Θετική απόφαση με διαγραφή χρέους, προστασία της κύριας οικίας, αλλά με ρευστοποίηση όλων των υπολοίπων περιουσιακών στοιχείων
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
(Ν. 3869/2010)
Αριθμός Απόφασης 4874/2017
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Χ…….. Σ…………, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία και της Γραμματέως Θ……. Δ……..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων : 1) Κ………. Γ………… του Α…….., με ΑΦΜ ……… και 2) Σ…….. Ό…. του Ι……., με ΑΦΜ ………, αμφοτέρων κατοίκων Α….., Λ……. Σ…… αρ. .., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξουσίου της δικηγόρου Άννας Κορσάνου, Δικηγόρου Αθηνών (AM ΔΣΑ 25284), κατοίκου Αθηνών, οδός Χαριλάου Τρικούπη αρ. 22.
Των καθ’ ων η αίτηση: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τ…… E…….. – E……. Α…… Ε…….», με ΑΦΜ ……… (Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Α…..), που εδρεύει στην Α…., επί της οδού Ό….. αρ.. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιου δικηγόρου της Χ…….. Ο………. του Π….., Δικηγόρου Α….. (AM ……), κατοίκου Α………….. και 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Α… Τ…… Α……. Ε…….», με ΑΦΜ ……… (Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Α…..), που εδρεύει στην Α…., επί της οδού Σ…… αρ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χ…… Β……….. του Θ…, Δικηγόρου Α….. (AM ΔΣΑ ……), κατοίκου Α……
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 14-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./22-12-2015 αίτησή τους του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε για τις 21-04-2016 και κατόπιν νομίμου αναβολής, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
Το Δικαστήριο, μετά την εκφώνηση της ως άνω υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση και κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς τις καθ’ ων που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητούν, εφόσον δεν έχει επιτευχθεί δικαστικός συμβιβασμός, να διαταχθεί η δικαστική ρύθμιση των χρεών τους, με την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας τους ιδιοκτησίας της δεύτερης των αιτούντων και αφού ληφθούν υπ’ όψιν η εισοδηματική, περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή τους από αυτά. Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, η ένδικη αίτηση, στην οποία παραδεκτά σωρεύονται δύο χωριστές αιτήσεις ρύθμισης, καθόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της απλής ενεργητικής ομοδικίας των άρθρων 74 επ. του ΚΠολΔ, αρμόδια εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται η κατοικία των αιτούντων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 3 του Ν. 3869/2010), μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των καθ’ ων που τοιουτοτρόπως κατέστησαν διάδικοι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν 3869/2010 όπως ισχύει, συνδυαστικά με αυτή του άρθρου 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ και την αποτυχία της απόπειρας προδικαστικού συμβιβασμού, όπως η τελευταία προκύπτει από την επί της κρινομένης χορηγηθείσα από 13-10-2016 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Αθηνών, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος μετά την παραλαβή και πρωτοκόλληση της ένδικης αιτήσεως από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και αφού διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν τυπικές ελλείψεις, προσκομισθέντων των εγγράφων που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 όπως ισχύει, μεταξύ των οποίων οι φέρουσες τις από 17-12-2015 βεβαιώσεις του γνησίου της υπογραφής τους υπεύθυνες δηλώσεις εκάστου των αιτούντων για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων τους, των πιστωτών τους και των απαιτήσεων αυτών, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων τους κατά την τελευταία τριετία πριν από την κατάθεση της αίτησης. Περαιτέρω, για το παραδεκτό της αίτησης, κατόπιν της αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου στα κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 13 παρ. 2 του Ν. 3860/2010 τηρούμενα αρχεία, διαπιστώθηκε ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση για τη ρύθμιση των χρεών τόσο του αιτούντος, όσο και της αιτούσας στο Δικαστήριο αυτό ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας ούτε έχει εκδοθεί άλλη απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές εκάστου ή απορριπτική απόφαση προγενέστερης αίτησης για ουσιαστικούς λόγους ή απόφαση που διέταξε την έκπτωσή τους ή, τέλος, απόφαση περί μη απαλλαγής τους κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 (βλ. τη με αριθμό …/10-05-2017 σχετική βεβαίωση της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Είναι δε η εξεταζόμενη αίτηση αρκούντως ορισμένη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών, καθόσον πληρούνται οι τιθέμενες από τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ 1 του ΚΠολΔ και 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 προϋποθέσεις, αφού αναφέρεται για έκαστο των αιτούντων: α) ότι είναι φυσικό πρόσωπο, β) η επαγγελματική του δραστηριότητα, η οποία συνδέεται με την έλλειψη της εμπορικής ιδιότητας και γ) ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, στοιχεία που αποτελούν τις θετικές προϋποθέσεις ένταξης του οφειλέτη στον νόμο και