ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αριθμός 85/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΡΩΠΙΑΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή, Μαρία Χαλκιαδάκη, Ειρηνοδίκη, και από τη Γραμματέα, Ελένη Ροϊνά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 20η Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας – καλούσας: Ε.Α. του .., κατοίκου … Αττικής, …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Άννας Κορσάνου.
Των μετεχόντων στη δίκη πιστωτών – καθ’ ων η κλήση, οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευση τους (άρθρα 5 Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ) και παρίστανται ως εξής: 1) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Αθήνα, οδός … αρ. .., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία δεν παραστάθηκε, 2) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. .., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία δεν παραστάθηκε, 3) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. .., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία δεν παραστάθηκε, και 4) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός … αρ. .., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-12-2014 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου … με αριθμό κατάθεσης 189/2015, και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24-01-2029, και κατόπιν της από 8-12-2015 και με αριθμό κατάθεσης 1214/2015 κλήσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά την συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις με αριθμούς 8028/27-2-2015, 8030/27-2-2015, 8023/27-2-2015, και 8033/27-2-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Νικολάου I. Σπηλιόπουλου, που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα, προκύπτει ότι επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης, στο οποίο εμπεριέχεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 του Ν. 3869/2010 πρόσκληση, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αρχική δικάσιμο της 24-01-2029, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις καθ’ ων. Περαιτέρω, από τις με αριθμούς 9044/16-12-2015, 9035/16-12-2015 και 9017/16-12-2015 εκθέσεις επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα, προκύπτει ότι επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης, στο οποίο εμπεριέχεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 του Ν. 3869/2010 πρόσκληση, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις καθ’ ων. Επομένως, εφόσον αυτές δεν εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από νόμιμο εκπρόσωπο ή πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, πρέπει να δικασθούν ερήμην, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αίτηση αιτούσα επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τους μετέχοντες πιστωτές ζητά τη ρύθμιση των χρεών της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η εισοδηματική, οικογενειακή και περιουσιακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή της απ’ αυτά.
Η αίτηση, η οποία είναι πλήρως ορισμένη, αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των αρθ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 3869/2010), εφόσον τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο προδικασία με την αποτυχία του προδικαστικού συμβιβασμού δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το 1 σχέδιο διευθέτησης των οφειλών από τους μετέχοντες πιστωτές. Παράλληλα, δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί άλλη απόφαση ρύθμισης με απαλλαγή από τις οφειλές της, ή οριστική απόφαση που απέρριψε προγενέστερη αίτησή της λόγω δόλου ως προς την περιέλευσή της σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος της αλήθειας (αρθ. 61 παρ. 1 ν. 4549/18), ή απορριπτική απόφαση προγενέστερης αίτησης για ουσιαστικούς λόγους, ούτε απόφαση που διέταξε την έκπτωσή της για τους λόγους του αρθ. 11 παρ. 2, ή απόφαση περί μη απαλλαγή της κατ’ αρθ. 11 παρ. 1, ή περί έκπτωσής της για τους λόγους που αναφέρονται στο αρθ. 10 παρ. 1 και 2 (βλ. τη με αριθμό 30/2019 βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Κρωπίας), και προσκομίστηκε υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας με ημερομηνία 24-02-2015 για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων της, των πιστωτών της και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία.
Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τους ν. 4336/15, 4346/15 και 4549/18, οι διατάξεις του οποίου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς αιτήσεις (αρθ. 68), καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στις ρυθμίσεις του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη της δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της. Επομένως, η αίτηση πρέπει να εξεταστεί παραπέρα ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, μετά την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης (Π1957013).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της αιτούσας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, κι όλων των εγγράφων που η αιτούσα νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να
χρησιμεύσουν για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα έχει γεννηθεί το έτος .., είναι έγγαμη και μητέρα δύο ενήλικων τέκνων. Η αιτούσα εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος (…) με μηνιαίες αποδοχές ύψους 958,90 ευρώ, ενώ ο σύζυγός της είναι συνταξιούχος με μηνιαία σύνταξη ύψους 808,85 ευρώ. Το συνολικό οικογενειακής εισόδημα της αιτούσας ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 1.767,75 ευρώ. Η αιτούσα διαμένει με το σύζυγό της και την οικογένεια του ενός τέκνου της, σε μισθωμένη κατοικία, αντί μηνιαίου μισθώματος 350 ευρώ, στο … Αττικής. Στις οικογενειακές δαπάνες της αιτούσας, περιλαμβάνονται οι απαιτούμενες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ιδίας και της οικογένειάς της. Ανέρχονται δε οι δαπάνες αυτές, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περίπου στο ποσό των 1.600,00 ευρώ μηνιαίως, καθώς η αιτούσα, όπως αποδείχθηκε, συμβάλει στη διατροφή του ανήλικου εγγονού της, που διαμένει μαζί της.
Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, η αιτούσα είχε δανεισθεί από τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες, τα παρακάτω ποσά, τα οποία, κατά πλάσμα του νόμου, καθίστανται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα χρέη και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (βλ. Αθ. Γ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», έκδ. 2010, σελ. 99), με εξαίρεση τα παρακάτω εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια, του οποίου ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής, μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010). Πιστώτριες της αιτούσας είναι: 1) η πρώτη των καθ’ ων προς την οποία οφειλή ύψους 21.647,34 € (κεφάλαιο, τόκοι έξοδα), η οποία απορρέει από την υπ’ αριθμόν 6005286043 σύμβαση δανείου, 2) η δεύτερη των καθ’ ων προς την οποία έχει οφειλή ύψους 3.358,91 € (κεφάλαιο, τόκοι έξοδα), η οποία απορρέει από την υπ’ αριθμόν 00201404145017 σύμβαση δανείου, 3) η τρίτη των καθ’ ων προς την οποία έχει οφειλή ύψους 2.935,18 € (κεφάλαιο, τόκοι έξοδα), η οποία απορρέει από την υπ’ αριθμόν 20693333055 σύμβαση δανείου, και 4) η τέταρτη των καθ’ ών προς την οποία έχει οφειλή ύψους 1.895,72 € (κεφαλαίο, τόκοι, έξοδα), η οποία απορρέει από την υπ’ αριθμόν 104698 σύμβαση δανείου. Το σύνολο των οφειλών της αιτούσας ανέρχεται στο ποσό των 29.837,15 ευρώ.
Περαιτέρω, η αιτούσα είναι κυρία σε ποσοστό 50% οικίας ευρισκόμενης στο νομό …, στο δήμο …, επιφάνειας 62,59 τμ, εντός οικοπέδου επιφάνειας 225 τμ τα οποία απέκτησε με κληρονομική διαδοχή, σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο μάρτυρας της αιτούσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Το ανωτέρω ακίνητο αποτελεί τη δυνητική κύρια κατοικία της αιτούσας και η αντικειμενική αξία του ανέρχεται στο ποσό των 24.037,38 + 3.454,04 = 27.491,42 ευρώ (βλ. δήλωση ΕΝΦΙΑ 2018), η οποία δεν υπερβαίνει το όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή του από την εκποίηση. Τέλος, η αιτούσα είναι κυρία οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας …, τύπου RENAULT, έτους κυκλοφορίας 1999, το οποίο εκτιμάται ότι πρέπει να εξαιρεθεί από τυχόν εκποίηση, καθώς δεν δύναται να αποφέρει αξιόλογο τίμημα από τυχόν εκποίησή του, λαμβανομένης υπόψη της χαμηλής αξίας του και των εξόδων της εκποίησης.
Με βάση τα ανωτέρω, η αιτούσα έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε πραγματική αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες αυτές χρηματικές οφειλές της, και ως εκ τούτου συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του νόμου 3869/10. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, κατά το χρόνο λήψης των δανείων, διέθετε οικογενειακό εισόδημα μεγαλύτερο από το σημερινό και ικανό για να αποπληρώνει τις απαιτούμενες μηνιαίες δόσεις της προς τις καθ’ ων. Πιο συγκεκριμένα, η οικονομική κατάστασή της δεν αναμένεται να βελτιωθεί, ενόψει της οικονομικής κρίσης που πλήττει την χώρα, των υψηλών επιπέδων ανεργίας, και των περικοπών που εφαρμόζονται στου μισθούς και τις συντάξεις. Περαιτέρω, από τη συγκριτική επισκόπηση των οικογενειακών εισοδημάτων της αιτούσας κατά τον παρόντα χρόνο και της αναληφθείσας υποχρέωσης προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες, είναι πρόδηλο ότι η σχέση ρευστότητας της αιτούσας προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της, αφού ληφθούν υπόψιν και οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της είναι αρνητική, υπό την έννοια ότι η ρευστότητα της δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στις οφειλές της και συνάμα στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών αυτής, συνεπώς βρίσκεται σε αδυναμία να παρακολουθήσει το ληξιπρόθεσμο του χρέους της και να προβεί στη σχετικώς άμεση ικανοποίησή του. Η αιτούσα είχε αναλάβει τις επίδικες οφειλές βασιζόμενη στο γεγονός όχι το εισόδημά της κατά την ανάληψή τους επαρκούσε για την ικανοποίησή τους, δεδομένου ότι ο σύζυγός της αποκόμιζε από την εργασία του περισσότερα χρήματα σε σχέση με