ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 1502/2020

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Αριθμός απόφασης 1502/2020

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών, Ελένη Μπακογιάννη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Μαρία Γιαντσίδη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Γ.Γ. του … και της …, κατοίκου …, οδός .. αρ. .., με Α.Φ.Μ. …., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Άννας Κορσάνου.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ: οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρο 5 του Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ) και παρίστανται ως εξής: 1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αρετής Ρόιδου. 2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από κανένα πληρεξούσιο δικηγόρο. 3) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Άννας Παναγιωτίδου και 4) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αριθ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ στις 1) … του … και 2) … του …, αμφότερων κατοίκων …, οδός … αρ. …, οι οποίες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η αιτούσα με την από 06.03.2015 αίτησή της, εκούσιας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2010/23.04.2015, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 11η Μαΐου 2022 και ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αρ. 162/2018 πράξης επαναπροσδιορισμού της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 του κεφ. Α’ της υποπαρ. Α4 της παρ. Α’ του μέρους Β’ του Ν. 4336/2015, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτή.

Κατά την προκειμένη δικάσιμο μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο κατά τη σειρά της εγγραφής της σε αυτό, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

Ακολούθησε συζήτηση όπως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά, το δε Δικαστήριο

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από τις με αριθ. 8393/28.04.2015 και 8394/28.04.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Νικολάου I. Σπηλιόπουλου, που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, αντίγραφο της αίτησής της, στην οποία εμπεριέχονται η κατάσταση η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. β’ του Ν. 3869/2010 και προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της με την αναφερόμενη στο ίδιο άρθρο υπό στοιχείο γ’ πρόσκληση, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα στη δεύτερη και στην τέταρτη των καθ’ ων, αντίστοιχα. Επίσης, από το προσαρτημένο στο φάκελο της υπόθεσης, αντίγραφο του κοινοποιηθέντος πίνακα επαναπροσδιορισμού δικασίμου από τη δικάσιμο της 11.05.2022 στη δικάσιμο της 20.05.2019, ο οποίος συντάχθηκε από την αρμόδια γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σύμφωνα με την παρ. 4 εδαφ. δ’ του άρθρου 2 παρ. Α’ υποπαρ. Α.4 του Ν. 4336/14.8.2015 περί επαναπροσδιορισμού δικασίμου των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 που είχαν προσδιορισθεί πέραν της τριετίας από της ενάρξεως της ισχύος του πρώτου ως άνω νόμου, η ανωτέρω πράξη επαναπροσδιορισμού δικασίμου κοινοποιήθηκε στις 16.08.2018 με πρόσφορο μέσο, (από τα προβλεπόμενα στο νόμο αυτό) και συγκεκριμένα με ηλεκτρονική και ταχυδρομική αλληλογραφία στις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επομένως, εφόσον η δεύτερη και η τέταρτη των καθ’ ων δεν παραστάθηκαν κατά τη σημερινή ως άνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικαστούν ερήμην, πλην, όμως, η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 του ΚΠολΔ κατ’ ανάλογη εφαρμογή για τον καθ’ ου η αίτηση).

Η αιτούσα με την υπό κρίση αίτησή της, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της, επικαλούμενη ότι στερείται πτωχευτικής ικανότητας και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις καθ’ ων, ζητεί τη ρύθμισή τους σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει, καθώς και την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της δυνητικής κύριας κατοικίας της, αφού ληφθούν υπόψη η οικονομική και περιουσιακή της κατάσταση, την οποία εκθέτει αναλυτικά, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτές.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία της αιτούσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010). Για το παραδεκτό της αίτησης τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4161/2013 και το Ν. 4224/2013 και ισχύει, και στο άρθρο 2 παρ. 1 του κεφ. Α’ της υποπαρ. Α4 της παρ. Α’ του μέρους Β’ του Ν. 4336/2015, αφού προσκομίστηκαν επικαιροποιημένα σχετικά, καθώς και υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων της, των πιστωτριών της και των απαιτήσεών τους, καθώς και για τις