η παράλειψη αναφοράς τους θα οδηγούσε σε νομική, και όχι σε ποσοτική – και άρα καλυπτόμενη κατ’ εφαρμογή των άρθρων 236, 744, 745 και 751 του ΚΠολΔ – αοριστία της αίτησης. Σε περίπτωση δε τυχόν ελλείψεων αναφορικά με τα λοιπά στοιχεία της αίτησης, αυτά – δοθέντος και του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσου προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων – επιδέχονται παραδεκτώς συμπληρώσεως, διορθώσεως και διευκρινίσεως από τους ισχυρισμούς του αιτούντος με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση, αλλά και συμπληρώσεως με αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου από άλλα, πέραν της αιτήσεως, διαδικαστικά ή αποδεικτικά έγγραφα (βλ. Εισήγηση Ειρηνοδίκη Γρ. Κομπολίτη, σελ. 10, Σεμινάριο ΕΣΔΙ 12-10-2016, ΑΠ 1131/1987, ΝοΒ 36, 1601-2 πλειοψηφία, ΜΠρΚοζ 165/2014, ΕφΑΘ 2735/2000, 4462/2002, 2188/2008, τνπ ΝΟΜΟΣ, Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, υπ’ άρθρο 747, αριθ. 7 και Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων, έκδ. 2016, σελ. 191). Ακόμα, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 και 11 του Ν. 3869/2010 όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα της Υποπαρ. Α.4 του Μέρους Β’ του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α΄94/14-08-2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της Υποπαρ.Α.4 του Μέρους Β΄ του Ν. 4336/2015 τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, μη εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 14 του Ν. 4346/2015 που τροποποίησε τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας των οφειλετών για το χρονικό διάστημα από 1-01-2016 μέχρι και 31-12-2018. Επομένως, η ένδικη αίτηση, αφ’ ης στιγμής δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ των αιτούντων και των καθ’ ων η αίτησή τους, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη, μετά την καταβολή και των νομίμων τελών της συζήτησης.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του αιτούντος ως διαδίκου ενώπιον του ακροατηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζονται από τους διαδίκους για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο αιτών, γεννηθείς το έτος 1970, και η αιτούσα, γεννηθείσα το έτος 1969, είναι έγγαμοι και έχουν αποκτήσει δύο θυγατέρες, που λόγω της ανηλικότητάς τους λογίζονται ως προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς τους. Ο αιτών απασχολείτο ως ελεύθερος επαγγελματίας στον τομέα της εκμετάλλευσης περιπτέρου από το 1997 έως το 2011, οπότε και προέβη σε διακοπή εργασιών ένεκα της ζημιογόνου πορείας αυτών. Η αιτούσα είναι από το έτος 2009 ελεύθερος επαγγελματίας – αυτοκινητιστής και ειδικότερα αδειούχος και ιδιοκτήτρια κατά ποσοστό 100% του με αριθμό κυκλοφορίας … …. αυτοκινήτου δημοσίας χρήσης-ταξί, εργοστασίου κατασκευής ….. ……., κυλινδρισμού 1896 cc, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2004. Η αιτούσα, ως ιδιοκτήτρια ταξί που παραχωρούσε τη χρήση του οχήματος σε άλλον έναντι αμοιβής (βλ. την κατάθεση του αιτούντος), δρούσε κατά το παρελθόν ως έμπορος και όχι μικρέμπορος, δεδομένου μάλιστα ότι η μεταβίβαση μίας άδειας «ταξί» αποτελούσε, κατά τα έτη εκείνα τουλάχιστον, επένδυση κεφαλαίου μεγάλης κλίμακας, συνδεόμενη πολλές φορές με ανάληψη τραπεζικού κινδύνου και με προσδοκία να αποφέρει υψηλά κέρδη με την εικοσιτετράωρη εκμετάλλευση του (ΜΠρΘεσσ 9/2016, τνπ ΔΣΑ). Όμως, το γεγονός ότι περίπου από το έτος 2012 και εξής την εκμετάλλευση του ταξί ασκεί πλέον η ίδια, ενίοτε και με τη βοήθεια και του αιτούντος – συζύγου της, αποκερδαίνοντας κατά μέσο όρο αρχικά και έως το 2014 το ποσό των 7.600,00 ευρώ ετησίως, κατά το έτος 2015 το ποσό των 4.029,42 ευρώ και πλέον, σύμφωνα με τα υπό του αιτούντος κατατεθέντα, το ποσό των 5.000,00 ευρώ ετησίως, υποδηλώνει τη μεταβολή του χαρακτήρα της εμπορικής δραστηριότητάς της σε μικρής κλίμακας δραστηριότητα και συγκεκριμένα σε μικρεμπόρια (βλ. σχετικά ΜΠΠρεβ 48/2013, τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων, η αιτούσα ναι μεν ασκεί εμπορική πράξη (η επιχείρηση μετακόμισης διά γης – χωρίς διάκριση αν η μεταφορά αυτή αφορά εμπορεύματα ή και πρόσωπα – είναι κατά το άρθρο 2 του Β.Δ. της 2/14.5.1835 «Περί της αρμοδιότητος των εμποροδικείων» πράξη αντικειμενικά εμπορική) και αποκομίζει από αυτή κέρδος, αυτό ωστόσο αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού της μόχθου και κόπου και όχι κερδοσκοπική δραστηριότητα (ΑΠ 463/1991 ΕλλΔνη 1991.1216, Περάκης, Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, έκδ. 1999, σελ. 252), ήτοι η επαγγελματική της ενασχόληση δεν ενέχει οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας, λόγω της οποίας υπάρχει κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών και της εργασίας των χρησιμοποιούμενων τρίτων προσώπων και των μηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων (βλ. ΕφΑθ 5739/2002 ΕπισκΕΔ 2003.190, ΕφΘεσ 811/1997 ΕλλΔνη 39. 162, ΕφΑΘ 10335/1981 Αρμ 36. 363, ΕφΑΘ 721/1985 ΑρχΝ 36. 164, ΕφΘεσ 664/1983 ΝοΒ 31. 1207) και επομένως δεν έχει κατά τα ισχύοντα στον ΠτωχΚ πτωχευτική ικανότητα (ΑΠ 947/1995 ΕΕμπΔ 1996. 62, ΑΠ 463/1991 ΕλλΔνη 1991. 1216, ΕφΑΘ 11433/1995 ΔΕΕ 1996. 490, ΕφΑΘ 11982/1989 ΑρχΝ 1991. 341, ΓνωμΟλΝΣΚ 90/2008 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσσ 9/2016, τνπ ΔΣΑ).
