ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ – Ν. 3869/2010

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:136/2018

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Νέας Ιωνίας ……………., την οποία όρισε η Προϊσταμένη Ειρηνοδίκης του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας με πράξη της, με τη σύμπραξη της γραμματέως …………….

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 8η Δεκεμβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΑΙΤΗΣΗ:

Της αιτούσας: ………….., κατόχου του Α.Φ.Μ. ……………., κατοίκου ………… Αττικής, οδός ……….., αριθ. …, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Άννας Κορσάνου.

Των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών: 1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………, αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Της ανώνυμης εταιρίας παροχής πιστώσεων με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην ………. Αττικής, στ………και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………., αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………….., αριθ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στ.. ……… και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα (οδός …………, αριθ. …., Αθήνα) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 6) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…..», κατόχου του Α.Φ.Μ. …………., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» λόγω συγχώνευσης δι’ απορρόφησης της τελευταίας από την «………», η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου ………

Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή, για όσους λόγους αναφέρονται σε αυτήν, η από 10.9.2012 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……. και προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της προκείμενης, της υπόθεσης εγγραφείσας στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1.

ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Της κυρίως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «…….», κατόχου του Α.Φ.Μ. ……., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….., αριθ. ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου …………

Της καθ’ ης η κύρια παρέμβαση: ……………. κατόχου του Α.Φ.Μ. ………, κατοίκου ………… Αττικής, οδός ……, αριθ. …., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Άννας Κορσάνου.

Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητά, υπό την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου της πέμπτης καθ’ ης η αίτηση πιστώτριας, τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβασή της που ασκήθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιες δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις με αριθμό ……… και ……… εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …….., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της προκείμενης, επιδόθηκε στις πρώτη και δεύτερη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες, ανώνυμες εταιρίες με τις επωνυμίες «………..» και «………….», αντίστοιχα, νομότυπα (άρθρα 122§1, 123, 126§1 περ. γ’ και 129§1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της μηνιαίας προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 5§1 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση αίτησης, μετά την τροποποίησή της με την παράγραφο 3 του άρθρου 85 του ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α’ 170/5.8.2011) και προ της αντικατάστασης του άρθρου εν συνόλω με το άρθρο 13 του ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.6.2013). Ομοίως, νομότυπα και εμπρόθεσμα κλητεύθηκαν και οι τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες, όπως προκύπτει από τις με αριθμό 10858/1.10.2012, 10857/1.10.2012 και 10861/1.10.2012 εκθέσεις επίδοσης της ίδιας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας, που επίσης προσκομίζονται με επίκληση από την αιτούσα. Από την επίδοση αυτή οι καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες κατέστησαν διάδικοι εκ του νόμου, διότι, όπως στην περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 748 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία ο τρίτος από την κλήτευσή του καθίσταται διάδικος, έτσι καθίσταται διάδικος και ο υποχρεωτικά καλούμενος πιστωτής, υπό τους όρους και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 5§1 του ν. 3869/2010. Παρά ταύτα, οι ως άνω πιστώτριες δεν εμφανίσθηκαν στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της προκείμενης, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε, πρέπει, συνεπώς, να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 754 και 271 §§1 και 2 ΚΠολΔ).

Η διάταξη του άρθρου 8§5 του ν. 3869/2010 ορίζει ότι «Σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών». Βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στο προστατευτικό πεδίο του ν. 3869/2010 είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη, και όχι απλώς παροδική, περιέλευσή του σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του. Η εξόφληση των χρηματικών απαιτήσεων των πιστωτών πραγματοποιείται, κατά βάση, με τις μηνιαίες καταβολές του άρθρου 8§2 του νόμου που ορίζονται από το Δικαστήριο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι βασικά κριτήρια για τον καθορισμό του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται, από τη μία πλευρά, τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή, και ιδίως από την εργασία του, και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου του στα βάρη της έγγαμης συμβίωσης και, από την άλλη, οι βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογένειας του, στους οποίους πρέπει να διασφαλίζεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών του οφειλέτη. Παρά ταύτα, ο κανόνας περί καταβολών δεν τηρείται σε περιπτώσεις οφειλετών που αντιμετωπίζουν εξαιρετικές περιστάσεις, συνεπεία των οποίων βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία καταβολής και ελάχιστου ακόμη ποσού, όπως οι περιστάσεις αυτές ενδεικτικά αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, λ.χ. χρόνια ανεργία, σοβαρά προβλήματα υγείας του οφειλέτη ή μελών της οικογένειας του, κ.α. Στις περιπτώσεις αυτές επιτρέπεται στο Δικαστήριο να καθορίσει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, καταβολές χαμηλού ύψους ή και μηδενικές. Παράλληλα το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει απαραίτητο, να ορίσει με την απόφασή του νέα δικάσιμο για τυχόν επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών, η οποία δεν μπορεί να απέχει από την αρχική δικάσιμο χρονικό διάστημα μικρότερο των πέντε (5) μηνών, προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί και οριστικοποιηθεί, κατά τη νέα αυτή δικάσιμο, το τελικό ποσό των μηνιαίων καταβολών για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της δικαστικής ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8§2 του νόμου.

Εξάλλου, η αίτηση περί υπαγωγής στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 3869/2010 που κατατέθηκε πριν από την έναρξη ισχύος των ν. 4336/2015 και 4346/2015 είναι επαρκώς ορισμένη όταν, πέραν των όσων ορίζονται στο άρθρο 118 του ΚΠολΔ, περιέχει και τα απαιτούμενα από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216§1 ΚΠολΔ και 1 και 4 του ν. 3869/2010 στοιχεία που αναφέρονται στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του αιτούντος – φυσικού προσώπου, το οποίο στερείται πτωχευτικής ικανότητας, καθώς και τα παρακάτω ουσιώδη στοιχεία: α) κατάσταση της περιουσίας του αιτούντος και των πάσης φύσεως εισοδημάτων του ιδίου και της συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του αιτούντος και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο για τη διευθέτηση των οφειλών του αιτούντος, με σκοπό την προβλεπόμενη από τον νόμο απαλλαγή του.