 

μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία, ενώ από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση της αιτούσας στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί προγενέστερη απόφαση για τη διευθέτηση των οφειλών της με απαλλαγή της από υπόλοιπα χρεών της, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους (άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3869/2010), ούτε έχει εκδοθεί οριστική απόφαση που απέρριψε προγενέστερη αίτησή της λόγω δόλου ως προς την περιέλευσή της σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος της αλήθειας (αρθρ. 61 παρ. 1 Ν. 4549/2018) ή που διέταξε την έκπτωσή της για τους λόγους των άρθρων 10 παρ. 1 και 2 και 11 παρ. 2 ή περί μη απαλλαγής της κατ’ αρθρ. 11 παρ. 1 του ιδίου νόμου. Περαιτέρω η αίτηση είναι ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα απαραίτητα κατά το νόμο στοιχεία, απορριπτόμενης κατόπιν τούτου της προβαλλόμενης από την πρώτη των καθ’ ων ένστασης αοριστίας αυτής και νόμιμη, πλην των αιτημάτων: α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα ως άνω επίτευξη συμβιβασμού, με την απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο, από την επικύρωσή του, αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού (άρθρ. 7 Ν. 3869/2010) και β) να αναγνωριστεί ότι η αιτούσα μετά την τήρηση της ρύθμισης που θα της επιβληθεί θα απαλλαγεί από το υπόλοιπο του χρέους της, το οποίο αλυσιτελώς και πρόωρα προβάλλεται, διότι η πιστοποίηση της απαλλαγής γίνεται μετά τη λήξη της ρύθμισης και σε κάθε περίπτωση είναι περιττό, δεδομένου ότι η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη προβλέπεται απευθείας από το νόμο ως αυτοδίκαιο αποτέλεσμα της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεων που του επέβαλε η απόφαση ή ως αποτέλεσμα μετά από αίτηση του οφειλέτη στο Ειρηνοδικείο (άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 64 Ν. 4549/2018). Στηρίζεται δε στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, 9 και 11 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τους Ν. 4336/2015, 4346/2015 και 4549/2018, οι διατάξεις του οποίου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς αιτήσεις (αρθρ. 68) και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των πιστωτριών της.

Από την επισκόπηση της υπό κρίση αίτησης, την ανωμοτί εξέταση της αιτούσας, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από το σύνολο των προσκομιζόμενων εγγράφων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όλα εν γένει τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, μηδενός εξαιρουμένου και παρά την ενδεχομένως μεμονωμένη αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα

 

πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα ηλικίας σήμερα … ετών (γεννηθείσα στις …) είναι έγγαμη με τον … και από το γάμο της έχει αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο ηλικίας … ετών. Σήμερα και μετά από κάποιο διάστημα ανεργίας η αιτούσα εργάζεται στην εταιρεία με την επωνυμία «…» με μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 501,38 ευρώ, ενώ στο παρελθόν εργαζόταν με μεγαλύτερες αποδοχές. Ο σύζυγός της εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος με μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 735,52 ευρώ.

