ΑΠΟΦΑΣΗ 8302/2023 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Νέα επιτυχής υπόθεση του γραφείου μας. Η πρώτη απόφαση του Ειρηνοδικείου ήταν θετική. Κατέθεσα έφεση πιστωτής. Η έφεση απερρίφθη. Η προστασία του οφειλέτη συνεχίζεται.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ

Αριθμός Απόφασης: 8302/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Αθανάσιο Καφύρα, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σταυρούλα Μπρουσοβάνα.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ακαδημίας 40), με ΑΦΜ 090016565, όπως εκπροσωπείται κατά τον νόμο, το οποίο εκπροσωπήθηκε στη δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γ. Κ. (ΑΜ/ΔΣΑ….).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Χ.Α. του Γ., κατοίκου ………. (οδός ……….), με ΑΦΜ ………….. και 2) Κ. Ρ. του ……, κατοίκου ομοίως, με ΑΦΜ ………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν αμφότεροι στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Άννα Κορσάνου (ΑΜ/ΔΣΑ 25284), 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ………….», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……. ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …….), όπως εκπροσωπείται κατά τον νόμο, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο και 5) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ………….», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………….), υπό την ιδιότητά της ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Oι 1ος και 2η των εφεσίβλητων άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 3.6.2015, με αριθμό κατάθεσης ………/2015, αίτησή τους, περί υπαγωγής τους στις διατάξεις του ν. 3869/2010, και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό ……./2017 οριστική απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αίτηση. Κατά της πιο πάνω απόφασης το 4ο καθ’ ου η αίτηση και ήδη εκκαλούν άσκησε την από 9.7.2019 έφεσή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό κατάθεσης …../……/2019 και στη συνέχεια αφού κατατέθηκε αντίγραφό της στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό κατάθεσης ……/……/2019, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν του ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις προσκομιζόμενες από το εκκαλούν υπ’ αριθ. ……/3.9.2019, ……../3.9.2019 και ……/3.9.2019 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………… αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του εκκαλούντος στις 3η, 4η και 5η των εφεσίβλητων αντίστοιχα, με την πράξη κατάθεσης και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο. Δεδομένου ότι οι 3η, 4η και 5η των εφεσίβλητων δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να δικαστούν ερήμην, ωστόσο η υπόθεση θα συζητηθεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (αρ. 524 § 4, 741, 764 § 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αρ. 3 του ν. 3869/2010).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αρ. 4187/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη και συγκεκριμένα ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του αρ. 518 § 2 ΚΠολΔ προθεσμίας δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (βλ. εκκαλούμενη απόφαση, στο τέλος της οποία αναγράφεται ως ημερομηνία δημοσίευσής της η 25.7.2017, σε συνδυασμό με την έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της υπό κρίση έφεσης, στην οποία αναγράφεται ως ημερομηνία κατάθεσής στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η 15.7.2019) (άρθρα 495, 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518 § 2 και 741 ΚΠολΔ), ενώ από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι παριστάμενοι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 17Α και 741 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αρ. 3 και 14 του ν. 3869/2010), κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρ. 741επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αρ. 3 του ν. 3869/2010), ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, ενόψει της σχετικής απαλλαγής του εκκαλούντος, δυνάμει του άρθρου 28 § 4 εδ. β’ του ν. 2579/1998, σε συνδυασμό με αρ. 19 του β.