Με την υπό κρίση αίτηση, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της, η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριές της, που αναφέρονται αναλυτικά στην αίτησή της, ζητά, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και η οικογενειακή της κατάσταση, να επικυρωθεί το περιλαμβανόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή να τροποποιηθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του ν. 3869/2010, με την συγκατάθεση των καθ’ ων, ώστε να αποκτήσει ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Επικουρικά, σε περίπτωση μη επίτευξης συμβιβασμού, αιτείται να διαταχθεί η ρύθμιση των χρεών της κατά το προτεινόμενο από αυτήν σχέδιο, ώστε να επέλθει η έναντι των πιστωτριών μερική απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των οφειλών της, καθώς και να εξαιρεθούν από την εκποίηση τόσο το ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία της, με την καταβολή ποσού που ανέρχεται έως το 85,00% της εμπορικής του αξίας, όσο και η λοιπή περιγραφόμενη στην αίτηση ακίνητη περιουσία της. Τέλος, ζητά να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση της ρύθμισης θα απαλλαγεί από τις οφειλές προς τις πιστώτριές της και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, ως Δικαστήριο της περιφέρειας της κατοικίας της αιτούσας, να τη δικάσει, κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 3 του ν. 3869/2010 και 741 επ. ΚΠολΔ), εφόσον τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από τον νόμο προδικασία. Ειδικότερα, άπασες οι καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες με τις απόψεις – παρατηρήσεις που κατέθεσαν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 5§1 του ν. 3869/2010 ως ίσχυε προ της αντικατάστασής του από το άρθρο 13 του ν. 4161/2013, ήτοι εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης, δεν έκαναν δεκτό το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης οφειλών της αιτούσας, με εξαίρεση την δεύτερη καθ’ ης, ανώνυμη εταιρία παροχής πιστώσεων με την επωνυμία «……………», η οποία δεν κατέθεσε τις απόψεις της, με συνέπεια να τεκμαίρεται η συμφωνία της με το ανωτέρω σχέδιο. Η τεκμαιρόμενη αυτή συμφωνία δεν ασκεί, ωστόσο, έννομη επιρροή, διότι η συνολική οφειλή προς την παραπάνω πιστώτρια, όπως περιγράφεται στην αίτηση, αντιπροσωπεύει ποσοστό μόλις 3,55% εκ του συνολικού όγκου των απαιτήσεων σε βάρος της αιτούσας, δεν πληρούνται, επομένως, οι προϋποθέσεις περί επέλευσης δικαστικού συμβιβασμού λόγω τεκμαιρόμενης συναίνεσης των πιστωτών της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με την παράγραφο 4 του άρθρου 85 του ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α’ 170/5.8.2011). Επισημαίνεται δε ότι η τήρηση της προδικασίας του άρθρου 5 του ν. 3869/2010, ως ίσχυε προ της αντικατάστασής του από τον ν. 4161/2013, αποτελεί τη μοναδική προδικαστική προϋπόθεση που διατηρήθηκε για τις αιτήσεις, όπως η κρινόμενη, που ήταν εκκρεμείς κατά την 14η Ιουνίου του έτους 2013, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4161/2013, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 19§3 του οποίου, ορίζοντας ότι για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού, αναφέρεται μόνο στη διάταξη του άρθρου 5 και όχι σε εκείνη του άρθρου 4§2 του ν. 3869/2010 (ίδετε ΑΠ 236/2015, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από την κατ’ άρθρο 13§2 του ν. 3869/2010 αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, διαπιστώθηκε ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των οφειλών της στο παρόν Δικαστήριο ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, δεν έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές της, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους (ίδετε τη με αριθμό 678/22.3.2018 βεβαίωση της γραμματέως του Τμήματος Ρύθμισης Οφειλών του Ειρηνοδικείου Αθηνών σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 1185/2017 αίτηση της γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου). Επισημαίνεται ότι εκ μέρους της αιτούσας κατατέθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου τα στοιχεία προς επικαιροποίηση της υπό κρίση αίτησης, σε συμμόρφωση προς τις επιταγές της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του κεφαλαίου Α’ της Υποπαραγράφου Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, όπως τούτη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 14§9 του ν. 4346/2015, την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο παράγραφος 1 του ν. 4366/2016 (ΦΕΚ Α’ 18/15.2.2016) και την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 55 του ν. 4384/2016 (ΦΕΚ Α’ 78/26.4.2016). Περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία για το ορισμένο της στοιχεία του άρθρου 4§1 του ν. 3869/2010, είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου ως νομικά αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της παριστάμενης κατά τη συζήτηση της αίτησης έκτης καθ’ ης, διότι τα ελλιπή πραγματικά στοιχεία της όπως οι λόγοι και ο χρόνος ανάληψης των επιδίκων δανειακών υποχρεώσεων της αιτούσας και το εισόδημά της τόσο κατά τον ανωτέρω χρόνο όσο και τα επόμενα έτη μέχρι και την κατάθεσή της αίτησης, το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβάλει η αιτούσα ως δόση για την εξυπηρέτηση των δανειακών της υποχρεώσεων, ο χρόνος παύσης των πληρωμών της και τα αίτια και τα απρόβλεπτα γεγονότα που είχαν ως αποτέλεσμα την περιέλευσή της σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών αποτελούν αντικείμενα απόδειξης και ανταπόδειξης, κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης. Η αίτηση δε τυγχάνει νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, καταλαμβανόμενη, ως εκκρεμούσα κατά την έναρξη ισχύος των ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.6.2013) και 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14.8.2015), από την προδικασία του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 που ίσχυε προ των τροποποιήσεων που επήλθαν δυνάμει των ανωτέρω νόμων (ίδετε το άρθρο 19 του ν. 4161/2013), ως προς τα υπόλοιπα δε ζητήματα από τις διατάξεις του ν. 4161/2013, ο οποίος είχε άμεση εφαρμογή και έναρξη ισχύος συμπίπτουσα με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι διατάξεις του οποίου καταλαμβάνουν κατ’ αρχήν και τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο τούτο αιτήσεις, με εξαίρεση τα ειδικότερα οριζόμενα στις μεταβατικές διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρα 19§3 και 24 του ν. 4161/2013). Απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει, ωστόσο, το αίτημα για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της αιτούσας με ορισμό καταβολών που αντιστοιχούν μέχρι ποσοστού 85,00% της εμπορικής της αξίας. Τούτο διότι με βάση τη ρύθμιση του άρθρου 9§2 του ν. 3869/2010, εφόσον τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη, μετά τις καταβολές της δικαστικής ρύθμισης του άρθρου 8§2, υπερβαίνουν το ποσό που αντιστοιχεί στο 80,00% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του, το Δικαστήριο θα διατάξει την εξαίρεση της τελευταίας από την εκποίηση, επιβάλλοντας στον οφειλέτη το πρόσθετο βάρος να εξοφλήσει εκ των οφειλών του, ποσό που αντιστοιχεί στο ως άνω ποσοστό, απαλλάσσοντάς τον από κάθε τυχόν υπόλοιπο των χρεών του. Η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 9§2 δεν εξαρτάται, άλλωστε, από τις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη, ο οποίος οφείλει να καταβάλλει κανονικά τις δόσεις που ορίστηκαν, παράλληλα με τις πραγματικές καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8§2 ή μετά τη λήξη τους, εφόσον χορηγήθηκε σ’ αυτόν αντίστοιχη περίοδος χάριτος. Τουναντίον, οι δυνατότητες αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο για τον καθορισμό της χρονικής διάρκειας της ρύθμισης (ίδετε ΑΠ 1226/2014, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου ο καθορισμός του ποσού που θα οριστεί για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος – οφειλέτη, με ανώτατο όριο το 80,00% της αντικειμενικής αξίας και δυνατότητα καθορισμού ποσού που υπολείπεται του τελευταίου, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στη γραμματική διατύπωση της διάταξης. Άλλωστε η φράση «μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου» δεν αναφέρεται στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να προσδιορίσει το ποσοστό, αλλά στο ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, υπό την έννοια ότι εφόσον το ύψος της οφειλής του υπερβαίνει το 80,00% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του, ο αϊτών θα απαλλαγεί από το υπερβάλλον ποσό της οφειλής. Εφόσον ο οφειλέτης δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πρόσθετη αυτή υποχρέωση, εναπόκειται στη βούλησή του η εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, αφού το Δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο μετά από αίτημά του και όχι αυτεπαγγέλτως. Ομοίως απορριπτέα ως μη νόμιμα τυγχάνουν το αίτημα περί εξαίρεσης από την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, πλην της κύριας κατοικίας της, της οποίας και μόνο δικαιούται να αιτηθεί την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, ενώ κατά την παράγραφο 1 της ίδιας ως άνω διάταξης η λοιπή περιουσία της ρευστοποιείται, εφόσον η εκποίησή της κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτριών της, καθώς και το αίτημα περί συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§6 εδ. β’ του ν. 3869/2010, στις αποφάσεις που εκδίδονται επί της αίτησης του άρθρου 4§1 του νόμου, όπως η κρινόμενη, δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη. Τέλος μη νόμιμο και απορριπτέο τυγχάνει και το αίτημα να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση των όρων της ρύθμισης που θα διαταχθεί από το Δικαστήριο, η αιτούσα θα απαλλαγεί από τα υπόλοιπα των οφειλών της, διότι ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 11§1 του ν. 3869/2010, το αίτημα απαλλαγής από κάθε υπόλοιπο οφειλής αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης αίτησης του οφειλέτη, η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά από την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που τον υπαγάγει στο προστατευτικό πεδίο του νόμου. Άλλωστε δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 69 ΚΠολΔ, ώστε να θεωρηθεί ότι η πρόωρη δικαστική προστασία ζητείται επιτρεπτά. Εξάλλου, μετά την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, έχει καταστεί άνευ αντικειμένου το αίτημα περί επικύρωσης του προτεινόμενου σχεδίου διευθέτησης οφειλών της αιτούσας, κατά το άρθρο 7 του ν. 3869/2010. Εν όψει των ανωτέρω, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των καθ’ ων η αίτηση πιστωτριών της, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθώς έχει προκαταβληθεί η προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων (ίδετε τα υπ’ αριθ. Π1082160/8.12.2017 και Π1086601/11.12.2017 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων των πληρεξουσίων δικηγόρων της αιτούσας και της έκτης καθ’ ης αντίστοιχα, που έχουν εκδοθεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών).

Κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, η, ήδη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………», με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, άσκησε κύρια παρέμβαση, με την οποία ισχυρίζεται ότι τυγχάνει πιστώτρια της καθ’ ης η παρέμβαση – αιτούσας, διότι, δυνάμει των από 13.6.2014 και 30.9.2014 συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης, έχουν μεταβιβαστεί σε αυτήν οι απαιτήσεις που απορρέουν από την υπ’ αριθ. …….. σύμβαση προσωπικού δανείου και τις υπ’ αριθ. ………. και ……… πιστωτικές κάρτες, κατόπιν εκχώρησης από την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..», της οποίας τυγχάνει ειδική διάδοχος. Επικαλούμενη δε έννομο συμφέρον, ζητά, όπως το αίτημά της εκτιμάται προσηκόντως από το Δικαστήριο, να απορριφθεί η παραπάνω αίτηση της αιτούσας, άλλως σε περίπτωση που το Δικαστήριο την κάνει δεκτή, να υπαχθούν στη ρύθμιση των χρεών της τελευταίας ως δικές της οι προπεριγραφείσες απαιτήσεις.

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η κύρια παρέμβαση, που παραδεκτά ασκήθηκε με απλή δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 54§1 εδ. β’ του ΠτΚ και 15 του ν. 3869/2010, κατά παράκαμψη της διάταξης του άρθρου 752§1 ΚΠολΔ, συνεκδικάζεται με την κρινόμενη από 10.9.2012 κύρια αίτηση λόγω της σχέσης κύριου – παρεπομένου μεταξύ τους (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 741 ΚΠολΔ), πρέπει, όμως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της κυρίως παρεμβαίνουσας για την άσκησή της, καθότι παρεμβαίνων μπορεί να είναι μόνο τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η κυρίως παρεμβαίνουσα δεν αποτελεί τρίτη, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, καθώς τυγχάνει καθολική διάδοχος της αρχικής δανείστριας εταιρίας με την επωνυμία «………» και έχει, επομένως, καταστεί διάδικος στη δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση της ένδικης αίτησης.

