ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
6703/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αλεξία – Ελένη Ντόρλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 29-8-2018, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα νια να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος: ο οποίος εμφανίστηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Φράγκου, που κατέθεσε σημείωμα.
Των καθ’ ων η αίτηση: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ……………, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αιόλου αρ. 86) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ……………………. υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου: α) της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας και την επωνυμία …………………. και β) της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………………, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία – , που κατέθεσε σημείωμα, 3) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία η οποία έχει τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση και νόμιμα εκπροσωπείται από την εταιρεία Εκκαθάρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων με την επωνυμία που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (οδός) και νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «……………που εδρεύει στην Αθήνα……..) και νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 5) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία που εδρεύει στην Αθήνα (και νόμιμα εκπροσωπείται ενεργούσα ως ειδική διάδοχος: ί) της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία που εδρεύει και είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα και ii) ως καθολική διάδοχος λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο αιτών ζητά να γίνει δεκτή η από 4-7-2018 αίτησή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης ……… και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……… Για την εν λόγω αίτηση ορίσθηκε δικάσιμος με την από 11-7-2018 πράξη του αρμόδιου δικαστή η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου εκθέματος.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αρ. …./24-7-2018, …./23-7-2018, …./24-7-2018 και …./24-7-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Αναστασίου Τσακνάκη, που προσκομίζει ο αιτών προκύπτει ότι επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των καθ’ ων η αίτηση (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124, 129 παρ. 1, 591 παρ. 1 εδ. α’ και 682 επ. ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον οι τελευταίες δεν εμφανίσθηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο έκθεμα, πρέπει να δικασθούν ερήμην. Ωστόσο η διαδικασία πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 696 παρ. 1 και 699 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ερημοδικία του διαδίκου στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν επιφέρει δυσμενείς γι’ αυτόν δικονομικές συνέπειες, διότι αυτές συνδέονται αποκλειστικά με το συζητητικό σύστημα που, όμως, δεν ισχύει στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΜΠΛαμ 60/2015, ΜΠΘεσ 9751/2013 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εκδ. 2000, Τόμος II, άρθρο 690, αρ. 2, I. Κατρά, Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων, εκδ. 2009, 24, Δ1, σ. 136, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. 1985, Ι1β΄, σ. 50, Β. Β
Σύμφωνα με το άρθρο 763 § 3 εδ. 1, που έχει εφαρμογή στις περί εκούσιας δικαιοδοσίας διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως ισχύει δυνάμει των άρθρων 17 § 11, 110 § 21 ν. 4055/2012 (ΦΕΚ A 51) και 1 περ. α.ν. 4077/2012 (ΦΕΚ A 168), «Αν ασκηθεί έφεση, το δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο, που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρός του μπορούν κατά την κρίση τους, με αίτηση κάποιου από εκείνους, που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, να αναστείλουν την ισχύ και την εκτέλεσή της, μέχρι να εκδοθεί απόφαση στην έφεση…». Περαιτέρω, με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 14 ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.6.2013) προστέθηκε παράγραφος 5 στο άρθ. 6 ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία, «Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη». Είναι προφανές ότι η παραπάνω διάταξη αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του οφειλέτη όχι με βάση την ίδια την απόφαση περί ρύθμισης των οφειλών του κατά το άρθρο 8 § 2 ν. 3869/2010, καθόσον με την παράγραφο 6 του παραπάνω άρθρου, η οποία παραμένει σε ισχύ παρά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4161/2013, εξακολουθεί να υφίσταται η απαγόρευση δικαστικής αναστολής της απόφασης, που ορίζει μηνιαίες καταβολές. Επομένως, το άρθρο 6 § 5 ν. 3869/2010 έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από άλλη αιτία, όπως λ.