ΟΛΙΚΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΟΥΣ ΔΗΛΑΔΗ ΔΕΝ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΔΟΣΗ Ο ΠΕΛΑΤΗΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΣ 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

92/2019

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Ευγενία Ζήμου, η οποία ορίσθηκε με Πράξη της Προϊσταμένης του Ειρηνοδικείου, και από τη Γραμματέα Σοφία Παγωνίδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Ιουνίου 2018, για να δικάσει τη με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1394/18-12-2015 κλήση, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η συζήτηση της με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1304/1-10-2013 αίτησης μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ….. του … και της …, κατοίκου …, οδός …. αρ. …, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου του, Άννας Κορσάνου, η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις (γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών Δ.Σ.Α.: Π1471377/18-6-2018) και

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ-ΕΓΓΥΗΤΡΙΑΣ, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους κατ’ άρθρα 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ: 1. Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, …. αρ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, με την ιδιότητά της ως δαιχειρίστριας των ένδικων απαιτήσεων, ενεργούσας ως μη δικαιούχος διάδικος στο όνομα και για λογαριασμό της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. …, με Α.Φ.Μ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, Σ.Τ., η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις (γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών Δ.Σ.Π.: Α215597/20-6-2018) και

  1. Της …., κατοίκου …, οδός … αρ. …, με την ιδιότητά της ως εγγυήτριας, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Ο αιτών με την από 14-12-2015 κλήση του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθ. κατ. δικ. 1394/18-12-2015, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο, επισπεύδει δυνάμει του άρθρου 2 της υποπαραγράφου Α.4 του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4336/2015 τη συζήτηση της από 30.8.2013 και με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1304/1.10.2013 και με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1304/1-10-2013 αίτησής του που απηύθυνε προς το Δικαστήριο αυτό και ζητεί, για όσους λόγους εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο να γίνουν δεκτά τα αιτήματά του.

Το Δικαστήριο εκφώνησε την ως άνω υπόθεση από το οικείο πινάκιο και κατά την αντίστοιχη σειρά της εγγραφής της σε αυτό.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Παραδεκτά και νόμιμα φέρεται προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο η από 30-8-2013 κρινόμενη αίτηση του αιτούντος, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1304/1-10-2013 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 9-2-2022, η συζήτηση της οποίας επισπεύδεται, σύμφωνα με την Υποπαράγραφο Α.4, Κεφάλαιο Α΄, παράγραφος 4 του άρθρου 2 («Μεταβατικές Διατάξεις») του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, με την από 14.12.2015 και με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1394/18-12-2015 κλήση του καλούντος-αιτούντος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία κλήση του προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο.

Από τη με αριθμό 6.516/8-10-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ν.Σ., που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών, προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 9-2-2022, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη μετέχουσα-εγγυήτρια, η οποία με μόνη την κλήτευσή της κατέστη διάδικος στην παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010. Μετά δε από επίσπευση με επιμέλεια του αιτούντος της ανωτέρω συζήτησης, σύμφωνα με την Υποπαράγραφο Α4, Κεφάλαιο Α΄, παράγραφος 4 του άρθρου 2 («Μεταβατικές Διατάξεις») του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, με την κρινόμενη κλήση του καλούντος-αιτούντος ορίσθηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο. Με επιμέλεια του καλούντος, αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης του, με πράξη προσδιορισμού της νέας δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κοινοποιήθηκε νομίμως, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, στη μετέχουσα αυτή, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 9.124/22-12-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ν.Σ. Η τελευταία, όμως, μετέχουσα κατά την ορισθείσα νέα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι κατ’ άρθρα  741 και 754 ΚΠολΔ.