Τα εισοδήματα της αιτούσας μειώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησής της. Ειδικότερα, το εισόδημα της αιτούσας κατά το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009) ανήλθε στο ποσό των 13.555,79 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 2010) στο ποσό των 9.571,45 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011) στο ποσό των 6.928,20 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012) στο ποσό των 13.099,42 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013) στο ποσό των 11.465,42 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2014 στο ποσό των 11.656,85 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2015 στο ποσό των 4.593,16 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2016 στο ποσό των 2.140,43 ευρώ και κατά το φορολογικό έτος 2017 στο ποσό των 8.009,68 ευρώ, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Το συνολικό ποσό που προκύπτει ως απολύτως απαραίτητο για την κάλυψη των αναγκαίων δαπανών της αιτούσας και της οικογένειάς της σε μηνιαία βάση (διατροφή, ένδυση, υπόδηση, λογαριασμοί παροχών κοινής ωφελείας, υπολογιζόμενοι μαζί με τους φόρους, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ.) ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 1.000 ευρώ περίπου. Για τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσού συνεκτιμάται ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο οφειλέτης, ο οποίος ζητεί να υπαχθεί στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του μόνο στις απολύτως αναγκαίες και απαραίτητες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα της ρύθμισης.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης της, η αιτούσα είχε αναλάβει από τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες τα ακόλουθα χρέη τα οποία, θεωρούνται, κατά πλάσμα του νόμου, ληξιπρόθεσμα με την κοινοποίηση της ένδικης αίτησης, υπολογίζονται δε, με την τρέχουσα αξία τους, κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αυτής, πλην της εμπραγμάτως ασφαλισμένης απαίτησης, η οποία συνεχίζει να εκτοκίζεται με επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι την έκδοση της παρούσας. Συγκεκριμένα, η αιτούσα είχε αναλάβει: Α) από την πρώτη των καθ’ ων πιστώτρια: 1) καταναλωτικό δάνειο δυνάμει της αρ. 4234834564 σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 852,10 ευρώ (71,59 € για τόκους + 780,51 € για έξοδα), 2) στεγαστικό δάνειο δυνάμει της αρ. 4205934980 σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 25.592,38 ευρώ (24.011,29 € για κεφάλαιο + 1.368,59 € για τόκους + 212,50 € για έξοδα), το οποίο είναι εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης, 3) καταναλωτικό δάνειο δυνάμει της αρ. 4225440036 σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 39.615,95 ευρώ (25.800,43 € για κεφάλαιο + 13.815,52 € για τόκους) και 4) δάνειο με αριθ. 4237700569 λογαριασμού δυνάμει σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό 124,41 ευρώ (3,85 € για τόκους + 120,56 € για έξοδα), ήτοι εν

 

συνόλω το ποσό των 66.184,84 ευρώ μέχρι 28.04.2015. Β) από τη δεύτερη των καθ’ ων πιστώτρια: δάνειο με στοιχεία ταυτοποίησης 10210500000007589 δυνάμει σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 19.112,31 ευρώ (13,550,38 € για κεφάλαιο + 5.528,72 € για τόκους + 33,21 € για έξοδα) μέχρι 26.10.2015. Γ) από την τρίτη των καθ’ ων πιστώτρια: στεγαστικό δάνειο δυνάμει της αρ. 650001128988 σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 56.113,20 ευρώ (53.914,12 € για κεφάλαιο + 1.777,16 € για τόκους + 422,32 € για έξοδα) μέχρι 22.10.2015, το οποίο είναι εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης και Δ) από την τέταρτη των καθ’ ων πιστώτρια: καταναλωτικό προϊόν με αριθ. 664104 λογαριασμού δυνάμει της αρ. 1296357 σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 3.959,15 ευρώ (3.872,23 € για κεφάλαιο + 86,92 € για τόκους) μέχρι 21.10.2015. Συνολικά, η αιτούσα οφείλει στις παραπάνω πιστώτριές της το ποσό των 145.369,50 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες βεβαιώσεις που προσκομίζει, τις οποίες χορήγησαν οι καθ’ ων κατόπιν αιτήσεώς της και εισφέρονται από την ίδια την αιτούσα.

Από όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν προκύπτει ότι οι οφειλές της αιτούσας προέρχονται από συμβάσεις, που η τελευταία κατήρτισε με τις καθ’ ων, το έτος 2007 και μετά, όταν οι αποδοχές της ήταν υψηλότερες από τις τρέχουσες. Κατά τον χρόνο δε ανάληψης των παραπάνω οφειλών της, το ετήσιο εισόδημα της αιτούσας, αλλά και αργότερα του συζύγου της επαρκούσαν για την αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων και την ταυτόχρονη κάλυψη των πάγιων βιοτικών αναγκών της ιδίας και της οικογένειάς της. Λόγω της ανάγκης της αιτούσας να καταφύγει σε προσωπικό δανεισμό για να επισκευάσει τη δυνητική κύρια κατοικία της και να καλύψει βασικές ανάγκες της ιδίας και της οικογένειάς της, και κατόπιν, λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης της χώρας και της οικονομικής κρίσης με την οποία και πλήττεται, μειώθηκαν τα εισοδήματά της και στη συνέχεια, επιδεινώθηκε η ικανότητά της να εκπληρώσει τις οφειλές της και επομένως, η αιτούσα έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ως άνω ληξιπρόθεσμων οφειλών της.