Την κύρια κατοικία των αιτούντων συνιστά το ανήκον στην πλήρη κυριότητα της αιτούσας κατά ποσοστό 100% υπό στοιχεία Ε2 διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου επιφανείας 103,79 τμ. στο οποίο ανήκει η αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Ε2 αποθήκης του υπογείου επιφανείας 3,50 τ.μ. που ευρίσκονται σε πολυκατοικία ανεγερθείσα το έτος 1962 επί οικοπέδου κειμένου στη συνοικία «Μ……….» των Α….. και επί της λεωφόρου Σ….. αρ. ..-.., όπως αναλυτικότερα περιγράφεται στο υπ’ αριθμόν …../20-06-2003 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Η… Η…… Η αντικειμενική αξία του εν λόγω διαμερίσματος ανέρχεται στο ποσό των 173.787,60 (173.015,85 + 771,75) ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα φύλλα υπολογισμού αξίας διαμερίσματος και αποθήκης. Η αιτούσα τυγχάνει, επίσης, πλήρης κυρία : α) οικίας επιφανείας 76,38 τ.μ. – που της ανήκει σε ποσοστό 50% – ευρισκόμενης επί οικοπέδου κειμένου στον δήμο Φ……. στην οδό Μ……….. αρ. .. – που της ανήκει σε ποσοστό 24,55%, β) οικοπέδου ευρισκομένου στον δήμο Λ…….. – Α…. Ν…….. του νομού Ε….. εκτάσεως 1.146,75 τ.μ., που της ανήκει σε ποσοστό 50% και γ) αγροτεμαχίου ευρισκομένου στον δήμο Μ…….., στη θέση Π……… Κ……. επιφανείας 992,20 τ.μ. – που της ανήκει σε ποσοστό 100%. Έτερη πηγή εισοδήματος και περιουσίας δεν προέκυψε ότι διαθέτουν οι αιτούντες, πλην των ανωτέρω και της οικονομικής συνδρομής των γονέων τους, εκ των οποίων η μητέρα του αιτούντος τους διαθέτει σε μηνιαία βάση το ποσό των 500,00 ευρώ από τις συντάξιμες αποδοχές της. Οι εν γένει μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης των αιτούντων και της οικογένειάς τους, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για τη διατροφή, τη στέγαση (λογαριασμοί ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και κοινοχρήστων), τη συντήρηση της οικίας, τις μετακινήσεις τους, την επικοινωνία τους, τις φορολογικές υποχρεώσεις την ιατροφαρμακευτική περίθαλψή τους και τις εκπαιδευτικές ανάγκες των τέκνων, καθώς και η ρύθμιση προς ΟΑΕΈ, εκτιμώνται στο ποσό των 730,00 ευρώ, λαμβανομένων υπ’ όψιν του προσδιορισμού τους στο ποσό των 580,00 ευρώ στο δικόγραφο της κρινομένης των υπό του αιτούντος κατατεθέντων περί των εκπαιδευτικών αναγκών της μεγαλύτερης θυγατέρας τους και των προσκομιζόμενων αιτήσεων ρύθμισης οφειλών προς Δ.Ο.Υ. και Ο.Α.Ε.Ε.. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης και δη κατά το έτος 2008 – κατά τον κύριο όγκο τους – οι αιτούντες ανέλαβαν τα κάτωθι χρέη, τα οποία με την κοινοποίηση της υπό κρίση αίτησης θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ 3 του Ν. 3869/2010 και από τα οποία τα μεν ανέγγυα υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, το δε ενέγγυο συνεχίζει να εκτοκίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ 3 του Ν. 3869/2010, με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο έκδοσης οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως. Ειδικότερα, ο αιτών ανέλαβε: α) έναντι της πρώτης των καθ’ ων πιστωτριών με την επωνυμία «Τ…… E……. – E……. Α…… Ε……», ένα ενέγγυο χρέος δυνάμει της υπ’ αριθμόν …………../17-12-2008 συμβάσεως επαγγελματικού δανείου (για την εξασφάλισή του έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης επί του προεπεριγραφέντος συνιστώντος την κύρια κατοικία αυτού και της αιτούσας ακινήτου της τελευταίας), ενεχόμενος ως πρωτοφειλέτης με εγγυήτρια την αιτούσα – σύζυγό του, από το οποίο της οφείλει το συνολικό ποσό των 152.139,45 ευρώ (βλ. την από 7-08-2015 βεβαίωση της εν λόγω πιστώτριας) και β) έναντι της δεύτερης των καθ’ ων πιστωτριών με την επωνυμία «Α… Τ…… Α……. Ε…….», ένα ανέγγυο χρέος δυνάμει της υπ’ αριθμόν ………… συμβάσεως, από το οποίο της οφείλει το συνολικό ποσό των 6.397,25 ευρώ (βλ. την από 11-08-2015 βεβαίωση της εν λόγω πιστώτριας). Ήτοι, ο αιτών είχε αναλάβει έναντι των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών οφειλές συνολικού ποσού 158.536,70 ευρώ.
