ΕΚΟΥΣΙΑ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αριθμός 624/2019

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΡΩΠΙΑΣ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη, Άννα Τουρνά, και από τη Γραμματέα, Ελένη Ροϊνά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 11η Φεβρουάριου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αιτούντων-καθ’ ων η κύρια παρέμβαση: 1) Π.Χ. του .. και της .., κατοίκου … οδός …, με Α.Φ.Μ. … και 2) Δ.Ν. του … και της …, κατοίκου ομοίως ως άνω, με Α.Φ.Μ. …, οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Άννας Κορσάνου.

Της μετέχουσας στη δίκη πιστώτριας-κυρίως παρεμβαίνουσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. .., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευσή της (άρθρα 5 Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ) και παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αγγέλου Ήντα.

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21-07-2017 αίτηση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Κρωπίας με ΓΑΚ/ΕΑΚ 4103/284/2017 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης εμφανίστηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις του, δήλωσε ότι παρίσταται και παρεμβαίνει κυρίως στην εκκρεμή δίκη ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», δυνάμει της από 26-03-2013 Σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, με την οποία εκχωρήθηκε και μεταβιβάσθηκε σε αυτήν η ένδικη έννομη σχέση και ειδικότερα οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις με αριθμούς MG1008200041 και MG1008200039 συμβάσεις μεταξύ των αιτούντων και της δικαιοπαρόχου της. Ωστόσο, η ως άνω κύρια παρέμβαση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον παρεμβαίνων μπορεί να είναι μόνον τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν έχει ήδη προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η … δεν έχει την ιδιότητα του τρίτου στην παρούσα δίκη, καθότι η κρινόμενη αίτηση έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα σε αυτή και, ως εκ τούτου, έχει ήδη καταστεί διάδικος (ΕφΛαρ 199/2012, ΕιρΡοδ 17/2012 και ΕιρΕδεσ 107/2015 όλες ΤΝΠ Νόμος).

Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, ζητούν τη ρύθμιση των χρεών τους, με την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας τους, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλουν, ώστε να επέλθει η μερική απαλλαγή τους από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών τους έναντι των πιστωτών τους, που περιλαμβάνεται στην υποβληθείσα από αυτούς κατάσταση.