Η παριστάμενη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, έκτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτρια, με τις από …….. έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε η πληρεξούσια δικηγόρος της στο ακροατήριο, αρνήθηκε την κρινόμενη αίτηση ως νόμω και ουσία αβάσιμη και ζήτησε την απόρριψή της, αιτούμενη παράλληλα την καταδίκη της αιτούσας στη δικαστική της δαπάνη, αίτημα που πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο (άρθρο 8§6 εδ. β’ του ν. 3869/2010). Πέραν δε του ισχυρισμού περί αοριστίας, ο οποίος τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος κατά τα προεκτεθέντα, προέβαλε την ένσταση ανειλικρινούς δήλωσης της αιτούσας ως προς την εισοδηματική της κατάσταση, την οποία στήριξε στον ισχυρισμό ότι τούτη, μολονότι ισχυρίζεται ότι στερείται παντελώς εισοδήματος, προτείνει την καταβολή στις πιστώτριές της του ποσού των 110,00 Ευρώ μηνιαίως, πρόταση που υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου σταθερού εισοδήματος, το οποίο παρέλειψε να αναφέρει στην αίτησή της. Η ένσταση αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 10§1 του ν. 3869/2010, πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Περαιτέρω, προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αιτούσας για υπαγωγή της στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, υποστηρίζοντας ,ότι με το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης η αιτούσα ζητά περικοπή των οφειλών της, αιτούμενη στην ουσία όχι ρύθμιση, αλλά διαγραφή των χρεών της, με αποτέλεσμα να βλάπτονται υπέρμετρα τα συμφέροντα των πιστωτριών της. Η ένσταση αυτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άσκησης της ένδικης αίτησης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από δικονομικές διατάξεις, όπως εν προκειμένω (ίδετε ΑΠ 1006/1999, ΕλλΔνη 40.1718, ΑΠ 392/1997, ΕλλΔνη 38.1842). Κατά το μέρος δε που αφορά στην κατάρτιση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών από μέρους της αιτούσας τυγχάνει απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, διότι τα επικαλούμενα προς θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, ο ν. 3869/2010 παρέχει στην αιτούσα το δικαίωμα να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του και, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις, να ρυθμισθούν οι οφειλές της. Επομένως, η επιλογή της αιτούσας να επιδιώξει την υπαγωγή της στο ρυθμιστικό πεδίο του νόμου συνιστά νόμιμο δικαίωμά της και από μόνη αυτήν την επιλογή δεν θεμελιώνεται καταχρηστικότητα. Εξάλλου, ο νόμος αξιώνει μεν από τον οφειλέτη τη σύνταξη της αίτησης με στάθμιση των δικών του συμφερόντων και των συμφερόντων των πιστωτών του, πλην όμως ο οφειλέτης δύναται, κατά την ελεύθερη κρίση του, να προτείνει το σχέδιο πληρωμών που ο ίδιος θεωρεί ότι ανταποκρίνεται στα ανωτέρω συμφέροντα, αρκεί τούτο να είναι επαρκώς προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί να προκαλέσει τη συναίνεση των πιστωτών και τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Σε κάθε περίπτωση, η τελική ρύθμιση γίνεται από το Δικαστήριο, το οποίο αν κρίνει ως μη εύλογο και αποδεκτό το σχέδιο αποπληρωμής του οφειλέτη επεμβαίνει και το διαμορφώνει, αποκλίνοντας από τα αιτηθέντα. Η ως άνω πιστώτρια προέβαλε, ακόμη, την ένσταση δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών, την οποία στήριξε στον ισχυρισμό ότι η αιτούσα ανέλαβε δανειακές υποχρεώσεις, τις οποίες γνώριζε, ήδη κατά τον χρόνο ανάληψής τους, ότι θα αδυνατούσε στο μέλλον να καλύψει. Η ένσταση αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, διότι η ύπαρξη δόλου ερευνάται από το Δικαστήριο μετά από πρόταση του πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, μη αρκούμενος στην παράθεση της θεωρίας περί δόλου στο πλαίσιο του ν. 3869/2010, αλλά πρέπει να αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος οφειλέτης ενήργησε δολίως, ήτοι ότι με τις πράξεις ή παραλείψεις του επεδίωξε την αδυναμία των πληρωμών του ή προέβλεψε ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν άλλαξε συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό (ίδετε ΑΠ 65/2017, ΑΠ 153/2017 και ΑΠ 286/2017, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Η ως άνω πιστώτρια, ωστόσο, ουδέν συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό ανέφερε, παρά, μετά από την παράθεση της γενικής θεωρίας περί δόλου, αρκέστηκε στον προδιατυπωμένο, άκρως γενικόλογο και έωλο ισχυρισμό ότι η αιτούσα «δημιούργησε χρέη προς πιστωτικά ιδρύματα ανερχόμενα σε ποσό που σήμερα ξεπερνάει τις 47.545,58 € και συνιστάμενα αποκλειστικά σε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, γνωρίζοντας ότι βάσει των εισοδημάτων της και της εν γένει περιουσιακής της κατάστασης, ουδέποτε θα ήταν σε θέση να εξοφλήσει» (ίδετε τις σελίδες 12 και 14 των προτάσεων της καθ’ ης), παραλείποντας την αναφορά στις συνθήκες της επίδικης περίπτωσης και τα εισοδήματα της αιτούσας, με αποτέλεσμα ο ως άνω ισχυρισμός της να τυγχάνει παντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης. Επικουρικά, σε περίπτωση αποδοχής της βασιμότητας της αίτησης, υπέβαλε το αίτημα ρευστοποίησης της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, το οποίο τυγχάνει νόμιμο για ολόκληρη την περιουσία της, πλην του ακινήτου που αποτελεί της κύρια κατοικία της (άρθρο 9§§1 και 2 του ν. 3869/2010).