δ. της 26.6/10.7.1944 «Περί Κώδικος των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου». Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την από 3.6.2015, με αριθμό κατάθεσης ……./2015 αίτησή τους οι αιτούντες και ήδη 1ος και 2η των εφεσίβλητων, επικαλούμενοι ότι έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, ζήτησαν τη διευθέτηση αυτών από το Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3869/2010, κατά το προτεινόμενο από αυτούς σχέδιο, ήτοι να αποπληρωθεί μερικώς η συνολική οφειλή τους και να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία τους έναντι καταβολής μέρους της αξίας της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 4184/2017 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αίτησή τους προβαίνοντας σε ρύθμιση των οφειλών τους με καταβολές επί 45 μήνες στους πιστωτές τους, καθώς και με την περαιτέρω καταβολή ενός επιπλέον χρηματικού ποσού έκαστος στο πλαίσιο του αρ. 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και περαιτέρω διέταξε την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας τους έναντι μηνιαίων καταβολών επί πέντε έτη, στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ. 2 του ίδιου νόμου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το 4° καθ’ ου η αίτηση με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους που περιέχονται στο κρινόμενο δικόγραφο και ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ελλιπή αιτιολογία, ζητώντας την εξαφάνισή της, έτσι ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 τα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου νόμου, ενώ την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο Ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 330 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, τον δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι «Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξεως, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεως του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει αυτήν. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεως του και το «αποδέχεται» (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 59/2021,1446/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφισταμένη ενοχή (ΑΠ 677/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δόλο, κατά συνέπεια, συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης ή γενικότερα αδικοπραξία κλπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη, ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλομένου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στο βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στην περίπτωση του Ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α’ του άρθρου 1 του Ν 3869/2010 προκύπτει, ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην «περιέλευση» του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη αυτής. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει, ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπώνεται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ 1352/2021, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 59/2021, 335/2020, 286/2017, 153/2017, 65/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, από την επανεκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης του 1ου αιτούντος και ήδη 1ου εφεσίβλητου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι παριστάμενοι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία αναφέρονται στη συνέχεια, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης, δεδομένου ότι στην προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας εφαρμόζεται η αρχή της ελεύθερης απόδειξης και το ανακριτικό σύστημα (αρ. 744 ΚΠολΔ, βλ. X. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2013, υπό αρ. 744, με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία), λαμβανομένων υπόψη και των προσκομιζόμενων τα πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων (κατ’ αρ. 529 § 1 σε συνδυασμό με 741 ΚΠολΔ), αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι 1ος και 2η των εφεσίβλητων τυγχάνουν παντρεμένοι και έχουν δύο κοινά ενήλικα τέκνα, περαιτέρω η 2η εξ αυτών γεννήθηκε στις ……….. (βλ. από 15.10.2015 γνωστοποίηση αποτελέσματος αναπηρίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Περιφερειακό Υποκατάστημα Απονομής Συντάξεων), ενώ ο 1ος γεννήθηκε εντός του ………. (βλ. την προσκομιζόμενη από αυτόν κάρτα ανεργίας του στον ΟΑΕΔ). Ο 1ος εφεσίβλητος τυγχάνει ιδιωτικός υπάλληλος ενώ η 2η δημόσιος υπάλληλος στο ν.π.δ.δ ΓΝ «…………» στον κλάδο Χειριστών – Εμφανιστών (κατηγορία ΔΕ Ιατρικών Συσκευών), όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. πρωτ. ……..7/12.1.2015 βεβαίωση του ανωτέρω ν.π.δ.δ. Αναφορικά με τα εισοδήματά του oι 1ος και 2η των εφεσίβλητων προσκομίζουν τα εκκαθαριστικά τους σημειώματα των ετών 2003 – 2015 και εν συνεχεία το εκκαθαριστικό του 2021. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι το 2003 το εισόδημα του 1ου εφεσίβλητου ανήλθε σε 16.290,91 € και της 2ης σε 19.320,52 €, το 2004 του 1ου σε 27.819,01 € και της 2ης σε 21.070,56 €, το 2005 του 1ου σε 29.761,36 € και της 2ης σε 23.012,99 €, το 2006 του 1ου σε 34.254,61 € και της 2ης σε 22.905,73 €, το 2007 του 1ου σε 37.245,41 € και της 2ης σε 23.703,81 €, το 2008 του 1ου σε 41.411,55 € και της 2ης σε 23.324,77 €, το 2009 του 1ου σε 39.499,84 € και της 2ης σε 20.204,04 €, το 2010 του 1ου σε 35.063,14 € και της 2ης σε 20.639,39 €, το 2011 του 1ου σε 35.448,98 € και της 2ης σε 19.834,30 €, το 2012 του 1ου σε 34.589,44 € και της 2ης σε 18.051,06 €, το 2013 του 1ου σε 25.961,68 € και της 2ης σε 16.059,47 €, το 2014 του 1ου σε 27.241,86 € και της 2ης σε 15.822,72 €, το 2015 του 1ου σε 0,03 € και της 2ης σε 15.985,30 € και το 2021 του 1ου σε 6.004,84 € και της 2ης σε 15.676,87 €. Περαιτέρω, ο 1ος εφεσίβλητος προσκομίζει βεβαίωση αποδοχών του για τον μήνα Δεκέμβριο του 2016 της εταιρείας ………., από την οποία προκύπτει μηνιαίος μισθός, κατά τον παραπάνω χρόνο, ύψους 900,00 €, ενώ προσκομίζει περαιτέρω γνωστοποίηση όρων ατομικής σύμβασης εργασίας στην εταιρεία «…………», στην οποία προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός στις 3.10.2022 με μηνιαίο μισθό ύψους 1.045,70 €. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μέχρι το 2014 oι 1ος και 2η των εφεσίβλητων αποκέρδαιναν ένα σημαντικό οικογενειακό ετήσιο εισόδημα, το οποίο υπέστη πολύ σημαντική κάμψη από το 2015 και εντεύθεν, όταν ο 1ος εφεσίβλητος έχασε την εργασία του, όπως κατέθεσε και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Αναφορικά με τις οφειλές τους προκύπτει ότι α] ως προς το εκκαλούν νπδδ στις …/…/2011 χορηγήθηκε στη 2η εφεσίβλητη δάνειο ύψους 60.000,00 € με αρχική μηνιαία δόση ύψους 378,13 €, στο οποίο συμβλήθηκε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος ο 1ος εφεσίβλητος, το οποίο επιμηκύνθηκε στη συνέχεια με νέα δόση ύψους 490,63 € (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα από 3.2.2017 και από 12.8.2022 καταστάσεις οφειλών), β) ως προς την 3η εφεσίβλητη ο 1ος εφεσίβλητος οφείλει συνολικό ποσό ύψους 225.278,12 € από δύο στεγαστικά δάνεια και η 2η εφεσίβλητη το ίδιο ποσό ως συνοφειλέτιδα αυτών (βλ. τις προσκομιζόμενες από του 1ου και 2ης των εφεσίβλητων από 5.1.2015 επιστολές της 3ης εξ αυτών), γ) ως προς την 4η εφεσίβλητη ο 1ος εξ αυτών οφείλει ποσό 5.370,02 € από πιστωτική κάρτα και 30.234,67 € από καταναλωτικό δάνειο, στο οποίο έχει συμβληθεί ως εγγυήτρια η 2η, η οποία επιπλέον της οφείλει και ποσό 1.976,77 € από έτερη πιστωτική κάρτα (βλ. τις προσκομιζόμενες από 8.1.2015 καταστάσεις