Ι.          Η αίτηση του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010, πέραν των στοιχείων που αφορούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής του οφειλέτη στον ως άνω Νόμο, δηλαδή ότι πρόκειται για φυσικό πρόσωπο που έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών που υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος Νόμου και ότι δεν έχει υπάρξει άλλη απαλλαγή από τα χρέη του στο παρελθόν, πρέπει για το ορισμένο αυτής να περιέχει: α) κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων του ιδίου και της συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεών τους, γ) σαφές και ορισμένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη και δ) αίτημα δικαστικής ρύθμισης των οφειλών, επί αποτυχίας δικαστικού συμβιβασμού. Πέραν δε των παραπάνω στοιχείων ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις του Ν. 3869/2010, σελ. 104-107, αρ. 41-45, Βενιέρης-Κατσάς, ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν. 3869/2010, σελ. 132, 137, ενδεικτικά ΜΠΛαμ 67/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΝεμέας 4/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αίτησης ούτε ο χρόνος, ούτε ο λόγος ανάληψης των οφειλών, ούτε ο λόγος περιέλευσης του οφειλέτη σε αδυναμία πληρωμής, ούτε η αναφορά των βιοτικών αναγκών του οφειλέτη (ιδίως στην
 

περίπτωση που δε συντρέχουν λόγοι αυξημένων εξόδων), χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση αυτών, αφού από την περιγραφή της οικογενειακής του κατάστασης δύναται να εκτιμηθεί το ύψος αυτών, όλα δε τα στοιχεία που συγκροτούν τη μόνιμη αδυναμία πληρωμής του αιτούντος αποτελούν αντικείμενο απόδειξης.

ΙΙ.         Ως αδυναμία πληρωμής ορίζεται κατ’ αρχήν η έλλειψη ρευστότητας, έλλειψη δηλαδή χρημάτων, όσων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκριθεί στα (ληξιπρόθεσμα) χρέη του. Το πραγματικό ζήτημα της αδυναμίας πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών κρίνεται με έλεγχο της προσωρινότητας ή μη των αιτίων μη πληρωμής. Παροδικά αίτια ή μεταβατικές καταστάσεις συνιστούν προσωρινές καταστάσεις. Όσον αφορά το στοιχείο της μόνιμης αδυναμίας πληρωμών, δεν υπάρχει χρονικό όριο για τη μονιμότητα. Προκύπτει, πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης δε δύναται να παρακολουθήσει το ληξιπρόθεσμο των οφειλών του και να προβεί στη σχετικώς άμεση ικανοποίησή τους. Η ανεργία του οφειλέτη ή η μείωση των εισοδημάτων του, κατά τρόπο που δε διαφαίνεται να αναστρέφεται σύντομα, αποτελούν στοιχεία μονιμότητας. Εν γένει, είναι μόνιμη η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, αν είναι στάσιμη και δε βελτιώνεται ή δεν αναμένεται να βελτιωθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προς διευκόλυνση της ροής χρημάτων και προς ικανοποίηση των πιστωτών. Άλλωστε, με άξονα και υπό το πρίσμα του σκοπού του Ν. 3869/2010, ο οποίος προωθεί την κοινωνική αποκατάσταση των υπερχρεωμένων οφειλετών, ο οφειλέτης βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, εάν με βάση τα εισοδήματά του δύναται να εξοφλεί ακόμη και το σύνολο των χρεών του, αλλά σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του. Επομένως, η αδυναμία πληρωμών πρέπει να αξιολογείται σε συνδυασμό με την αξιοπρεπή κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη (Βενιέρης-Κατσάς, Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, Νομική Βιβλιοθήκη 2013, σελ. 83 επ.) κι όχι με βάση ακόμη και την ίδια την κάλυψη του συνόλου των χρεών του.

ΙΙΙ.        Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του Νόμου αυτού είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Η έννοια του δόλου αντλείται και κατά το αστικό δίκαιο από τη γενική θεωρία του ποινικού δικαίου κατ’ άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, καθώς και επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει, δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που επιθυμεί την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το αποδέχεται. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου κι έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδ. α΄ του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση

 

μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην, όμως, είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών του ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δε μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών κι, όμως, αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 63/2017, ΑΠ 65/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου, μετά από ένσταση του πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν κατ’ άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, και να τον αποδείξει (ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1226/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τη με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1304/2013 κρινόμενη αίτηση και κατ’ ορθότερη εκτίμηση του δικογράφου της, όπως αυτή παραδεκτά κατ’ άρθρα 236, 741 και 754 ΚΠολΔ διορθώθηκε και συμπληρώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου του στο ακροατήριο, η οποία δήλωσή της καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, ο καλών και ήδη αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τη μοναδική μετέχουσα πιστώτριά του, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτησή του αναλυτική κατάσταση, ζητά τη ρύθμιση των χρεών του, με την εξαίρεση από τυχόν διαταχθείσα
 