Από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα της ανωμοτί κατάθεσης της αιτούσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της δίκης, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νόμιμα προσκόμισαν οι διάδικοι και επικαλέστηκαν, καθώς και εκείνων που προσκομίστηκαν χωρίς να γίνεται επίκλησή τους παραδεκτά (άρθρα 744 και 759§3 ΚΠολΔ), τα οποία χρησιμεύουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336§3, 339, 395, 741 και 744 ΚΠολΔ), μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα στην συνέχεια, χωρίς κανένα, ωστόσο, να παραλείπεται κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, τις προτάσεις των διαδίκων και τις δηλώσεις των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως (άρθρα 336§4 και 741 ΚΠολΔ), καθώς και από την εν γένει διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα ……….., κάτοικος ……… Αττικής, διάγει σήμερα το … έτος της ηλικίας της και είναι άγαμη, χωρίς τέκνα. Όπως προκύπτει από τη με αριθμό πρωτοκόλλου ……… από ……… βεβαίωση του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού τυγχάνει μακροχρόνια άνεργη, ούσα εγγεγραμμένη στα μητρώα του ως άνω Οργανισμού από την ………. μέχρι και σήμερα, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς να έχει καταφέρει να ανεύρει, έστω περιστασιακή, εργασία, στερείται δε σήμερα οιουδήποτε εισοδήματος από οιαδήποτε πηγή. Προ της περιέλευσής της σε καθεστώς ανεργίας εργαζόταν, για χρονικό διάστημα άνω της εικοσαετίας, ως βοηθός λογιστή σε μία εταιρία εισαγωγής ηλεκτρολογικού υλικού, από την οποία απολύθηκε στις αρχές του έτους ……., χωρίς, ωστόσο, να εισπράξει, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η εταιρία αυτή, την αποζημίωση που δικαιούτο ένεκα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της (ίδετε την ανωμοτί εξέταση της αιτούσας που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, όπου επί λέξει κατέθεσε «…η αποζημίωσή μου ήταν ένα σεβαστό ποσό, αλλά λόγω των οικονομικών προβλημάτων της εταιρείας, δεν το πήρα ποτέ. Ήταν γύρω στις 20.000 ευρώ», σελ. 4 των πρακτικών, στοίχοι 26-27). Ελλείψει ιδίου εισοδήματος, η αιτούσα στηρίζεται για την κάλυψη των στοιχειωδών δαπανών διαβίωσής της, που, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, συνεκτιμώμενων των ειδικών συνθηκών της επίδικης περίπτωσης, των διδαγμάτων της λογικής και της κοινής πείρας και της Έρευνας Οικονομικών Προϋπολογισμών (Ε.Ο.Π.) που διενεργεί κάθε χρόνο η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, αλλά και της υποχρέωσης της αιτούσας προς συμπίεση του κόστους διαβίωσής της, ανέρχονται μηνιαίως στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα Ευρώ (550,00 €), στην οικονομική συνδρομή της αδελφής της Δήμητρας Παλαιολόγου, που διαμένει με την οικογένειά της σε διαμέρισμα που βρίσκεται στην ίδια οικοδομή με το διαμέρισμα που αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας. Όπως εξάλλου ρητά αναφέρει στη σελίδα 6 της κρινόμενης αίτησης, στη συνδρομή της ανωτέρω στήριζε η αιτούσα την πρότασή της περί καταβολής του ποσού των 110,00 Ευρώ μηνιαίως στις πιστώτριές της, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της ένστασης περί ανειλικρινούς δήλωσης που προέβαλε η έκτη καθ’ ης.

Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι η αιτούσα σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης, καθότι δεν προβλήθηκε αντίθετος ισχυρισμός, είχε αναλάβει τα κάτωθι χρέη και είχε τις εξής αντίστοιχα οφειλές προς τις πιστώτριες, οι οποίες θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης κατά πλάσμα του νόμου ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται, με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης, καθότι δεν προέκυψε ότι τυγχάνουν εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα (άρθρο 6§3 του ν. 3869/2010): Α) Προς την πρώτη καθ’ ης η αίτηση πιστώτρια, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..»: Α1) Ως οφειλέτρια από τη με αριθμό ………….. σύμβαση ανοικτής πίστωσης, οφειλή ποσού 2.904,57 Ευρώ και Α2) Ως οφειλέτρια από τη με αριθμό λογαριασμού …………… πιστωτική κάρτα, οφειλή ποσού 177,46 Ευρώ (ίδετε την από 8.5.2012 βεβαίωση οφειλών της πρώτης καθ’ ης που προσκομίστηκε από την αιτούσα κατά την κατάθεση της αίτησης), Β) Προς την δεύτερη καθ’ ης η αίτηση πιστώτρια, ανώνυμη εταιρία παροχής πιστώσεων με την επωνυμία «…………», ως οφειλέτρια από τη με αριθμό ……….. πιστωτική κάρτα, οφειλή ποσού 1.688,59 Ευρώ (ίδετε την από 9.5.2012 βεβαίωση οφειλών της δεύτερης καθ’ ης), Γ) Προς την τρίτη καθ’ ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………», και ήδη την ειδική διάδοχο αυτής, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..», ως οφειλέτρια από τη με αριθμό ………….. σύμβαση, οφειλή ποσού 2.855,94 Ευρώ (ίδετε την από 4.5.2012 βεβαίωση οφειλών της ………., σε συνδυασμό με τις από 26.11.2012 παρατηρήσεις που κατέθεσε η Τράπεζα …… στον φάκελο της δικογραφίας), Δ) Προς την τέταρτη καθ’ ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..»: Δ1) Ως οφειλέτρια από τη με αριθμό ……….. σύμβαση πιστωτικής κάρτας, οφειλή ποσού 18.494,34 Ευρώ, Δ2) Ως οφειλέτρια από τη με αριθμό ……….. σύμβαση πιστωτικής κάρτας, οφειλή ποσού 1.199,48 Ευρώ και Δ3) Ως οφειλέτρια από τη με αριθμό ………. σύμβαση πιστωτικής κάρτας, οφειλή ποσού 2.016,75 Ευρώ (όπως το ύψος των οφειλών προκύπτει από την από 24.4.2012 βεβαίωση οφειλών της τέταρτης καθ’ ης που είχε προσκομιστεί από την αιτούσα κατά την κατάθεση της αίτησης), Ε) Προς την πέμπτη καθ’ ης, τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……..», και ήδη την ειδική διάδοχο αυτής, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………»: Ε1) Ως οφειλέτρια από το με αριθμό λογαριασμού ………, και ήδη με νέο αριθμό λογαριασμού ……, προσωπικό δάνειο, οφειλή ποσού 6.751,56 Ευρώ, Ε2) Ως οφειλέτρια από τη με αριθμό λογαριασμού ……., και ήδη με νέο αριθμό ………, πιστωτική κάρτα …….., οφειλή ποσού 1.262,86 Ευρώ και Ε3) Ως οφειλέτρια από τη με αριθμό λογαριασμού ………., και ήδη με νέο αριθμό …………, πιστωτική κάρτα ………, οφειλή ποσού 7.225,41 Ευρώ (ίδετε την από 24.4.2012 βεβαίωση οφειλών της Citibank) και ΣΤ) Προς την έκτη καθ’ ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….», ως καθολικής διαδόχου της «………….» (εκ των οποίων η δεύτερη συγχωνεύθηκε δι’ απορροφήσεως από την πρώτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68§2 και 78 κ.ν. 2190/1920 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 16§18 περ. α’ και δ’ του ν. 2515/1997 και 54 του ν. 4172/2013, τις από 16.2.2015, 26.2.2015 και 21.4.2015 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων της απορροφώσας και της απορροφώμενης και την υπ’ αριθ. ………… πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, της συγχώνευσης εγκριθείσας με τη με αριθμό 59073/2.6.2015 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, η οποία, με βάση την υπ’ αριθ. 59132/2.6.2015 Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η. την 2.6.2015 με αριθμό καταχώρησης 367376): ΣΤ1) Ως οφειλέτρια από το με αριθμό λογαριασμού …………, και ήδη με νέο αριθμό …………, δάνειο …….., οφειλή ποσού 1.792,74 Ευρώ και ΣΤ2) Ως οφειλέτρια από το με αριθμό λογαριασμού …………, και ήδη με νέο αριθμό …………., δάνειο ………., οφειλή ποσού 1.175,88 Ευρώ (ίδετε την από 10.9.2012 βεβαίωση οφειλών της ……..). Εν όψει των ανωτέρω, η συνολική οφειλή της αιτούσας προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριές της ανέρχεται στο ποσό των 47.545,58 Ευρώ.

Εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα φορολογικά έγγραφα αποδείχθηκε ότι το εισόδημα της αιτούσας από το έτος 2009, οπότε και είχε αναλάβει και εξυπηρετούσε στο ακέραιο το σύνολο των επιδίκων δανειακών της υποχρεώσεων, και στο εξής, μέχρι και την κατάθεση και συζήτηση της υπό κρίση αίτησης, υπέστη τις κάτωθι διακυμάνσεις: Το έτος 2009 οι αποδοχές της αιτούσας από την εργασία της ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 12.377,95 Ευρώ, το οποίο, μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου εισοδήματος, ανάγεται κατά μέσο όρο σε 1.031,00 Ευρώ μηνιαίως, αυξανόμενο το επόμενο έτος σε 17.527,75 Ευρώ ετησίως και 1.422,80 Ευρώ μηνιαίως (ίδετε τα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2010 και 2011). Το έτος 2012, λόγω της απώλειας της θέσης εργασίας της, το εισόδημα της αιτούσας σημείωσε πτώση, αγγίζοντας ετησίως το ποσό των 8.884,79 Ευρώ (αποτελούμενο από εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ύψους 4.750,43 Ευρώ και επίδομα ανεργίας ύψους 4.134,36 Ευρώ) και μηνιαίως το ποσό των 740,06 Ευρώ, μειούμενο έτι περαιτέρω το επόμενο έτος, οπότε απαρτιζόμενο αποκλειστικά από το επίδομα τακτικής επιδότησης που λάμβανε από τον ΟΑΕΔ, ανήλθε σε 2.524,50 Ευρώ ετησίως και 210,38 Ευρώ μηνιαίως (ίδετε τα ενιαία εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2012 και 2013). Όπως δε προκύπτει από τις πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου των επόμενων ετών μέχρι και το 2016, το εισόδημα της αιτούσας, με εξαίρεση το έτος 2013, οπότε ανήλθε συνολικά στο ποσό των 1.800,00 Ευρώ, παρέμεινε μηδενικό. Από την παράθεση των ως άνω οικονομικών δεδομένων προκύπτει ότι το εισόδημα της αιτούσας, το οποίο ανερχόταν σε 1.031,00 Ευρώ μηνιαίως το έτος 2009, οπότε είχε αναλάβει το σύνολο των επιδίκων δανειακών της υποχρεώσεων, μετά από μία σημαντική αύξηση που σημείωσε το επόμενο έτος, έβαινε στο εξής, ένεκα και της περιέλευσης της σε καθεστώς ανεργίας, ολοένα και μειούμενο μέχρι το έτος 2012, όποτε κατατέθηκε η υπό κρίση αίτηση και ανήλθε, κατά μέσο όρο, στο ποσό των 210,38 Ευρώ μηνιαίως. Στη συνέχεια δε εκμηδενίστηκε πλήρως, παραμένοντας μηδενικό και τα έτη που επακολούθησαν μέχρι και σήμερα. Εξάλλου, η μείωση του εισοδήματος της αιτούσας από το έτος 2008 μέχρι και τον χρόνο κατάθεσης και συζήτησης της ένδικης αίτησης ανήλθε σε ποσοστό 79,60% και 100,00%, αντίστοιχα. Οι επίδικες δανειακές υποχρεώσεις της αιτούσας αφορούν προϊόντα καταναλωτικής πίστης που έλαβε προκειμένου να επισκευάσει το ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία της και να αγοράσει την οικοσκευή που καταστράφηκε λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών που προκάλεσαν φθορές στην κατοικία αυτή (ίδετε τα κάτωθι αποσπάσματα από την ανωμοτί εξέταση της αιτούσας στα ίδια ως άνω πρακτικά, όπου αναφερόμενη στους λόγους του δανεισμού της, κατέθεσε επί λέξει: α) «…και τα χρήματα αυτά που κάποια στιγμή χρησιμοποίησα, γιατί τις κάρτες τις είχα για πολλά χρόνια στην κατοχή μου και δεν τις χρησιμοποιούσα, κάποια στιγμή που βρέθηκα σε ανάγκη, γιατί το σπίτι αυτό είναι κτισμένο επάνω σε ένα ρέμα και ένα χειμώνα έγιναν ζημιές και έπρεπε να αγοραστεί και νέα οικοσκευή και για να μπορέσει να γίνει κατοικήσιμο, έγιναν κάποιες εργασίες, μετά να γίνει κατοικήσιμο», σελ. 3 στοίχος 43 – σελ. 4 στοίχος 2 και β) «Ήταν προβλήματα υγείας των γονιών μου, έπρεπε να τα επωμισθώ εγώ, ζούσαμε μαζί, ήταν το σπίτι που καταστράφηκε και έπρεπε να μπούμε μέσα πάλι να μείνουμε, ήταν μεγάλοι άνθρωποι, έπρεπε να διορθωθεί το σπίτι…», σελ. 5, στοίχοι 8-10). Τις υποχρεώσεις αυτές εξυπηρετούσε στο ακέραιο μέχρι και το έτος 2012, οπότε, ένεκα της επελθούσας περιέλευσής της σε καθεστώς ανεργίας και της εξάντλησης των οικονομικών της δυνατοτήτων, αδυνατούσε να είναι συνεπής απέναντι στις πιστώτριές της και να καταβάλλει σ’ αυτές τη συνολική ενήμερη δόση των δανείων, που ανερχόταν περίπου στο ποσό των 600,00 Ευρώ μηνιαίως, το οποίο υπερέβαινε το ύψος του επιδόματος ανεργίας που λάμβανε από τον ΟΑΕΔ. Η αδυναμία αυτή διατηρείται και κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης, καθώς σήμερα η αιτούσα στερείται παντελώς ιδίου εισοδήματος, στηρίζει δε τη διαβίωσή της στην οικονομική συνδρομή της αδελφής της. Εν όψει των προεκτεθέντων, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις επίδικες δανειακές της υποχρεώσεις προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριές της και έχει, επομένως, περιέλθει χωρίς υπαιτιότητα της σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της.

Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι η αιτούσα διαμένει στο διαμέρισμα – οριζόντια ιδιοκτησία που βρίσκεται στον ισόγειο όροφο οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο επιφάνειας 202,04 τ.μ. κείμενο στον Δήμο …….. Αττικής, στο Ο.Τ. …. και επί της οδού ………, αριθ. …. Το διαμέρισμα αυτό, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία της αιτούσας, έχει επιφάνεια 95,18 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο 250/1000, έχει δε περιέλθει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά της με γονική παροχή από τη μητέρα της, ………, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………… συμβολαίου της Συμβολαιογράφου …………… Η αντικειμενική του αξία, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου με αντικειμενικά κριτήρια, ανέρχεται στο ποσό των 61.676,64 Ευρώ. Περαιτέρω, από την Δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων του έτους 2017 και την Βεβαίωση Δηλωθείσας Περιουσιακής Κατάστασης της 27.11.2017 προκύπτει ότι στα περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας περιλαμβάνεται επίσης μίας αυτοτελής και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία που σύγκειται από τα 250/1000 εξ αδιαιρέτου του ως άνω οικοπέδου και το δικαίωμα του ανεγείρειν το διαμέρισμα του τρίτου πάνω από το ισόγειο μελλοντικού ορόφου της ίδιας ως άνω οικοδομής, το οποίο θα έχει επιφάνεια 79,28 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο 250/1000. Το ανωτέρω δικαίωμα υψούν, που έχει αντικειμενική αξία 33.440,30 Ευρώ, δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, διότι, λαμβανομένων υπόψη του είδους του δικαιώματος, της πασίδηλης γενικής οικονομικής δυσπραγίας και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης, η προσφορά του δεν αναμένεται να προκαλέσει ιδιαίτερο αγοραστικό ενδιαφέρον, ούτε να αποφέρει αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτριών. Εξάλλου, η αιτούσα θα αποπληρώσει, στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης οφειλών του άρθρου 9§2 του ν. 3869/2010, το σύνολο των οφειλών της. Για τους λόγους αυτούς κρίνεται ότι το ως άνω δικαίωμα πρέπει να εξαιρεθεί της εκποίησης, μη εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 9§1 του ν. 3869/2010. Πέραν των ανωτέρω δεν προέκυψε ότι η αιτούσα είναι δικαιούχος εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί έτερων κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η αιτούσα είχε λάβει, κατόπιν αιτήματος της, την από 28.9.2012 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία είχε ανασταλεί προσωρινά η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας της μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης αίτησης.

Το προπαρατεθέν εισόδημα της αιτούσας, συγκρινόμενο με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της από τις επίδικες δανειακές συμβάσεις, δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί, στην εξυπηρέτηση των οφειλών της, η δε αρνητική σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών της κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί, ενώ οι δανειακές της υποχρεώσεις αυξάνεται συνεχώς, λόγω της επιβάρυνσης των δανείων με τόκους υπερημερίας. Από το ύψος του εισοδήματος της αιτούσας, την συνεκτίμηση των αναγκαίων δαπανών που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών της, για την οποία στηρίζεται στην οικονομική συνδρομή της αδελφής της, και σύμφωνα με τη μη αναμενόμενη ουσιαστική βελτίωση της οικονομικής της κατάστασης, προκύπτει ότι συντρέχει, στην προκειμένη περίπτωση, μόνιμη και διαρκής πραγματική αδυναμία πληρωμής των οφειλών της προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριές της και συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την ένταξή της στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 3869/2010. Εν όψει δε των εξαιρετικών περιστάσεων που αντιμετωπίζει η αιτούσα, η οποία στερείται εισοδήματος, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να την υπαγάγει στην ειδικότερη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 8§5 του ν. 3869/2010 περί καταβολής μηδενικών μηνιαίων δόσεων, διότι αδυνατεί να καλύψει αυτοδύναμα τις μηνιαίες στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες της, θιγομένου, κατά τον τρόπο αυτό, του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσής της (άρθρο 2§1 Σ). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η οικονομική κατάσταση της αιτούσας δεν αναμένεται να βελτιωθεί σημαντικά στο εντεύθεν χρονικό διάστημα, ώστε να δικαιολογείται ορισμός δικασίμου περί επανεξέτασης και τυχόν επαναπροσδιορισμού των μηνιαίων καταβολών, στο πλαίσιο της παρούσας ρύθμισης. Τούτο διότι προέκυψε ότι η αιτούσα τυγχάνει άνεργη ήδη από το έτος 2011, ήτοι επί επτά (7) συναπτά έτη, χωρίς να έχει καταφέρει να ανεύρει έστω περιστασιακή εργασία, επομένως είναι λιγοστές οι πιθανότητες, εν όψει και της ηλικίας της, να καταφέρει να ανεύρει στο ιδιαίτερα δυσμενές σημερινό εργασιακό περιβάλλον, μία σταθερή και πλήρη απασχόληση, από την οποία θα αποκομίζει εισόδημα ικανό τόσο να στηρίζει τη διαβίωση της όσο και να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις. Εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εκκαθαρίσει οριστικά το θέμα της απαλλαγής της αιτούσας από τα χρέη της, προσδιορίζοντας μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, αρχής γενομένης από τον μήνα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, ήτοι τον Απρίλιο του έτους 2018, στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης του άρθρου 8§§2 και 5 του ν. 3869/2010, που εφαρμόζεται εν προκειμένω όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 από το άρθρο 16§2 του ν. 4161/2013 και πριν την εκ νέου αντικατάστασή του με την παράγραφο 17 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015.

