ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΜΥΝΘΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ
Μεγάλο μέρος των φορολογούμενων πολιτών αγωνιά για την έκβαση των φορολογικών ελέγχων και την επιβολή προστίμων. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να γνωρίζουμε τι μπορούμε να κάνουμε από πλευράς μας και ποια είναι τα μέσα άμυνας που διαθέτουμε απέναντι στη φορολογική διοίκηση, καθώς και την εν γένει διαδικασία που ακολουθείται μετά τη βεβαίωση ενός προστίμου από τα αρμόδια διοικητικά όργανα.
Αρχικά, και προτού επιβληθεί κάποιος φόρος ή πρόστιμο, ο φορολογούμενος έχει το δικαίωμα μέσα σε προθεσμία 20 ημερών να αντικρούσει τα όσα διαπιστώνει η φορολογική αρχή και να αναπτύξει συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, αιτιολογώντας όμως πλήρως στο έγγραφο υπόμνημα που θα καταθέσει τα όσα υποστηρίζει με αυτήν. Η περιορισμένη αυτή προθεσμία των 20 ημερών είναι βέβαια ιδιαίτερα προβληματική, καθώς ενώ η Διοίκηση έχει όσο χρόνο χρειάζεται για να κάνει τους ελέγχους της, ο φορολογούμενος έχει στη διάθεσή του μόλις 20 ημέρες προκειμένου να ανακαλέσει στη μνήμη του και να αιτιολογήσει αντικρούοντας ένα εκτεταμένο πλήθος συμπερασμάτων που ανάγονται στο μακρινό παρελθόν.
Στη συνέχεια και αφού ο φορολογούμενος δώσει τις εξηγήσεις του, η φορολογική διοίκηση έχει προθεσμία 1 μήνα για να εκδώσει τις οριστικές πράξεις προσδιορισμού του φόρου ή του προστίμου. Οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από την έκθεση ελέγχου, που είναι η αιτιολογία τους. Όταν εκδοθεί η πράξη προσδιορισμού φόρου, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Το στάδιο αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να απευθυνθεί αργότερα ο φορολογούμενος στη Δικαιοσύνη. Με την ενδικοφανή προσφυγή, αμφισβητεί ο φορολογούμενος την ορθότητα και τη νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης και οτιδήποτε ισχυριστεί σε αυτήν, τον δεσμεύει σε δικαστικό επίπεδο. Την ενδικοφανή προσφυγή την καταθέτει ο ενδιαφερόμενος στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη (πχ ΔΟΥ), αλλά απευθύνεται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλει το 50% του ποσού του φόρου ή του προστίμου, με την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί το υπόλοιπο 50% άπαξ και όχι σε δόσεις. Σε ό, τι αφορά το 50% που «παγώνει», σημαίνει ότι για το ποσό αυτό δεν μπορεί να γίνει εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του φορολογούμενου, ωστόσο οι τόκοι συνεχίζουν να τρέχουν. Συνοπτικά, λοιπόν, οι δυνατότητες που έχει ο φορολογούμενος είναι :
- Να καταβάλει το 50% του φόρου ή προστίμου και να «παγώσει» το υπόλοιπο 50%
- Να ρυθμίσει το σύνολο του ποσού, όχι μόνο το 50%, για να μη γίνουν αναγκαστικά μέτρα εις βάρος του
- Να μην κάνει τίποτα και να καταβάλει το ποσό
- Να ασκήσει ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή, αίτηση αναστολής, ζητώντας να μην υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό που καταλογίζεται, και στην οποία πρέπει να αποδείξει ότι από την άμεση εκτέλεση της πράξης, ο φορολογούμενος θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, και για να το αποδείξει αυτό, ο φορολογούμενος θα πρέπει να υποβάλει στη φορολογική αρχή μια «ακτινογραφία» της περιουσιακής του κατάστασης, γεγονός που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την επιλογή αυτής της οδού.
Εν συνεχεία, και εάν παρέλθει η προθεσμία των 60 ημερών από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής και η φορολογική αρχή δεν έχει απαντήσει, όπως συνήθως συμβαίνει, θεωρείται ότι την απέρριψε σιωπηρά. Κατά της απόρριψης αυτής, ο φορολογούμενος μπορεί πλέον να απευθυνθεί στη Δικαιοσύνη και να ασκήσει δικαστική προσφυγή στα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια.
Για να ασκήσει τη δικαστική του προσφυγή, έχει προθεσμία 30 ημέρες από την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι για να ασκήσει ο φορολογούμενος δικαστική προσφυγή και να συζητηθεί στα Διοικητικά Δικαστήρια, οφείλει να καταβάλει παράβολο, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 2% του ποσού της διαφοράς, δηλαδή του φόρου ή του προστίμου, υπάρχουν όμως, ανώτατα όρια σε περίπτωση που το ποσό αυτό είναι υπέρογκο.