ρευστοποίηση του λεπτομερώς περιγραφόμενου στην αίτησή του οχήματος, της ιδιοκτησίας του, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή του κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή του από τις οφειλές του αυτές. Τέλος, ο αιτών ζητά να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της δικαστικής ρύθμισης των οφειλών του εκ μέρους του θα απαλλαγεί από το υπόλοιπο των οφειλών του.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση αρμόδια καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 3 Ν. 3869/2010, κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ, και παραδεκτά, καθώς έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία, δεδομένου ότι: α) απέτυχε η κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης, επικύρωση προδικαστικού συμβιβασμού, όπως προκύπτει από την από 30-1-2014 Προσωρινή Διαταγή της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, β) δε διαπιστώθηκε ότι εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντα για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε ότι έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3869/2010 και γ) ο αιτών προέβη στην επικαιροποίηση των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας της αίτησής του την 22-1-2016, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης εγγράφων της Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, εκπληρώνοντας την επιβληθείσα από τη διάταξη του άρθρου 2 «Μεταβατικές διατάξεις» του Ν. 4336/2015 υποχρέωση για επικαιροποίηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010, η οποία υποχρέωση κατέλαβε όλες τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του Ν. 4336/2015 (19-8-2015) υποθέσεις του Ν. 3869/2010, όπως και την κρινόμενη. Περαιτέρω, η αίτηση είναι ορισμένη, καθώς εκτίθενται σε αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για το ορισμένο της κατ’ άρθρα 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010 και 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα δεχόμενα στη με στοιχεία Ι. ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας. Είναι, δε, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3 και 8 του Ν. 3869/2010, καθώς με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτούντα στη ρύθμιση του Νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, οι οφειλές του δε δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης χρέη και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής. Ωστόσο, απορριπτέα ως μη νόμιμα κρίνονται τα ακόλουθα παρεπόμενα αιτήματα: α) το αίτημα περί αναγνώρισης της απαλλαγής του αιτούντα από το υπόλοιπο των χρεών του μετά την τήρηση από μέρους του των όρων της δικαστικής ρύθμισης, το οποίο αλυσιτελώς και πρόωρα προβάλλεται, διότι η αναγνώριση της απαλλαγής γίνεται μετά τη λήξη της ρύθμισης κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του Ν. 3869/2010, επέρχεται δε κατά πλάσμα του Νόμου ως αποτέλεσμα της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν στον οφειλέτη. Η δε απαλλαγή του οφειλέτη τυχόν πιστοποιείται με δικαστική απόφαση, μετά από αυτοτελή μεταγενέστερη αίτησή του, η οποία κοινοποιείται προς τους μετέχοντες πιστωτές του και β) το αίτημα εξαίρεσης από τη ρευστοποίηση του οχήματος, της ιδιοκτησίας του, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010, εξαίρεση από τη ρευστοποίηση είναι δυνατή
 

μόνο για την κύρια κατοικία του οφειλέτη και υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, χωρίς, ωστόσο, η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη να είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, αν αυτή δεν κρίνεται πρόσφορη κι ως εκ τούτου το ζήτημα θα κριθεί στην οικεία θέση. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, κατά το  μέρος που έγινε δεκτή ως νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος της μετέχουσας πιστώτριας αρνήθηκε την αίτηση ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα και προέβαλε παραδεκτά με το δικόγραφο των προτάσεών της, αλλά και με προφορική της δήλωση, η οποία δήλωσή της καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, τους εξής ισχυρισμούς: α) ένσταση απαραδέκτου της αίτησης λόγω της αοριστίας της, β) ένσταση περί μη συνδρομής στο πρόσωπο του αιτούντος της νόμιμης προϋπόθεσης της μόνιμης, γενικής και διαρκούς αδυναμίας πληρωμών, γ) ένσταση δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμών και δ) ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αιτούντος περί ρύθμισης των οφειλών του κατ’ άρθρο ΑΚ 281. Τέλος, υπέβαλε αίτημα επίδειξης εγγράφων και συγκεκριμένα ζήτησε την επίδειξη αντιγράφων του Ε9 ή ΕΤΑΚ του αιτούντος των ετών 2005, 2009, 2011-2017, πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, καθώς και πρόσφατης βεβαίωσης του Ο.Α.Ε.Δ., από την οποία να προκύπτει η ανεργία του, καθώς και η τυχόν επιδότηση αυτού κατά την τελευταία δεκαετία.

Ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης λόγω της αοριστίας της δικονομικά λειτουργεί ως άρνηση αυτής, καθίσταται δε απορριπτέος, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, καθώς εκτίθενται στην ένδικη αίτηση όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για το ορισμένο της κατ’ άρθρα 4 Ν. 3869/2010 και 216 ΚΠολΔ. Άπαντα τα λοιπά στοιχεία που αξιώνει η μετέχουσα για το ορισμένο της αποτελούν αντικείμενο απόδειξης, προκειμένου να διαγνωσθεί αν όντως ο αιτών δικαιούται να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010, ωστόσο τα στοιχεία αυτά θα προκύψουν από τις αποδείξεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναφορά τους στο εισαγωγικό δικόγραφο. Ο ισχυρισμός ότι ελλείπει στο πρόσωπο του αιτούντος η μόνιμη αδυναμία πληρωμών αποτελεί ομοίως άρνηση της αίτησης και θα κριθεί κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Περαιτέρω, η ένσταση δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμών, με περιεχόμενο, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, ότι αυτός ανέλαβε τις δανειακές του υποχρεώσεις, εν γνώσει ή έστω αποδεχόμενος το ενδεχόμενο να μην ανταποκριθεί σε αυτές, διότι ήταν πάνω από τις οικονομικές του δυνατότητες, κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της. Η δε μετέχουσα πιστώτρια ισχυρίζεται ότι ο αιτών άσκησε την αίτησή του καταχρηστικά, καθώς επιθυμεί αποκλειστικά και μόνον τη διαγραφή κατ’ ουσίαν των χρεών του, προτείνοντας καταβολές μικρού μηνιαίου ποσού και για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς οι μικρές αυτές καταβολές να ανταποκρίνονται στην οικονομική και προσωπική του κατάσταση, με αποτέλεσμα να μην έχει λάβει υπόψη του τα εύλογα συμφέροντα της πιστώτριάς του. Ως εκ τούτου, ότι η αίτησή του δεν είναι σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματός του. Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η απαγόρευση
 

της άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα, το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου κι όχι από διατάξεις δικονομικές και κατά συνέπεια δεν τυγχάνει εφαρμογής σε καθαρά διαδικαστικές πράξεις, όπως, εν προκειμένω, η υποβολή της κρινόμενης αίτησης (ΑΠ 1006/1999 ΕλλΔνη 40.1718, ΑΠ 392/1997 ΕλλΔνη 38.1842), καθώς το δικαίωμα ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος, όπως αυτό εξειδικεύεται με την προβληθείσα ένσταση, είναι δυνατό να ασκηθεί μόνο με την κατάθεση της οικείας αίτησης. Άλλωστε, το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του οφειλέτη, χωρίς κάποιο περιορισμό, αρκεί να είναι επαρκώς προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί να προκαλέσει τη συναίνεση των πιστωτών και τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού, δεν προβλέπεται, δε, δικαστικός έλεγχος του σχεδίου, καθώς το Δικαστήριο δε δεσμεύεται από την πρόταση του οφειλέτη, ούτε καθίσταται για τον λόγο αυτό απαράδεκτο το δικόγραφο. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ, τα οποία ρυθμίζουν ειδικώς την επίδειξη εγγράφων κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος αυτού που κατέχει το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του (ΕφΘεσ 272/2010 Αρμ 2013.1296). Για την πληρότητα του σχετικού αιτήματος πρέπει να προσδιορίζεται το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του, καθώς και να εκτίθενται πλήρως τα περιστατικά εκείνα, από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη συγκεκριμένου λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη συγκεκριμένου ισχυρισμού του αντιδίκου του. Διαφορετικά το αίτημα είναι αόριστο (ΑΠ 953/2002 Δνη 44.1310, ΑΠ 1565/1998 ΔΕΕ 1999.491, ΕφΘεσ 415/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η μετέχουσα πιστώτρια αορίστως υποβάλλει το αίτημά της περί επίδειξης από τον αιτούντα των αναφερόμενων ανωτέρω εγγράφων, χωρίς να εκθέτει ούτε το περιεχόμενο αυτών, ούτε το ειδικό έννομο συμφέρον αυτής, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, κι ως εκ τούτου πρέπει αυτό να απορριφθεί. Άλλωστε, με το άρθρο 744 ΚΠολΔ εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και, έτσι, καθιερώνεται για τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, που παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και πρωτοβουλία συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης των πραγματικών γεγονότων που ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ενόψει των ανωτέρω, κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης θα κριθεί η ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, καθώς και η πληρότητα ή μη του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού.