Η κρινόμενη αίτηση με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας των αιτούντων με την προκειμένη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 του Ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο 739 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό της τηρήθηκε η προβλεπόμενη προδικασία και προσκομίστηκαν εμπρόθεσμα τα έγγραφα, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 4, 5 και 7 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης των υπό κρίση αιτήσεων. Επιπροσθέτως, προσκομίστηκαν υπεύθυνες δηλώσεις των αιτούντων με ημερομηνία 21-07-2017 για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων: α) της περιουσίας τους και των εισοδημάτων τους β) των πιστωτών τους και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και γ) για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων τους κατά την τελευταία τριετία. Από δε την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, κατ’ άρθρο 13 του Ν. 3869/2010, διαπιστώθηκε ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση των αιτούντων για ρύθμιση των οφειλών τους στο παρόν Δικαστήριο ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της Χώρας και δεν έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές τους. Περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, καθότι εμπεριέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 και στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, ήτοι: α) ότι οι αιτούντες είναι φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητος και βρίσκονται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων, χρηματικών οφειλών τους β) η κατάσταση της περιούσιας τους και των εισοδημάτων τους, γ) η κατάσταση των πιστωτών τους και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, και δ) αίτημα ρύθμισης των οφειλών τους. Πέραν δε των παραπάνω ουδέν άλλο, στοιχείο απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αίτησης (ΜΠρΠειρ 2057/2014, ΜΠρΠειρ 2221/2014, ΜΠρΘεσσαλ 38/2014, ΕιρΠολυγ 64/2014, ΕιρΝεμ 68/2014, ΕιρΚορ 979/2014 Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΧαλ 37/2013 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕιρΘεσσαλ. 5105/2011, 6546/2011 Α’ Δημοσίευση Νόμος, Κρητικός ρύθμιση ν. 3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμ. 64-Ανάτυπο σελ. 1477), απορριπτομένου του σχετικού περί αοριστίας ισχυρισμού που υπέβαλε νομοτύπως και εμπροθέσμως η μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια, καθώς τα στοιχεία που επικαλείται ότι απουσιάζουν θα αποτελέσουν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας. Ακόμα, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8 και 9 του Ν. 3869/2010, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από το ν. 4346/2015, καθώς και από τις διατάξεις του ν. 4549/2018, τις έχουσες εφαρμογή και στις εκκρεμείς -κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του (14.6.2018)- αιτήσεις (όπως επιτάσσουν οι μεταβατικές διατάξεις του εν λόγω ν. 4549/2018). Επομένως, από τη στιγμή που δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ των αιτούντων και της πιστώτριάς τους πρέπει η υπό κρίση αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της παριστάμενης στη δίκη πιστώτριάς αρνήθηκε την υπό κρίση αίτηση, προέβαλε δε, τόσο με δήλωση που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, όσο και με τις εμπρόθεσμα και νομότυπα κατατιθέμενες προτάσεις της, πέραν του ήδη κριθέντος περί αοριστίας ισχυρισμού, την ένσταση δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, διότι προέβησαν σε αλόγιστο και υπέρμετρο δανεισμό, δανειζόμενοι υψηλά χρηματικά ποσά παρότι γνώριζαν και μπορούσαν να προβλέψουν ως πιθανή την αδυναμία τους να εξοφλήσουν αυτά με βάση την οικονομική τους δυνατότητα, λόγω των περιορισμένων εισοδημάτων τους και έτσι περιήλθαν σε κατάσταση υπερχρέωσης. Η ένσταση αυτή είναι ορισμένη (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμιμη, ερειδόμενη στα άρθρα 1 του Ν. 3869/2010 και 330 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης της αιτούσας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά κι όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι αιτούντες είναι σύζυγοι, ηλικίας … ετών αμφότεροι και έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, δίδυμα, ηλικίας … ετών, τα οποία έχουν διαγνωστεί με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή (φάσμα αυτισμού), εκ των οποίων το ένα παρακολουθεί μαθήματα σε σχολείο ειδικής εκπαίδευσης και το άλλο σε κανονικό με τη βοήθεια «παράλληλης στήριξης», δηλαδή με ειδική παιδαγωγό την οποία πληρώνουν οι αιτούντες ιδιωτικά καταβάλλοντας 450,00 € μηνιαίως. Τα τέκνα τους παρακολουθούνται από εργοθεραπευτές και λογοθεραπευτές προκειμένου να γίνουν ανεξάρτητα και να ενσωματωθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο, τα δε έξοδα αυτά καλύπτονται μόνο εν μέρει από τον ασφαλιστικό τους φορέα με αποτέλεσμα οι αιτούντες να δαπανούν μηνιαίως περί τα 600,00€ για την εν γένει εκπαίδευση των τέκνων τους. Ο αιτών είναι …. με μηνιαίο μισθό ύψους 1.331,79€ και η αιτούσα ιδιωτική υπάλληλος με μηνιαίο μισθό ύψους 1.000,00€. Παράλληλα, λαμβάνουν ανά δύο μήνες ένα επίδομα αναπηρίας για το τέκνο τους ύψους 600,00€. Κατά συνέπεια, τα μηνιαία εισοδήματά τους κυμαίνονται στο ποσό των 2.600,00€. Οι αιτούντες διαμένουν με τα τέκνα τους σε ιδιόκτητη κατοικία τους στο … Αττικής, την οποία αγόρασαν το 2010, έναντι τιμήματος 214.000,00€, όπως κατέθεσε η αιτούσα.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης και συγκεκριμένα το 2010, οι αιτούντες είχαν δανεισθεί, ως συνοφειλέτες, από την πιστώτρια τράπεζα τα παρακάτω ποσά, τα οποία, ως εμπραγμάτως ασφαλισμένα συνεχίζουν να εκτοκίζονται με επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, Συγκεκριμένα, έχουν οφειλές προερχόμενες από δύο στεγαστικές συμβάσεις: α) ύψους 80.506,79€, συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων και β) ύψους 82.323,76€, συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων.

