Απόφαση με διαγραφη σχεδόν του μισού χρέους χωρίς καταβολές για την τριετία με κατευθείαν καταβολές για τη διασωση της κύριας κατοικίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αχαριστίας δανειοληπτών.  Παρ όλο το θεαματικό αποτέλεσμα της υψηλής διαγραφής του χρέους και των μηδενικών καταβολών επί χρόνια έως την εκδίκαση της υπόθεσης   η δανειολήπτης δεν έδειξε κανένα ενθουσιασμό, ή χαρά, ή ανακούφιση τουναντίον ήρθε στο γραφείο μας κατηφής, δυστυχισμένη,  προβληματισμένη για το ποσό της μηνιαίας δόσης. Συγγενικό της πρόσωπο που τη συνόδευε μας  επιτέθηκε φραστικά παραπονούμενο για τη μηνιαία δόση

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

442/2019

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Ευγενία Ζήμου, η οποία ορίσθηκε με Πράξη της Προϊσταμένης του Ειρηνοδικείου, και από τη Γραμματέα Σοφία Παγωνίδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Ιουνίου 2018, για να δικάσει τη με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1393/18.12.2015 κλήση, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η συζήτηση της με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 44/16.1.2015 αίτησης μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Α.Κ. του … και της …, κατοίκου … Αττικής, επί της οδού …, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, Άννας Κορσάνου, η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις (γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών Δ.Σ.Α.: Π1471375/18.6.2018) και

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους κατ’ άρθρα 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ: 1. Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2. Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …, με Α.Φ.Μ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, Μαρίας Πουλή, η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις (γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών Δ.Σ.Α.: Π1471694/18.6.2018).

Η αιτούσα με την από 14.12.2015 κλήση της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1393/18.12.2015, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο, επισπεύδει δυνάμει του άρθρου 2 της υποπαραγράφου Α.4 του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4336/2015 τη συζήτηση της από 3.12.2014 και με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 44/16.1.2015 αίτησής της που απηύθυνε προς το Δικαστήριο αυτό και ζητεί, για όσους λόγους εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, να γίνουν δεκτά τα αιτήματά της.

Το Δικαστήριο εκφώνησε την ως άνω υπόθεση από το οικείο πινάκιο και κατά την αντίστοιχη σειρά της εγγραφής της σε αυτό.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Παραδεκτά και νόμιμα φέρεται προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 44/16.1.2015 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24.11.2026, η συζήτηση της οποίας επισπεύδεται, σύμφωνα με την Υποπαράγραφο Α.4, Κεφάλαιο Α’, παράγραφος 4 του άρθρου 2 («Μεταβατικές Διατάξεις») του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, με την από 14.12.2015 και με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 1393/18.12.2015 κλήση της καλούσας – αιτούσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία κλήση της προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο.

Από τη με αριθμό 7.907/19.1.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Νικολάου Σπηλιόπουλου, που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 24.11.2026, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη μετέχουσα πιστώτρια, η οποία με μόνη την κλήτευσή της κατέστη διάδικος στην παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010. Μετά δε από επίσπευση – με επιμέλεια της αιτούσας – της ανωτέρω συζήτησης, σύμφωνα με την Υποπαράγραφο Α4, Κεφάλαιο Α’, παράγραφος 4 του άρθρου 2 («Μεταβατικές Διατάξεις») του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, με την κρινόμενη κλήση της καλούσας – αιτούσας ορίσθηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο. Με επιμέλεια της καλούσας, αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης της, με πράξη προσδιορισμού της νέας δικασίμου και κλήση, προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κοινοποιήθηκε νομίμως σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, στη μετέχουσα αυτή, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 9.115/21.12.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Νικολάου Σπηλιόπουλου. Η τελευταία, όμως, μετέχουσα κατά την ορισθείσα νέα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι κατ’ άρθρα 741 και 754 ΚΠολΔ.

Ι.          Η αίτηση του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010, πέραν των στοιχείων που αφορούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής του οφειλέτη στον ως άνω Νόμο, δηλαδή ότι πρόκειται για φυσικό πρόσωπο που έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων οφειλών που υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος Νόμου και ότι δεν έχει υπάρξει άλλη απαλλαγή από τα χρέη του στο παρελθόν, πρέπει για το ορισμένο αυτής να περιέχει: α) κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων του ιδίου και της συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεων τους, γ) σαφές και ορισμένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη και δ) αίτημα δικαστικής ρύθμισης των οφειλών, επί αποτυχίας δικαστικού συμβιβασμού. Πέραν δε των παραπάνω στοιχείων ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις του Ν. 3869/2010, σελ. 104-107, αριθ. 41-45, Βενιέρης – Κατσάς, ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν. 3869/2010, σελ. 132,137, ενδεικτικά ΜΠΛαμ 67/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΝεμέας 4/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αίτησης ούτε ο χρόνος, ούτε ο λόγος ανάληψης των οφειλών, ούτε η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη κατά τον χρόνο λήψης των δανείων, ούτε ο λόγος περιέλευσης του οφειλέτη σε αδυναμία πληρωμής, ούτε η αναφορά των βιοτικών αναγκών του οφειλέτη (ιδίως στην περίπτωση που δε συντρέχουν λόγοι αυξημένων εξόδων), χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση αυτών, αφού από την

 

περιγραφή της οικογενειακής του κατάστασης δύναται να εκτιμηθεί το ύψος αυτών, όλα δε τα στοιχεία που συγκροτούν τη μόνιμη αδυναμία πληρωμής του αιτούντος αποτελούν αντικείμενο απόδειξης.

