ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
Αριθμός Απόφασης
13952/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από την Δικαστή ……………, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα …………..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Οκτωβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………….», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …. αριθμ. ….), νόμιμα εκπροσωπούμενης, που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της ………., που κατέθεσε το υπ’ αριθμ. …. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών κι ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……. του ……, κατοίκου …….. …… (οδός …….), ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Άννας Κορσάνου, που κατέθεσε το υπ’ αριθμ. ……… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών κι ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας τη με αριθμό κατάθεσης …. αίτηση, που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή με την 685/2014 οριστική απόφασή του, την οποία προσβάλλει η εκκαλούσα με την με αριθμό κατάθεσης ………. έφεση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ……….. και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……….. προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας κι εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που νόμιμα κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, με αριθμό κατάθεσης………., έφεση της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της καθ’ ης η με αριθμό κατάθεσης …………. αίτηση κατά της 685/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, που έκανε δεκτή την αίτηση, έχει ασκηθεί νομότυπα, εμπρόθεσμα και γενικώς παραδεκτά [άρθρα 17Α, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516, 517, 518 παρ. 2 (ως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου), 741, 761, 762 ΚΠολΔ, 14 Ν. 3869/2010], δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται ότι έλαβε χώρα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευσή της. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την (ίδια) διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, κατ’ άρθρα 533 παρ. 1 και 739 εεπ. ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς την καθ’ ης η αίτηση πιστώτρια τράπεζα κι εκθέτοντας, περαιτέρω, την οικογενειακή και περιουσιακή του κατάσταση, ζήτησε την επικύρωση του διαλαμβανόμενου στην αίτηση σχεδίου διευθέτησης οφειλών, άλλως την δικαστική ρύθμιση των χρεών του για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών και να εξαιρεθεί από τη ρύθμιση η κύρια κατοικία του και το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο κυριότητάς του. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η νυν εκκαλούσα παραστάθηκε στη δίκη λόγω ειδικής διαδοχής στην επίδικη απαίτηση της καθ’ ης η αίτηση ……τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» που επήλθε μετά την άσκηση της αίτησης, ασκώντας «κύρια παρέμβαση», η οποία, όμως, θα έπρεπε να εκληφθεί ως αυτοτελής πρόσθετη (βλ. άρθρα 225 παρ. 2, 325, 83 και 741 ΚΠολΔ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση, κατά δε της ως άνω απόφασης παραπονείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα και ήδη εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αίτηση.
Ι. Ως πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» προσδιορίζεται με το άρθρο 1 αυτού τα φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους. Λαμβάνοντας υπόψη και τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 ΠτΚ κατά την οποία η παύση της εμπορίας ή της οικονομικής δραστηριότητας δεν κωλύουν την πτώχευση, εφόσον επήλθαν σε χρόνο κατά ον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του, γίνεται δεκτό ότι υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 και όσοι ήταν έμποροι, αλλά έπαυσαν την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα χωρίς όμως να έχουν παύσει τις πληρωμές τους, ενώ αντίστροφα δεν υπάγεται στη ρύθμιση του νόμου ο οφειλέτης που κατά το χρόνο παύσης των πληρωμών είχε ακόμα την εμπορική ιδιότητα, αδιάφορα αν την απώλεσε αργότερα (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδ. 2014, σελ. 35), καθώς το γεγονός ότι μετά την αδυναμία πληρωμών χάνει την εμπορική του ιδιότητα δεν αλλοιώνει την κατάστασή του. Περαιτέρω, παύση πληρωμών αποτελεί εκείνη η κατάσταση, κατά την οποία ο έμπορος, ανεξαρτήτως προς την πραγματική περιουσιακή του δυνατότητα, περιέρχεται σε μόνιμη και πραγματική αδυναμία για την εμπρόθεσμη πληρωμή των ληξιπρόθεσμων, δηλαδή των εκκαθαρισμένων και άμεσα απαιτητών, χρεών του. Επομένως, όχι οποιαδήποτε μη πληρωμή, αλλά η μη πληρωμή που έχει τον χαρακτήρα της γενικότητας και μονιμότητας και η οποία υποδηλώνει συγχρόνως νέκρωση ή διακοπή της εμπορικής κίνησης, αθεράπευτο κλονισμό της πίστης του εμπόρου ή διαταραχή στην οικονομική του υπόσταση, συνιστά παύση πληρωμών κατά την έννοια του νόμου και δεν αρκεί η απλή έλλειψη ρευστότητας του οφειλέτη. Αντίθετα, δεν υπάρχει μονιμότητα, αν ο οφειλέτης πληρώσει σημαντικά χρέη, συνεχίζει την εμπορική του δραστηριότητα και εξακολουθεί την πληρωμή του εργατοτεχνικού προσωπικού του. Εάν συντρέχουν πολλά χρέη, η καταβολή μερικών και η, έστω κατά αδικαιολόγητη διάκριση, άρνηση εξόφλησης άλλων, δεν συνιστά παύση πληρωμών γενικώς, εκτός αν αποδεικνύεται ότι έναντι του κοινού είναι αδύνατη η ικανοποίηση όλων, ήτοι όταν ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει ένα ουσιώδες μέρος των εμπορικών του υποχρεώσεων. Η γενικότητα καταδεικνύεται από την έναντι του κοινού αδυναμία αντιμετώπισης των χρεών του, που μπορεί να συντρέχει και στην περίπτωση της μη πληρωμής ενός μόνο χρέους, τέτοιας όμως σημασίας, ώστε αυτή να φανερώνει μη πληρωμή (αδυναμία) έναντι του κοινού, δηλαδή κλονισμό της εμπορικής πίστης του εμπόρου και πραγματική αδυναμία συνέχισης της εμπορίας του. Το γεγονός της παύσης των πληρωμών απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου, το οποίο θα στηριχθεί επί πραγματικών γεγονότων, που μαρτυρούν την ιδιαίτερη εκείνη θέση του οφειλέτη, συνεπεία της οποίας αυτός δεν αντιμετωπίζει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του, ενώ η απόδειξη της αδυναμίας προς πληρωμή μπορεί να γίνει με κάθε επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο (για όλα τα παραπάνω ΕφΘες 1327/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).