 

 

Στα περιουσιακά στοιχεία των αιτούντων ανήκει η πλήρης κυριότητα σε ποσοστό 100% (50% εξ αδιαιρέτου έκαστος) επί ενός διαμερίσματος δεύτερου ορόφου επιφάνειας 101,52 τ.μ., έτους κατασκευής 2009, με υπόγεια αποθήκη εμβαδού 6,82 τ.μ. και θέση στάθμευσης υπογείου επιφάνειας 12,15 τ.μ. που βρίσκεται στο … Αττικής, επί της οδού … Το ακίνητο αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία των αιτούντων και η αντικειμενική του αξία ανέρχεται στο ποσό 81.920,90€ (βλ. ΕΝΦΙΑ 2018), η οποία δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου, προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή του από την εκποίηση. Η εμπορική αξία του ως άνω ακινήτου (δεν προσκομίστηκε από τους διαδίκους εκτίμηση εμπορικής αξίας από πιστοποιημένο εκτιμητή) εκτιμάται στο ποσό των 150.000,00 ευρώ. Στην κρίση αυτή άγεται το παρόν Δικαστήριο εκτιμώντας το είδος του ακινήτου, το έτος κατασκευής του, το ποσό που δαπάνησαν για την αγορά τους το 2010, εν μέσω οικονομικής κρίσης, ανερχόμενο κατά τους ισχυρισμούς τους στο ποσό των 214,000,00€, την περιοχή στην οποία ευρίσκεται αλλά και μετά από έρευνα στο διαδίκτυο σε ιστοσελίδες πώλησης διαμερισμάτων ιδίων χαρακτηριστικών με το επίδικο (ενδεικτικά: www.xe.gr) με τιμές πώλησης περί τις 200.000,00 €. 2) Στα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος περιλαμβάνεται, επίσης, η πλήρης κυριότητα σε ποσοστό 33,33% εξ αδιαιρέτου επί ενός διαμερίσματος στον … Αττικής, αντικειμενικής αξίας 16.234,38€, το οποίο δεν κρίνεται πρόσφορο προς ρευστοποίηση, λόγω του περιορισμένου ποσοστού δικαιώματος του αιτούντος επ’ αυτού, σε συνδυασμό με τη χαμηλή αντικειμενική του αξία και τα έξοδα που απαιτούνται για τη ρευστοποίησή του. Σημειωτέον ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη άλλης ακίνητης ή αξιόλογης κινητής περιουσίας των αιτούντων, καθώς η εμπορική αξία του οχήματος τους είναι ιδιαίτερα χαμηλή, λόγω της παλαιότητάς του.

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεδομένα, οι μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης των αιτούντων, στις οποίες περιλαμβάνονται διατροφή, λειτουργικά έξοδα οικίας, μετακινήσεις, αναγκαία έξοδα για την εκπαίδευση των παιδιών τους, ανέρχονται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και σύμφωνα με την έκθεση υπολογισμού των ευλογών δαπανών της ΕΛΣΤΑΤ την οποία το δικαστήριο δύναται να αξιοποιήσει στο συλλογισμό του ως κατευθυντήρια γραμμή, στο ποσό των 2.300,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο δεν θίγει το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσής τους, ούτε επέρχεται εξαθλίωση αυτών, οι οποίος αιτούμενοι την υπαγωγή τους στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες τους στις απολύτως απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσό αυτό θεωρείται εύλογο, καθώς οι αιτούντες καλούνται να καλύπτουν τα έξοδα που απαιτούνται για τις θεραπείες των τέκνων τους (εργοθεραπείες, λογοθεραπείες), την ειδική παιδαγωγό που συνοδεύει στο σχολείο ένα εκ των τέκνων τους και τα οποία έξοδα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνεχώς θα αυξάνονται με το πέρας των ετών. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπ’ όψιν αφενός των προαναφερόμενων οφειλών των αιτούντων και αφετέρου των εισοδημάτων τους, τα οποία προέρχονται από την εργασία τους, διαφαίνεται η αδυναμία τους να παρακολουθήσουν το ληξιπρόθεσμο των χρεών τους και να προβούν στη σχετικά άμεση ικανοποίησή τους. Ως εκ τούτου, η σχέση ρευστότητας των αιτούντων προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, αφού ληφθούν υπ’ όψιν και οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών

 

αναγκών τους, είναι αρνητική, υπό την έννοια, ότι η ρευστότητα τους δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στον όγκο των οφειλών τους, η ενήμερη δόση των οποίων ξεπερνά τα 680,00€ και η οποία διαμορφώθηκε στο ποσό αυτό κατόπιν ρύθμισης των δανείων με τη συμφωνία ότι μετά το πέρας κάποιων ετών, η δόση θα επανέλθει στο αρχικό ποσό που έφτανε, τα 1.000,00€, και συνάμα στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών τους προς την καθ’ ης πιστώτρια, καθότι δεν αναμένεται άμεση βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, η οποία αν επέλθει θα πρέπει να δηλωθεί άμεσα από τους αιτούντες στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε δόλος των αιτούντων κατά την ανάληψη των χρεών τους, καθώς το ετήσιο εισόδημά, τους τη χρονική εκείνη περίοδο ξεπερνούσε το ποσό των 33.000,00€, που τους επέτρεπε να καλύπτουν τις βιοτικές ανάγκες τους και τις δανειακές υποχρεώσεις τους. Πλέον, μολονότι τα εισοδήματά τους δεν φαίνεται να έχουν υποστεί μεγάλη μείωση, τα έξοδά τους, λόγω της κατάστασης υγείας των τέκνων τους, έχουν αυξηθεί, ενώ σε καμία περίπτωση οι αιτούντες δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν την εξέλιξη αυτή, ώστε να απέχουν από τον δανεισμό. Συνεπώς, η ένσταση περί δόλιας υπερχρέωσης των αιτούντων πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη.

Από τα ανωτέρω στοιχεία αποδεικνύεται ότι οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία εξυπηρέτησης των ανωτέρω χρηματικών οφειλών τους, η παρούσα δε οικονομική, τους κατάσταση δεν επαρκεί για την αποπληρωμή, των χρεών τους. Δεδομένου ότι το προτεινόμενο από αυτούς σχέδιο ρύθμισης των οφειλών τους δεν έγινε δεκτό από την πιστώτριά τους, πρέπει το Δικαστήριο να προβεί στη ρύθμιση των οφειλών τους. Συγκεκριμένα, λόγω μη ύπαρξης ρευστοποιήσιμης περιουσίας, οι αιτούντες θα υπαχθούν στις κάτωθι ρυθμίσεις: α) σε αυτήν του άρθρ. 8 παρ. 2, για μηνιαίες καταβολές, απευθείας στη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια από τα εισοδήματά τους επί τριετία, και β) σε αυτήν του άρθρ. 9 παρ. 2 για μηνιαίες καταβολές, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία τους, δεδομένου ότι προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας τους από την εκποίηση, η οποία είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (βλ. Αθ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», έκδ. 2010, σελ. 148, αριθ. 16). Όσον αφορά στη μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής τους, το προς διάθεση στην πιστώτριά τους ποσό, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών αναγκών τους και ανάλογα με το μηνιαίο εισόδημά τους, ανέρχεται στο ποσό των 350,00 ευρώ μηνιαίως, ποσό το οποίο κρίνεται ότι βρίσκεται εντός των οικονομικών τους δυνατοτήτων. Περαιτέρω, δεδομένου ότι με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2β του Ν. 3869/2010, (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 62 του Ν. 4549/2018 ΦΕΚ Α 105/14.6.2018 και η οποία δυνάμει του άρθρου 68 παρ. 8 του Ν. 4549/2018 εφαρμόζεται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου), ορίζεται ότι «Κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8 το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη

 

συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης», οι ρυθμίσεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 θα συμπέσουν, καθώς κατά τη ρύθμιση των οφειλών εκάστου των αιτούντων το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται, κατά τα προαναφερθέντα, να χορηγήσει περίοδο χάριτος, πλην όμως για τον καθορισμό των μηνιαίων δόσεων των δύο ρυθμίσεων θα πρέπει να τηρηθούν δύο βασικές προϋποθέσεις: α) η μη υπέρβαση της ικανότητας αποπληρωμής χρέους του οφειλέτη, ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, και β) η καταβολή του υποχρεωτικού ανταλλάγματος για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του στους πιστωτές, ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου ως άνω νόμου. Εξάλλου, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου αντίτιμο της διάσωσης δεν συνδέεται με τα εισοδήματα και τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη, όπως οι μηνιαίες καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και παρ. 5 του νόμου, αλλά με την αξία της κύριας κατοικίας του. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή το δικαστήριο κατανέμει πλέον το ποσό των δύο δόσεων, αυτής δηλαδή με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και αυτής για τη διάσωση της κατοικίας του, έτσι ώστε να μη χειροτερεύσει η θέση των πιστωτών σε σχέση με τη θέση που θα είχαν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Θα πρέπει δηλαδή οι πιστωτές να λάβουν, από την έναρξη της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και παράλληλα με αυτήν, οπωσδήποτε ποσό ίσο μ’ αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης της κατοικίας, το οποίο θα συνεχίσει ο οφειλέτης να καταβάλει και μετά την πάροδο της τριετίας ή πενταετίας και μέχρι το τέλος της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2, ενώ ταυτόχρονα ο οφειλέτης δεν θα, πρέπει να επιβαρυνθεί με καταβολές ποσού μεγαλύτερου από την ικανότητα αποπληρωμής του με βάση τα εισοδήματα του. Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε περίπτωση που η δόση που δύναται να καταβάλει ο οφειλέτης σύμφωνα με την ικανότητα, αποπληρωμής του, υπολείπεται της δόσης του ανταλλάγματος για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι ρυθμίσεις, σύμφωνα με τον νόμο, πρέπει να συμπίπτουν χρονικά και δεν υπάρχει σύμφωνα με το γράμμα του νόμου περιθώριο εφαρμογής περιόδου χάριτος, η δόση του άρθρου 8 παρ. 2 θα είναι μηδενική, ενώ ο οφειλέτης θα αρχίσει να καταβάλει αμέσως, με την έκδοση της απόφασης τη δόση που αφορά το άρθρο 9 παρ. 2. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται αμφότερες οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νομοθέτης, αφενός να μην υποχρεωθεί ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του άρθρου 8 να καταβάλει ποσό που υπερβαίνει την ικανότητα αποπληρωμής του και αφετέρου να μην χειροτερεύσει η θέση των πιστωτών σε σχέση με τη θέση που θα είχαν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, με την καταβολή εξ αρχής εκ μέρους του οφειλέτη της δόσης του ανταλλάγματος για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του.

Εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 2 εδ α’, το διαμέρισμα στο … Αττικής, αποτελεί την κύρια κατοικία των αιτούντων, τα εισοδήματα των οποίων, συνολικού ποσού μηνιαίως 2.650,00€ περίπου, δεν ξεπερνούν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%, οι οποίες προσδιορίστηκαν ήδη ανωτέρω στο ποσό των 2.300,00 ευρώ μηνιαίως (2.300,00 + 70% = 3.910,00€). Η κύρια κατοικία των αιτούντων έχει συνολική αντικειμενική αξία, ως προαναλύθηκε, 81.920,90€, επομένως δεν υπερβαίνει το ποσό των 180.000 ευρώ προσαυξημένο για έγγαμο

 