Τα κρίσιμα δε αυτά γεγονότα που οδήγησαν την αιτούσα σε αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών της, δεν ήταν σε θέση η αιτούσα να τα προβλέψει κατά τον χρόνο ανάληψης των δανειακών της υποχρεώσεων. Η μονιμότητα δε της αδυναμίας της οφείλεται στην προηγούμενη ανεργία της ιδίας και του συζύγου της και στις μειωμένες αποδοχές της νέας της εργασίας και κατ’ επέκταση στη μείωση των εισοδημάτων της λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης και στην προσπάθειά της να καλύψει βασικές βιοτικές ανάγκες της ιδίας και της οικογένειάς της και λόγω της οικονομικής κρίσης, η αιτούσα δύσκολα θα βελτιώσει τις οικονομικές της συνθήκες (το μέσο μηνιαίο εισόδημά της, τα πάσης φύσεως εισοδήματά της και τα περιουσιακά της στοιχεία). Η κρίση αυτή (περί της αδυναμίας της αιτούσας να εξοφλήσει τα χρέη της) συνάγεται από τη σχέση ρευστότητας της αιτούσας προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της, η οποία είναι αρνητική, καθώς μετά την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών της αναγκών (κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα) το υπόλοιπο που απομένει δεν επαρκεί, ώστε αυτή (η αιτούσα) να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή του συνόλου ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών της. Κατόπιν τούτων, αποδείχτηκε ότι η

 

αιτούσα έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ανωτέρω περιγραφόμενων χρηματικών οφειλών της, χωρίς να βαρύνεται η ίδια με δόλο για την κατάσταση αυτή, και χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί ότι το περιλαμβανόμενο στην ένδικη αίτησή της, αίτημά της να ρυθμιστούν οι ανωτέρω οφειλές της κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3869/2010, ασκείται καταχρηστικά, απορριπτόμενων στο σημείο αυτό, για τους ανωτέρω λόγους, όλων των αντιθέτων ισχυρισμών των καθ’ ων η αίτηση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της αιτούσας. Η ανωτέρω δε περιγραφόμενη οικονομική κατάσταση της αιτούσας δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω της γενικότερης οικονομικής ύφεσης, της αύξησης του κόστους διαβίωσης και της επιβολής πρόσθετων φορολογικών βαρών στους πολίτες.

Οι καθ’ ων προβάλλουν την ένσταση της δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών, την οποία στηρίζουν στο ότι η αιτούσα προέβη σε υπερβολικό δανεισμό, μη ανταποκρινόμενο στις οικονομικές της δυνατότητες, παρότι γνώριζε κατά τον χρόνο λήψης των δανείων ότι δε θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις και έτσι περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Και αυτό γιατί, τα προηγούμενα έτη, το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα της αιτούσας ήταν μεγαλύτερο από το σημερινό. Η μεταγενέστερη μείωση του εισοδήματος της αιτούσας οφείλεται σε παράγοντες που δεν μπορούσε να προβλέψει και αποτρέψει, οι οποίοι συνέτειναν στην αδυναμία πληρωμών και συγκεκριμένα η εντελώς απρόβλεπτη, ακόμη και για τους πλέον ειδικούς, οικονομική κρίση. Συνεπώς, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο της αιτούσας ούτε αρχικός, αλλά ούτε μεταγενέστερος δόλος, αφού κατά τον χρόνο ανάληψης των δανειακών της υποχρεώσεων, ανταποκρίνονταν στην εξυπηρέτησή των οφειλών της, και συνεπώς δε βρισκόταν κατά τον χρόνο ανάληψης των χρεών της σε οικονομική αδυναμία.