Η δε αιτούσα ανέλαβε: α) έναντι της πρώτης των καθ’ ων πιστωτριών με την επωνυμία «Τ…… E……. – E……. Α…… Ε…….», ένα ενέγγυο χρέος δυνάμει της υπ’ αριθμόν ……………..6/17-12-2008 συμβάσεως επαγγελματικού δανείου (για την εξασφάλισή του έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης επί του προεπεριγραφέντος συνιστώντος την κύρια κατοικία της ακινήτου της), ενεχόμενη ως εγγυήτρια με πρωτοφειλέτη τον αιτούντα -σύζυγό της, από το οποίο της οφείλει το συνολικό ποσό των 152.115,78 ευρώ (βλ. την από 6-08-2015 βεβαίωση της εν λόγω πιστώτριας), β) έναντι της πρώτης των καθ’ ων πιστωτριών με την επωνυμία «Τ…… E……. – E……. Α…… Ε……», ένα ανέγγυο χρέος δυνάμει της υπ’ αριθμόν ……../15-11-2006 συμβάσεως, ενεχόμενη ως εγγυήτρια με πρωτοφειλέτιδα την αδελφή της, από το οποίο της οφείλει το συνολικό ποσό των 28.522,51 ευρώ (βλ. την από 6-08-2015 βεβαίωση της εν λόγω πιστώτριας) και γ) έναντι της δεύτερης των καθ’ ων πιστωτριών με την επωνυμία «Α… Τ……. Α……. Ε…….», ένα ανέγγυο χρέος δυνάμει της υπ’ αριθμόν …………. συμβάσεως, από το οποίο της οφείλει το συνολικό ποσό των 5.489,45 ευρώ (βλ. την από 11-08-2015 βεβαίωση της εν λόγω πιστώτριας). Ήτοι, η αιτούσα είχε αναλάβει έναντι των μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών οφειλές συνολικού ποσού 186.127,74 ευρών.
Εξαιτίας της σημαντικής πτώσης των εισοδημάτων τους ένεκα της ανωτέρω διακοπής εργασιών του αιτούντος και της σταδιακής μείωσης των κερδών από την εκμετάλλευση του ταξί της αιτούσας (βλ. ενδεικτικά το δηλωθέν οικογενειακό εισόδημά τους ύψους 24.854,77 για το έτος 2009 και το αντίστοιχο ύψους 8.744,24 ευρώ για το έτος 2013), οι αιτούντες έπαυσαν περί το έτος 2015 την εξυπηρέτηση των παραπάνω οφειλών τους. Σημειωτέον ότι οι δυσκολίες εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους προς τις ανωτέρω καθ’ ων είχαν ήδη εμφανιστεί από το 2013, οπότε και για τον λόγο αυτό είχαν προβεί σε σύναψη ιδιωτικού συμφωνητικού ρύθμισης οφειλής με την πρώτη μετέχουσα πιστώτριά τους, βάσει της οποίας παρατάθηκε ο χρόνος καταβολής του οφειλόμενου ποσού, της δόσης διαμορφούμενης στο ποσό των 1.055,80 ευρώ περίπου (όπως συνάγεται από το παρατιθέμενο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης τους στις παραπάνω βεβαιώσεις οφειλών). Από την παράθεση των ως άνω δεδομένων προκύπτει ότι οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε πραγματική μόνιμη αδυναμία να πληρώνουν τα χρέη τους, αδυναμία που καταδεικνύεται από την αρνητική σχέση μεταξύ της ρευστότητάς τους και αυτών (των χρεών τους) και που υπήρχε κατά την κατάθεση της αίτησης και διατηρείται μέχρι τη συζήτηση αυτής. Η περιέλευσή τους σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας έγινε άνευ δικού τους δόλου, απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της σχετικής ενστάσεως της δεύτερης των καθ’ ων, εφόσον τα παλαιότερα έτη το οικογενειακό τους εισόδημα, συνυπολογισθείσας και της συνεισφοράς των γονέων τους, επαρκούσε για την κάλυψη των απαιτούμενων δόσεων. Παράλληλα, οι αιτούντες δεν αποδέχθηκαν το ενδεχόμενο της αδυναμίας ανταπόκρισής τους, καθώς δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις ένεκα της οικονομικής κρίσης αρνητικές συγκυρίες ήτοι τη ζημιογόνο πορεία και εν τέλει το κλείσιμο της επιχείρησης του αιτούντος και την πτώση των εισοδημάτων της επιχείρησης της αιτούσα. Περαιτέρω, η προβαλλόμενη εκ μέρους της πρώτης των καθ’ ων ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των αιτούντων (με τον ισχυρισμό ότι δεν σταθμίζουν το συμφέρον της πιστώτριας και ότι με την αιτούμενη ρύθμιση επέρχεται υπερβολικά μεγάλη περικοπή των οφειλών εκάστου αιτούντος) τυγχάνει επίσης απορριπτέα. Τούτο διότι, στα πλαίσια του γενικότερου