Από την επισκόπηση της υπό κρίση αίτησης, από τη χωρίς όρκο κατάθεση του αιτούντα, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας, που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, καθώς και από τα έγγραφα που απλώς προσκομίζονται στο Δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκλησή τους παραδεκτά κατ’ άρθρα 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δε
 

μνημονεύονται ρητά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:

Ο αιτών έχει γεννηθεί το έτος …, είναι άγαμος και δεν έχει αποκτήσει τέκνα, όπως προκύπτει από την από 14-12-2015 βεβαίωση του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Κατοικεί δε σε μισθωμένο διαμέρισμα στη …. Κατά τον χρόνο της παρούσας συζήτησης εργάζεται από την 14-5-2018 περιστασιακά – ανάλογα με τις ανάγκες της εργοδότριας – ως ημερομίσθιος με την ειδικότητα του …., στην εταιρία με την επωνυμία «…», όπως προκύπτει από την από 5-6-2018 βεβαίωση εργασίας της εργοδότριας εταιρίας του. Από την εργασία του αυτή ο αιτών λαμβάνει ημερομίσθιο, ύψους περί τα 21 ευρώ (καθαρές αποδοχές), όπως προκύπτει από τη μισθοδοτική του κατάσταση, μηνός Μαΐου έτους 2018. Κατά τον μήνα αυτόν, ο αιτών απασχολήθηκε 13 ημέρες, λαμβάνοντας μηνιαίως το συνολικό ποσό των 274,17 ευρώ (21,09 ευρώ Χ 13 ημέρες), ενώ κατά την περίοδο από Ιούνιο έως και Σεπτέμβριο αναμενόταν η απασχόλησή του επί πενθήμερο ή εξαήμερο, ήτοι οι μηνιαίες απολαβές του να κυμαίνονται στο συνολικό ποσό περί των 421,08 ευρώ (21,09 ευρώ Χ 20 ημέρες) μέχρι των 506,16 ευρώ (21,09 Χ 24 ημέρες) αντίστοιχα. Άλλη πηγή σταθερού εισοδήματος δε διαθέτει ο αιτών. Κατά το παρελθόν και μέχρι την ως άνω πρόσληψή του, ο αιτών ήταν άνεργος από τα τέλη του έτους 2013. Το συνολικό ετήσιο εισόδημα που δήλωσε ο αιτών για τα φορολογικά έτη 2016, 2015 και 2014, καθώς και για τα οικονομικά έτη 2014, 2013, 2012, 2011, 2010, 2009 και 2008 ανέρχονταν αντίστοιχα  στο ποσό των 0,03 ευρώ, 0,79 ευρώ, 12,84 ευρώ, 18.858,09 ευρώ, 14.326,05 ευρώ, 13.070,06 ευρώ, 12.530,59 ευρώ, 9.841,44 ευρώ, 12.551,01 ευρώ και 7.094,38 ευρώ, όπως προκύπτει από τα οικεία εκκαθαριστικά σημειώματα και τις φορολογικές δηλώσεις του, που προσκομίζει ο αιτών.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης ο αιτών ανέλαβε έναντι της «….»: 1. Ένα δάνειο επιχειρηματικής πίστης, δυνάμει της με αριθμό 714132 σύμβασης, με υπόλοιπο οφειλής την 18.11.2015, ποσού 23.593,81 ευρώ και 2. Οφειλή δυνάμει της με αριθμό 200606020033000 σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο την 14.11.2015, ύψους 1,73 ευρώ, όπως προκύπτει από την από 24-11-2015 κατάσταση οφειλών της πιστώτριας αυτής. Από τα εισφερθέντα στην παρούσα δίκη στοιχεία προέκυψε ότι μόνον η με στοιχεία 1. ανωτέρω απαίτηση είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης σε βάρος ακινήτου της μητέρας του αιτούντος – δεύτερης μετέχουσας, η οποία συμβλήθηκε στη σύμβαση αυτή ως εγγυήτρια. Για το δάνειο αυτό δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για το επιτόκιο ενήμερης οφειλής, ώστε να υπολογιστεί η τρέχουσα αξία του κατά τον χρόνο της απόφασης, μέχρι τον οποίο συνεχίζει να εκτοκίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010. Η δε με στοιχεία 2. ανωτέρω απαίτηση είναι ανέγγυα κι ως εκ τούτου έπαυσε η τοκογονία της με την επίδοση της αίτησης στην πιστώτρια αυτή.