με δύο τέκνα, ενώ δεν προβλήθηκε σχετική ένσταση εκ μέρους της καθ’ ης ότι οι αιτούντες δεν υπήρξαν συνεργάσιμοι δανειολήπτες (άρθρο 9 παρ. 2 εδ γ’ του ν. 3869/2010, όπως τροποποιημένος ισχύει). Δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 2 εδ. β’, οι αιτούντες οφείλουν να καταβάλουν ως αντάλλαγμα για τη διάσωση της κύριας κατοικίας τους το ποσό που θα λάμβανε η πιστώτρια σε περίπτωση που προέβαινε στην αναγκαστική εκτέλεση της κύριας κατοικίας τους. Ταυτόχρονα, θα ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο η μεγίστη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλετών, η οποία βασίζεται στην τρέχουσα και στην μελλοντική ικανότητά τους λαμβανομένων υπόψη και των εύλογων δαπανών διαβίωσης (βλ. αριθμ. πράξης 54/15.12.2015 ΤτΕ). Κατά συνέπεια, και με δεδομένο, ότι κατά τα πραναναφερθέντα, οι αιτούντες οφείλουν να αποπληρώσουν ποσό ίσο με το ποσό που θα λάμβανε η πιστώτριά τους σε περίπτωση υποθετικής εκποίησης (πλειστηριασμού) του ακινήτου τους, οι τελευταίοι 8α καταβάλουν, κατ’ άρθρο 995 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο ΚΠολΔ, ποσό ίσο με την εμπορική αξία του ακινήτου του (150,000,00 €), απομειωμένη, από τα (υποθετικά) έξοδα εκτέλεσης που υπολογίζονται στο ποσό των 5.000,00€, άρα 145.000,00€ (βλ. άρθρο 9 παρ. 2 νόμου 3869/2010 όπως ισχύει και Ι. Βενιέρης – Θ. Κατσάς Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα 3η έκδοση, παρ. 1463 επ, σελ. 631 επ. εξαίρεση της κύριας κατοικίας από την εκποίηση). Όσον αφορά στο χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού, θα πρέπει να οριστεί σε 30 έτη (360 μήνες), λαμβανομένων υπ’ όψιν του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσουν οι αιτούντες για τη διάσωση της κατοικίας τους, της οικονομικής τους δυνατότητας, της ηλικίας τους και της διάρκειας των δανείων τους. Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 402,80 ευρώ. Η καταβολή του ποσού αυτού θα γίνει απευθείας στην πιστώτριά τους και θα ξεκινήσει την 1η Ιανουάριου 2020 και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι αιτούντες διαθέτουν, όπως προαναφέρθηκε, ικανότητα αποπληρωμής ύψους 350,00 ευρώ μηνιαίως, ενώ η δόση για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του ανέρχεται σε 402,80 ευρώ, θα πρέπει να οριστούν μηδενικές καταβολές στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές των αιτούντων σύμφωνα με το διατακτικό. Η απαλλαγή τους από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι της πιστώτριάς τους, θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010) μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλονται με την απόφαση αυτή και με την επιφύλαξη της τυχόν τροποποίησης της παρούσας ρύθμισης. Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 Ν. 3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων την αίτηση και την προφορικώς ασκηθείσα κύρια παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

 

 

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη των αιτούντων, υποχρεώνοντας αυτούς σε μηδενικές καταβολές προς την καθ’ ης πιστώτρια για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία των αιτούντων, δηλαδή την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου για τον καθένα επί ενός διαμερίσματος δεύτερου ορόφου επιφάνειας 101,52 τ.μ., έτους κατασκευής 2009, με υπόγεια αποθήκη εμβαδού 6,82 τ.μ. και θέση στάθμευσης υπογείου επιφάνειας 12,15 τ.μ. που βρίσκεται στο …. Αττικής, επί της οδού …

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους αιτούντες την υποχρέωση να καταβάλουν από κοινού για τη διάσωση της κύριας κατοικίας τους το συνολικό ποσό των εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (145,000,00€), με μηνιαίες καταβολές από κοινού ποσού τετρακοσίων δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (402,80€, ήτοι 201,40€ έκαστος), για χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα (360) μηνών. Το ποσό εκάστης μηνιαίας καταβολής, οι αιτούντες θα πρέπει να το καταβάλλουν στην πιστώτριά τους. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει από την 1η Ιανουαρίου 2020, θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, και θα γίνει εντόκως χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με το επιτόκιο αναφοράς των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στο Κορωπί, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 21-11-2019.

 

Η Δικαστής                                 Η Γραμματέας

 

Scroll to Top