ΙΙ.         Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Νόμου υπάγονται τα φυσικά εκείνα πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους. Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠτΚ, πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Β.Δ. 19-4/1-5-1835, έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Οι έμποροι, συνεπώς, για τους οποίους βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του ανωτέρω Διατάγματος, ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας του, αποκλείονται από την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Κρίσιμο, δε, χρονικό σημείο είναι η ύπαρξη ή μη εμπορικής ιδιότητας κατά τον χρόνο υποβολής από τον οφειλέτη της αίτησης προς το δικαστήριο (Α. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2016, σελ. 41, Ι. Βενιέρης – Θ. Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, σελ. 129 επ). Αντιθέτως, υπάγονται στη ρύθμιση του ανωτέρω νόμου τα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου, όπως, επίσης, και πρόσωπα τα οποία ήταν έμποροι, έπαυσαν, όμως, την εμπορία τους, χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους, ενώ, αντίθετα, δεν υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου τα πρόσωπα εκείνα που κατά τον χρόνο παύσης των πληρωμών είχαν την εμπορική ιδιότητα. Επιβάλλεται, ωστόσο, να γίνεται διάκριση μεταξύ του εμπορικού χαρακτήρα της πράξης από την κτήση ή μη της εμπορικής ιδιότητας. Επομένως, στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 υπάγονται και οφειλέτες που, μολονότι έχουν ενεργήσει μία αντικειμενικά εμπορική πράξη, εντούτοις δεν αποκτούν την ιδιότητα του εμπόρου, οι χαρακτηριζόμενοι ως μικρέμποροι. Οι τελευταίοι δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα και δεν υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες της, καθώς για αυτούς η κατά σύνηθες επάγγελμα άσκηση εμπορικών πράξεων συνδέεται προεχόντως και κατά κύριο λόγο με τη σωματική τους καταπόνηση και το κέρδος που αποκομίζουν από αυτές αποτελεί αμοιβή της προσωπικής τους εργασίας κι όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών, όπως ενδεικτικά ο ψιλικατζής, υπαίθριοι πωλητές, τεχνίτες κ.λπ. (ΑΠ 463/1991, ΑΠ 947/1995, ΕφΑθ 11433/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν. 3869/2010, έκδοση 2016, άρθρο 1, αρ. 5 επ., σελ. 37 επ., Βενιέρης – Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 231 επ., σελ. 123 επ.). Ενδεικτικά δε στοιχεία της ύπαρξης της ιδιότητας του μικρεμπόρου αποτελούν η έλλειψη οργανωμένης επιχείρησης, η μη απασχόληση εργατικού προσωπικού, η έλλειψη μηχανημάτων ή άλλων εγκαταστάσεων, ο χαμηλός τζίρος. Τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως μικρεμπόρου πρέπει να τον επικαλεσθεί και να τον αποδείξει ο ίδιος (Βενιέρης – Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 231, σελ. 123). Τέλος, η εγγύηση είναι καταρχήν αστική πράξη, αφού παρέχεται χαριστικά για εξυπηρέτηση ξένου συμφέροντος. Αν, όμως, αυτή δίνεται από τον εγγυητή κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομά του και η οικονομική του επιφάνεια, με την

 

είσπραξη από αυτόν αμοιβής ή άλλης χρηματικής ωφέλειας ή με οποιοδήποτε άλλο, άμεσο ή έμμεσο, οικονομικό όφελος, που αντλείται από τον λόγο για τον οποίο δόθηκε η εγγύηση και με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, τότε αυτή είναι εμπορική πράξη για τον εγγυητή και, μάλιστα, ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή, δηλαδή, αντικειμενικά εμπορική πράξη, κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του Β.δ/τος 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων», διότι συντρέχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, δηλαδή η διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου προς τον σκοπό απόλαυσης οικονομικού οφέλους. Επομένως, η κατά σύνηθες επάγγελμα παροχή τέτοιων εγγυήσεων προσδίδει σε αυτόν που τις παρέχει, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΕμπΝ, την ιδιότητα του εμπόρου (ΟλΑΠ 1513/1980, ΑΠ 1692/1998 ΕλλΔνη 1999.101, ΑΠ 48/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1903/2003 Αρμ 2005.1056, ΕφΘεσ 1534/1996 Αρμ 1996.1106, ΠΠρΘεσ 7802/1995 Αρμ 1996.469). Η κτήση δηλαδή της εμπορικής ιδιότητας δεν αποκλείεται από την παράλληλη με αυτές άσκηση και άλλου μη εμπορικού επαγγέλματος ή άλλης ιδιότητας. Συνεπώς, η μεμονωμένη παροχή εγγύησης, έστω και με την κτήση ή προσδοκία κτήσης οφέλους, υπέρ μόνο ενός πρωτοφειλέτη ή μόνο σε ένα δάνειο, δεν αρκεί για να προσδώσει στον εγγυητή την ιδιότητα του εμπόρου, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι συστηματική και να γίνεται κατά σύνηθες επάγγελμα (ΠΠρΑθ 646/2005, ΠΠρΑθ 739/2005, ΜΠρΡοδ 67/2012, ΕιρΘεσ 4766/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ.        Ως αδυναμία πληρωμής ορίζεται κατ’ αρχήν η έλλειψη ρευστότητας, έλλειψη δηλαδή χρημάτων, όσων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκριθεί στα (ληξιπρόθεσμα) χρέη του. Το πραγματικό ζήτημα της αδυναμίας πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών κρίνεται με έλεγχο της προσωρινότητας ή μη των αιτίων μη πληρωμής. Παροδικά αίτια ή μεταβατικές καταστάσεις συνιστούν προσωρινές καταστάσεις. Όσον αφορά το στοιχείο της μόνιμης αδυναμίας πληρωμών, δεν υπάρχει χρονικό όριο για τη μονιμότητα. Προκύπτει, πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης δε δύναται να παρακολουθήσει το ληξιπρόθεσμο των οφειλών του και να προβεί στη σχετικώς άμεση ικανοποίησή τους. Η ανεργία του οφειλέτη ή η μείωση των εισοδημάτων του, κατά τρόπο που δε διαφαίνεται να αναστρέφεται σύντομα, αποτελούν στοιχεία μονιμότητας. Εν γένει, είναι μόνιμη η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, αν είναι στάσιμη και δε βελτιώνεται ή δεν αναμένεται να βελτιωθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προς διευκόλυνση της ροής χρημάτων και προς ικανοποίηση των πιστωτών. Άλλωστε, με άξονα και υπό το πρίσμα του σκοπού του Ν. 3869/2010, ο οποίος προωθεί την κοινωνική αποκατάσταση των υπερχρεωμένων οφειλετών, ο οφειλέτης βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, εάν με βάση τα εισοδήματά του δύναται να εξοφλεί ακόμη και το σύνολο των χρεών του, αλλά σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του. Επομένως, η αδυναμία πληρωμών πρέπει να αξιολογείται σε συνδυασμό με την αξιοπρεπή κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη (Βενιέρης – Κατσάς, Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, Νομική Βιβλιοθήκη 2013, σελ. 83 επ.) κι όχι με βάση ακόμη και την ίδια την κάλυψη του συνόλου των χρεών του.