τη σημερινή σύνταξή του. Η μείωση, όμως, του οικογενειακού εισοδήματος της, λαμβανομένης υπόψη της παρούσης οικονομικής κατάστασης της χώρας, των σημαντικών περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, αλλά και των αυξημένων ποσοστών ανεργίας, της αύξησης της φορολογίας και της αύξησης του κόστους διαβίωσης, είχε ως αποτέλεσμα να ανατραπούν οι συνθήκες διαβίωσής της, χωρίς να μπορεί να γίνει αναπλήρωση των εισοδημάτων της από άλλη πηγή. Συνεπεία των ανωτέρω, η αιτούσα έχει πάψει να εξυπηρετεί τις παραπάνω ληξιπρόθεσμες οφειλές της, καθώς περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής αυτών. Η δε αδυναμία της αυτή είναι γενική, καθώς, όπως διαμορφώθηκε το οικογενειακό της εισόδημα, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις ανωτέρω χρηματικές οφειλές της και μόνιμη, αφού δεν αναμένεται αύξηση των οικογενειακών εισοδημάτων της κατά το προσεχές μέλλον, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε δολιότητα της αιτούσας, καθώς αυτή δεν απέκρυψε από τις πιστώτριές της τα μηνιαία εισοδήματά της όταν έλαβε τα επίδικα δάνεια, ούτε αποδείχθηκε ότι κατά την ανάληψη των οφειλών της γνώριζε ή αποδέχθηκε το ενδεχόμενο της μελλοντικής μη αποπληρωμής τους, ούτε μεταγενέστερα δημιούργησαν σκοπίμως συνθήκες που την περιέφεραν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.
Από τα προλεχθέντα συνάγεται ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και, καθώς το προτεινόμενο από αυτήν σχέδιο ρύθμισης των οφειλών της δεν έγινε δεκτό από τις πιστώτριές της, πρέπει το Δικαστήριο να προβεί στη ρύθμιση των οφειλών της. Συγκεκριμένα, λόγω μη ύπαρξης ρευστοποιήσιμης περιουσίας της, η αιτούσα θα υπαχθεί στις κάτωθι ρυθμίσεις: α) σε αυτήν του άρθρ.
8 παρ. 2, για μηνιαίες καταβολές απευθείας στις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες από τα εισοδήματα της επί τριετία, και β) σε αυτήν του άρθρ. 9 παρ. 2 για μηνιαίες καταβολές, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της, δεδομένου ότι προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση, η οποία είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (βλ. Αθ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», έκδ. 2010, σελ. 148, αριθ. 16). Όσον αφορά στη μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής της, το προς διάθεση στις πιστώτριές της ποσό, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών της αναγκών και ανάλογα με το μηνιαίο εισόδημά της, ανέρχεται στο ποσό των 167,75 ευρώ μηνιαίως, κατ’ εκτίμηση του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, δεδομένου ότι με τη διάταξή του άρθρου 9 παρ. 2β του Ν. 3869/2010, (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 62 του Ν. 4549/2018 ΦΕΚ A 105/14.6.2018 και η οποία δυνάμει του άρθρου 68 παρ. 8 του Ν. 4549/2018 εφαρμόζεται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου), ορίζεται ότι «Κατά το χρονικό διάστημά των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8 το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης», οι ρυθμίσεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 θα συμπέσουν, καθώς κατά τη ρύθμιση των οφειλών εκάστου των αιτούντων το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται, κατά τα προαναφερθέντα, να χορηγήσει περίοδο χάριτος, πλην όμως για τον καθορισμό των μηνιαίων δόσεων των δύο ρυθμίσεων θα πρέπει να τηρηθούν δύο βασικές προϋποθέσεις: α) η μη υπέρβαση της ικανότητας αποπληρωμής χρέους του οφειλέτη, ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, και β) η καταβολή του υποχρεωτικού ανταλλάγματος για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του στους πιστωτές, ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου ως άνω νόμου. Εξάλλου, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου αντίτιμο της διάσωσης δεν συνδέεται με τα εισοδήματα και τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη, όπως οι μηνιαίες καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και παρ. 5 του νόμου, αλλά με την αξία της κύριας κατοικίας του.
