ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
116/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου Ελένη Καψιμάλη και τη Γραμματέα Μαρία Παπαγρηγορίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20/09/2019 για να δικάσει την υπόθεση:
Της αιτούσας: Ι.Κ. του Αναστασίου, κατοίκου … Αττικής (οδός …, αριθ. ..), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Άννας Κορσάνου.
Των καθ’ ων: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …, αριθ. ..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Νεφέλης Μακρυνικώλα, 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …, αριθ. ..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός … αριθ. ..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …, αριθ. .) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 5) της ανώνυμης εταιρείας παροχής πιστώσεων με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα (..χλμ. Αττικής Οδού,…) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η αιτούσα με την από 19/05/2017 αίτηση της διαδικασίας Εκούσιας Δικαιοδοσίας (Ν. 3869/2010) που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 110/2017 ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Για τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής ορίστηκε η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι ανωτέρω αναφερόμενοι πιστωτές προς τους οποίους η κρινόμενη αίτηση κοινοποιήθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθίστανται διάδικοι, ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους σ’ αυτήν, κέκτηνται δε τα υπό του νόμου οριζόμενα δικαιώματα, ενώ υπόκεινται στις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις (Π. Αρβανιτάκης, Η Εκούσια Δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων). Όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμούς 10.008/29-05-2017, 10.009/29-05-2017 και 10.013/29-05-2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών Νικολάου Σπηλιόπουλου, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, αντίγραφο της αίτησης της, στην οποία εμπεριέχεται η κατάσταση η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. β’ του ν.3869/2010 και προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της με την αναφερόμενη στο ίδιο άρθρο υπό στοιχείο γ’ πρόσκληση, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις περιλαμβανόμενες στην υποβληθείσα από αυτήν κατάσταση δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των καθ’ ων. Οι ανωτέρω, όμως, δεν παραστάθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από κανένα, νόμιμο εκπρόσωπο ή πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά της στο πινάκιο στην δικάσιμο αυτή. Επομένως πρέπει να δικασθούν ερήμην, η διαδικασία όμως πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 741, 754 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 271 παρ. 1 ΚΠολΔ και Β. Βαθρακοκοίλη – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ – τόμος 4ος – αριθ. 8 – σ 438 -441 και ΜονΠρΘεσ 1331/1991 Δ 23,250).
Ο Ν. 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων. Δεν περιλαμβάνεται όμως στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπα τους, όταν είναι δυνατή ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή η ικανοποίησή τους βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του. Το δικαστήριο δε, εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπόψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιον του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου: α) Να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη επί μία τετραετία, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, β) Να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή, και τέλος γ) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικώς. (Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1486). Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τα καθορίσει το Δικαστήριο συμπλέκονται μεταξύ τους.