Η ανωτέρω ρύθμιση θα συνδυαστεί για την αιτούσα με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9§2 του ν. 3869/2010 ρύθμιση, εφόσον δεν επέρχεται πλήρης ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτριών και υποβάλλεται από αυτήν αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση, μετά το οποίο η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο. Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται, εν προκειμένω, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του δευτέρου και εβδόμου εδαφίου της με τις διατάξεις του άρθρου 17§§1 και 2 του ν. 4161/2013 και προ της αντικατάστασής της με την παράγραφο 18 του άρθρου 1 της Υποπαραγράφου Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 και της εκ νέου αντικατάστασής της με τη διάταξη του άρθρου 14§1 του ν. 4346/2015. Θα πρέπει, επομένως, να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας, η αντικειμενική αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 61.676,64 Ευρώ, ήτοι δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση από την εκποίηση, ενώ το ποσό των μηνιαίων καταβολών ανέρχεται, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, σε ποσοστό 80,00% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, το τελευταίο ποσοστό αντιστοιχεί στο ποσό των 49.341,31 Ευρώ (= 61.676,64 € X 80,00%), το οποίο υπερβαίνει τη συνολική οφειλή της αιτούσας προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες, που ανέρχεται σε 47.545,58 Ευρώ. Επομένως, η αιτούσα θα υποχρεωθεί να καταβάλει το τελευταίο ποσό, διότι δεν είναι δυνατόν, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 9§2 του ν. 3869/2010, να υποχρεωθεί να καταβάλει ποσό που υπερβαίνει αυτό στο οποίο ανέρχονται πράγματι οι οφειλές της. Όσον αφορά στον χρόνο αποπληρωμής του παραπάνω ποσού, ορίζεται σε είκοσι (20) έτη (240 μήνες), λαμβανομένων υπόψη του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσει η αιτούσα για τη διάσωση της κατοικίας της, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Συνεπώς το ποσό έκαστης μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 198,11 Ευρώ και η αποπληρωμή του θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η καταβολή των δόσεων για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας θα ξεκινήσει από τον Οκτώβριο του έτους 2018, ήτοι μετά την πάροδο περιόδου χάριτος έξι (6) μηνών, οπότε ενδεχομένως η αιτούσα θα έχει ενταχθεί σε κάποιο από τα επικαλούμενα κατά την επ’ ακροατηρίω εξέτασή της προγράμματα του ΟΑΕΔ περί ανεύρεσης εργασίας, εκάστης μηνιαίας δόσης καταβλητέας εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός. Εν όψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι έχουν εγγράφει επί της κατοικίας αυτής εμπράγματα βάρη για την εξασφάλιση των απαιτήσεων των καθ’ ως εις βάρος της αιτούσας, το παραπάνω ποσό θα κατανέμεται συμμέτρως για την εξυπηρέτηση έκαστης των επιδίκων απαιτήσεων και συγκεκριμένα θα καταβάλλεται: Α) Στην πρώτη καθ’ ης: Α1) Ποσό 12,10 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό ………….. σύμβαση ανοικτής πίστωσης και Α2) Ποσό 0,74 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού ……….. πιστωτική κάρτα, Β) Στη δεύτερη καθ’ ης ποσό 7,04 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό ……… πιστωτική κάρτα, Γ) Στην τρίτη καθ’ ης, και ήδη την ειδική διάδοχο αυτής, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..», ποσό 11,90 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό ……….. σύμβαση, Δ) Στην τέταρτη καθ’ ης: Δ1) Ποσό 77,06 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό ………….. σύμβαση πιστωτικής κάρτας, Δ2) Ποσό 5,00 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό ………… σύμβασης πιστωτικής κάρτας και Δ3) Ποσό 8,40 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό ………….. σύμβαση πιστωτικής κάρτας, Ε) Προς την πέμπτη καθ’ ης, και ήδη την ειδική διάδοχο αυτής, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..»: Ε1) Ποσό 28,13 Ευρώ για την οφειλή από το με αριθμό λογαριασμού ………., και ήδη με νέο αριθμό λογαριασμού 2415291, προσωπικό δάνειο, Ε2) Ποσό 5,26 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού …………., και ήδη με νέο αριθμό …………., πιστωτική κάρτα ………. και Ε3) Ποσό 30,11 Ευρώ για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού ……………, και ήδη με νέο αριθμό ………….., πιστωτική κάρτα ………… και ΣΤ) Στην έκτη καθ’ ης: ΣΤ1) Ποσό 7,47 Ευρώ για την οφειλή από το με αριθμό λογαριασμού ………….., και ήδη με νέο αριθμό ……………, δάνειο ………… και ΣΤ2) Ποσό 4,90 Ευρώ για την οφειλή από το με αριθμό λογαριασμού ……………, και ήδη με νέο αριθμό 36711842463002, δάνειο …………

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κύρια παρέμβαση και να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11§1 του ν. 3869/2010, με την τήρηση των όρων έκαστης ρύθμισης, εξαιρουμένων της εκποίησης της κύριας κατοικίας και της λοιπής ακίνητης περιουσίας της, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, διότι κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στα πλαίσια του ν. 3869/2010 δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 14 του ν. 3869/2010). Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§6 εδ. β’ του ν. 3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 10.9.2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………… αίτηση και την προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο κύρια παρέμβαση, ερήμην των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των καθ’ ων η αίτηση πιστωτριών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και της κυρίως παρεμβαίνουσας.

Απορρίπτει την κύρια παρέμβαση.

Δέχεται εν μέρει την αίτηση, απορρίπτοντας ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Ρυθμίζει τα χρέη της αιτούσας επί τριετία με τριάντα έξι (36) μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες, αρχής γενομένης από τον μήνα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με όσα αναλυτικώς ορίζονται στο σκεπτικό της.

Εξαιρεί από τη ρευστοποίηση την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι το διαμέρισμα – οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 95,18 τ.μ., που βρίσκεται στην οικοδομή ανεγερθείσα επί οικοπέδου κείμενου στον Δήμο ……………. και επί της οδού …….., αριθ. …., όπως αναλυτικά περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας.

Επιβάλλει στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, το ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα πέντε Ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (47.545,58 €) σε είκοσι (20) έτη, ήτοι διακόσιες σαράντα (240) δόσεις – μηνιαίες καταβολές, εκάστης δόσεως ποσού εκατόν ενενήντα οκτώ Ευρώ και έντεκα λεπτών (198,11 €), το οποίο θα κατανέμεται συμμέτρως για την εξυπηρέτηση εκάστης των απαιτήσεων των καθ’ ων η αίτηση πιστωτριών, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Η καταβολή των δόσεων θα ξεκινήσει τον Οκτώβριο του έτους 2018 και θα γίνεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Εξαιρεί από την εκποίηση τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας, ήτοι την αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία που σύγκειται από τα 250/1000 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου επιφάνειας 202,04 τ.μ. κείμενου στον Δήμο …………., στο Ο.Τ. ….. και επί της οδού …….., αριθ. ….. και το δικαίωμα του ανεγείρειν το διαμέρισμα του τρίτου πάνω από το ισόγειο μελλοντικού ορόφου της οικοδομής που έχει ανεγερθεί επί του οικοπέδου αυτού, το οποίο θα έχει επιφάνεια 79,28 τ.μ., και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο 250/1000.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Νέα Ιωνία σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, την 13η Απριλίου 2018, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με την παρουσία και της γραμματέως.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Scroll to Top