Επομένως, για την διάσωση του ανήκοντος σε αυτήν ιδανικού μεριδίου της κύριας κατοικίας της, η αιτούσα, θα πρέπει να καταβάλει το 80% της αντικειμενικής της αξίας, ήτοι 21.993,13 ευρώ (27.491,42 ευρώ Χ 80%). Ο χρόνος εξόφλησης πρέπει να οριστεί σε 10 έτη (120 μηνιαίες δόσεις), λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας των δανείων, του συνόλου του χρέους της αιτούσας, της οικονομικής της δυνατότητας και κυρίως της ηλικίας της. Ούτω, το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας ανέρχεται σε 183,27 ευρώ (21,993,13 ευρώ / 120 μήνες), η δε καταβολή των εν λόγω δόσεων θα ξεκινήσει από τον επόμενο μήνα αυτού της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης και θα γίνει με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται
μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό, εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός. Το ποσό εκάστης μηνιαίας καταβολής, η αιτούσα θα πρέπει να το καταβάλλει συμμέτρως προς τις καθ’ ων πιστώτριές της. Ακολούθως, δεδομένου ότι, όπως κρίθηκε από το παρόν Δικαστήριο, η μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής της αιτούσας προς τις πιστώτριές της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των μηδέν 167,75 ευρώ, ήτοι σε ποσό έλασσον της δόσης που ορίστηκε για τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 (183,27 ευρώ μηνιαίως), η δόση του άρθρου 8 παρ. 2 πρέπει κατά τα προαναφερθέντα να οριστεί σε μηδέν (0) ευρώ και για χρονικό διάστημα 36 μηνών, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, μη συντρέχοντος λόγου ορισμού νέας δικασίμου προκειμένου να ελεγχθεί η τυχόν μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης και των οικογενειακών εισοδημάτων της αιτούσας. Στο σημείο αυτό, όμως, θα πρέπει να τονιστεί ότι σε περίπτωση που κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα των 36 μηνών, προκύψει αλλαγή στην οικονομική και περιουσιακή κατάσταση της αιτούσας, μπορεί να αναπροσαρμοσθούν οι μηνιαίες δόσεις με ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης κατ’ άρθρο 8 παρ. 4 Ν. 3869/2010 και 758 ΚΠολΔ (Ειρ. Πατρ. 60/2013 ΕλλΔνη. 878.2013, με σημείωση του Αθ. Κρητικού). Δεδομένου δε ότι με την παρούσα ορίζονται μηδενικές καταβολές για τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, για τυχόν ποσά που καταβλήθηκαν μέχρι και σήμερα δυνάμει προσωρινής διαταγής, δεν θα χωρήσει συνυπολογισμός αυτών, αλλά ούτε αναζητούνται, ή επιστρέφονται στην αιτούσα κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, καθόσον τυχόν καταβολές που έγιναν δεν αποτελούν καταβολές ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, αφού, εν τέλει, για την εν λόγω ρύθμιση ορίστηκαν μηδενικές καταβολές, αλλά απλές καταβολές έναντι των χρεών κατά τη διάταξη του άρθρου 417 επ. ΑΚ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές της αιτούσας σύμφωνα με το διατακτικό. Η απαλλαγή της από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των πιστωτών της, θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010) μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που της επιβάλλονται με την απόφαση αυτή και με την επιφύλαξη της τυχόν τροποποίησης της παρούσας ρύθμισης. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, γιατί η απόφαση δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 14 Ν. 3869/2010). Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 Ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην των καθ’ ων και παρουσία της αιτούσας.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες, κατά τρόπο οριστικό ορίζοντας μηδενικές καταβολές για χρονικό διάστημα 36 μηνών, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μήνα.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, δηλαδή την ανήκουσα στην αιτούσα κυριότητα σε ποσοστό 50% επί οικίας ευρισκόμενης στο νομό …, στο δήμο …, επιφάνειας
62,59 τμ, εντός οικοπέδου επιφάνειας 225 τμ, τα οποία απέκτησε με κληρονομική διαδοχή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της το συνολικό ποσό των 21.993,13 ευρώ, με μηνιαίες καταβολές ποσού 183,27 ευρώ για διάστημα 120 μηνών, η δε καταβολή των εν λόγω δόσεων θα ξεκινήσει από τον επόμενο μήνα αυτού της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης και θα γίνει με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικά δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό τον Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό, εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός.
Οι συγκεκριμένες καταβολές θα χρησιμοποιηθούν για τη σύμμετρη ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στο Κορωπί, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 21-02-2020.