Από το συνδυασμό των άρθρων 216 παρ 1 ΚΠολΔ και 4 του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι η αίτηση οφειλέτη για υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 για να είναι ορισμένη, πρέπει να γίνεται αναφορά σε αυτήν: 1) της μόνιμης και γενικής (όχι απλής) αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του αιτούντα φυσικού προσώπου, 2) της κατάσταση της
περιουσίας του, 3) της κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) σχεδίου διευθέτησης των οφειλών της και 5) αιτήματος ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή της (Αθ. Κρητικός έκδοση 2010 ερμ. Ν.3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμ. 64 Ανάτυπο σελ. 1477), παράλληλα δε πρέπει να περιλαμβάνει σε αυτή αίτημα προς επικύρωση του προτεινόμενου σχεδίου διευθέτησης ώστε να αποκτήσει αυτό ισχύ δικαστικού συμβιβασμού και επικουρικά να ζητεί την ρύθμιση των χρεών από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Λαμβάνοντας υπόψη το είδος της διαδικασίας και τα, δημόσιας εμβέλειας, συμφέροντα που εξυπηρετεί, την ελαστικότητα των κανόνων που τη διακρίνει (όπως η δυνατότητα μεταβολής του αιτήματος, αλλά και τη συμπλήρωσή του με τις προτάσεις ή και προφορικά ενώπιον του Ειρηνοδικείου, η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος άρθρα 115 παρ. 3, 751, 759 παρ. 3 ΚΠολΔ) πανηγυρική διατύπωση των παραπάνω στοιχείων και του αιτήματος δεν απαιτείται και μπορούν να περιέχονται οπουδήποτε στο δικόγραφο, αρκεί να αναφέρονται με σαφήνεια, το οποίο θα εκτιμηθεί με ευρύτερη θεώρηση, αλλά και να συμπληρωθούν προς αποφυγή της πραγματικής αοριστίας (ΑΠ 173/1981 ΑρχΝ 32.258 και 1293/1993 Δνη 35.140). Περαιτέρω για την πληρότητα της αιτήσεως δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτή το μηνιαίο κόστος διαβίωσης του αιτούντος και της οικογένειας του, το οποίο και θα εκτιμηθεί από το Δικαστήριο με βάση τα προσκομιζόμενα σχετικά στοιχεία, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1493 ΑΚ, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει και του γεγονότος ότι ο Ν. 3869/2010 δεν απαιτεί την αναφορά των δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη αλλά την παράθεση των περιουσιακών του στοιχείων και των εισοδημάτων του ιδίου και της συζύγου του (άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. β, 5 παρ, 1 εδ. α’, βλ. και ενδεικτικά ΕιρΚαλύμνου 1/2012, ΤΝΠ ΝΟΝΟΣ). Αρκεί συνεπώς η ακριβής περιγραφή της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του αιτούντα, όπως και το συνολικό ύψος των βιοτικών του αναγκών, καθώς και αν αυτές αφορούν σε προστατευόμενα μέλη και ποια είναι αυτά (ανεξάρτητα από την αποδοχή του ισχυρισμού). Εξάλλου, η τυχόν παράθεση από τον αιτούντα οποιουδήποτε ποσού για την κάλυψη της τάδε ή της δείνα βιοτικής ανάγκης θα είχε το χαρακτήρα αβεβαιότητας, αφού δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι ανθρώπινες ανάγκες, λόγω των απρόβλεπτων περιστάσεων. Λοιπά στοιχεία, όπως ο χρόνος ανάληψης των δανειακών υποχρεώσεων, τα αίτια της πολλαπλής δανειοδότησης (υπερδανεισμού) του αιτούντα και τις συγκυρίες που τον οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμής των χρεών του καθώς και το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εντεύθεν αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις, δεν αποτελούν απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο της αίτησης κατ’ άρθρ. 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητά της, αποτελούν αντικείμενο απόδειξης περί της μονιμότητας στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων, η οποία συντελέστηκε χωρίς δολιότητα του οφειλέτη και θα εξεταστούν στην οικεία θέση.
Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις πιστώτριες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση,
ζητεί τη ρύθμιση των χρεών της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή της απ’ αυτά. Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση είναι πλήρως ορισμένη, σύμφωνα με το προλεχθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας (βλ. I. Βενιέρη – Θ. Κατσά, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 2016, σελ. 251 επ., 181, Κρητικός ρύθμιση οφειλών ν. 3869/2010, 2016, σελ 87 επ. και Ε. Κιουπτσίδου Αρμ. 64 σελ 1467, ΑΠ 64/2017, 65/2017 και 66/2017 σε ΝΟΜΟΣ και ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠρΑλεξ 190/2012, ΕιρΕλευσ 2/2012, ΕιρΘεσσαλ 6119/2012, ΕιρΘεσσαλ 6168/2012, ΕιρΘεσσαλ 1348/2012, ΕιρΑλμωπ 63/2012, ΕιρΕδεσσ 94/2012 Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΦιλιατ 1/2012, ΕιρΤριπ 51/2012, ΕιρΑλεξ 42/2012, ΕιρΑλεξ 31/2012, ΕιρΙωαν 2/2011, ΕιρΒέροιας 185/2011, ΕιρΛαρ 104/2011, ΕιρΕλευσ 4/2011 ΤΝΠ Ισοκράτης), αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό, κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 38/69/2010). Αρμόδια, επίσης, φέρεται για συζήτηση εφόσον για το παραδεκτό της: ι) τηρήθηκε η προδικασία του προδικαστικού συμβιβασμού που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 5§2, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ. 3 άρθρου 85 Ν. 3996/2011 και αντικατασταθεί με το άρθρο 13 Ν. 4161/2013, όπως ισχύει για την υπό κρίση αίτηση (βλ. παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 [ΦΕΚ A 94/14-8-2015] σε συνδυασμό με την παρ.11 του άρθρου 14 του Ν. 4346/2015), με την βεβαίωση της αποτυχίας αυτού και την έκδοση προσωρινής διαταγής, ιι) τηρήθηκε η εμπρόθεσμη και νομότυπη επίδοση της αίτησης μέσα στην προθεσμία των 15 ημερών από την περαίωσή της, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 3569/2010, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.3 άρθρου 85 Ν. 3996/2011 και αντικατασταθεί με το άρθρο 13 Ν. 4161/2013, όπως ισχύει για την υπό κρίση αίτηση (βλ. παρ.5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 [ΦΕΚ A 94/14-8-2015] σε συνδυασμό με την παρ. 11 του άρθρου 14 του Ν. 4346/2015) και ιιι) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 ν. 3869/2010. Παραπέρα η αίτηση είναι νόμιμη, πλην των αιτημάτων: α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης, και ως εκ τούτου απορριπτέο, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης ή η επικύρωση του τροποποιημένου από τους διαδίκους σχεδίου δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του αρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα ως άνω επίτευξη συμβιβασμού, με την απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο, από την επικύρωσή του, αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού (άρθρ. 7 Ν. 3869/2010). Όταν επιτυγχάνεται συμβιβασμός, η αίτηση του άρθρ. 4 του Ν. 3869/2010 ανακαλείται και το Δικαστήριο, με την απόφασή του, δεν δέχεται ούτε απορρίπτει την ανακληθείσα αίτηση – και συνεπώς συνανακαλούνται όλα τα αιτήματα όπως και το αίτημα να
επικυρωθεί το σχέδιο – αλλά, απλώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει το συμβιβασμό και επικυρώνει το σχέδιο. Επομένως, κατά το στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού δεν υπάρχει πεδίο δικαστικής παρεμβάσεως ούτε δυνατότητα να υποχρεωθούν κατά νόμο τα μέρη προς επίτευξη συμβιβασμού και, συνεπώς, δεν μπορεί η επικύρωση του προτεινομένου σχεδίου να αποτελέσει περιεχόμενο αιτήματος προς το Δικαστήριο και β) να αναγνωρισθεί ότι οι αιτούντες με την τήρηση των υποχρεώσεών του θα απαλλαγεί από τα χρέη του απορρίπτεται ως απαράδεκτο, καθότι η αιτουμένη αναγνώριση συνιστά το περιεχόμενο διατάξεως νόμου και ειδικότερα της παρ. 1 του άρθρ. 11 του Ν. 3869/2010 κατά την οποία «Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8 επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου’4 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπης οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους» και ως εκ τούτου, δεν νοείται η αναγνώριση της ισχύος της ούτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Άλλωστε, αντικείμενο της κατ’ άρθρ. 70 ΚΠολΔ αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να είναι μόνον η ύπαρξη ή μη κάποιας έννομης σχέσης. Επιπρόσθετα δε, η πιστοποίηση της απαλλαγής του υπερχρεωμένου οφειλέτη από κάθε υπόλοιπο οφειλής κατ’ άρθρ. 