ΙΙ. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο Ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι: «Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι : «Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το αποδέχεται. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από την ως άνω διατύπωση της παρ. 1 εδ. α’ του άρθρου 1 Ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει είτε κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, είτε κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο είτε είναι αρχικός είτε μεταγενέστερος, αφού το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Περαιτέρω, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 1 Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το Δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, μετά από πρόταση του πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προβάλλει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), και να τον αποδείξει (ΑΠ 65/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του αιτούντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους ταυτάριθμα με την επικαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών, γεννηθείς το έτος 1978, από τον Ιούνιο του 2012 εργάζεται στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» ως εργάτης, είναι έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, ηλικίας σήμερα περίπου 8 και 4,5 ετών. Στις 6.9.2006 ο αιτών και ο …………….. συνήψαν τη με αριθμό ………… σύμβαση δανείου ποσού 85.000 ευρώ με τη «…………», καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη η καθ’ ης η αίτηση «…………..», όπως μετονομάσθηκε η «………..». Εν συνεχεία, στις 8.11.2006 ο αιτών με τον ανωτέρω δανειολήπτη συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», με σκοπό την εκμετάλλευση περιπτέρου και λοιπών συναφών αντικειμένου καταστημάτων, η οποία λύθηκε στις 21.9.2011 και ο αιτών προέβη σε διακοπή της ως άνω δραστηριότητας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στις 27.9.2011. Από κανένα αποδεικτικό μέσο, όμως, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι ο αιτών βρισκόταν σε παύση πληρωμών ήδη από το έτος 2010, όταν δηλαδή ακόμα είχε την εμπορική ιδιότητα, και ότι για το λόγο αυτό εμπίπτει στην πτωχευτική διαδικασία και όχι στο Ν. 3869/2010. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην πρώτη μείζονα σκέψη, δεν αποδείχθηκε ότι πριν τη λύση της ανωτέρω εταιρείας ο αιτών , ανεξαρτήτως προς την πραγματική περιουσιακή του δυνατότητα, όπως εμφαίνεται στα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα, είχε περιέλθει σε μόνιμη και πραγματική αδυναμία για την εμπρόθεσμη πληρωμή των ληξιπρόθεσμων, δηλαδή των εκκαθαρισμένων και άμεσα απαιτητών, χρεών του, ούτε αποδείχθηκε ότι υφίσταντο ληξιπρόθεσμες οφειλές του π.χ. σε προμηθευτές ή στο δημόσιο. Επιπλέον, η εκκαλούσα δεν προσκόμισε κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι ο αιτών είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς αυτήν, αδυνατώντας να εξυπηρετήσει το επίδικο δάνειο, αντιθέτως προσκομίζεται η από 28.9.2011 απόδειξη καταβολής δόσης δανείου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ήχθη στην ίδια κρίση, καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσης επαναφέρει την παραδεκτώς προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ένστασή της περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, διότι είχε εξαιρετικά χαμηλό εισόδημα κατά το χρόνο λήψης του επίδικου δανείου. Σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2007-2013, τα εισοδήματά του ήταν πράγματι χαμηλά, λαμβανομένων υπόψη των οικογενειακών του αναγκών, όπως εκτίθενται στην εκκαλουμένη, η σχετική κρίση της οποίας δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι ο αιτών, παρά τα χαμηλά του εισοδήματα, τα οποία όμως αυξήθηκαν μετά το χρόνο λήψης του επίδικου δανείου, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το έτος 2006 έως και το Σεπτέμβριο του έτους 2011 εξυπηρετούσε αυτό ανελλιπώς, ενώ, όπως προεκτέθηκε, δεν προέκυψε ότι υφίσταντο λοιπές οφειλές του, ληξιπρόθεσμες ή μη. Εξάλλου, η επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, που είχε ως συνέπεια τη διακοπή της εμπορικής του δραστηριότητας το έτος 2011, ήταν αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε το σύνολο των πολιτών μετά το έτος 2009 και αποτελούσε λίαν απρόβλεπτο γεγονός το έτος 2006 (χρόνο σύναψης του δανείου), δεδομένων των ρυθμών ανάπτυξης που εμφάνιζε τότε τόσο η οικονομία της χώρας όσο και ο συγκεκριμένος τομέας οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα, λοιπόν με τα διαλαμβανόμενα στην δεύτερη μείζονα σκέψη, ο αιτών δεν περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής με δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, απορριπτομένου του ως άνω δεύτερου λόγου της έφεσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση κατ’ ουσία, να διαταχθεί δε η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του προκαταβληθέντος παραβόλου, ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 Ν. 3869/2010, που ισχύει και στη δευτεροβάθμια δίκη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσία την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του προκαταβληθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2018 παρουσία της Γραμματέα της έδρας, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