πνεύματος του Ν. 3869/2010 που παρέχει τη δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά, η ρύθμιση βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση (βλ. ΜΠρΘεσσ 402/2014, τνπ ΔΣΑ). Επιπροσθέτως, το προτεινόμενο από τους αιτούντες σχέδιο διευθέτησης των χρεών τους δεν μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη εν γένει της αιτήσεως ως καταχρηστικά ασκουμένης, δεδομένου ότι η καθ’ ης έχει κάθε δικαίωμα να αρνηθεί τούτο (το σχέδιο), επιπλέον δε το Δικαστήριο θα αποφασίσει με βάση της επιταγές του Ν. 3869/2010, χωρίς να δεσμεύεται από το προτεινόμενο από κάθε οφειλέτη σχέδιο (βλ. Αθ. Κρητικό, ό.π., σελ. 97 επ.). Επομένως, από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής των αιτούντων στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, καθόσον αυτοί στερούνται της πτωχευτικής ικανότητας και έχουν ήδη περιέλθει χωρίς δική τους υπαιτιότητα σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους, τα οποία ούτε έχουν αναληφθεί εντός του τελευταίου έτους πριν την υποβολή της αίτησης, ούτε περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης χρέη, όπως ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 3869/2010.
Ειδικότερα, αναφορικά με τον αιτούντα, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Έτσι, η ρύθμιση των χρεών του θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στις ανωτέρω καθ’ ων η αίτηση από τα εισοδήματά του επί τριετία (36 μηνιαίες δόσεις). Όσον αφορά στο ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, δοθέντων των προεκτεθέντων και ειδικότερα, του οικογενειακού εισοδήματος του αιτούντος καθώς και των βασικών προσωπικών και οικογενειακών του αναγκών, αλλά και λαμβανομένου υπ’ όψιν του υπ’ αυτού κατατεθέντος: «Πιστεύω με μεγάλη προσπάθεια, 200-250 € θα μπορούμε να τα δώσουμε», κρίνεται ότι το προς διάθεση στις καθ’ ων ποσό πρέπει να οριστεί σε αυτό των 100,00 ευρώ ανά μήνα, ποσό που εμπίπτει στις οικονομικές του δυνατότητες και θα διανέμεται συμμέτρως μεταξύ των μετεχουσών πιστωτριών του που κατά τα ανωτέρω διατηρούν απαιτήσεις κατ’ αυτού. Το καταβλητέο από τον αιτούντα ποσό προς κάθε πιστώτριά του προκύπτει από το κλάσμα με αριθμητή το ποσό της συνολικής καταβλητέας μηνιαίας δόσης πολλαπλασιαζόμενο με το ύψος της απαίτησης κάθε πιστώτριας και παρονομαστή το ποσό του συνόλου των απαιτήσεων (158.536,70 ευρώ). Οι μηνιαίες καταβολές θα λαμβάνουν χώρα μέσα στις 5 πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας μήνα. Περαιτέρω, στην από 13-10-2016 χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη του Δικαστηρίου αυτού περιελήφθη διάταξη με την οποία ορίστηκαν προσωρινές μηνιαίες καταβολές μηδενικού ύψους επί τη βάσει των προβλεπομένων στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 και 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Έτσι, μετά τον συνυπολογισμό του χρόνου των πέντε μηνών των προσωρινών καταβολών, ο χρόνος της οριστικής ρύθμισης περιορίζεται σε 2 έτη και 7 μήνες. Όσον αφορά δε στο ποσό, επειδή αυτό των προσωρινών καταβολών υπολείπεται αυτού της οριστικής ρύθμισης, ο αιτών υποχρεούται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών της παραπάνω ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Το ποσό της διαφοράς ανέρχεται συνολικά σε 500,00 [(100,00 – 0,00 ευρώ) Χ 5) ευρώ, το οποίο θα καταβληθεί, συμμέτρως διανεμόμενο στις καθ’ ων αμέσως μετά τη λήξη της οριστικής ρύθμισης, μετά δηλαδή την αρχόμενη από τη στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 2 του νόμου τριετία, και μέσα σε ένα έτος από το χρονικό αυτό σημείο, εντόκως από το χρόνο αυτό της έναρξης του έτους, με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά 2,50 εκατοστιαίες μονάδες.