Συνολικά, δηλαδή, οι οφειλές του αιτούντος ανέρχονται στο ποσό των 23.595,54 ευρώ.

Με βάση τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα δάνεια αυτά λόγω του ύψους τους και της πραγματικής κατάστασης, στην οποία βρίσκεται σήμερα ο αιτών, όπως ανωτέρω αναλύεται, τον
 

οδήγησαν περί το έτος 2013 σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη του. Εξαιτίας, δε, της οικονομικής κρίσης, με τις δυσμενείς συνέπειες που είχε στην ελληνική οικονομία, κατέστη ανέφικτη η αποπληρωμή των ανωτέρω οφειλών του, δεδομένου ότι εκτός από τη μείωση των εισοδημάτων του αιτούντος, τα τρέχοντα έξοδα και οι δαπάνες διαβίωσης της μέσης ελληνικής οικογένειας έχουν αυξηθεί σημαντικά. Συγκεκριμένα, τα έσοδα του αιτούντος, συγκρινόμενα με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του από τις ως άνω δανειακές συμβάσεις, δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του κύριου όγκου των χρεών του. Η αδυναμία του αυτή οφείλεται στο ύψος του δανείου που έχει λάβει, καθώς και στο ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτείται για την εξυπηρέτησή του, σε συνδυασμό με τις αναγκαίες δαπάνες διαβίωσής του, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του. Άλλωστε, τα εισοδήματα του αιτούντος εμφανίζουν απόλυτη πτωτική τάση, λόγω κυρίως της μακροχρόνιας κατ’ ουσίαν ανεργίας του και των τωρινών χαμηλών απολαβών του, όπως προκύπτει από την ως άνω συγκριτική επισκόπηση των εισοδημάτων του κατά την τελευταία δεκαετία. Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητάς του και των οφειλών κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί – τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον – λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής και των συνεχώς αυξανόμενων δανειακών του υποχρεώσεων εξαιτίας της επιβάρυνσης του δανείου του με τόκους υπερημερίας. Σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν αναμένεται σημαντική μεταβολή της περιουσιακής του κατάστασης, ούτε προοπτική βελτίωσης των εισοδημάτων του, λαμβανομένης υπόψη της γενικότερης τάσης περιστολής των μισθών και των συντάξεων, με αποτέλεσμα να μην αναμένεται αφενός αύξηση του μηνιαίου ποσού που αποκομίζει από την εργασία του, αφετέρου ανεύρεση από τον ίδιο έτερης σταθερής εργασίας που να του προσφέρει ικανά εισοδήματα, λαμβανομένης υπόψη της μέχρι σήμερα εργασιακής του εμπειρίας. Ενόψει των ανωτέρω, συντρέχει στην περίπτωση του αιτούντος μόνιμη και διαρκής αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς τη μετέχουσα πιστώτριά του, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ. μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της τελευταίας.