Περαιτέρω, αποδείχτηκε από την προσκομιζόμενη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων για το έτος 2018 σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2019 και την προσκομιζόμενη κατωτέρω αναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη ότι η αιτούσα είναι δικαιούχος εμπραγμάτου δικαιώματος ψιλής κυριότητας μιας αυτοτελούς και διηρημένης κάθετης ιδιοκτησίας μετά της επ’ αυτής ισόγειας οικίας, επιφάνειας 49,70 τ.μ., έτους κατασκευής 1986, κτισμένης σε τμήμα επιφάνειας 192,51 τ.μ., οικοπέδου συνολικής έκτασης 664,47 τ.μ., άρτιου και οικοδομήσιμου, που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, εντός των ορίων του οικισμού «…» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου …. Το ως άνω ακίνητο, το οποίο περιήλθε στην αιτούσα δυνάμει της υπ’ αριθ. 8.203/01.06.2007 πράξης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αίγινας Μαρδικούλας Ευσταθοπούλου – Χαλδαίου, αν και δεν χρησιμοποιείται από την αιτούσα, καθώς διαμένει στη … σε ακίνητο ιδιοκτησίας κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του συζύγου της, δύναται μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία της, για αυτό και νομίμως υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσής του από τη ρευστοποίηση. Η αντικειμενική δε αξία του ανωτέρω ακινήτου, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη ως άνω συμβολαιογραφική πράξη ανέρχεται στο

 

συνολικό ποσό των 24.239 ευρώ [καθώς στην προσκομιζόμενη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων για το έτος 2018 εμφαίνεται μόνο η αξία του κτίσματος]. Στο ως άνω ακίνητο έχουν εγγράφει στα Βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας ι) υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» προσημείωση υποθήκης ποσού 42.000 ευρώ την 07.09.2007 και ιι) υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» προσημείωση υποθήκης ποσού 53.880 ευρώ την 01.07.2011.

Τέλος, στην αιτούσα ανήκει ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας …, εργοστασίου κατασκευής HYUNDAI, τύπου ATOS PRIME, 1.086 κυβικών εκατοστών και έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2003, εμπορικής αξίας 2.000 ευρώ περίπου.

Όπως επομένως αποδεικνύεται από το ιστορικό που προηγήθηκε, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του εν λόγω νόμου. Θα πρέπει, δηλαδή να γίνει συνδυασμός των δύο ρυθμίσεων του νόμου και συγκεκριμένα αυτής του άρθρου 8 παρ. 2 για μηνιαίες καταβολές και αυτής του άρθρου 9 παρ. 2 για σταδιακές καταβολές, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η δυνητική κύρια κατοικία της αιτούσας. Ειδικότερα, η αιτούσα δεν διαθέτει άλλα αξιόλογα και πρόσφορα προς ρευστοποίηση περιουσιακά στοιχεία (πλην του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία της και για το οποίο υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης), καθώς το ως άνω αναφερόμενο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της αιτούσας, ενόψει της μικρής του αξίας, της κατάστασής του, της παλαιότητάς του, αλλά και του γεγονότος ότι είναι απαραίτητο για τις μετακινήσεις της αιτούσας, δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, γιατί δεν πρόκειται να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των καθ’ ων, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λπ.), και για το λόγο αυτό δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3869/2010 εκποίησή του (ΕιρΕλευσ 1/2012, ΕιρΜουδ 2/2012 Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Έτσι, η ρύθμιση των χρεών της αιτούσας θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στις καθ’ ων για εξήντα (60) μήνες, που θα αρχίσουν το πρώτο πενθήμερο του πρώτου μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής και λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας της αιτούσας, του μηνιαίου εισοδήματος της, της οικογενειακής της κατάστασης, του ύψους των οφειλών της, του ποσού που απαιτείται μηνιαία για την κάλυψη των πάγιων βιοτικών αναγκών της ιδίας και της οικογένειας της, αλλά και του γεγονότος ότι δεν βαρύνεται με έξοδα στέγασης (μηνιαίο μίσθωμα), αφού κατοικεί σε διαμέρισμα, ιδιοκτησίας κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του συζύγου της, το ποσό που κρίνεται ότι μπορεί να διαθέσει η αιτούσα για την εξόφληση των χρεών της ανέρχεται στο ύψος των 190 ευρώ το μήνα συμμέτρους διανεμόμενο προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των καθ’ ων πιστωτριών της. Ωστόσο, από το μηνιαίο ποσό αυτό θα αφαιρεθεί ό,τι καταβλήθηκε συνολικά σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής του άρθρου 5 (ήτοι το συνολικό ποσό των 2.400 €), διαιρούμενο με το πλήθος των εξήντα (60) δόσεων του άρθρου 8 παρ. 2, ήτοι θα αφαιρεθεί το ποσό των 40 € μηνιαίως. Επομένως, το ποσό που κρίνεται ότι