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 συνιστά αίτημα μεταγενέστερης αιτήσεως, που ο οφειλέτης υποβάλλει στο Δικαστήριο, εφόσον, όμως, προηγουμένως εκτελέσει κανονικά τις υποχρεώσεις που θα του επιβληθούν με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του αρθρ. 4 παρ. 1 του αυτού νόμου, ως τούτο ρητά αναφέρεται στην τελευταία περίοδο της παρ. 1 του άρθρ. 11 του Ν. 3869/2010 σύμφωνα με το οποίο «Το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη που κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών». Κατά τη ρητή διάταξη του α’ εδαφίου του ως άνω άρθρ. 11, μόνον μετά το πέρας της εκτελέσεως των υποχρεώσεων του οφειλέτη δύναται να πιστοποιηθεί η απαλλαγή και δεν επιτρέπεται τούτο να γίνει προληπτικά, δηλαδή σε χρόνο που δεν έχει εισέτι ολοκληρωθεί η ρύθμιση, αφού, άλλωστε, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως ρυθμίσεως δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ούτε το τελικό υπόλοιπο των οφειλών ούτε και το οριστικό ποσό των καταβολών, διότι μέχρι πέρατος των καταβολών, η απόφαση που ρυθμίζει τις οφειλές υπόκειται σε μεταρρύθμιση και επανακαθορισμό των δόσεων, αναλόγως των αυξομειώσεων των εισοδημάτων και της περιουσίας του αιτούντος υπερχρεωμένου οφειλέτη. Τέλος, για να πιστοποιηθεί η απαλλαγή, απαιτείται ο οφειλέτης να έχει εκτελέσει «κανονικά»τις υποχρεώσεις του, δηλαδή, εκτός από την σύννομη καταβολή των δόσεων που πρέπει να έχει προηγηθεί, ο οφειλέτης, μέχρι πέρατος του χρόνου της ρυθμίσεως, θα πρέπει να έχει επιδείξει καλόπιστη στάση, δηλαδή να μην εμποδίζει στους πιστωτές να έχουν πρόσβαση σε στοιχεία που απεικονίζουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα εισοδήματα του (άρθρ. 10 παρ. 2 του Ν. 3869/2010), να μην προβαίνει, από δόλο ή βαρεία αμέλεια, σε ανειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα του (άρθρ. 10 παρ. 1 του Ν. 3869/2010) ή με τους ίδιους όρους να μην συμπεριλάβει κάποιον πιστωτή στην κατάσταση πιστωτών (άρθρ. 10 παρ. 1 του Ν. 3869/2010). Αυτά τα στοιχεία, όμως, δεν
μπορούν να διαπιστωθούν εκ των προτέρων και πάντως εν προκειμένω, υπό τους ως άνω οριζόμενους στον Ν. 3869/2010 όρους, δεν καταλείπεται πεδίο εφαρμογής του άρθρ. 69 του ΚΠολΔ για προληπτική δικαστική προστασία. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Η παριστάμενη πιστώτρια με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και εξειδικεύθηκε με τις προτάσεις τους, που κατατέθηκαν νόμιμα, προέβαλλε τον ισχυρισμό περί δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της αιτούσας, διότι προέβη σε υπέρμετρο δανεισμό αν και γνώριζε ότι δεν θα ήταν σε θέση να είναι συνεπής στην καταβολή των μηνιαίων δόσεων και έτσι περιήλθε σε κατάσταση υπερχρέωσης. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στο άρθρο 1 Ν. 3869/2010 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα» Επίσης, προέβαλλε περαιτέρω τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Η ένσταση αυτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άσκησης της ένδικης αίτησης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές (Α.