οφειλών προς την 4η εφεσίβλητη) και δ) ως προς την 5η εφεσίβλητη ο 1ος εφεσίβλητος οφείλει το συνολικό ποσό των 27.393,00 € προερχόμενο από 4 καταναλωτικά δάνεια, στο ένα εκ των οποίων συμβλήθηκε ως εγγυήτρια η 2η εξ αυτών, η οποία οφείλει σε αυτή ποσό 2.283,96 € (βλ. τις προσκομιζόμενες από τους 1ο και 2η των εφεσίβλητων από 16.1.2015 βεβαιώσεις της 5ης εφεσίβλητης). Από τον συνδυασμό των παραπάνω βεβαιώσεων των πιστωτριών των 1ου και 2ης των εφεσίβλητων προκύπτει ότι συνολικά όφειλαν να καταβάλουν προς εξυπηρέτηση του συνόλου των δανείων τους το ποσό των 1.701,63 € μηνιαίως, όπως εξάλλου ο ίδιος ο 1ος αιτών και ήδη 1ος εφεσίβλητος επιβεβαίωσε και στην χωρίς όρκο εξέτασή του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το ποσό αυτό, με βάση το συνολικό ετήσιο εισόδημα που αποκέρδαιναν οικογενειακώς μέχρι το 2015, μπορούσαν ευχερώς να το καταβάλουν, κυρίως ενόψει των σημαντικών εισοδημάτων του 1ου εφεσίβλητου. Με τον πρώτο λόγο έφεσης το εκκαλούν επαναφέρει τον προβληθέντα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμό του περί δόλιας περιέλευσης των 1ου και 2ης των εφεσίβλητων σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των οφειλών τους. Συγκεκριμένα το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι τα εισοδήματα τους κατά το χρονικό διάστημα του δανεισμού τους και μέχρι τη συζήτηση της έφεσης προέρχονταν αποκλειστικά από τους μισθούς τους, οι οποίοι έβαιναν μειούμενοι ήδη από το 2009, ότι μέρος των δανειακών υποχρεώσεων του 1ου εφεσίβλητου ελήφθη για την παροχή οικονομικής βοήθειας στον αδελφό του (όπως εξάλλου κατέθεσε και ο ίδιος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), καθώς και ότι ομοίως μέρος των δανείων του ελήφθη για την απόκτηση ποσοστού 1/2 ακινήτου στο …………, για συναισθηματικούς λόγους, όπως ο ίδιος αναφέρει στην ένδικη αίτησή του, για την επισκευή δε του συγκεκριμένου ακινήτου ελήφθη και το δάνειο της 2ης εφεσίβλητης από το εκκαλούν. Ότι συνεπώς προέβησαν σε ιδιαίτερα υψηλό δανεισμό χωρίς να παρίσταται αδήριτη ανάγκη γι’ αυτό, ενώ το δάνειο από το ίδιο (το εκκαλούν) ελήφθη τον Ιούνιο του 2011, όταν η οικονομική κρίση είχε ήδη ενσκήψει στη χώρα και το μέλλον ήταν αβέβαιο για όλους τους εργαζόμενους, ενώ ο ισχυρισμός του 1ου εφεσίβλητου ότι δεν γνώριζε κατά τον παραπάνω χρόνο ότι η εταιρεία που εργαζόταν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα παρίσταται αβάσιμος, επομένως όταν αναλήφθηκαν τα ένδικα χρέη οι 1ος και 2η των εφεσίβλητων γνώριζαν ότι θα οδηγούνταν σε αδυναμία εξυπηρέτησής τους και αποδέχθηκαν το ενδεχόμενο αυτό. Ο ισχυρισμός ωστόσο αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς παρά τα όσα ισχυρίζεται το εκκαλούν όταν ελήφθησαν τα ένδικα δάνεια (το τελευταίο εκ των οποίων χρονικά ήταν το ληφθέν από τη 2η εφεσίβλητη δάνειο του εκκαλούντος τον Ιούνιο του 2011, ενώ τα λοιπά δάνεια ελήφθησαν κατά τα έτη 2009 – 2010, όπως προκύπτει από τις σχετικές συμβάσεις που προσκομίζουν ο 1ος και 2η των εφεσίβλητων) το οικογενειακό εισόδημα των 1ου και 2ης των εφεσίβλητων ήταν ιδιαίτερα υψηλό και μπορούσαν ευχερώς με αυτό να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι θα μπορούσαν προβλέψουν τη μετέπειτα μείωση του εισοδήματος του 1ου εφεσίβλητου, η οποία οφειλόταν σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, ήτοι στην απόλυσή του από την εργασία του, γεγονός που δεν μπορούσε να προβλέψει, ήδη από το 2009 όταν ελήφθησαν τα πρώτα δάνεια, ούτε το 2011, τρία έτη νωρίτερα από την απόλυσή του, καθώς παρόλο που η οικονομική κρίση είχε ενσκήψει στη χώρα, ο ίδιος εξακολουθούσε να αποκερδαίνει σημαντικά χρηματικά ποσά από την εργασία του, καθώς ήταν υψηλόμισθο στέλεχος ελληνικής εταιρείας του ιδιωτικού τομέα (βλ. χωρίς όρκο εξέτασή του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπ.π]. Εξάλλου, το γεγονός ότι τα εισοδήματά τους προέρχονταν αποκλειστικά από τον μισθό τους και ότι μέρος του δανεισμού τους ελήφθη για βοήθεια του αδελφού του 1ου εφεσίβλητου ή για συναισθηματικούς λόγους, δεν μπορεί να οδηγήσει σε κρίση περί υπαιτιότητας των οφειλετών για την περιέλευσή τους σε αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους, χωρίς να επιρρωνύεται από πρόσθετα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εν προκειμένω δεν εισφέρονται στη δίκη. Εξάλλου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει, oτι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπώνεται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (βλ. ΑΠ 1352/2021,59/2021, οπ.π], πλην όμως στην ένδικη περίπτωση ουδόλως προκύπτει η συμπεριφορά αυτή, αφού oι 1ος και 2η των εφεσίβλητων όταν έλαβαν τα δάνεια μπορούσαν ευχερώς να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, καθώς εμφάνιζαν υψηλά εισοδήματα, η δε απώλεια σημαντικού ποσοστού αυτών προέκυψε τουλάχιστον τρία χρόνια μετά τη λήψη του τελευταίου χρονικά δανείου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται δόλος στο πρόσωπο των αιτούντων, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, χωρίς εξαφάνιση της εκκαλουμένης (βλ. Κ. Οικονόμου, Η Έφεση, συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, υπό αρ. 534, § 2, σελ. 332 επ.), δεν έσφαλε, αλλά εκτίμησε ορθά το εισκομισθέν στη δίκη αποδεικτικό υλικό, απορριπτομένου του πρώτου λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο οι αιτούντες περιήλθαν σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των οφειλών τους, αφού δεν παραθέτει στο σκεπτικό της τα εισοδήματά τους καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τη λήψη των δανείων μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, ούτε το ύψος των δανειακών τους υποχρεώσεων. Η ενδεχόμενη σχετική έλλειψη στην αιτιολογία της εκκαλουμένης, δύναται να συμπληρωθεί με την παρούσα αιτιολογία, χωρίς να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη (βλ. Κ. Οικονόμου, Η Έφεση, συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, υπό αρ. 534, § 2, σελ. 332 επ.), δεδομένου ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι πράγματι οι αιτούντες περιήλθαν στην παραπάνω κατάσταση, δεν είναι εσφαλμένη, αλλά στηρίζεται σε ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. Τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης το εκκαλούν αναφέρει ότι η εκκαλούμενη απόφαση αναφέρει ότι η οφειλή των αιτούντων προς αυτό ανερχόταν κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο συνολικό ποσό των 55.385,27 €, ενώ το ορθό είναι ότι ανερχόταν στο ποσό των 58.638,99 €, κατά τα εκτιθέμενα στο υπό κρίση δικόγραφο, ισχυρισμός που τυγχάνει απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς η απόκλιση αυτή – και μάλιστα επί το υψηλότερο – ουδόλως επηρεάζει την δικανική κρίση σχετικά με την περιέλευση των 1ου και 2ης των εφεσίβλητων σε κατάσταση αδυναμίας εξυπηρέτησης τόσο αυτού, όσο και των λοιπών δανείων τους, αντιθέτως επιτείνει τη σχετική κρίση.

Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, μετά την κατά τα ως άνω απόρριψη όλων των λόγων της, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, καθώς δεν εφαρμόζεται η διάταξη του αρ. 746 ΚΠολΔ, αλλά η ειδικότερη διάταξη του αρ. 8 § 6 εδ. β’ του ν. 3869/2010, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη (βλ. Α Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2016, υπό αρ. 8, § 165 και υπό αρ. 14 § 43) και τέλος δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων 3ns, 4ns και 5nsτων εφεσίβλητων, διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το νόμο (άρθρο 14 ν. 3869/2010), όλα τα ανωτέρω κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της 3ης, 4ης και 5ης των εφεσίβλητων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσία την έφεση κατά της υπ’ αριθ. ……./2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16-8-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Scroll to Top