Η αδυναμία αυτή του αιτούντος δεν οφείλεται σε δόλο, όπως προβάλλει η μετέχουσα πιστώτρια, σύμφωνα με την οποία ο αιτών προέβη σε αλόγιστο και υπέρμετρο δανεισμό, παρότι γνώριζε την αδυναμία του να εξοφλήσει τα δάνεια με βάση την οικονομική του δυνατότητα κι έτσι περιέφερε τον εαυτό του σε κατάσταση υπερχρέωσης. Άλλωστε, από το γεγονός ότι ο κύριος όγκος των χρεών του ανέρχεται σε χαμηλό ύψος και προέρχεται από ένα επιχειρηματικό δάνειο που έλαβε περί το έτος 2007 ο αιτών για την ανάπτυξη αυτοτελούς επιχειρηματικής του δραστηριότητας με τη λειτουργία εργαστηρίου ζαχαροπλαστικής, προκύπτει ότι δεν προέβη στη δανειοδότηση αυτή, με στόχο την υπερπολυτελή διαβίωσή του, η οποία δε θα αντιστοιχούσε στην εν γένει οικονομική και προσωπική του κατάσταση. Περαιτέρω, ο αιτών οδηγήθηκε στην ανωτέρω δανειοδότηση, πιστεύοντας ότι με τα χρήματα που θα ανεύρισκε από την επιχειρηματική του δραστηριοποίηση θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στις δανειακές του υποχρεώσεις, πλην όμως περί το έτος 2009 διέκοψε τις εργασίες του, λόγω της ζημιογόνας οικονομικής πορείας της ατομικής του επιχείρησης. Η πεποίθηση αυτή του αιτούντα ήταν
 

εύλογη κατά τη δικαιοδοτική κρίση, καθώς δε διαφαινόταν τότε ακόμη η καθοδική πορεία των εισοδημάτων του, ούτε και η μεταγενέστερη ανεργία του, τα οποία αντικειμενικά αυτά γεγονότα και είχαν σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση της μόνιμης αδυναμίας πληρωμών του αιτούντος. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι ο αιτών κατά τον χρόνο ανάληψης των οφειλών του, αλλά και μεταγενέστερα, δε γνώριζε και δεν επεδίωξε, ούτε προέβλεψε ως ενδεχόμενη την αδυναμία αποπληρωμής αυτών, ούτε, άλλωστε, προκάλεσε ο ίδιος την αδυναμία αυτή με υπέρμετρο δανεισμό ή με κατασπατάληση των περιουσιακών του στοιχείων. Ενώ, λοιπόν, κατά το παρελθόν ο αιτών ήταν σε θέση να εξυπηρετεί τις οφειλές του, βρέθηκε μεταγενέστερα σε αδυναμία εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων χρεών του, λόγω των ανωτέρω γεγονότων, χωρίς δόλο, κι επομένως υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της ένστασης της μετέχουσας πιστώτριας, όσον αφορά τη δόλια περιέλευση του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμών, σύμφωνα και με τα δεχόμενα στη με στοιχεία ΙΙΙ, ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας.

Περαιτέρω, στα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντα περιλαμβάνεται μόνον το με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητάς του, μάρκας CITROEN, τύπου C2, 1.360 c.c., έτους πρώτης κυκλοφορίας του 2004, όπως προκύπτει από το αντίγραφο της οικείας άδειας κυκλοφορίας σε συνδυασμό με τη Δήλωση Ε1 του αιτούντος, φορολογικού έτους 2016. Λαμβανομένων υπόψη του τύπου και της παλαιότητάς του, η εμπορική του αξία εκτιμάται στο ποσό των 2.600 ευρώ, όπως προκύπτει από αγγελίες αντίστοιχου τύπου αυτοκινήτων στις ιστοσελίδες www.autotriti.gr και www.car.gr. Ενόψει της εμπορικής του αξίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αποτελεί το μοναδικό μεταφορικό μέσο του αιτούντος, με το οποίο καλύπτει τις πάγιες ανάγκες μετακίνησής του, κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 εκποίησή του, λαμβανομένου υπόψη ότι αφενός δεν πρόκειται να αποφέρει σημαντικό όφελος στη μετέχουσα πιστώτριά του – σε συνάρτηση με το συνολικό ύψος των οφειλών του, μετά την αφαίρεση και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ.), αφετέρου η εκποίησή του είναι αβέβαιη, δεδομένης της κακής οικονομικής συγκυρίας, καθώς και της παλαιότητάς του.

Τέλος, από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε ότι ο αιτών διαθέτει ακίνητα, άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία αξίας, απαιτήσεις έναντι τρίτων, μετοχές ή αξιόλογες τραπεζικές καταθέσεις.