  1. IV. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του Νόμου αυτού είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Η έννοια

 

του δόλου αντλείται και κατά το αστικό δίκαιο από τη γενική θεωρία του ποινικού δικαίου κατ’ άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, καθώς και επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει, δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που επιθυμεί την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει, όμως, ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το αποδέχεται. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου κι έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδ. α’ του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσο κατά τον χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου κι όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην, όμως, είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών του ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δε μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών κι, όμως, αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 63/2017, ΑΠ 65/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010,

 

σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου, μετά από ένσταση του πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν κατ’ άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και να τον αποδείξει (ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1226/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τη με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 44/2015 κρινόμενη αίτηση και κατ’ ορθότερη εκτίμηση του δικογράφου της, όπως αυτή παραδεκτά κατ’ άρθρα 224, 236, 741, 744, 745 και 751 ΚΠολΔ διορθώθηκε και συμπληρώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της στο ακροατήριο, η οποία δήλωσή της καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και με τις νομίμως κι εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, η καλούσα και ήδη αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις μετέχουσες πιστώτριές της, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτησή της αναλυτική κατάσταση, ζητά τη ρύθμιση των χρεών της, με την εξαίρεση από τυχόν διαταχθείσα ρευστοποίηση των λεπτομερώς περιγραφόμενων στην αίτησή της κύριας κατοικίας και οχήματος, της ιδιοκτησίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή της από τις οφειλές της αυτές. Τέλος, η αιτούσα ζητά να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της δικαστικής ρύθμισης των οφειλών της εκ μέρους της θα απαλλαγεί από το υπόλοιπο των οφειλών της.

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η κρινόμενη αίτηση αρμόδια καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 3 Ν. 3869/2010, ως το Δικαστήριο του τόπου κατοικίας 1ης αιτούσας κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της αίτησης, κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ, και παραδεκτά, καθώς έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία, δεδομένου ότι: α) απέτυχε η κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης, επικύρωση προδικαστικού συμβιβασμού/όπως προκύπτει από την από 18.12.2015 Προσωρινή Διαταγή της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, β) δε διαπιστώθηκε ότι εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε ότι έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους και γ) η αιτούσα προέβη νόμιμα στην επικαιροποίηση των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας της αίτησής της, όπως προκύπτει από την από 2.3.2016 πράξη κατάθεσης της Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, εκπληρώνοντας την επιβληθείσα από τη διάταξη του άρθρου 2 «Μεταβατικές διατάξεις» του Ν. 4336/2015 υποχρέωση για επικαιροποίηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010, η οποία υποχρέωση κατέλαβε όλες τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του Ν. 4336/2015 (19.8.2015) υποθέσεις του Ν. 3869/2010, όπως και την κρινόμενη. Περαιτέρω, η αίτηση είναι ορισμένη, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της παριστάμενης μετέχουσας πιστώτριας, καθώς εκτίθενται σε αυτήν όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία σύμφωνα και με τα δεχόμενα στη με στοιχεία I. ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας. Είναι, δε, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ.

 

3, 8 και 9 του Ν. 3869/2010, καθώς με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του Νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, οι οφειλές της δε δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης χρέη και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής. Ωστόσο, απορριπτέα κρίνονται τα ακόλουθα: Α) ως μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα εξαίρεσης από τη ρευστοποίηση του οχήματος, της ιδιοκτησίας της αιτούσας, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010, εξαίρεση από τη ρευστοποίηση είναι δυνατή μόνο για την κύρια κατοικία του οφειλέτη και υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, χωρίς, ωστόσο, η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη να είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, αν αυτή δεν κρίνεται πρόσφορη κι ως εκ τούτου το ζήτημα θα κριθεί στην οικεία θέση και Β) ως απαράδεκτο κρίνεται το παρεπόμενο αίτημα περί αναγνώρισης της απαλλαγής της αιτούσας από το υπόλοιπο των χρεών της μετά την τήρηση από μέρους της των όρων της δικαστικής ρύθμισης, το οποίο αλυσιτελώς και πρόωρα προβάλλεται, διότι η αναγνώριση της απαλλαγής γίνεται μετά τη λήξη της ρύθμισης κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του Ν. 3869/2010, επέρχεται δε κατά πλάσμα του Νόμου ως αποτέλεσμα της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν στον οφειλέτη. Η δε απαλλαγή του οφειλέτη τυχόν πιστοποιείται με δικαστική απόφαση, μετά από αυτοτελή μεταγενέστερη αίτησή του, η οποία κοινοποιείται προς τους μετέχοντες πιστωτές του. Σημειώνεται, τέλος, στο παρόν σημείο ότι η αιτούσα προχώρησε στην επίδοση της αίτησης και στον αναφερόμενο στην προμετωπίδα του κρινόμενου δικογράφου πρωτοφειλέτη, Π.Κ. του …, καθώς είχε απλώς το δικονομικό δικαίωμα προς τούτο, ωστόσο δεν υποχρεούταν στην οικεία επίδοση, αφού κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 καθιερώνεται υποχρέωση επίδοσης της αίτησης του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 μόνον στους πιστωτές και στους τυχόν εγγυητές του αιτούντος οφειλέτη, κι όχι και στους πρωτοφειλέτες αυτού, ιδιότητα την οποία φέρει ο ανωτέρω. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που έγινε δεκτή ως νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος της παριστάμενης μετέχουσας πιστώτριας αρνήθηκε την αίτηση ως προς τη νομική και την ουσιαστική της βασιμότητα και προέβαλε παραδεκτά με το δικόγραφο των προτάσεών της, αλλά και με προφορική της δήλωση, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, τους εξής ισχυρισμούς: α) ένταση απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης λόγω της αοριστίας της, β) ισχυρισμό περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας λόγω συνδρομής στο πρόσωπό της πτωχευτικής ικανότητας και γ) ένσταση δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε αδυναμία πληρωμών.