Π. 1006/1999), κατά το μέρος, δε, που αφορά στο ασκούμενο διά της αιτήσεως δικαίωμά του, ο ως άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι ακόμη και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ, αφού η άσκηση της αίτησης είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του Ν. 3869/2010, ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά, με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του πιστωτή, η ρύθμιση δε αυτή βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Σε κάθε περίπτωση, η υπαγωγή στις διατάξεις τού ως άνω νόμου εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου και η αίτηση θα γίνει δεκτή μόνο με τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 2 του νόμου αυτού, άλλως αυτή θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί καταθέσεως της αιτούσας, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης των εγγράφων που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες και παρά την ενδεχόμενη μνημόνευση ορισμένων μόνον εξ αυτών κατωτέρω, συνεκτιμώνται στο σύνολο τους χωρίς να παραλειφθεί κανένα, καθώς και από εκείνα, που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκληση τους – παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Β, Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρθρο 759 αριθ. 5, Α.Π. 174/1987, ΕλλΔνη 29,129) από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρο 261, 352 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με την
αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων, (αρ. 744 ΚΠολΔ), και την επ’ ακροατηρίω προφορική διαδικασία, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή: η αιτούσα, ηλικίας σήμερα … ετών, είναι άγαμη και δεν έχει αποκτήσει τέκνα. Σήμερα είναι συνταξιούχος, λαμβάνοντας μηνιαίως το συνολικό ποσό των 1.204,16 ευρώ (κύρια και επικουρική σύνταξη). Προ της συνταξιοδοτήσεώς της και από το έτος 1984 εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία ήταν χημική εταιρεία, με μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Πλην όμως, το έτος 2012 η εταιρεία έκλεισε αιφνιδίως και η αιτούσα απολύθηκε. Εξαιτίας του γεγονότος ότι η αιτούσα τότε ήταν 56 ετών και λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης δεν ήταν εφικτό να εξεύρει νέα εργασία αναγκάστηκε να καταθέσει αίτηση συνταξιοδότησης. Κατά το χρόνο της εργασίας της στην ανωτέρω εταιρεία είχε ιδιαίτερα υψηλές αποδοχές, οι οποίες κατά τα οικονομικά έτη 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011 ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 53.270,47 ευρώ, 60.089,99 ευρώ, 60.171,77 ευρώ, 72.177,77 ευρώ, 65.367,95 ευρώ και 71.014,07 ευρώ. Κατόπιν, τα εισοδήματά της υπέστησαν κατακόρυφη πτώση και ανήλθαν κατά τα οικονομικά έτη 2012, 2013, 2014 στο συνολικό ποσό των 24.546,20 ευρώ, 19.447,67 ευρώ και 17.975,38 ευρώ αντίστοιχα και κατά τα φορολογικά έτη 2014 και 2015 ανήλθαν στο ποσό των 18.051,40 ευρώ και 17.620,54 ευρώ αντίστοιχα (βλ. προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα αντίστοιχων οικονομικών και φορολογικών ετών). Από τα ανωτέρω αναφερόμενα συνάγεται με σαφήνεια ότι τα ετήσια εισοδήματα της αιτούσα έχουν υποστεί μείωση υψηλότερη του 50%. Περαιτέρω, οι μηνιαίες δαπάνες της αιτούσας ανέρχονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 700,00 ευρώ, όπως άλλωστε τις προσδιορίζει και η ίδια η αιτούσα στην υπό κρίση αίτησή της, δεδομένου ότι δεν βαρύνεται με την καταβολή μισθώματος και δεν έχει εξαρτώμενα μέλη. Mε τον καθορισμό του ως άνω ποσού δεν θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης της αιτούσας, ούτε επέρχεται εξαθλίωση της οφειλέτριας αυτής, η οποία αιτούμενη την υπαγωγή της στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, πρέπει να μειώσει τις δαπάνες της στις απολύτως απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών της. (βλ. ΜΠρΛαμ 65/2016, ΕιρΧαν 259/2011, όπως εκτίθεται σε Α. Γαλανοπούλου-Μητροπούλου, Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά, Νομική αντιμετώπιση, σελ. 145 επ).