χ. από την ύπαρξη άλλου εκτελεστού τίτλου (904 ΚΠολΔ), ο οποίος παρέχει το δικαίωμα στον δικαιούχο να επιτύχει διά των μέσων της αναγκαστικής εκτέλεσης τη συμμόρφωση του υπόχρεου συνιστάμενη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή του και τη συνακόλουθη ικανοποίηση του δικαιώματος του. Έτσι με την προσθήκη της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 3869/2010 που επέφερε ο ν. 4161/2013 αναστέλλεται η εκτελεστότητα της απόφασης δηλαδή η δυνατότητα του δανειστή να χρησιμοποιήσει την απορριπτική απόφαση και να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη. Ως προς το δικαστήριο δε που είναι αρμόδιο να δικάσει την άνω αναστολή, ο νόμος δεν προβλέπει ειδική ρύθμιση, γι’ αυτό θα πρέπει να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 763 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, που ορίζει ότι το δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο, που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρός του είναι αρμόδια να αποφασίσουν για τη τύχη της άνω αιτήσεως αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας, που έχει ξεκινήσει εις βάρος του οφειλέτη. Τέλος, αν και η χορήγηση αναστολής προϋποθέτει την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αίτησης έκπτωσης του οφειλέτη από την υφισταμένη ρύθμιση αποτελεί ενέργεια, που εμπίπτει στην εφαρμογή της εν λόγω διάταξης περί αναστολής (ΕιρΚρωπ 342/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕιρΑθ 3/2015).
Με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της με αριθμό ……2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών ως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 25-6-2018 (ΓΑΚ: ……2018 και ΑΚΔ: …..2018) έφεσής του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 5-3-2021 και ειδικότερα να διατηρηθεί η υπάρχουσα νομική και πραγματική κατάσταση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του και να απαγορευτεί η αλλοίωση ή μείωση αυτής, απαγορευμένης της καταγγελίας δανειακών συμβάσεων και κάθε πράξεως εκτελέσεως εναντίον του, καθώς και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και λοιπών εξασφαλιστικών μέτρων και την εν γένει μη λήψη μέτρων καταδιωκτικών εναντίον του, να οριστούν μηδενικές καταβολές έως την έκδοση απόφασης επί της εφέσεως, άλλως και επικουρικώς να ορισθούν ελάχιστες δόσεις κατά την κρίση του δικαστηρίου και να καταδικαστούν οι καθ’ ων η αίτηση στα δικαστικά του έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση αίτηση αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 763 § 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας με τη διαδικασία, που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Είναι επαρκώς ορισμένη απορριπτόμενου του ισχυρισμού της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση περί του αντιθέτου και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 6 § 5 του ν. 3869/2010, πλην των αιτημάτων της απαγόρευσης καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων του αιτούντος και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και λοιπών εξασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του και του ορισμού μηδενικών καταβολών έως την έκδοση απόφασης επί της εφέσεως άλλως ελάχιστων καταβολών, τα οποία είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμα, διότι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη η παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 3869/2010 αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις, που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του οφειλέτη, η δε χορήγηση της αναστολής συνεπάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τη διαδικασία στο ακροατήριο, από όλα ανεξαίρετα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και την εν γένει διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 7-1-2014 (ΓΑΚ: 1057/2014 ΕΑΚ: 1648/2014) αίτησή του για την υπαγωγή του στον ν. 3869/2010. Συζητήσεως γενομένης επί της ως άνω αιτήσεως την 11-1-2018, εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε η με αριθμό απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών ερήμην της τρίτης και τέταρτης των καθ’ ων η αίτηση και αντιμωλία των λοιπών, που απέρριψε την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη γενομένης δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, που προέβαλαν οι καθ’ ων η αίτηση. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο αιτών άσκησε την από 25-6-2018 (ΓΑΚ: …./2018 και ΕΑΚ: …../2018) έφεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την οποία επέδωσε στις καθ’ ων η αίτηση τραπεζικές εταιρείες στις 6-7-2018 (σχ. οι υπ’ αρ. ….Ζ’, και …..8-7-2018. Ο αιτών στην από 25-6-2018 έφεσή του ισχυρίζεται ότι το εκδόν την εκκαλούμενη απόφαση δικαστήριο κατά εσφαλμένη ερμηνεία, κακή εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση περί δόλιας περιέλευσής του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής την οποία έπρεπε να απορρίψει προεχόντως ως αόριστη, άλλως ως νομικά αβάσιμη, άλλως ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ενόψει του γεγονότος ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν είναι προδήλως αβάσιμοι, καθώς πιθανολογείται ότι ο αιτών έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, καθ’ όσον τα έσοδά του, συγκρινόμενα με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του στις πιστώτριες τράπεζες, δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του κύριου όγκου των χρεών του, λαμβανομένου υπόψη του ύψους των μηνιαίων δόσεων, που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των ληφθέντων δανείων, των υψηλών επιτοκίων με τα οποία αυτά επιβαρύνονται και των απαιτούμενων αναγκαίων δαπανών διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειας του. Η περιέλευση του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής δεν οφείλεται σε δόλο, η δε υποβληθείσα από τις παριστάμενες ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πιστώτριες ένσταση περί περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμής από δολιότητα, διότι προέβη αυτός σε αλόγιστο και υπέρμετρο δανεισμό παρότι γνώριζε ότι δε θα δυνηθεί να εξυπηρετήσει με βάση τα εισοδήματά του τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του, με αποτέλεσμα να περιάγει τον εαυτό του σε κατάσταση υπερχρέωσης, είναι προεχόντως απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν προτείνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα, που θεμελιώνουν την στηριζόμενη στη διάταξη του αρθ. 1 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 3869/2010 ένσταση της δολιότητας, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξή τους οι πιστωτές. Τούτο δε διότι μόνη η επίκληση από τον πιστωτή της εκ μέρους του οφειλέτη ανάληψης υπερβολικών οικονομικών υποχρεώσεων, δια του δανεισμού του, έστω και εν γνώσει της αδυναμίας του να τις αποπληρώσει, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του πραγματικού της ένστασης δόλου, αλλά απαιτείται να αναφέρονται συγκεκριμένες ενέργειες του οφειλέτη με στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και των υποχρεώσεών του και τη συνέχιση ανάληψης υποχρεώσεων εκ μέρους του (βλ. Α. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδ. β’, σελ. 56-57, με τις εκεί παραπομπές σε αποφάσεις πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ΜονΛαμ 67/2016 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα δεν αναφέρεται πότε ο αιτών ανέλαβε κάθε δανειακή υποχρέωση και ποιο το ύψος τους, τα εισοδήματα του ιδίου και της συζύγου του κατά το χρόνο ανάληψης των ανωτέρω υποχρεώσεων, ώστε συγκρινόμενα να θεμελιώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων με βάση τις υφιστάμενες τότε αλλά και δυνάμενες να προβλεφθούν μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες. Επίσης δεν αναφέρονται μεταγενέστερα περιστατικά, τα οποία συγκροτούν δική του υπαιτιότητα για την περιέλευσή του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, περιστατικά δηλαδή τέτοια τα οποία συνετέλεσαν στο να οδηγηθεί σ’ αυτήν την κατάσταση, τα οποία γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει. Όπως προαναφέρθηκε το βάρος της επίκλησης και απόδειξης των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ένσταση της δόλιας περιέλευσης του οφειλέτη σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών το φέρουν οι πιστωτές. Όμως σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ένσταση είναι απορριπτέα και ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι δεν νοείται δολιότητα του αιτούντος κατά το χρόνο ανάληψης των ενδίκων χρεών, καθόσον πιθανολογήθηκε από τις προσκομιζόμενες δανειακές συμβάσεις ότι οι σχετικές υποχρεώσεις πλην ελάχιστων αναλήφθησαν προ της ψήφισης του προκείμενου νόμου, οπότε και απουσίαζε οποιοδήποτε νομικό έρεισμα περί απαλλαγής από τα χρέη του, ώστε ο απών να μη δύναται να είχε άλλη πεποίθηση παρά μόνον την πληρωμή των χρεών του. Στο πρόσωπο του αιτούντος δεν συνέτρεχε ούτε αρχικός, αλλά ούτε και μεταγενέστερος δόλος, αφού η πεποίθηση του ότι θα μπορεί να εξυπηρετεί τις οφειλές του ήταν εύλογος κατά τη δικαιοδοτική κρίση, καθώς δεν διαφαινόταν ακόμα η καθοδική πορεία των εισοδημάτων του. Έκτακτα περιστατικά από το έτος 2010 έως το έτος 2014 όπως η συνεπεία της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας σημαντική μείωση των προσωπικών του εισοδημάτων, η ανεργία της συζύγου του, η ασθένεια του ιδίου και της συζύγου του ανέτρεψαν τον οικονομικό προγραμματισμό του αιτούντος επιβαρύνοντας τον με σημαντικά έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Σε κάθε περίπτωση, είναι άλλο το ζήτημα της δολιότητας και άλλο αυτό του κακού υπολογισμού των δυνατοτήτων του οφειλέτη και της εκμετάλλευσης των ευκαιριών δανεισμού και αναχρηματοδοτήσεων, που οι τράπεζες χορηγούσαν αφειδώς στους καταναλωτές, οι οποίοι εμπλέχτηκαν σε διαδικασίες κατά κανόνα άγνωστες, για να εγκλωβιστούν και να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με αποτέλεσμα η Πολιτεία να αναγκαστεί, προ του διογκωμένου αυτού κοινωνικού προβλήματος, να θεσπίσει τον προκείμενο νόμο (Ειρ. Νίκαιας 60/2012). Επομένως πιθανολογείται ότι ο αιτών, βρέθηκε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων χρεών του, χωρίς δόλο, κι επομένως υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και άρα η ευδοκίμηση της από 25-6-2018 έφεσης του αιτούντος. Ακολούθως πιθανολογήθηκε ότι σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης ο αιτών και η οικογένειά του θα υποστούν ουσιώδη βλάβη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στη αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 σκοπούς. Ήδη επισπεύδεται σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση από την πρώτη των καθ’ ων η αίτηση …………η οποία του επέδωσε ακριβές φωτοαντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …… Διαταγής Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών με την παρά πόδας αυτής από 30-1-2014 επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό των 8.079,83 ευρώ πλέον τόκων, εξόδων και δαπανών συντάξεως επιταγής. Μετά τις ανωτέρω παραδοχές εφόσον πιθανολογήθηκε ότι η τυχόν επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αιτούντος θα του προκαλέσει αναπότρεπτη βλάβη προσθέτως δε πιθανολογείται βάσιμα η ευδοκίμηση της παραπάνω εφέσεως, που θα οδηγήσει στην παραδοχή της αιτήσεώς του περί υπαγωγής των χρεών του στο ν. 3869/2010 πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η υπό κρίση αίτηση και να διαταχθεί η αναστολή κάθε πράξης εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης επί της εφέσεως. Τέλος, παράβολο ερημοδικίας για τους απολιπόμενους καθ’ ων η αίτηση δεν θα περιληφθεί, διότι η απόφαση δεν προσβάλλεται με ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 699 Κ.Πολ.Δ), ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των παριστάμενων διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν στην προκειμένη περίπτωση ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (αρ. 179 Κ.Πολ.Δ.). Διάταξη δε για δικαστικά έξοδα ως προς την πρώτη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των καθ’ ων η αίτηση δεν θα περιληφθεί Λόγω της ερημοδικίας τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των καθ’ ων η αίτηση και κατ’ αντιμωλία της δεύτερης καθ’ ης η αίτηση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναστολή κάθε πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της περιουσίας του αιτούντος μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 25-6-2018 (ΓΑΚ: ….2018 και ΕΑΚ. ….2018 έφεσης κατά της με αριθμό ……. απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών (εκουσία δικαιοδοσία).
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 1-10-2018 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