Η ένσταση αοριστίας δικονομικό λειτουργεί ως άρνηση της αίτησης, καθίσταται δε απορριπτέα, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, καθώς εκτίθενται στην ένδικη αίτηση όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για το ορισμένο της κατ’ άρθρα 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010 και 216 ΚΠολΔ. Άπαντα τα λοιπά στοιχεία που αξιώνει η παριστάμενη μετέχουσα πιστώτρια για το ορισμένο της αποτελούν αντικείμενο απόδειξης, προκειμένου να διαγνωσθεί αν όντως η αιτούσα οφειλέτιδα δικαιούται να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010, ωστόσο τα στοιχεία αυτά θα προκύψουν από τις αποδείξεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναφορά τους στο εισαγωγικό δικόγραφο. Ως προς τον ισχυρισμό

 

περί μη υπαγωγής των οφειλών της αιτούσας στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, με το περιεχόμενο – όπως ορθότερα εκτιμάται από το Δικαστήριο – ότι η αιτούσα ασκούσε εμπορική δραστηριότητα, καθώς διατηρούσε καφενείο, και περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών σε χρόνο που διατηρούσε την εμπορική της ιδιότητά, αυτός εκτιμάται ως άρνηση της συνδρομής της ουσιαστικής προϋπόθεσης περί μη συνδρομής στο πρόσωπο της αιτούσας της πτωχευτικής ικανότητας και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 η έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας του οφειλέτη αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, αφού με αυτή (τη διάταξη) ορίζεται ότι στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 υπάγονται φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτικιή ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, και άρα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του Πτωχευτικού Νόμου πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι, οι οποίοι αδυνατούν να εκπληρώσουν τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές τους υποχρεώσεις κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών). Τέλος, η ένσταση δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε αδυναμία πληρωμών, με περιεχόμενο, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, ότι η αιτούσα ανέλαβε τις δανειακές της υποχρεώσεις, εν γνώσει ή έστω αποδεχόμενη το ενδεχόμενο να μην ανταποκριθεί σε αυτές, διότι ήταν πάνω από τις οικονομικές της δυνατότητες, κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της.

Από την επισκόπηση της υπό κρίση αίτησης, από την ανωμοτί κατάθεση της αιτούσας, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας, που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, καθώς και από τα έγγραφα που απλώς προσκομίζονται στο Δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκλησή τους παραδεκτά κατ’ άρθρα 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δε μνημονεύονται ρητά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:

Η αιτούσα έχει γεννηθεί το έτος …, είναι διαζευγμένη από τον Π.Κ., δυνάμει της με αριθμό 3350/2014 – ήδη αμετάκλητης – απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τον οποίο και έχει αποκτήσει τρία τέκνα, εκ των οποίων σήμερα ανήλικη είναι η Δ.Κ., η οποία διάγει το … έτος της ηλικίας της, όπως προκύπτει από το με αρ. πρωτ. 2860/16.2.2016 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου …. Κατοικεί δε σήμερα σε διαμέρισμα, της ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται στη … Αττικής και αποτελεί την οικογενειακή της στέγη. Η αιτούσα κατά τον χρόνο της παρούσας συζήτησης είναι άνεργη, μη επιδοτούμενη από τον Ο.Α.Ε.Δ., καθώς απολύθηκε προσφάτως από την ατομική επιχείρηση – καφετέρια του … στη …, όπου και εργαζόταν δυνάμει σύμβασης μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου από την 29.3.2018 μέχρι και την 13.6.2018. Άλλη πηγή ατομικού εισοδήματος δε διαθέτει σήμερα η αιτούσα. Κατά το παρελθόν, από την 4.9.2013 και μέχρι την 19.4.2017, διατηρούσε ατομική επιχείρηση – παραδοσιακό

 

καφενείο στη Νίκαια, λειτουργώντας το κατ’ ουσίαν ως οικογενειακή επιχείρηση, καθώς δεν απασχολούσε προσωπικό, ενώ τη συνέδραμε μόνον η ενήλικη κόρη της Α.Κ. Περαιτέρω, το συνολικό ετήσιο εισόδημα που δήλωσε η αιτούσα κατά τα φορολογικά έτη 2016, 2015 και 2014, καθώς και κατά το οικονομικό έτος 2014, διαμορφώθηκε σε μηδενικό για άπαντα τα ανωτέρω έτη λόγω της ζημιογόνας πορείας της επιχείρησής της, όπως προκύπτει από τα οικεία εκκαθαριστικά σημειώματα και τις φορολογικές δηλώσεις Ε1, που η ίδια προσκομίζει. Τέλος αποδείχθηκε ότι η αιτούσα καθ’ όλο τον χρόνο ανάπτυξης της ανωτέρω επιχειρηματικής της δραστηριότητας είχε αποκτήσει από την ενασχόλησή της αυτή την ιδιότητα της μικρεμπόρου, σύμφωνα και με τα δεχόμενα στη με στοιχεία II. ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας, κι όχι την εμπορική ιδιότητα. Ειδικότερα, από τη δραστηριότητά της αυτή, ήτοι από το παραδοσιακό καφενείο που διατηρούσε η αιτούσα στη … μέχρι και τον Απρίλιο του έτους 2017, αποκόμιζε χαμηλά εισοδήματα, τα οποία λειτουργούσαν απλώς ως ανταμοιβή του σωματικού της μόχθου. Η επιχείρηση αυτή εμφάνισε καθ’ όλο τον χρόνο λειτουργίας της χαμηλό κύκλο εργασιών, ενώ ανέπτυξε και ζημιογόνα οικονομική πορεία. Δεν επρόκειτο δε για μια οργανωμένη επιχείρηση, στην οποία να είχαν επενδυθεί σημαντικά κεφάλαια για την ανάπτυξη της δραστηριότητας της, ενώ η αιτούσα δεν απασχολούσε προσωπικό, ούτε αναλάμβανε σημαντικό κίνδυνο, με στόχο την κερδοσκοπία, καθώς ο οικονομικός κύκλος των εργασιών (δοθέντος ότι ο τζίρος της ήταν πάντοτε χαμηλός) και η κλίμακα των πελατών της δεν προσιδίαζαν σε εμπορική δραστηριότητα. Άλλωστε, η επιχειρηματική οργάνωση και η συγκρότηση της επιχείρησής της δεν επέτρεπε την απόκτηση από την αιτούσα μεγάλου κέρδους. Συνεπώς, αυτή είχε αναπτύξει απλώς μικρεμπορική δράση κι ως εκ τούτου δεν απέκτησε πτωχευτική ικανότητα από την ως άνω επαγγελματική της δραστηριοποίηση. Όσον αφορά δε τις κατωτέρω αναλυτικά περιγραφόμενες εγγυήσεις – οι οποίες και αποτελούν τις μοναδικές οφειλές της αιτούσας – δόθηκαν από ηθικό καθήκον προς τον πρώην σύζυγό της, Π.Κ., ήτοι χαριστικά από λόγους οικογενειακής αλληλεγγύης, ο οποίος και ανέλαβε ως πρωτοφειλέτης τα κατωτέρω δάνεια, με στόχο την ενίσχυση της επιχειρηματικής του δράσης με τη λειτουργία ατομικής επιχείρησης – αρτοποιείου στην …. Ως εκ τούτου, από τη χορήγηση των εγγυήσεων αυτών η αιτούσα δεν απέκτησε την εμπορική ιδιότητα, καθώς δε συμβλήθηκε αυτή ως εγγυήτρια, με σκοπό τη βελτίωση της οικονομικής της κατάστασης – άμεσα ή έμμεσα με την άνθιση των εμπορικών δραστηριοτήτων του πρώην συζύγου της, αλλά για τους ανωτέρω χαριστικούς λόγους. Περαιτέρω, η παροχή των εγγυήσεων αυτών δε γινόταν από την αιτούσα συστηματικά και κατά σύνηθες επάγγελμα, ούτε δε κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομα και η οικονομική της επιφάνεια, με την είσπραξη από την ίδια αμοιβής ή άλλου ανταλλάγματος, που αντλείται από την πράξη για την οποία έγινε η εγγύηση, δοθέντος ότι οι ανωτέρω εγγυήσεις της δε στοιχειοθετούν την έννοια, ούτε φέρουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οργανωμένης επιχείρησης, καθώς η ίδια δεν υπέγραψε ως εγγυήτρια υπέρ και άλλων προσώπων, πλην του κατά τον χρόνο εκείνον συζύγου της. Άλλωστε, η σύμβαση εγγύησης είναι κατεξοχήν σύμβαση αστικού δικαίου, ενώ μπορεί να καταστεί εμπορική πράξη, μόνο εφόσον πληρούνται οι πρόσθετες προϋποθέσεις της ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου, της συγκεκριμένης στόχευσης αποκόμισης οικονομικών ανταλλαγμάτων, καθώς και της κίνησης κεφαλαίων σε αντίστοιχη κατεύθυνση, σύμφωνα και με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη με στοιχεία II. ανωτέρω μείζονα