Αναφορικά με την αιτούσα, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 1 και 2 του Ν. 3869/2010. Αρχικά, λοιπόν, πρέπει να ρυθμιστεί η οφειλή της αιτούσας κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Έτσι, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στις ανωτέρω καθ’ ων η αίτηση από τα εισοδήματά της επί τριετία (36 μηνιαίες δόσεις). Όσον αφορά στο ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, δοθέντων των προεκτεθέντων και ειδικότερα, του οικογενειακού εισοδήματος της αιτούσας καθώς και των βασικών προσωπικών και οικογενειακών της αναγκών, αλλά και λαμβανομένου υπ’ όψιν του υπό του αιτούντος – συζύγου της κατατεθέντος: «Πιστεύω με μεγάλη προσπάθεια, 200-250 € θα μπορούμε να τα δώσουμε», κρίνεται ότι το προς διάθεση στις καθ’ ων ποσό πρέπει να οριστεί σε αυτό των 150,00 ευρώ ανά μήνα, ποσό που εμπίπτει στις οικονομικές της δυνατότητες και θα διανέμεται συμμέτρως μεταξύ των μετεχουσών πιστωτριών της που κατά τα ανωτέρω διατηρούν απαιτήσεις κατ’ αυτής. Το καταβλητέο από την αιτούσα ποσό προς κάθε πιστώτριά της προκύπτει από το κλάσμα με αριθμητή το ποσό της συνολικής καταβλητέας μηνιαίας δόσης πολλαπλασιαζόμενο με το ύψος της απαίτησης κάθε πιστώτριας και παρονομαστή το ποσό του συνόλου των απαιτήσεων (186.127,74 ευρώ). Οι μηνιαίες καταβολές θα λαμβάνουν χώρα μέσα στις 5 πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας μήνα. Περαιτέρω, στην από 13-10-2016 χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη του Δικαστηρίου αυτού περιελήφθη διάταξη με την οποία ορίστηκαν για την αιτούσα προσωρινές μηνιαίες καταβολές ποσού 100,00 ευρώ, αρχόμενες από την 1-11-2016 και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, επί τη βάσει των προβλεπομένων στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 και 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Σε συμμόρφωση με την προσωρινή διαταγή, η αιτούσα κατέβαλε για χρονικό διάστημα 5 μηνών το ποσό των 500,00 (5 Χ 100,00) ευρώ, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα γραμμάτια είσπραξης, συνδυαστικά με τη μη προβολή σχετικών αντιρρήσεων από τις μετέχουσες πιστώτριές της. Οι προσωρινές αυτές μηνιαίες καταβολές, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 και 9 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 πρέπει να συνυπολογιστούν τόσο ως προς τον χρόνο, όσο και ως προς το ποσό τους σε αυτές της πιο πάνω οριστικής ρύθμισης. Έτσι μετά τον συνυπολογισμό του χρόνου των 5 μηνών των προσωρινών καταβολών, ο χρόνος της οριστικής ρύθμισης περιορίζεται σε 2 έτη και 7 μήνες. Όσον αφορά δε στο ποσό, επειδή αυτό των προσωρινών καταβολών υπολείπεται αυτού της οριστικής ρύθμισης, η αιτούσα υποχρεούται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών της παραπάνω ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Το ποσό της διαφοράς ανέρχεται συνολικά σε 250,00 [(150,00 – 100,00 ευρώ) Χ 5) ευρώ, το οποίο θα καταβληθεί συμμέτρως διανεμόμενο στις καθ’ ων αμέσως μετά τη λήξη της οριστικής ρύθμισης, μετά δηλαδή την αρχόμενη από τη στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 2 του νόμου τριετία, και μέσα σε ένα έτος από το χρονικό αυτό σημείο, εντόκως από το χρόνο αυτό της έναρξης του έτους, με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά 2,50 εκατοστιαίες μονάδες.
Πρέπει, δε, να γίνει συνδυασμός της παραπάνω ρυθμίσεως με αυτή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Η αιτούσα, όπως προαναφέρθηκε, διαθέτει περιουσιακά στοιχεία, για τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 2 εδ. α΄ και 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, προβλέπεται η διάθεση για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των μετεχουσών πιστωτριών της, εφόσον κρίνονται από το Δικαστήριο επιδεκτικά ρευστοποίησης. Συγκεκριμένα, κρίνονται πρόσφορα προς ρευστοποίηση τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχεία «α» και «β» ακίνητα της αιτούσας, ήτοι η ανήκουσα σε αυτήν κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% οικία επιφανείας 76,38 τ.μ. που ευρίσκεται επί ανήκοντος στην πλήρη κυριότητά της σε ποσοστό 24,55% οικοπέδου κειμένου στον δήμο Φ……. στην οδό Μ………. αρ. .., καθώς και το ανήκον σε αυτήν κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% οικόπεδο που ευρίσκεται στον δήμο Λ…….. – Α…. Ν……. του νομού Ε……. και έχει έκταση 1.146,75 τ.