Παρακάτω παρουσιάζεται μια ακόμα επιτυχής απόφαση του γραφείου μας. Πρόκειται για δανειολήπτρια που ήρθε στο γραφείο υπήχθε στο νόμο Κατσέλη και εξεδόθη θετική απόφαση. Εν τούτοις το Ταμειο Πρακαταθηκών και Δανείων έκανε έφεση κατά της απόφασης. Δικάστηκε η έφεση με συνεργάτη του γραφείου μας και απερρίφθη. Δηλαδή εξακολουθεί να ισχύει η απόφαση του Ειρηνοδικείου που δικαίωσε τη δανειολήπτρια.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
Αριθμός Απόφασης
3981/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ιωάννα Αλεξίδου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από το Γραμματέα Δημήτριο Δεριζιώτη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8-11-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δίκαιου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του …………………………..
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Α.Μ. του Π., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Μάρκου Παπακωνσταντή 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιό δικηγόρο, 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η 1η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 29/4/2015 και με αριθμό κατάθεσης 2348/18.5.2015 αίτησή της και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 704/Φ 2348/2016 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση. Κατά της πιο πάνω απόφασης το καθ’ ου και ήδη εκκαλούν άσκησε την από 27-10-2016 και με αριθμό κατάθεσης 46966/1937/2017 έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 560509/2017 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2452/2017, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων κατέθεσαν προτάσεις και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις με αριθμό 3864, 3859 και 3855/22.9.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δέσποινας Καραμπουρνιώτη, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει το εκκαλούν, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης κατά της υπ’ αρ. 704/Φ 2348/2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για να παραστούν στη συζήτηση της έφεσης κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του εκκαλούντος, στις 2η, 3η και 4η των εφεσίβλητων αντίστοιχα, οι οποίες όμως δεν εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρο κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Συνεπώς, οι ως άνω εφεσίβλητες πρέπει να δικαστούν ερήμην, το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 524 § 4, 741, 764 § 2 του ΚΠολΔ, 3 του ν. 3869/2010).
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αρ. 704/Φ 2348/2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και συγκεκριμένα ασκήθηκε στις 4-11-2016 (βλ. έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της εφέσεως) και δη εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης, η οποία έλαβε χώρα στις 17-10-2016, σύμφωνα με τα άρθρα 144, 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1,517, 518 § 1 ΚΠολΔ, αρμοδίως φέρεται δε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 του ίδιου Κώδικα).
Με την από 29/4/2015 αίτησή της η αιτούσα και ήδη 1η εφεσίβλητη, επικαλούμενη ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, ζήτησε τη διευθέτηση αυτών από το Δικαστήριο κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010 κατά το προτεινόμενο εξ’ αυτής σχέδιο, ήτοι με μηνιαίες καταβολές στις πιστώτριες καθ’ ων, έτσι ώστε να επέλθει μερική απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της έναντι των τελευταίων, καθώς και να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία της. Το Ειρηνοδικείο Αθηνών με τη με αριθμό 704/Φ 2348/2016 οριστική απόφασή του, έκρινε ορισμένη και νόμω βάσιμη την αίτηση και ακολούθως την έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, προβαίνοντας σε δικαστική ρύθμιση των χρεών της αιτούσας, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 175.373,47 ευρώ, ως εξής: α) όρισε να καταβάλει, στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 3869/2010, 49 μηνιαίες δόσεις ύψους 300 ευρώ εκάστη (αφού συνυπολόγισε τις καταβολές 11 μηνών που είχαν γίνει από την αιτούσα μετά την κατάθεση της αίτησης δυνάμει της από 5/10/2015 προσωρινής διαταγής του Ειρηνοδίκη Αθηνών), αρχής γενομένης τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της απόφασης και β) όρισε να καταβάλει η αιτούσα, στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, το ποσό των 19.929,38 ευρώ σε 216 μηνιαίες δόσεις (18 έτη), ύψους 92,26 ευρώ εκάστη, της πρώτης δόσης καταβλητέας μετά την πάροδο τεσσάρων ετών και ενός μήνα από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης, εξαιρώντας από τη ρευστοποίηση το ποσοστό κυριότητας της αιτούσας επί της κύριας κατοικίας της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα το καθ’ ού η αίτηση και ήδη εκκαλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δίκαιου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», με τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή του και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων κι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνισή της, έτσι ώστε να απορριφθεί η αίτηση.
Σύμφωνα με το άρ. 4 παρ. 1 του νόμου 3869/2010, η αίτηση του οφειλέτη περί υπαγωγής του στις διατάξεις του ως άνω νόμου, πρέπει να περιέχει: α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών,
που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 213/2018 Νόμος).
Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι έσφαλλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς όφειλε να απορρίψει προεχόντως ως αόριστη την αίτηση της αιτούσας-1ης εφεσίβλητης, για τον λόγο ότι δεν αναφερόταν σε αυτήν για ποιο λόγο προέβη στη σύναψη των οφειλόμενων δανείων, υπό ποιες συνθήκες περιήλθε σε υπερδανεισμό, τα ποσά που ήδη όφειλε κάθε φορά που έπαιρνε ένα νέο δάνειο καθώς και τα στοιχεία του κάθε δανείου. Ωστόσο, από την επισκόπηση της αίτησης προκύπτει ότι αυτή περιέχει τα ελάχιστα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και δη: α) την κατάσταση της περιουσίας της οφειλέτριας και των κάθε φύσης εισοδημάτων της, β) την κατάσταση των πιστωτών της και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση της οφειλέτριας, στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στη ως άνω αίτηση, ενώ όλα τα λοιπά στοιχεία, που εσφαλμένως υποστηρίζει το εκκαλούν ότι όφειλε να συμπεριλάβει, αποτελούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι του ορισμένου της αίτησης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αίτηση είναι ορισμένη ορθώς εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλλε και ως εκ τούτου ο σχετικός με το ως άνω κεφάλαιο πρώτος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι έσφαλλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς όφειλε να κάνει δεκτή την προταθείσα πρωτοδίκως ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αιτούσας για υπαγωγή της στις διατάξεις του ν. 3869/2010, εκθέτοντας ότι το δικαίωμα της αιτούσας υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη καθώς επίσης και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, διότι ανέλαβε υποχρεώσεις από δάνεια ενώ είχε πλήρη γνώση για την πιθανή αδυναμία πληρωμής των οφειλών της και ακολούθως με μια απλή επίκληση αδυναμίας εξόφλησης κατέθεσε την αίτηση υπαγωγής της στις διατάξεις του ν. 3869/2010 με απώτερο σκοπό τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους της. Ο ισχυρισμός αυτός, που τείνει να θεμελιωθεί στη διάταξη του 281 ΑΚ, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άσκησης της ένδικης αίτησης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και δε νοείται καταχρηστική άσκηση καθαρώς διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 1006/1999 ΕλλΔικ 40.1717, ΑΠ 980/1997 ΝοΒ 1998.960). Στις διαδικαστικές πράξεις, όπως η έγερση αγωγής ή η υποβολή αίτησης ενώπιον δικαστηρίου, προσήκει η ρύθμιση του άρθρου 116 ΚΠολΔ, η παράβαση της οποίας δεν επάγεται ευθέως απαράδεκτο, παρά μόνο αν συντρέχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 1142/2006, ΑΠ 1006/1999, ΑΠ 116/1997, ΕφΔωδεκ 81/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο εν προκειμένω υφίσταται. Άλλωστε, έλλειψη εννόμου συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο οφειλέτης αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από το
νόμο, να ρυθμίσει τις οφειλές του με ευεργετικό γι’ αυτόν τρόπο, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει. Κατά το μέρος, δε, που αφορά στο ασκούμενο διά της αιτήσεως δικαίωμά της, ο ως άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι ακόμη και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ, εφόσον δε γίνεται επίκληση προηγούμενης της άσκησης της ένδικης αίτησης συμπεριφοράς της αιτούσας που να δημιούργησε στους πιστωτές την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα ασκήσει το δικαίωμά της αυτό, την οποία μεταβάλλοντας εκ των υστέρων, επιχειρεί να ανατρέψει μια κατάσταση που έχει παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντά τους (όπως οι σχετικές προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης καταχρηστικής άσκησης αποδυναμωμένου δικαιώματος παρατίθενται στη σχετική νομολογία, βλ. ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 7/ 2002, ΟλΑΠ 33/2005, ΑΠ 613/2008, ΑΠ 701/2009, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου η επιδίωξη ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά και παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του πιστωτή, βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο νόμο 3869/2010 και στο ίδιο το κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Σε κάθε περίπτωση, η υπαγωγή ή όχι στις διατάξεις τού ως άνω νόμου εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου και η αίτηση θα γίνει δεκτή μόνο με τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του του νόμου (ΜονΠρ Ναυπλίου 694/2016, ΜονΠρΛαμίας 65/2016, ΜονΠρΧανίων 230/2017). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, έστω και σιωπηρά, απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του τρίτου λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 (“Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων…”), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων
αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το “αποδέχεται”. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α’ του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη αυτής. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017). Η τελευταία περίπτωση συντρέχει και όταν ο οφειλέτης, εν γνώσει του, χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημά του και τη γενικότερη θέση του και, συγκεκριμένα, όταν δεν φροντίζει για τη διατήρηση του ενεργητικού της περιουσίας του και τη σωστή διαχείρισή του ή όταν προβαίνει σε κατασπατάληση του εισοδήματος του ή των περιουσιακών του στοιχείων, με αποτέλεσμα να μειώνει τη δυνητική ροή ρευστότητας που διαθέτει. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να συνδέεται με την πρόκληση της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας να εξοφλήσει τα χρέη του, δηλαδή η πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πρέπει να οφείλεται σε δόλο του (ΑΠ 755/2018). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων γίνεται δεκτό ότι για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση του πιστωτή ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων των προς αυτόν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού
τραπεζικών προϊόντων, παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει αυτός να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 515/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, το εκκαλούν, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, υποστηρίζει ότι έσφαλλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς όφειλε να κάνει δεκτή την προταθείσα πρωτοδίκως ένσταση του περί υπάρξεως δολιότητας στο πρόσωπο της αιτούσας, εκθέτοντας ότι η αιτούσα προέβη σε υπερδανεισμό, λαμβάνοντας τραπεζικά προϊόντα εν γνώσει της ότι δεν θα είναι σε θέση να τα εξυπηρετήσει. Εκθέτει ειδικότερα ότι η αιτούσα είχε πριν τη συνταξιοδότησή της μηνιαίες αποδοχές 1.500 ευρώ, οι δε μηνιαίες ενήμερες δόσεις των δανείων της ανήρχοντο σε 1.110 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της μηνιαίας παρακράτησης 234,38 ευρώ από το εκκαλούν στο μισθό της και επομένως της απέμενε ποσό 390 ευρώ, το οποίο δεν έφτανε για τη διαβίωσή της. Εκθέτει επιπλέον ότι η αιτούσα, χωρίς να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια και σύνεση, προέβαινε σε λήψεις δανείων και πιστωτικών καρτών, ύψους 30.000 ευρώ και εγγυήσεων σε μεγάλα στεγαστικά δάνεια γνωρίζοντας ότι η εξυπηρέτησή τους θα ήταν επισφαλής και, εν πλήρη γνώση της κακής οικονομικής της κατάστασης και της αδυναμίας της να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, εξακολουθούσε να κάνει χρήση ανακυκλούμενης πίστωσης για να εξασφαλίσει επίπεδο ζωής ανώτερο εκείνου που της επέτρεπε το εισόδημά της, όπως συνομολογεί στην αίτησή της, καθώς η εκ μέρους της χρήση πιστωτικών καρτών έλαβε χώρα προκειμένου να ανταποκριθεί στις τρέχουσες και επιτακτικές οικογενειακές ανάγκες. Ότι η αιτούσα συμβλήθηκε με 4 τράπεζες και ανέλαβε 7 διαφορετικές οφειλές-τραπεζικά προϊόντα, όπως τα εν λόγω χρέη εξειδικεύονται ως προς το ύφος, το είδος και τον πιστωτή στην αίτησή της και οι οφειλές της ανέρχονται σε 175.373,47 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 30.000 ευρώ αφορά καταναλωτικά προϊόντα. Ότι επομένως πρόκειται αναντίρρητα για ένα υπερδανεισμό και η αιτούσα έλαβε όλα αυτά τα τραπεζικά προϊόντα εν γνώσει της ότι δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει. Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω ένσταση είναι πρωτίστως αόριστη, καθόσον δεν προτείνονται από το εκκαλούν, έστω και συνοπτικά, τα γεγονότα που θεμελιώνουν τη στηριζόμενη στη διάταξη του αρθ. 1 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 3869/2010 ένσταση της δολιότητας, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξή τους οι πιστωτές. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται τα τραπεζικά προϊόντα που η αιτούσα συμφώνησε, ο χρόνος που τα συμφώνησε και τα εισοδήματα της αιτούσας κατά τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, ώστε συγκρινόμενα να θεμελιώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων με βάση τις υφιστάμενες τότε αλλά και δυνάμενες να προβλεφθούν μελλοντικές οικονομικές της δυνατότητες. Επίσης δεν αναφέρονται μεταγενέστερα περιστατικά, τα οποία να συγκροτούν δική της υπαιτιότητα για την περιέλευσή
της σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, περιστατικά δηλαδή τέτοια τα οποία συνετέλεσαν στο να οδηγηθεί σ’ αυτήν την κατάσταση, τα οποία γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση περί δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε αδυναμία πληρωμών ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, το δε αιτιολογικό της εκκαλουμένης ως προς το ζήτημα της απόρριψης της ως άνω ένστασης ως ουσιαστικά αβάσιμης, αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), απορριπτομένης της σχετικής ένστασης ως αόριστης. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και η έφεση στο σύνολό της, καθώς το εκκαλούν δε βάλλει κατά των λοιπών κεφαλαίων της εκκαλουμένης, όπως η ρύθμιση των δόσεων του αρ. 8 παρ. 2 και άρ. 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 § 6 του Ν. 3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των 2ης, 3ης και 4ης των εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία την έφεση κατά της υπ’ αρ. 704/Φ2348/2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 11-3-2020.