 

σκέψη της παρούσας. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα η αιτούσα εμπίπτει στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010, υπαγόμενη στις ευεργετικές διατάξεις αυτού, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της παριστάμενης μετέχουσας πιστώτριας.

Σε χρόνο δε προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα είχε αναλάβει τα κατωτέρω χρέη:

Α.        Έναντι της μετέχουσας πιστώτριας με την επωνυμία «…» ένα επαγγελματικό δάνειο, με την ιδιότητά της ως εγγυήτριας, δυνάμει της με αριθμό 32000000130137 σύμβασης, με υπόλοιπο οφειλής την 13.1.2016, ύψους 77.921,85ευρώ, όπως προκύπτει από τη με ίδια ως άνω ημερομηνία βεβαίωση οφειλών της μετέχουσας αυτής και

Β.        Έναντι της μετέχουσας πιστώτριας με την επωνυμία «…», ένα δάνειο επιχειρηματικής πίστης, με την ιδιότητά της ως εγγυήτριας, δυνάμει της με αριθμό 1780168 σύμβασης, με υπόλοιπο οφειλής την 3.2.2015, ύψους 9.726,55 ευρώ, όπως προκύπτει από την από 6.2.2015 βεβαίωση οφειλών της μετέχουσας αυτής.

Συνολικά, δηλαδή, οι οφειλές της αιτούσας ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 87.648,41 ευρώ.

Από το σύνολο του εισφερθέντος στην παρούσα δίκη αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης στο κατωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενο ακίνητο της αιτούσας, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία της, είναι μόνον η με στοιχεία Α. ανωτέρω απαίτηση. Ειδικότερα, σε βάρος της κύριας κατοικίας της αιτούσας, για την εξασφάλιση της με στοιχεία Α. ανωτέρω απαίτησης, την 21.7.2010 ενεγράφη προσημείωση υποθήκης πρώτης χρονολογικής σειράς, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο 229 και με αριθμό 4, για το ποσό των 91.000 ευρώ, υπέρ της πρώτης μετέχουσας με την επωνυμία «…», όπως προκύπτει από το με αρ. πρωτ. 1159/15.7.2014 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα … Για το δάνειο αυτό δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για το επιτόκιο ενήμερης οφειλής, ώστε να υπολογιστεί η τρέχουσα αξία του κατά τον χρόνο της απόφασης, μέχρι τον οποίο συνεχίζει να εκτοκίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010. Τέλος, η με στοιχεία Β. ανωτέρω απαίτηση προέκυψε ότι δεν είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη κι ως εκ τούτου με την επίδοση της αίτησης στη μετέχουσα αυτής έπαυσε η τοκογονία της.

Με βάση τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα δάνεια αυτά λόγω του ύψους τους και λόγω της πραγματικής κατάστασης, στην οποία βρίσκεται σήμερα η αιτούσα, όπως ανωτέρω αναλύεται, την οδήγησαν περί τα τέλη του έτους 2013 σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της, δοθέντος ότι και οι οφειλές από εγγύηση θεωρούνται ληξιπρόθεσμες κατ’ άρθρο 6 Ν. 3869/2010 με την υποβολή αίτησης του Νόμου αυτού από τον εγγυητή, εφόσον επικαλείται ο τελευταίος ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, όπως στην κρινόμενη περίπτωση επικαλείται η αιτούσα. Εξαιτίας, δε, της οικονομικής κρίσης, με τις δυσμενείς συνέπειες που είχε στην ελληνική οικονομία, κατέστη ανέφικτη η αποπληρωμή των ανωτέρω οφειλών της, δεδομένου ότι εκτός από τη μείωση των εισοδημάτων και την επιγενόμενη ανεργία της, τα τρέχοντα έξοδα και οι δαπάνες διαβίωσης της μέσης ελληνικής οικογένειας έχουν αυξηθεί σημαντικά. Συγκεκριμένα, τα έσοδα της αιτούσας, συγκρινόμενα με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της από τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις, δεν της επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του κύριου όγκου των χρεών της. Η αδυναμία της αυτή οφείλεται

 

