώθηκε η αιτούσα, αρχής γενομένης από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017, σε προσωρινές καταβολές προς την καθ’ ης πιστώτρια, ποσού 200,00 ευρώ μηνιαίως, υποχρέωση την οποία, ως προκύπτει από τα δελτία κατάθεσης της καθ’ ης, τα οποία η αιτούσα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει, η τελευταία τήρησε για χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών. Ως εκ τούτου, ως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 9 παρ. 5 Ν 3869/2010 περί συνυπολογισμού ως προς τον χρόνο και το ποσό των προσωρινών καταβολών σε αυτές της οριστικής ρύθμισης του Δικαστηρίου, το χρονικό διάστημα για το οποίο θα πρέπει να οριστούν καταβολές προς την καθ’ ης πιστώτρια σύμφωνα με την παρούσα ρύθμιση (του άρθρου 8 παρ. 2 Ν 3869/2010) θα διαμορφωθεί σε τριάντα έναν (31) μήνες (ήτοι 36 μήνες μείον τους 5 μήνες των καταβολών της προσωρινής διαταγής). Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων της αιτούσας, τούτη θα πρέπει να καταβάλλει προς την καθ’ ης το ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο αιτείται και η ίδια η αιτούσα να καταβάλει και το οποίο κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου είναι εντός των οικονομικών δυνατοτήτων της. Επομένως μετά το τέλος της παρούσας ρύθμισης, η αιτούσα θα έχει καταβάλει προς την καθ’ ης πιστώτρια το συνολικό ποσό των 12.400,00 (400,00 ευρώ x 31 δόσεις) ευρώ, η δε οφειλή της θα διαμορφωθεί σε 68.903,64 (81.303,64 – 12.400,00) ευρώ.

Η παραπάνω ρύθμιση (του άρθρου 8 παρ. 2 Ν 3869/2010) θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 Ν 3869/2010 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν 4346/2015 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με την παρ. 11 του αυτού άρθρου και νόμου ενόψει του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αίτησης) και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσα υπ’ αριθ. 54/15.12.2015 απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 2740/16.12.2015), εφόσον με τις καταβολές επί τριάντα έναν μήνες δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση της οφειλής της αιτούσας και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης από την εκποίηση του ακινήτου της κύριας κατοικίας της, μετά το οποίο, η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, αφού πληρούνται σωρευτικά και οι εξής προϋποθέσεις : α) το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα της αιτούσας δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής της, προσαυξημένες κατά 70%, β) η αντικειμενική αξία του ακινήτου της κύριας κατοικίας της κατά τον χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αίτησης δεν υπερβαίνει το όριο που θέτει ο νόμος (180.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξανόμενο κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ για κάθε τέκνο και μέχρι τα τρία κατ’ ανώτατο όριο) και γ) η αιτούσα τυγχάνει συνεργάσιμη δανειολήπτρια βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών, δεδομένου ότι η καθ’ ης δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε το αντίθετο. Στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 Ν 3869/2010, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση του ανωτέρω ακινήτου της αιτούσας, για το οποίο αυτή θα πρέπει να καταβάλει ποσό ίσο με αυτό που θα λάμβανε η καθ’ ης σε περίπτωση επίσπευσης της αναγκαστικής εκτέλεσης επ’ αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 993 παρ. 2, εδαφ. γ’ και 954 παρ. 2, περιπτ. γ’ ΚΠολΔ, αφαιρουμένων των εξόδων υποτιθεμένου πλειστηριασμού. Το ποσό αυτό κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, εκτιμάται σε 75.000,00 ευρώ. Καθώς, όμως, το ποσό αυτό, υπερβαίνει το σύνολο της οφειλής της αιτούσας, ως αυτή θα έχει διαμορφωθεί μετά τις καταβολές στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 2, η οποία κατά τα ανωτέρω, θα ανέρχεται σε 68.903,64 ευρώ, η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει, στα πλαίσια της παρούσας ρύθμισης το τελευταίο αυτό ποσό, μετά την καταβολή του οποίου, η οφειλή της θα αποπληρωθεί ολοσχερώς. Ο χρόνος αποπληρωμής του παραπάνω ποσού θα πρέπει να οριστεί, λαμβανομένων υπόψη του ύψους του χρέους της αιτούσας, της διάρκειας της δανειακής της σύμβασης (20ετής), καθώς και της οικονομικής της δυνατότητας, σε 20 έτη και ειδικότερα σε 240 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα και με τη μέγιστη εκτιμώμενη ικανότητά της αποπληρωμής. Επομένως, το ποσό της μηνιαίας δόσης για τη διάσωση του ακινήτου της κύριας κατοικίας της, θα ανέρχεται σε 287,10 (68.903,64/240) ευρώ. Παράλληλα, παρότι πλέον δεν υφίσταται ρητή πρόβλεψη στην παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν 3869/2010, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 14 παρ. 1 Ν 4346/2015, θα πρέπει κατά τη διακριτική ευχέρεια του παρόντος Δικαστηρίου (Βενιέρης – Κατσάς, Εφαρμογές του Ν 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 641) να της χορηγηθεί περίοδος χάριτος ίσης διάρκειας με αυτήν της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν 3869/2010, ώστε να μη συμπέσουν χρονικά οι δύο ρυθμίσεις και να μην επιβαρυνθεί η αιτούσα με δύο μηνιαίες δόσεις ταυτοχρόνως, με κίνδυνο να φανεί ασυνεπής στις υποχρεώσεις της και να εκπέσει των ρυθμίσεων. Η καταβολή των δόσεων αυτών, η οποία θα ξεκινήσει τον αμέσως επόμενο μήνα μετά τη λήξη της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν 3869/2010 και θα πραγματοποιείται εντός του πρώτου πενθημέρου ενός εκάστου μηνός, θα γίνει εντόκως χωρίς ανατοκισμό και με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Συνέπεια των παραπάνω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστεί το χρέος της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της, με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 Ν 3869/2010.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές προς την καθ’ ης πιστώτριά της συνολικού ποσού τετρακοσίων (400,00) ευρώ εκάστης, οι οποίες θα ξεκινήσουν τον αμέσως επόμενο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα πραγματοποιούνται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός για χρονικό διάστημα τριάντα ενός (31) μηνών (τριάντα μία μηνιαίες δόσεις), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση την κύρια κατοικία της αιτούσας, όπως αυτή ειδικότερα περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα για τη διάσωση του ανωτέρω ακινήτου της την υποχρέωση να καταβάλλει προς την καθ’ ης το ποσό των διακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και δέκα λεπτών (287,10 ευρώ) μηνιαίως, για χρονικό διάστημα (20) ετών (240 μηνιαίες δόσεις), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Η καταβολή των δόσεων, η οποία θα πραγματοποιείται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, θα ξεκινήσει τον αμέσως επόμενο μήνα μετά τη λήξη της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν 3869/2010 και θα γίνει εντόκως χωρίς ανατοκισμό και με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση το αυτοκίνητο της αιτούσας, ως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στο σκεπτικό της παρούσας.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 7 Νοεμβρίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Scroll to Top