 

μπορεί να διαθέσει η αιτούσα για την εξόφληση των χρεών της ανέρχεται στο ύψος των 150 ευρώ το μήνα συμμέτρως διανεμόμενο προς ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων των καθ’ ων, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μηνός, για. πέντε (5) χρόνια, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

Περαιτέρω η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 θα πρέπει να συνδυαστεί με αυτή του άρθρου 9 παρ. 2, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει, και προβάλλεται από την ίδια αίτημα εξαίρεσης από τη ρευστοποίηση του ακινήτου που αποτελεί τη δυνητική κύρια κατοικία της. Για τη διάσωση, επομένως, του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου εμπραγμάτου δικαιώματος ψιλής κυριότητας μιας αυτοτελούς και διηρημένης κάθετης ιδιοκτησίας μετά της επ’ αυτής ισόγειας οικίας, επιφάνειας 49,70 τ.μ., έτους κατασκευής 1986, κτισμένης σε τμήμα επιφάνειας 192,51 τ.μ., οικοπέδου συνολικής έκτασης 664,47 τ.μ., άρτιου και οικοδομήσιμου, που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, εντός των ορίων του οικισμού «…» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αίγινας, η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει ποσό που αντιστοιχεί στο 80% της αντικειμενικής αξίας του ως άνω για την περαιτέρω ικανοποίηση της απαίτησης της πρώτης των καθ’ ων ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια. Η αντικειμενική αξία του ως άνω ακινήτου της αιτούσας ανέρχεται, όπως προαναφέρθηκε, στο συνολικό ποσό των 24.239 ευρώ, δεν υπερβαίνει δηλαδή το όριο αφορολόγητου ποσού προσαυξημένο κατά 50% όπως απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από την εκποίηση. Ως εκ τούτου, η αιτούσα θα πρέπει να καταβάλει ποσό που αντιστοιχεί στο 80% της αντικειμενικής αξίας της δυνητικής κύριας κατοικίας της, δηλαδή το ποσό των 19.391,20 ευρώ [24.239 ευρώ X 80%], το οποίο θα καταβληθεί με μηνιαίες καταβολές των 107,73 ευρώ για 180 μήνες. Οι δε μηνιαίες δόσεις, καταβλητέες εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, θα αρχίσουν να καταβάλλονται εξήντα (60) μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, καθόσον κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στην αιτούσα περίοδος χάριτος, ώστε να προετοιμαστεί και να είναι συνεπής με τη ρύθμιση αυτή, παρά τα όσα ορίζουν οι διατάξεις των παρ. 2α και 2β του αρθρ. 9 του Ν. 3869/2010, όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρ. 62 Ν. 4549/2018, ΦΕΚ Α’ 105/14.6.2018, και της παρ. 8 του άρθρου 68 του Ν. 4549/2018, λόγω αντίθεσής τους στις διατάξεις των άρθρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1, 4 και 17 του Συντάγματος, 2 ΑΚ καθώς στις υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και στον ίδιο τον πυρήνα του Ν. 3869/2010 (ΕιρΠατρ 478/2019, Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Κατά τον παραπάνω τρόπο πληρούνται αμφότερες οι βασικές αρχές που διέπουν τις δύο ρυθμίσεις, ήτοι η αρχή της μη υπέρβασης της μέγιστης δυνατότητας αποπληρωμής της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτή της διασφάλισης ότι η πιστώτρια της αιτούσας δεν θα βρίσκονταν σε χειρότερη θέση σε σχέση με το ποσό που έχει ορισθεί να λάβει ως αντάλλαγμα για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της.

 

 

 

Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με το ποσό δε αυτό που θα καταβάλει η αιτούσα, στο πλαίσιο της παρούσας ρύθμισης, θα ικανοποιηθεί προνομιακά η απαίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια. Μετά την εξάντληση του ποσού που ορίστηκε για τη διάσωση της δυνητικής κύριας κατοικίας της αιτούσας, η τελευταία απαλλάσσεται από το υπόλοιπο του χρέους της, καθώς δεν μπορεί να επιβληθεί σε αυτή άλλη υποχρέωση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 3869/2010 η αιτούσα είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων ή των περιουσιακών της στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4 για τη δυνατότητα εφαρμογής της ρύθμισης της παρ. 4 του άρθρου 8 του ίδιου νόμου.

Σύμφωνα με όλα αυτά, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία, απορριπτόμενων των περί αντιθέτου ισχυρισμών των καθ’ ων και να ρυθμιστούν οι οφειλές της αιτούσας κατά το διατακτικό. Η απαλλαγή της από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της που περιλαμβάνονται στην εμπεριεχόμενη στην υπό κρίση αίτησή της κατάσταση, θα επέλθει κατά νόμο (άρθρο 11 του Ν. 3869/2010), μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που της επιβάλλονται με την απόφαση αυτή. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν.3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης και της τέταρτης των καθ’ ων και αντιμωλία των υπολοίπων διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Ρυθμίζει τα χρέη της αιτούσας και καθορίζει τις επί χρονικό διάστημα εξήντα (60) μηνών καταβολές της στις καθ’ ων πιστώτριες της στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ εκάστη, συμμέτρως διανεμόμενο προς, ικανοποίηση των απαιτήσεων των καθ’ ων, το οποίο θα καταβάλλεται μηνιαία και εντός του πενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μήνα.

Εξαιρεί από την εκποίηση τη δυνητική κύρια κατοικία της αιτούσας εμπράγματου δικαιώματος ψιλής κυριότητας μιας αυτοτελούς και διηρημένης κάθετης ιδιοκτησίας μετά της επ’ αυτής ισόγειας οικίας, επιφάνειας 49,70 τ.μ., έτους κατασκευής 1986, κτισμένης σε τμήμα επιφάνειας 192,51 τ.μ., οικοπέδου συνολικής έκτασης 664,47 τ.μ., άρτιου και οικοδομήσιμου, που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, εντός των ορίων του οικισμού «…» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αίγινας.

Επιβάλλει στην αιτούσα να καταβάλει για τη διάσωση της ως άνω δυνητικής κύριας κατοικίας της το ποσό των 19.391,20 ευρώ, το οποίο θα καταβληθεί με μηνιαίες καταβολές των ευρώ εκατόν

 

επτά και εβδομήντα τριών λεπτών (107,73) εκάστη για διάστημα εκατόν ογδόντα (180) μηνών, προς ικανοποίηση προνομιακά της αναφερθείσας απαίτησης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνει μέσα στο πρώτο πενθήμερο έκαστου μήνα και θα ξεκινήσει μετά την πάροδο εξήντα (60) μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, θα γίνει δε εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στις Απριλίου 2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ

Ελένη Μπακογιάννη

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μαρία Γιαντσίδη

 

 

 

 

 

 

Scroll to Top