στο ύψος των δανείων που έχει λάβει, καθώς και στο ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτείται νια την εξυπηρέτησή τους, σε συνδυασμό με τις αναγκαίες οικογενειακές δαπάνες διαβίωσής της, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών της. Άλλωστε, τα εισοδήματά της σήμερα εμφανίζουν απόλυτη πτωτική τάση, λόγω της ανεργίας της. Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητάς της και των οφειλών της κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί – τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον – λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής και των συνεχώς αυξανόμενων δανειακών της υποχρεώσεων εξαιτίας της επιβάρυνσης των δανείων της με τόκους υπερημερίας. Σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν αναμένεται σημαντική μεταβολή της περιουσιακής της κατάστασης, ούτε προοπτική βελτίωσης των εισοδημάτων της, λαμβανομένης υπόψη της γενικότερης τάσης περιστολής των μισθών και των συντάξεων, με αποτέλεσμα να μην αναμένεται ανεύρεση σταθερής εργασίας από την αιτούσα, που θα της αποφέρει ικανά εισοδήματα, λαμβανομένων υπόψη τόσο της ηλικίας της, καθώς σήμερα ήδη διάγει το … έτος της ηλικίας της, όσο και της μέχρι σήμερα εργασιακής εμπειρίας και κατάρτισής της. Συνεπώς, δεν αναμένεται μεταβολή της εν γένει οικονομικής της κατάστασης. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, συντρέχει στην περίπτωση της αιτούσας μόνιμη και διαρκής αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις μετέχουσες πιστώτριές της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω με στοιχεία ΙΙΙ. μείζονα σκέψη της παρούσας.

Η αδυναμία αυτή της αιτούσας δεν οφείλεται σε δόλο, όπως προβάλλει η παριστάμενη μετέχουσα πιστώτρια, σύμφωνα με την οποία η αιτούσα προέβη σε αλόγιστο και υπέρμετρο δανεισμό, παρότι γνώριζε την αδυναμία της να εξοφλήσει τα δάνεια με βάση την οικονομική της δυνατότητα κι έτσι περιέφερε τον εαυτό της σε κατάσταση υπερχρέωσης. Άλλωστε, από το γεγονός ότι οι ένδικες οφειλές της προέρχονται από τα ανωτέρω επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία και έλαβε με την ιδιότητα της εγγυήτριας και με πρωτοφειλέτη τον πρώην σύζυγό της, Π.Κ., προκειμένου να αξιοποιηθούν για την ενίσχυση της επιχειρηματικής του δραστηριοποίησης για την αγορά επιχείρησης αρτοποιείου στην …, προκύπτει ότι η αιτούσα δεν προέβη στη δανειοδότηση αυτή, με στόχο την υπερπολυτελή διαβίωσή της, η οποία δε θα αντιστοιχούσε στην εν γένει οικονομική και προσωπική της κατάσταση, αλλά αντιθέτως με στόχο την εκπλήρωση ηθικής υποχρέωσής της απέναντι στον πρώην σύζυγό της, προκειμένου να μπορέσει να δανειοδοτηθεί ο τελευταίος, και προς τούτο μάλιστα η αιτούσα κατέστησε υπέγγυο ακίνητο – την κύρια κατοικία, της ιδιοκτησίας της, για να λάβει η πρώτη μετέχουσα πιστώτρια εμπράγματη εξασφάλιση για την ένδικη απαίτησή της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το συνολικό ύψος των χρεών της επέτρεπε στην αιτούσα να ανταποκριθεί πλήρως στην εξυπηρέτηση των οφειλών της καθ’ όλο το χρονικό διάστημα ανάληψης αυτών ήδη από το εναρκτήριο της δανειοδότησης έτος 2003, καθώς η συνολική μηνιαία δόση εξυπηρέτησής τους μπορούσε ευχερώς να καλύπτεται από τα οικογενειακά της εισοδήματα κατά τον χρόνο της παροχής των εγγυήσεών της. Η δε αιτούσα συμβλήθηκε ως εγγυήτρια, πιστεύοντας ότι με τα χρήματα που θα ανεύρισκαν με τον πρώην σύζυγό της – πρωτοφειλέτη από την επαγγελματική του αυτή δραστηριοποίηση θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Μετά δε τη διάσταση από τον πρώην σύζυγό της – ήδη από το έτος 2009 περίπου – τα εισοδήματά της εκμηδενίστηκαν, καθώς δεν

 

απασχολούνταν πλέον στην επιχείρησή του, ενώ ο τελευταίος δε συνέδραμε οικονομικά ούτε στη διατροφή των ανήλικων κατά τον χρόνο εκείνον τέκνων του (των δύο θυγατέρων τους). Η αρχική πεποίθηση της αιτούσας ήταν εύλογη κατά τη δικαιοδοτική κρίση, καθώς δε διαφαίνονταν τότε ακόμη το διαζύγιό της, η μεταγενέστερη καθοδική πορεία των εισοδημάτων της, ούτε, τέλος, η ανεργία της, με αποτέλεσμα να ανατραπεί εν όλω ο οικογενειακός της προϋπολογισμός. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι η αιτούσα κατά τον χρόνο ανάληψης των οφειλών της, αλλά και μεταγενέστερα, δε γνώριζε και δεν επεδίωξε, ούτε προέβλεψε ως ενδεχόμενη την αδυναμία αποπληρωμής αυτών, ούτε, άλλωστε, προκάλεσε η ίδια την αδυναμία αυτή με υπέρμετρο δανεισμό ή με κατασπατάληση των περιουσιακών της στοιχείων. Με βάση τα παραπάνω, κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση της παριστάμενης μετέχουσας πιστώτριας περί δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, σύμφωνα και με τα δεχόμενα στη με στοιχεία IV. ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας.