μ., όχι όμως και τα λοιπά περιουσιακά της στοιχεία, δοθέντος του ότι το όχημά της συνιστά το εργαλείο της εργασίας της, ως προς δε το ανωτέρω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο της, η εκποίησή του θα αποβεί απρόσφορη για την αποπληρωμή μέρους των ως άνω χρεών της, δεδομένων των χαρακτηριστικών του και του συνακόλουθου μειωμένου αγοραστικού ενδιαφέροντος, λαμβανομένων υπ’ όψιν και της οφειλόμενης στην οικονομική κρίση έλλειψης ρευστότητας, καθώς και των σχετικών εξόδων (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λπ.) που συνεπάγεται η διαδικασία ρευστοποίησής του στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Τα εν λόγω ακίνητα ενόψει της αντικειμενικής αξίας τους (βλ. την αναγραφόμενη ποσού 20.014,33 ευρώ του υπό στοιχείο «α» και ποσού 13.519,66 ευρώ του υπό στοιχείο «β» στη δήλωση ΕΝΦΙΑ του έτους 2016) και της θέσης τους κρίνεται ότι πρόκειται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον και να αποφέρουν αξιόλογο τίμημα, τέτοιο που να ικανοποιήσει εν μέρει τις απαιτήσεις των μετεχουσών πιστωτριών της αιτούσας, γι’ αυτό και πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 3839/2010 η εκποίησή τους. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να διοριστεί εκκαθαριστής, που, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου – κατ’ αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 63 του ΠτΚ, η οποία εφαρμόζεται κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3869/2010 – από τον κατάλογο των δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που θα ειδοποιηθεί από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου με σχετική σημείωση στο αλφαβητικό ευρετήριο του άρθρου 13 του Ν. 3869/2010. Έργο του ως άνω εκκαθαριστή θα είναι να προβεί στην ελεύθερη εκποίηση των ανωτέρω αναφερόμενων εκποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων κατά τον πλέον πρόσφορο – κατά την κρίση του εκκαθαριστή – τρόπο, και με ελάχιστο τίμημα αυτό των 2/3 της αντικειμενικής αξίας τους όπως αυτή προκύπτει από τη δήλωση ΕΝΦΙΑ του 2016. Η εκποίηση με πλειστηριασμό ενώπιον συμβολαιογράφου δεν κρίνεται ότι πρέπει να ακολουθηθεί διότι θα επιβαρύνει με επιπλέον έξοδα τη διαδικασία και την οφειλέτιδα, κάτι που δεν συνάδει με το πνεύμα του νόμου. Το τίμημα είτε θα καταβληθεί εφάπαξ με την υπογραφή των μεταβιβαστικών συμβολαίων είτε θα αποτελέσει προϊόν δανείου από κάποιο πιστωτικό ίδρυμα με διασφαλισμένους όρους είτε θα πιστωθεί υπό τον όρο της διαλυτικής αίρεσης μεταβίβασης της κυριότητας μέχρι την εξόφληση αυτού (τιμήματος). Επίσης, ο εκκαθαριστής, κατ’εφαρμογή του άρθρου 9 του ΠτΚ, πρέπει να επιμεληθεί την εγγραφή της παρούσας απόφασης στα αρμόδια υποθηκοφυλακεία. Στη συνέχεια, κατ’ αναλογική εφαρμογή των αναφερομένων διατάξεων του ΠτΚ σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου, σε περίπτωση ανεύρεσης αγοραστή που θα προσφέρει το παραπάνω τίμημα (κατ’ εφαρμογή του άρθρου 149 παρ. 2 του ΠτΚ) θα καταρτίσει τα σχετικά συμβόλαια μεταβίβασης, θα επιδώσει στο Δημόσιο τουλάχιστον 20 ημέρες πριν κατάρτιση του παρακάτω αναφερομένου πίνακα διανομής και θα προβεί στη δημοσίευση στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν την κατάρτιση του εν λόγω πίνακα διανομής ανακοίνωσης αφενός περί της επίτευξης του σχετικού τιμήματος από την εκποίηση των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων και αφετέρου περί του ότι μετά την παρέλευση των παραπάνω προθεσμιών θα προβεί στην κατάρτιση του πίνακα διανομής (άρθρο 161 του ΠτΚ), ο οποίος θα τοιχοκολληθεί στο παρόν Ειρηνοδικείο και περί του ότι εντός 15 ημερών από την εν λόγω τοιχοκόλληση θα μπορούν να προβληθούν τυχόν αντιρρήσεις με την κατ’ αυτού άσκηση της ανακοπής του άρθρου 161 του ΠτΚ. Κατόπιν, ο εκκαθαριστής θα προβεί στην κατάρτιση του πίνακα διανομής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 154, 155 επ. του ΠτΚ και μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών από την τοιχοκόλλησή του στο Ειρηνοδικείο, θα προβεί στην καταβολή του προϊόντος της εκποίησης, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι μετέχοντες στη ρύθμιση πιστωτές, εφόσον δεν υφίστανται λοιποί πιστωτές. Το ανωτέρω δε έργο περί εκποίησης πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε 3 έτη από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Ο εκκαθαριστής δικαιούται να λάβει αντιμισθία, η οποία θα αφαιρεθεί από το διανεμόμενο ποσό (άρθρο 81 και 154 παρ. 1 του ΠτωχΚ) [βλ. ΕιρΝεμέας 4/2016, ΕιρΠάρου 1/2015, ΕιρΚορινθ 1355/2013 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 72/2016 τνπ ΔΣΑ].