Σε χρόνο προγενέστερο του έτους η αιτούσα έλαβε τα κάτωθι δάνεια από τις καθ’ ων, τα οποία θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης με εξαίρεση τα εμπράγματος εξασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρ. 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010). Ειδικότερα έλαβε: 1) από την πρώτη των καθ’ ων: α) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 4908469620885097 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 11.111,63 ευρώ και β) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 5100530856347038 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 5.584,28 ευρώ, 2) από τη δεύτερη των καθ’ ων: α) δυνάμει της υπ’ αριθμόν 650001205155 σύμβασης, ένα στεγαστικό δάνειο, για το οποίο σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 32.961,26 ευρώ, β) δυνάμει του υπ’ αριθμόν
λογαριασμού 4063010092584130 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 0,01 ευρώ, γ) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 47927306815114010 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 0,01 ευρώ, δ) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 5101551107602418 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 0,01 ευρώ και ε) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 5458650769954320 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 0,01 ευρώ, 3) από την τρίτη των καθ’ ων: α) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 5278900019445928 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 6.915,72 ευρώ και β) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 5278900086856981 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 6.036,82 ευρώ, 4) από την τέταρτη των καθ’ ων: α) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 200503015070000 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 6.043,70 ευρώ, β) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 200711155291000 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 3.122,86 ευρώ, γ) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 20071155040000 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 1.425,66 ευρώ και δ) δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 200410290403000 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 970,77 ευρώ και 5) από την πέμπτη των καθ’ ων δυνάμει του υπ’ αριθμόν λογαριασμού 4232950037058003 μία πιστωτική κάρτα, για την οποία σήμερα οφείλεται το συνολικό ποσό των 4,436,51 ευρώ. Η συνολική οφειλή της αιτούσας προς τις πιστώτριές της ανέρχεται στο ποσό των 78.981,27 ευρώ. Η μηνιαία δόση για την εξυπηρέτηση του συνόλου του δανεισμού ανερχόταν στο ποσό των 1.300,00 ευρώ περίπου, την οποία ήταν σε θέση να καταβάλλει δυνάμει των εισοδημάτων, που ελάμβανε μέχρι το έτος 2012. Η αιτούσα εξαιτίας των ιδιαιτέρως υψηλών εισοδημάτων της είχε τη βεβαιότητα ότι θα μπορούσε να είναι συνεπής στην καταβολή των μηνιαίων δόσεων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι οφειλές τη αιτούσας καίτοι προέρχονται κυρίως από πιστωτικές κάρτες εντούτοις δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε δόλος στο πρόσωπό της καθόσον τα ετήσια εισοδήματά της υπερέβαιναν το ποσό των 60.000,00 ευρώ (ήτοι το μηνιαίο της εισόδημα ανερχόταν τουλάχιστον σε 4.300,00 ευρώ X 14 μήνες). Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι η αιτούσα ήταν σε θέση να είναι συνεπής δανειολήπτρια και η σημερινή αδυναμία της προς καταβολή των δόσεων οφείλεται στην πολύ μεγάλη συρρίκνωση των εισοδημάτων της.
Η αιτούσα έχει στην πλήρη κυριότητα της μία οριζόντια ιδιοκτησία, επιφάνειας 102,00 τ.μ., που ευρίσκεται στο … Αττικής (οδός …, αριθ. ..) αντικειμενικής αξίας 133.018,20 ευρώ (βλ. τον ΕΝΦΙΑ έτους 2019), η οποία αποτελεί την πρώτη κατοικία τους και ζητείται η εξαίρεσή της από τυχόν εκποίηση. Η αντικειμενική αξία δε της πρώτης κατοικίας δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για την περίπτωση της αιτούσας, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση του από την εκποίηση. Περαιτέρω, έχει το υπ’ αριθμόν κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασιακής κατασκευής NISSAN, τύπου MICRA, 1275cc, έτους πρώτης κυκλοφορίας 1993, μηδαμινής αξίας, το οποίο είναι απαραίτητο για τις καθημερινές μετακινήσεις της, κρίνεται δε ότι δεν θα
προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον και δε θα επιτευχθεί ικανό τίμημα, λόγω της παλαιότητάς του και ως εκ τούτου πρέπει να εξαιρεθεί από τυχόν εκποίηση.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας, οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 και ειδικότερα σ’ αυτή της διάταξης του άρθρου 8§2, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4161/2013 και όπως ισχύει για την υπό κρίση αίτηση (βΛ. παρ.5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 [ΦΕΚ Α 94/14-8-2015]), για μηνιαίες καταβολές για χρονικό διάστημα τριών ετών. Η ρύθμιση των χρεών της αιτούσας θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας προς τις καθ’ ων από τα εισοδήματα της, αφαιρουμένων τυχόν ποσών που καταβλήθηκαν με προσωρινή διαταγή (άρθρα 5§3 και 8§2γ’ του ν. 3869/2010, όπως ισχύουν από την 14-6-2018 με τις διατάξεις του Ν. 4549/2018, μεταβατική διάταξη άρθρου 68). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το ποσό, το οποίο θα καταβάλλει η αιτούσα ορίζεται στο ποσό των 180,00 ευρώ. Στην απόφαση προσωρινής διαταγής της Ειρηνοδίκη περιελήφθη διάταξη δυνάμει της οποίας η αιτούσα μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως κατέβαλλε προς τις καθ’ ων το συνολικό ποσό των 6.500,00 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενα γραμμάτια είσπραξης). Οι προσωρινές αυτές μηνιαίες καταβολές, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 8 παρ. 2 ν. 3869/2010, όπως αυτές προστέθηκαν με τα άρθρα 58 παρ. 2 και 61 παρ. 2 του ν. 4549/2018, πρέπει να συνυπολογιστούν ως προς το ποσό τους σ’ αυτές της πιο πάνω οριστικής ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2, ήτοι αφαιρώντας από το ποσό που ορίστηκε ως μηνιαία δόση για την αιτούσα, το ποσό που προκύπτει από το συνολικό καταβληθέν ποσό σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής, διαιρούμενο δια το πλήθος των δόσεων της ρύθμισης. Έτσι, εν προκειμένω, από το συνολικό ποσό των 6.500,00 ευρώ που κατέβαλε η αιτούσα δυνάμει της προσωρινής διαταγής, διαιρούμενο δια του πλήθους των 36 δόσεων που ορίστηκαν ως χρονικό διάστημα της οριστικής ρύθμισης, προκύπτει ποσό 180,55 ευρώ (6.500,00 € / 36). Κατά συνέπεια η υποχρέωση της αιτούσας περί καταβολής ποσού επί τριετία κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 έχει ικανοποιηθεί με τις καταβολές της προσωρινής διαταγής και ως εκ τούτου δεν θα οριστούν περαιτέρω καταβολές.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 14 παρ.1 Ν. 4346/2015 (ΦΕΚ Α 152) και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτής υπ’ αριθμ. ../15.12.2015 (ΦΕΚ /16.12.2015) απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία ισχύει για τις αιτήσεις που κατατίθενται από 1.1.2016, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας των αιτούντων, θα πρέπει να ορισθούν πρόσθετες καταβολές μέχρι τη συμπλήρωση ποσού, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από αυτό που θα ελάμβαναν οι πιστώτριές του σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ως προς την νομιμοποίηση της αιτούσας, που υπέβαλλε το σχετικό αίτημα πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή της κύριας κατοικίας της σε καθεστώς διάσωσης, αφού η αντικειμενική της αξία της πλήρους κυριότητας αυτής σε ανέρχεται στο ποσό των 133.018,20 ευρώ (βλ. Ε.Ν.Φ.Ι.Α. έτους 2019) δεν υπερβαίνει το όριο προστασίας που θέτει ο νόμος, το ύψος του μηνιαίου διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος δεν υπερβαίνει τις εύλογες
δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70% και είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013. Συνεπώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ένταξη της κατοικίας της στη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 για εξαίρεση από την εκποίηση. Κατά το άρθρο 9 παρ.2 το ποσό που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του προσδιορίζεται από το ποσό που θα λάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Συνεπώς κρίσιμη για τον προσδιορισμό του ποσού αυτού είναι η εμπορική αξία της κύριας κατοικίας, μειωμένη κατά τα έξοδα της εκτέλεσης, ενώ για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία, η οποία ορίζεται και ως τιμή πρώτης προσφοράς με βάση τις διατάξεις των άρθρων 993 παρ. 2 και 995 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ν. 4335/2015. Η εμπορική αξία του δικαιώματος της πλήρους κυριότητας ανέρχεται στο ποσό των 140.000,00 ευρώ. Η τιμή αυτή είναι καθ’ όλα εύλογη με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά του …., δεδομένης της αντικειμενικής του αξίας, καθόσον το ακίνητο είναι επιφάνειας 102,00 τ.