Περαιτέρω, στα περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας περιλαμβάνονται: α) η αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητάς της, επιφάνειας 130 τ.μ., μίας οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο, κείμενο στη … Αττικής, επί της οδού … αρ. .., όπως προκύπτει από το αντίγραφο Ε9 της αιτούσας, έτους 2015, σε συνδυασμό με τη με αριθμό 14255/4.12.1990 συμβολαιογραφική πράξη γονικής παροχής του συμβολαιογράφου … που μεταγράφηκε νόμιμα. Η συνολική αντικειμενική αξία του ακινήτου αυτού ανέρχεται στο ποσό των 57.975,12 ευρώ, όπως προκύπτει από το οικείο φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου με αντικειμενικά κριτήρια (έντυπο 1). Το ακίνητο αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας, για την οποία νόμιμα υποβάλλεται από τη νομιμοποιούμενη προς τούτο αιτούσα – ιδιοκτήτριά της αίτημα υπαγωγής της στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 ρύθμιση. Το ακίνητο αυτό είναι βεβαρημένο με την ως άνω προσημείωση υποθήκης και

β) το με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ. αυτοκίνητο, της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητάς της, 1.796 c.c., εργοστασίου κατασκευής OPEL, τύπου ASTRA-G-CABRIO, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2004, όπως προκύπτει από το οικείο αντίγραφο της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος αυτού. Η εμπορική του αξία, λαμβανομένων υπόψη του τύπου και της παλαιότητάς του εκτιμάται στο ποσό των 4.600 ευρώ, όπως προκύπτει από αγγελίες παρόμοιου τύπου αυτοκινήτων στις ιστοσελίδες www.autotriti.gr και www.car.gr. Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένης της χαμηλής εμπορικής αξίας του οχήματος αυτού, σε συνδυασμό με το ότι αποτελεί το μοναδικό μεταφορικό μέσο της αιτούσας, με το οποίο καλύπτει τις πάγιες ανάγκες μετακίνησής της, κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 εκποίησή του, λαμβανομένου υπόψη ότι αφενός δεν πρόκειται να αποφέρει σημαντικό όφελος στις μετέχουσες πιστώτριες, μετά την αφαίρεση και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ.) – σε συνάρτηση με το συνολικό ύψος των οφειλών της, αφετέρου η εκποίησή του είναι αβέβαιη, δεδομένης της κακής οικονομικής συγκυρίας, καθώς και της παλαιότητάς του.

Τέλος, από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε ότι η αιτούσα διαθέτει έτερα κινητά περιουσιακά στοιχεία αξίας, απαιτήσεις έναντι τρίτων, μετοχές, μερίσματα ή αξιόλογες τραπεζικές καταθέσεις.

 

 

Ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Νόμου 3869/2010. Ωστόσο, εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αιτούσα δεν έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό στις μετέχουσες πιστώτριές της, καθώς τα μηδενικά εισοδήματά της ουδόλως επαρκούν για την κάλυψη των στοιχειωδών οικογενειακών αναγκών διαβίωσής της. Στις οικογενειακές δαπάνες διαβίωσης της αιτούσας, με βάση τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και της ηλικίας της, περιλαμβάνονται οι ατομικές βιοτικές ανάγκες της ιδίας και του ανήλικου τέκνου της, λόγω της αδυναμίας αυτοδιατροφής του τελευταίου, διότι στερείται ιδίων εισοδημάτων και αποτελεί «προστατευόμενο μέλος» της αιτούσας κατ’ άρθρα 1389 επ. και 1486 επ. ΑΚ, με τις οποίες δαπάνες του και επιβαρύνεται αποκλειστικά η ίδια, και ειδικότερα αυτές για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, καταναλωτικά αγαθά, για λειτουργικά έξοδα κατοικίας (ηλεκτρισμός, ύδρευση, θέρμανση, επισκευών και συντήρησης), για υπηρεσίες τηλεφωνίας, για προμήθεια ειδών και για υπηρεσίες ατομικής φροντίδας, για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για φόρο ιδιοκτησίας του ακινήτου της, για κίνηση, συντήρηση και ασφάλιση του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου της, καθώς και για τις εκπαιδευτικές και εν γένει μορφωτικές ανάγκες του τέκνου της. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι στην προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας το Δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων κατ’ άρθρο 744 ΚΠολΔ, όπως είναι εν προκειμένω μερικά εκ των παραπάνω κονδυλίων του μηνιαίου κόστους διαβίωσης της αιτούσας, που δεν προτάθηκαν από την ίδια. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας εξαιρετικές περιστάσεις και συγκεκριμένα ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των βασικών οικογενειακών βιοτικών αναγκών της, οι οποίες και καλύπτονται με την οικονομική συνδρομή του πατρός της, Κ.Κ., και του ενήλικου τέκνου της, Ι.Κ. Ενόψει των ανωτέρω, θα πρέπει κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 5 Ν. 3869/2010 να οριστούν μηδενικές μηνιαίες καταβολές της αιτούσας έναντι των απαιτήσεων αμφοτέρων των μετεχουσών πιστωτριών της, για χρονικό διάστημα τριών ετών, που θα αρχίσει από τον Δεκέμβριο του έτους 2019. Παράλληλα, κρίνεται ότι δε συντρέχει λόγος να οριστεί νέα δικάσιμος, προκειμένου να ελεγχθεί η τυχόν μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων της, ώστε να προσδιοριστούν ενδεχομένως μηνιαίες καταβολές κατά το διάστημα της ρύθμισης αυτής, διότι λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας δεν κρίνεται ότι οι οικονομικές δυνατότητες της αιτούσας θα βελτιωθούν. Συνεπώς, εν προκειμένω, δεν κρίνεται απαραίτητος ο προσδιορισμός νέας δικασίμου για τη ρύθμιση των οφειλών της στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 5 Ν. 3869/2010, ο οποίος επαναπροσδιορισμός σημειωτέον δεν είναι υποχρεωτικός για το Δικαστήριο, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια αυτού, ενόψει της γραμματικής ερμηνείας της ανωτέρω διάταξης, κατά την οποία το Δικαστήριο «μπορεί» να ορίσει νέα δικάσιμο. Άλλωστε, σε περίπτωση μεταβολής της οικονομικής και περιουσιακής της κατάστασης, η αιτούσα είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 3869/2010, να γνωστοποιήσει στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων και των περιουσιακών της στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4 και για τη δυνατότητα εφαρμογής της

 

ρύθμισης της παρ. 4 του άρθρου 8 του ίδιου Νόμου με αντίστοιχη αίτηση των πιστωτριών της.