Τέλος, για την ικανοποίηση του υπολοίπου των οφειλών της αιτούσας θα διαταχθεί η εφαρμογή της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 ρύθμισης, η οποία, υποβληθέντος του σχετικού αιτήματος και εφόσον πληρούνται κατά τα ανωτέρω οι προϋποθέσεις του νόμου, είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο. Ειδικότερα, η αιτούσα πρέπει να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της το ποσό των 139.030,08 (173.787,60 ευρώ Χ 80%) ευρώ. Όσον αφορά στον χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού, αυτός πρέπει να οριστεί σε 20 έτη, δηλαδή σε 240 μηνιαίες δόσεις, λαμβανομένων υπ’ όψιν του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσει η αιτούσα για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 579,29 ευρώ, το οποίο πρέπει να καταβάλλεται μέσα στις 5 πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα συμμέτρως προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες της αιτούσας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που διατηρούν κατ’ αυτής. Η καταβολή, λοιπόν, των δόσεων για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας θα γίνει εντόκως χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα ξεκινήσει δε την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά τη λήξη των στα πλαίσια του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 καταβολών, καθώς κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στην αιτούσα περίοδος χάριτος, κατ’ αναλογική χρήση της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 εδ. γ΄ του Ν. 3869/2010, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με τον Ν. 4336/2015.
Συνακολούθως απάντων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν οι οφειλές των αιτούντων, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Η απαλλαγή εκάστου από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο χρεών του έναντι της καθ’ ης θα επέλθει κατά νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν 3869/2010) υπό τον όρο της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεών του Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την αίτηση κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Ρυθμίζει τα χρέη του αιτούντος προς τις μετέχουσες πιστώτριές του με μηνιαίες καταβολές επί τριάντα έναν (31) μήνες, τις οποίες καθορίζει στο χρηματικό ποσό των εκατό (100,00) ευρώ ανά μήνα και οι οποίες θα πραγματοποιούνται συμμέτρως διανεμόμενες μεταξύ των μετεχουσών πιστωτριών του, μέσα στις πέντε (5) πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.
Υποχρεώνει τον αιτούντα να καταβάλει μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών της παραπάνω ρύθμισης το ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ, συμμέτρως διανεμόμενο στις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριές του και εντόκως από τον χρόνο της έναρξης του έτους μέσα στο οποίο πρέπει να καταβληθεί, με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά 2,50 εκατοστιαίες μονάδες.
Ρυθμίζει τα χρέη της αιτούσας προς τις μετέχουσες πιστώτριές της με μηνιαίες καταβολές επί τριάντα έναν (31) μήνες, τις οποίες καθορίζει στο χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ ανά μήνα και οι οποίες θα πραγματοποιούνται συμμέτρως διανεμόμενες μεταξύ των μετεχουσών πιστωτριών της, μέσα στις πέντε (5) πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.
Υποχρεώνει την αιτούσα να καταβάλει μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών της παραπάνω ρύθμισης το ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ συμμέτρως διανεμόμενο στις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριές της και εντόκως από τον χρόνο της έναρξης του έτους μέσα στο οποίο πρέπει να καταβληθεί, με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά 2,50 εκατοστιαίες μονάδες.
Διατάσσει την εντός προθεσμίας τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της παρούσας ελεύθερη εκποίηση με τον πλέον πρόσφορο τρόπο της ανήκουσας σε αυτήν κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% οικίας επιφανείας 76,38 τ.μ. που ευρίσκεται επί ανήκοντος στην πλήρη κυριότητά της σε ποσοστό 24,55% οικοπέδου κειμένου στον δήμο Φ….. στην οδό Μ……….. αρ. .., καθώς και του ανήκοντος σε αυτήν κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% οικοπέδου που ευρίσκεται στον δήμο Λ…….. – …. Ν…….. του νομού Ε….. και έχει έκταση 1.146,75 τ.μ., με ελάχιστο τίμημα τα 2/3 του ποσού της αντικειμενικής αξίας εκάστου ακινήτου και με τους όρους που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.
Ορίζει εκκαθαριστή την Π……. Γ…… του Λ…… κατοίκου Α….., με ΑΜ/ΔΣΑ : ….. τηλ. ………, ………., που θα ενημερωθεί τηλεφωνικά για την ανάληψη των προσδιοριζόμενων στο σκεπτικό της παρούσας καθηκόντων της από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με σχετική σημείωση στο αλφαβητικό αρχείο που τηρείται στο παρόν Ειρηνοδικείο.
Εξαιρεί της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι το ανήκον στην πλήρη κυριότητα της κατά ποσοστό 100% υπό στοιχεία Ε2 διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου επιφανείας 103,79 τμ., στο οποίο ανήκει η αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Ε2 αποθήκης του υπογείου επιφανείας 3,50 τ.μ. που ευρίσκονται σε πολυκατοικία ανεγερθείσα το έτος 1962 επί οικοπέδου κειμένου στη συνοικία «Μ……….» των Α….. και επί της λεωφόρου Σ….. αρ. ..-…
Επιβάλλει στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της το ποσό των εκατόν τριάντα εννέα χιλιάδων τριάντα ευρώ και οκτώ λεπτών (€139.030,08) με μηνιαίες καταβολές του ποσού των πεντακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (€579,29) επί είκοσι (20) έτη, ήτοι διακόσιους σαράντα (240) μήνες, εκάστης μηνιαίας δόσης καταβαλλομένης απευθείας και συμμέτρως στις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες. Η καταβολή της μηνιαίας αυτής δόσης θα ξεκινήσει την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά τη λήξη των στα πλαίσια της ρυθμίσεως του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 καταβολών και θα πραγματοποιείται μέσα στις πέντε (5) πρώτες εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα. Θα γίνεται δε εντόκως χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τον χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, στις 31 Αυγούστου 2017.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χ…….. Σ………… Θ……. Δ…….