ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Αριθμός απόφασης: 2/2022
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Σπυριδάκου, Ειρηνοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Ελένη Δρόσου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 08 Νοεμβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Μ.Α. του … και της …, κατοίκου … Αττικής, επί της οδού …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Άννας Κορσάνου (AM ΔΣΑ 25284).
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως αρχικής πιστώτριας και ως καθολικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενης, λόγω συγχώνευσης με εξαγορά της δεύτερης από την πρώτη, η οποία δεν παραστάθηκε και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως αρχικής πιστώτριας και ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία δεν παραστάθηκε.
Ο αιτών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17-10-2017 αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 60154/2366/2017, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 25ης-4-2018 και κατόπιν διαδοχικών αναβολών για τη δικάσιμο της 30ης-3-2021, οπότε ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας του κορωνοϊού COVID-19 και επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.
Μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό ακολούθησε η συζήτηση αυτής, όπως σημειώνεται στα πρακτικά και το Δικαστήριο,
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθμ. 10293/03-11-2017, 10290/03-11-2017 και 10297/03-11-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Νικολάου Σπηλιόπουλου, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 25ης-4-2018 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων αντίστοιχα. Κατά την παραπάνω δικάσιμο, η υπόθεση αναβλήθηκε για την 25Η-10-2019, ότε αναβλήθηκε εκ νέου για την 26η-10-2020, ότε αναβλήθηκε εκ νέου για την 30η-3-2021, ότε ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας του κορωνοϊού COVID-19 και επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, πλην όμως οι καθ’ ων δεν εμφανίστηκαν κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση προς όλους τους διαδίκους (άρθρα 226 παρ.4, 741 ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, κατά τις επιταγές του άρθρου 754 εδ. β’ του ΚΠολΔ θα προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, σελ. 20).
Ο στόχος στον οποίο αποβλέπει ο οφειλέτης υποβάλλοντας στο δικαστήριο την αίτηση του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010, είναι η ρύθμιση των χρεών του και, τελικά, η απαλλαγή του από αυτά. Εφόσον το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτησή του και προβεί σε ρύθμιση των χρεών του, ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται των χρεών του από την αρχή, αλλά, για να επέλθει η απαλλαγή, προϋποτίθεται η κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σε αυτόν με την απόφαση, πριν την οποία (εκτέλεση) δεν μπορεί να επέλθει απαλλαγή (βλ. σχετ. Αθανάσιο Κρητικό, Ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων, έκδ. Δ’, 2016, σελ. 474-483). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παράγραφο 1 του άρθρου 64 του Ν. 4549/2018: «Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8 επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την αυτοδίκαιη απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους. Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο, με αίτηση που κοινοποιείται στους πιστωτές και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πιστοποίηση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των οφειλών». Η παραπάνω διάταξη αναφορικά με τους πιστωτές έναντι των οποίων επέρχεται απαλλαγή επιβάλλεται να ερμηνευθεί συσταλτικά. Η απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται πράγματι έναντι των πιστωτών εκείνων που μετείχαν στη διαδικασία και προεχόντως έναντι εκείνων στους οποίους κοινοποιήθηκε η αίτηση του τελευταίου και το Σχέδιο διευθετήσεως οφειλών, στους οποίους και αναφέρεται η γενόμενη από το δικαστήριο ρύθμιση. Δεν περιλαμβάνονται επομένως, πιστωτές για τους οποίους η απόφαση του δικαστηρίου δεν έκανε καμία ρύθμιση. Η άποψη περί παραγωγής αποτελεσμάτων απαλλαγής και έναντι πιστωτών, που δεν ανήγγειλαν γενικώς τις απαιτήσεις τους θα δημιουργούσε ζητήματα συνταγματικότητας. Επομένως, έναντι των μη μετασχόντων της διαδικασίας πιστωτών, στους οποίους δεν κοινοποιήθηκε από τον οφειλέτη η αίτηση και το Σχέδιο διευθέτησης οφειλών, ούτε κλήθηκαν από το δικαστήριο, ούτε άσκησαν κύρια παρέμβαση κατά την παρ.1 του άρθρου 8 του προκείμενου νόμου, δεν αναπτύσσει αποτελέσματα η απαλλαγή του τελευταίου (βλ. σχετ. Αθανάσιο Κρητικό, Ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων, έκδ. Δ’, 2016, σελ. 482-483).
Περαιτέρω, από το σαφές νόημα της παραπάνω διάταξης προκύπτει ότι η απαλλαγή του οφειλέτη από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο χρέους επέρχεται με την κανονική εκτέλεση από μέρους του όλων των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8 του νόμου, ανεξάρτητα, όμως, από τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, η οποία ενδέχεται να μην είναι ομαλή, οπότε ο οφειλέτης επιτυγχάνει μεν απαλλαγή κατά το άρθρο 11 παρ. 1, πλην όμως έχει να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη καταγγελία της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 από πιστωτή κι εντεύθεν την κίνηση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κύριας κατοικίας του υπό τους όρους του άρθρου 9 παρ. 3 Ν. 3869/2010 (βλ. ΕιρΝεάπολης Βοιών 02/2021, ΕιρΑθ 2292/2020, ΕιρΑθ 2011/2017, αδημοσίευτες στο νομικό τύπο).