Τέλος, η ανωτέρω ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 ρύθμιση, καθώς προβάλλεται σχετικό αίτημα από την αιτούσα, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο η εξαίρεση της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση (Αθ. Κρητικός, «ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ», δεύτερη έκδοση σ. 215). Η σχετική διάταξη της παραγράφου 2 εισάγει μεν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του οφειλέτη, αφού του παρέχει τη δυνατότητα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, πλην όμως του επιβάλλει, προκειμένου να επιτύχει την εξαίρεση, την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει ποσό ίσο με το 80% της αντικειμενικής της αξίας. Έτσι, με βάση τη ρύθμιση αυτή το Δικαστήριο καλείται να προβεί ουσιαστικά σε αναδιάρθρωση των υπολοίπων των χρεών του οφειλέτη, που δε θα ικανοποιηθούν από τις καταβολές επί 3ετία του άρθρου 8 παρ. 2 προς όλους τους πιστωτές του, επιβάλλοντας σε αυτόν την εξυπηρέτηση ενός πρόσθετου χρέους, που αποτελείται από το σύνολο των υπολοίπων των χρεών του. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης («μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα τοις εκατό…») συνάγεται το ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, με την έννοια ότι εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μικρότερο του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας θα καταβάλει ολόκληρο το ποσό της οφειλής του, εφόσον δε είναι μεγαλύτερο θα απαλλαγεί του πέραν του 80% ποσού (ενδεικτικά ΕιρΠατρ 407/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», 3η εκδ., σελ. 338 επ.). Επομένως, με βάση τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2, εάν τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη μετά τις καταβολές της ρύθμισης της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 2 υπερβαίνουν το ποσό του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση, επιβάλλοντας του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 80%, απαλλασσόμενου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης, εάν όμως τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 80% θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του ποσού αυτού. Τέλος, δεν προβλέπεται η δυνατότητα χαμηλότερων του 80% ή μηδενικών καταβολών στο άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, καθώς ο οφειλέτης επιλέγει να διατηρήσει στην κυριότητά του την κύρια κατοικία του, κι ως εκ τούτου ο νόμος καθιερώνει μία πρόσθετη επιβάρυνσή του για τη διάσωση αυτής, ήτοι την καταβολή ποσού ίσου με το 80% της αντικειμενικής της αξίας – ως σταθερό οικονομικό μέγεθος -, το οποίο ποσό και αποτελεί το υποχρεωτικό αντάλλαγμα για τη διάσωσή της, ανεξαρτήτως της οικονομικής δυνατότητας του αιτούντος και ανεξαρτήτως ακόμη και της ανεπάρκειας των εισοδημάτων του, ακριβώς λόγω της επιλογής του αιτούντος οφειλέτη να διατηρήσει στην περιουσία του αυτό το περιουσιακό του στοιχείο κι όχι να το διαθέσει προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των μετεχόντων πιστωτών του.

Στην προκειμένη περίπτωση η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας της αιτούσας, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 57.975,12 ευρώ, όπως ανωτέρω αναλύεται, δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για την αιτούσα, όπως κρίνεται σε συνάρτηση με την προσωπική και οικογενειακή της κατάσταση, προσαυξημένο κατά 50%. Συντρέχουν, επομένως, στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010. Στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση

 

της κύριας κατοικίας της, συνολικού ποσού ίσου με το 80% της αντικειμενικής της αξίας που ανέρχεται σε 57.975,12 ευρώ, δηλαδή το ποσό των 46.380,10 ευρώ (57.975,12 ευρώ X 80%), στο οποίο ποσό και εξαντλείται η υποχρέωση της αιτούσας. Όσον αφορά τον χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού, θα πρέπει να οριστεί σε 20 έτη, λαμβανομένων υπόψη του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσει για τη διάσωση της κατοικίας της, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται στο ποσό των 193,25 ευρώ [46.380,10 ευρώ: 240 δόσεις (20 έτη X 12 μήνες)]. Η καταβολή των δόσεων για τη διάσωση της κατοικίας της αιτούσας θα ξεκινήσει από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2019, θα έχει διάρκεια 20 ετών (240 δόσεις) και θα γίνει, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επισημαίνεται δε ότι δυνάμει της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει με τους Ν. 4346/2015 και Ν. 4549/2018, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Ελληνικό Δημόσιο για τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, το οποίο ορίζει η δικαστική απόφαση, ενημερώνοντας σχετικά τους πιστωτές του. Τέλος, σημειώνεται στο παρόν σημείο ότι δυνάμει της διάταξης του άρθρου 62 παρ. 3 παρ. 2β’ του Ν. 4549/2018, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις κατ’ άρθρο 68 παρ. 8 αυτού, δεν παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα χορήγησης από το Δικαστήριο περιόδου χάριτος για την έναρξη των συνδεόμενων με τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 καταβολών του οφειλέτη.

Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας θα ικανοποιηθεί, κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της αίτησης, μέρος της προνομιακής απαίτησης της μετέχουσας πιστώτριας με την επωνυμία «…», ήτοι η με στοιχεία Α. ανωτέρω απαίτηση, η οποία είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης Α’ τάξης επί της κύριας κατοικίας της αιτούσας, μέχρι του συνολικού ποσού των 46.380,10 ευρώ. Το υπόλοιπο από τα ανωτέρω δάνεια έναντι των μετεχουσών πιστωτριών της δε μπορεί να ικανοποιηθεί μετά την εξάντληση του ποσού που αντιστοιχεί στο 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας της, το οποίο και θα υποχρεωθεί η αιτούσα να καταβάλει για τη διάσωση αυτή, καθώς δε μπορεί από το νόμο να της επιβληθεί άλλη υποχρέωση.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να ρυθμισθούν τα χρέη της αιτούσας έναντι των μετεχουσών πιστωτριών της, με τον ορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών της για μία τριετία, με σκοπό την απαλλαγή της από το υπόλοιπο των οφειλών της, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται και δε χωρεί ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 6 και 14 του Ν. 3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης μετέχουσας πιστώτριας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι στο σκεπτικό της παρούσας κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά τη με αριθμό έκθ. κατ. δικ. 44/2015 αίτηση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας, με τον ορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών της προς τις μετέχουσες πιστώτριές της με την επωνυμία «…», για χρονικό διάστημα τριών ετών, που θα αρχίσει από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2019.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι την αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητάς της, επιφάνειας 130 τ.μ., μίας οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο, κείμενο στη … Αττικής, επί της οδού … αρ. ..

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της το συνολικό ποσό των 46.380,10 ευρώ, η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε 20 έτη, με 240 ισόποσες μηνιαίες καταβολές των 193,25 ευρώ προς τη μετέχουσα πιστώτριά της με την επωνυμία «…», για την προνομιακή ικανοποίηση μέρους εμπραγμάτως εξασφαλισμένης απαίτησής της. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει από τον μήνα Δεκέμβριο έτους 2019, θα έχει διάρκεια 20 ετών (240 δόσεις) και θα γίνει, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Νίκαια και στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 31 Οκτωβρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Scroll to Top