Ενόψει των προεκτεθέντων, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντα οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του Νόμου 3869/2010. Ωστόσο, εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αιτών δεν έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό στη μετέχουσα πιστώτριά του, καθώς τα εισοδήματά του, ως ανωτέρω αναλύονται, ουδόλως επαρκούν για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του. Οι δαπάνες αυτές ανέρχονται, κατά την εκτίμηση του παρόντος Δικαστηρίου – η οποία δε δεσμεύεται από τυχόν διαφορετική εκτίμηση του οφειλέτη – περίπου στο ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, ενόψει του γεγονότος ότι ο οφειλέτης, ο οποίος ζητά την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του Νόμου αυτού, πρέπει από την πλευρά του να μειώνει μεν στο ελάχιστο τις δαπάνες του και να τις περιορίζει μόνο στις απολύτως απαραίτητες, χωρίς ωστόσο να
 

θίγεται η αξιοπρεπής διαβίωση αυτού και της οικογένειάς του υπό το πρίσμα των προστατευτικών διατάξεων του Ν. 3869/2010 και της τελεολογικής ερμηνείας αυτού. Στις δαπάνες διαβίωσης του αιτούντα, με βάση τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και της ηλικίας του, περιλαμβάνονται αυτές για την κάλυψη των ατομικών βιοτικών αναγκών του και ειδικότερα για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, καταναλωτικά αγαθά, για ενοίκιο και λειτουργικά έξοδα κατοικίας (ηλεκτρισμός, ύδρευση, θέρμανση, επισκευών και συντήρησης), για υπηρεσίες τηλεφωνίας, για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για προμήθεια ειδών και για υπηρεσίες ατομικής φροντίδας, καθώς και για αυξημένες δαπάνες μετακίνησης, διότι απαιτείται η συχνή (ανάλογα με τις ανάγκες της εργασίας του) μετάβασή του από την οικία του, που βρίσκεται στη …., στο …., όπου και εργάζεται. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος εξαιρετικές περιστάσεις και συγκεκριμένα ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του, ως ανωτέρω αναλύεται. Ενόψει των ανωτέρω, θα πρέπει κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 5 Ν. 3869/2010 να οριστούν μηδενικές μηνιαίες καταβολές του αιτούντος έναντι των απαιτήσεων της μοναδικής μετέχουσας πιστώτριάς του, για χρονικό διάστημα τριών ετών, που θα αρχίσει από τον επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ήτοι από την 1.4.2019. Παράλληλα, κρίνεται ότι δε συντρέχει λόγος να οριστεί νέα δικάσιμος, προκειμένου να ελεγχθεί η τυχόν μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του, ώστε να προσδιοριστούν ενδεχομένως μηνιαίες καταβολές κατά το διάστημα της ρύθμισης αυτής, καθόσον, λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας δεν κρίνεται ότι οι οικονομικές δυνατότητες του αιτούντος θα βελτιωθούν, ως ανωτέρω αναλύεται. Συνεπώς, εν προκειμένω, δεν κρίνεται απαραίτητος ο προσδιορισμός νέας δικασίμου για τη ρύθμιση των οφειλών του στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 5 Ν. 3869/2010, ο οποίος επαναπροσδιορισμός σημειωτέον δεν είναι υποχρεωτικός για το Δικαστήριο, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια αυτού, ενόψει της γραμματικής ερμηνείας της ανωτέρω διάταξης, κατά την οποία το Δικαστήριο «μπορεί» να ορίσει νέα δικάσιμο. Άλλωστε, σε περίπτωση μεταβολής της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης, ο αιτών είναι υποχρεωμένος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 3869/2010, να γνωστοποιήσει στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων και των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4 και για τη δυνατότητα εφαρμογής της ρύθμισης της παρ. 4 του άρθρου 8 του ίδιου Νόμου με αντίστοιχη αίτηση της πιστώτριάς του.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να ρυθμισθούν τα χρέη του αιτούντος έναντι της μοναδικής μετέχουσας πιστώτριάς του, με τον ορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών του για μία τριετία, με σκοπό την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών του, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται και δε χωρεί ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 6 και 14 του Ν. 3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης μετέχουσας-εγγυήτριας.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό της παρούσας κρίθηκε απορριπτέο

 

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αίτηση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη του αιτούντα, με τον ορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών προς τη μοναδική μετέχουσα πιστώτριά του, για χρονικό διάστημα τριών ετών, που θα αρχίσει από τον επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφαση, ήτοι από την 1.4.2019.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Νίκαια και στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 27-03-2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Scroll to Top