Με την υπό κρίση αίτηση, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ο αιτών, επικαλούμενος την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 23/Φ1929/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ζητεί να πιστοποιηθεί η απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών του που εμπεριέχονται στην αίτησή του ρύθμισης, από κάθε άλλη απαίτηση των καθ’ ων – πιστωτριών του σε βάρος του, καθώς και από οποιαδήποτε άλλη απαίτηση πιστωτών που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους και να καταδικαστούν οι καθ’ ων στα δικαστικά του έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο, η κρινόμενη αίτηση αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 3 και 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010). Περαιτέρω η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 8 και 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, μόνο όμως κατά το μέρος εκείνο με το οποίο ζητείται να πιστοποιηθεί η απαλλαγή του έναντι των πιστωτών εκείνων που μετείχαν στη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών του (καθ’ ων η αίτηση), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επίσης, απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αίτημα περί επιδίκασης δικαστικής δαπάνης, καθώς στη διαδικασία του προκείμενου νόμου δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται (άρθρο 8 παρ.6 του Ν. 3869/2010). Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από όλα τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζονται, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προκειμένου να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο υπόψη και χωρίς απόδειξη αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 31-5-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 495/2011 αίτησης του αιτούντος για τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 80/Φ495/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία διατάχθηκε επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να συμπληρωθεί, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της, η από 16-5-2011 υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος. Εν συνεχεία, με την από 9-5-2012 κλήση του αιτούντος επαναφέρθηκε προς συζήτηση η κρινόμενη αίτηση και ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 23/Φ1929/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Δυνάμει της τελευταίας αυτής απόφασης, η παραπάνω αίτηση έγινε εν μέρει δεκτή, ρυθμίστηκαν τα χρέη του αιτούντος με μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές του επί μία τετραετία, αρχής γενομένης την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης και συγκεκριμένα 1) στη … το ποσό των 115,37 ευρώ μηνιαίως, 2) στην …. το ποσό των 159,53 ευρώ μηνιαίως, 3) στην … το ποσό των 1,39 ευρώ μηνιαίως, 4) στη … το ποσό των 59,43 ευρώ μηνιαίως και 5) στην … το ποσό των 14,28 ευρώ μηνιαίως, εξαιρέθηκε από την εκποίηση το 50% της επικαρπίας του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντος και τέλος επιβλήθηκε στον αιτούντα η υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του στη …, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η δεύτερη των καθ’ ών, το ποσό των 283,33 ευρώ μηνιαίως και επί 60 μήνες, αρχής γενομένης την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την πάροδο τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης. Κατά της ως άνω απόφασης, η πρώτη καθ’ ης άσκησε την από 22-3-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 453/226-3-2013 έφεσή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 16484/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ανωτέρω έφεση απορρίφθηκε. Περαιτέρω, αποδείχτηκε η κανονική εκτέλεση από τον αιτούντα των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 με την ως άνω απόφαση και συγκεκριμένα η καταβολή: Α) στην πρώτη των καθ’ ων συνολικού ποσού 9.415,43 ευρώ, το οποίο μάλιστα υπερβαίνει κατά 1.757,99 ευρώ το συνολικό ορισθέν με την ανωτέρω απόφαση ποσό των 7.657,44 ευρώ Β) στη δεύτερη των καθ’ ων συνολικού ποσού 6.782,66 ευρώ, το οποίο μάλιστα υπερβαίνει κατά 1.178,18 ευρώ το συνολικό ορισθέν με την ανωτέρω απόφαση ποσό των 5.604,48 ευρώ και Γ) στην τρίτη των καθ’ ων συνολικού ποσού 3.538,08 ευρώ (βλ. προσκομισθείσες βεβαιώσεις καταβολών).
Συνεπεία των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να πιστοποιηθεί η απαλλαγή του αιτούντος από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής του έναντι των καθ’ ων – πιστωτριών του, λόγω της κανονικής εκτέλεσης από τον αιτούντα των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν με την υπ’ αριθμ. 23/Φ/1929/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Επισημαίνεται ότι η απαλλαγή του αιτούντος είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωσή του να τηρεί τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην ως άνω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. 23/Φ/1929/2013 απόφαση. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 386^/2010, αναλογικά εφαρμοζόμενο. Τέλος, παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, επειδή η παρούσα δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 14 Ν. 3869/2010).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ’ ων η αίτηση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙ την απαλλαγή του αιτούντος από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των καθ’ ων – πιστωτριών του, λόγω της κανονικής εκτέλεσης από τον αιτούντα των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν με την υπ’ αριθμ. 23/Φ/1929/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δίχως να επηρεάζεται η ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2 του Ν. 3869/2010, όπως η τελευταία ορίστηκε με την ως άνω απόφαση.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στις 4 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