μ.. Το ποσό του πλειστηριάσματος σε περίπτωση που εκπλειστηριαζόταν η κατοικία της, αφαιρουμένου του ποσοστού απομείωσης αυτής λόγω της αναγκαστικής εκποίησης της (άρθρο 993 παρ. 2 εδ. γ’ και 954 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ) σε πλειστηριασμό και των εξόδων που συνδέονται με αυτόν και ορίζονται από το παρόν Δικαστήριο στο ποσό των 3.000,00 ευρώ, εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο ποσό των 137.000,00 ευρώ, ποσό το οποίο υπερβαίνει το συνολικά οφειλόμενο στις πιστώτριες, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 78.981,27 ευρώ. Επειδή δε θα επέλθει πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των καθ’ ων από το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό, που καταβλήθηκε στα πλαίσια της προσωρινής διαταγής και συνυπολογίσθηκε στις καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2. Επομένως, στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές, συνολικού ποσού 72.481,27 ευρώ (78.981,27€ – 6.500,00€), ο δε χρόνος αποπληρωμής του, θα πρέπει να οριστεί σε δεκαπέντε πέντε (15) έτη, λαμβανομένων υπόψη του ύψους του ανταλλάγματος που πρέπει να πληρώσει η αιτούσα για τη διάσωση της κατοικίας της και της ηλικίας της. Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 402,67 ευρώ. Η κατανομή των μηνιαίων δόσεων προς τους πιστωτές θα γίνει αναλογικά σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 974 επ. ΚΠολΔ (βλ. ειδικότερα άρθρο 977 παρ. 3 εδαφ. γΖ και 1007 ΚΠολΔ για την ύπαρξη ενυπόθηκων απαιτήσεων και μη προνομιούχων απαιτήσεων), εξομοιώνεται δε πλήρως ο ενυπόθηκος με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη την διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης κατ’ άρθρο 1007 παρ. 1 (ΑΠ 31/2009 Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η καταβολή των δόσεων για τη διάσωση της κατοικίας του θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγάστρου δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θα αρχίσει τον τρίτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ήτοι την 1η Ιουνίου 2020. Επισημαίνεται ότι δυνάμει της διάταξης 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 όπως ισχύει με τους Ν.
4346/2015 και 4549/2018, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Ελληνικό Δημόσιο για τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, το οποίο ορίζει η δικαστική απόφαση, ενημερώνοντας σχετικά τους πιστωτές. Κατά συνέπεια των παραπάνω πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ρυθμιστούν τα χρέη της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της. Η απαλλαγή της αιτούσας από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των πιστωτριών της, θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρ. 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010) μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων, που τους επιβάλλεται με την απόφαση αυτή και με την επιφύλαξη της τυχόν τροποποιήσεως της παρούσας ρύθμισης. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται επειδή κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στα πλαίσια του ν.3869/2010 δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 14 ν. 3869/2010). Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατά το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι έκρινε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι μία οριζόντια ιδιοκτησία, επιφάνειας 102,00 τ.μ., που ευρίσκεται στο … Αττικής (οδός …, αριθ. ..), αντικειμενικής αξίας 133.018,20 ευρώ.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την αιτούσα να καταβάλλει στις καθ’ ων, για την διάσωση της κύριας κατοικίας της εντός δεκαπέντε (15) ετών το συνολικό ποσό των 72.481,27 ευρώ, ήτοι το ποσό των 402,67 ανά μήνα και για είκοσι πέντε έτη, η δε κατανομή προς τους πιστωτές θα γίνει αναλογικά σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 974 επ. ΚΠολΔ. Η καταβολή των δόσεων θα αρχίσει τον τρίτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ήτοι την 1η Ιουνίου 2020 και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Χαλάνδρι, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, και με τη παρουσία του Γραμματέα της έδρας, στις 26/3/2020.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ
ΕΛΕΝΗ ΚΑΨΙΜΑΛΗ |
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ |